Γκούσταβ Στρέζεμαν (Gustav Stresemann, 1878-1929)
Γερμανός συντηρητικός πολιτικός. Προερχόταν από μικροαστική οικογένεια του Βερολίνου. Δεν συμμετείχε στον πόλεμο λόγω κακής υγείας. Μετά τον πόλεμο ίδρυσε το Κόμμα του Γερμανικού Λαού (DVP), αντιπροσωπεύοντας μεσαία και ανώτερα στρώματα Προτεσταντών. Αν και αρχικά ήταν αντίθετος στους Κομμουνιστές και Σοσιαλδημοκράτες, συνεργάστηκε μαζί τους, μετά τη δολοφονία του Βάλτερ Ράτενάου. Καγκελάριος της Γερμανίας (13 Αυγούστου 1923-23 Νοεμβρίου 1923) σε κυβέρνηση ευρέως συνασπισμού, στην αποκαλούμενη χρονιά της κρίσης (1923).
Τον Σεπτέμβριο του 1923 ανακοίνωσε τον τερματισμό της παθητικής αντίστασης στην κατοχή του Ρουρ από τους Γαλλοβέλγους. Ήλπιζε ότι η συμμόρφωση με τους όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών θα αποδείκνυε την αδυναμία της Γερμανίας να ανταποκριθεί στους σκληρούς όρους της. Ωστόσο, η απελευθέρωση της Ρηνανίας ήταν κύριο μέλημά του.
Ο υπερπληθωρισμός έφτασε σε δυσθεόρατα ύψη τον Νοέμβριο του 1923. Με την εισαγωγή του Rentenmark από τον υπουργό Οικονομικών Χανς Λούθερ καταπολεμήθηκε το πρόβλημα, δίνοντας εγγυήσεις στον λαό ότι η Δημοκρατία της Βαϊμάρης μπορούσε να λύσει επείγοντα προβλήματα. Όμως η άρνηση του να τιμωρηθούν αυστηρά οι ναζί πραξικοπηματίες της Μπυραρίας αποξένωσε τους Σοσιαλδημοκράτες και έπεσε η κυβέρνησή του.
Υπουργός Εξωτερικών (13 Αυγούστου 1923-3 Οκτωβρίου 1929) σε οκτώ διαδοχικές κεντροδεξιές και κεντροαριστερές κυβερνήσεις. Πέτυχε το Σχέδιο Dawes με το οποίο μειώθηκαν οι υποχρεώσεις της Γερμανίας στους Συμμάχους. Πρωταγωνίστησε στις διεργασίες για τη σύναψη της Συνθήκης του Λοκάρνο (25 Οκτωβρίου 1925). Η Γερμανία αναγνώρισε τα μεταπολεμικά δυτικά σύνορα της, εγγυήθηκε ειρήνη με τη Γαλλία με αντάλλαγμα την αποδοχή της Γερμανίας στην Κοινωνία των Εθνών και την αποχώρηση των συμμαχικών στρατευμάτων από τη Ρηνανία. Όσον αφορά τα ανατολικά σύνορα, δεν υπήρξε συμφωνία. Ο Στρέζεμαν δεν απέκλειε τη χρήση στρατιωτικής βίας εναντίον της Πολωνίας για την ανακατάληψη εδαφών. Το 1925 εξαπέλυσε οικονομικό πόλεμο στην παραπαίουσα, λόγω οικονομικής και πολιτικής κρίσης, Πολωνία. Ενδυνάμωσε τις γερμανο-σοβιετικές σχέσεις με τη Συνθήκη του Βερολίνου (Απρίλιος 1926). Επίσης, ισχυροποιήθηκαν οι οικονομικοί και πολιτικοί δεσμοί με τις ΗΠΑ. Η Γερμανία εξήγαγε βιομηχανικά προϊόντα στις ΗΠΑ και εισήγαγε τρόφιμα και πρώτες ύλες. Λόγω κοινών οικονομικών συμφερόντων, οι ΗΠΑ συγκατατέθηκαν στην άμβλυνση των γερμανικών υποχρεώσεων. Όμως η εξαρτωμένη από τις ΗΠΑ γερμανική οικονομία υπέστη τεράστια ζημιά λόγω της κρίσης του 1929. Του απονεμήθηκε το Νομπέλ Ειρήνης την ίδια χρονιά. Υπέγραψε το Σύμφωνο Kellogg-Briand (Αύγουστος 1928), που αποκήρυσσε τη χρήση βίας για την επίλυση διεθνών διαφορών, καθησυχάζοντας πολλούς ότι η Δημοκρατία της Βαϊμάρης ήταν φιλειρηνική. Σε ανταμοιβή της, υπεγράφη το Σχέδιο Young τον Φεβρουάριο του 1929, με το οποίο μειώθηκαν οι γερμανικές αποζημιώσεις.
Αν και φιλομοναρχικός, σταδιακά αποδέχθηκε τις αξίες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, θεωρώντας την λιγότερο κακή λύση. Για την αλλαγή της στάσης του δέχθηκε σκληρές επικρίσεις από τη δεξιά. Πέθανε τον Οκτώβριο του 1929 από εγκεφαλικό επεισόδιο. Η απώλειά του και του Αριστίντ Μπριάν το 1932 και η δολοφονία του Λουί Μπαρτού, διαδόχου του Μπριάν, στέρησαν την Ευρώπη από μετριοπαθείς φωνές και επιτάχυναν τη διολίσθηση προς τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Βάλτερ Ράτεναου (Walther Rathenau, 1867-1922)
Γερμανός εβραϊκής καταγωγής, βιομήχανος, συγγραφέας και μετριοπαθής φιλελεύθερος πολιτικός. Στον Μεγάλο Πόλεμο υπήρξε υπεύθυνος Πρώτων Υλών και Εφοδιασμού στο υπουργείο Στρατιωτικών. Το 1921 έγινε υπουργός Ανοικοδόμησης και το 1922 υπουργός Εξωτερικών. Υποστήριζε την εκπλήρωση των όρων της Συνθήκης των Βερσαλιών και ταυτόχρονα την αναθεώρησή της, εξαγριώνοντας τους εθνικιστές. Υπογράφοντας τη συνθήκη του Ράπαλο το 1922 με την ΕΣΣΔ έγινε «κόκκινο πανί» για τους Ναζί, που τον κατηγόρησαν ως μέλος της «εβραιο-κομμουνιστικής συνομωσίας». Ωστόσο, η συνθήκη αυτή επέτρεπε τον κρυφό επανεξοπλισμό της Γερμανίας με σοβιετική συνδρομή. Φυσικά, ο Ράτεναου, καθότι κεφαλαιοκράτης μόνο φιλοσοβιετικός δεν ήταν. Επιπλέον, ήταν επικριτικός απέναντι στις σοβιετικές μεθόδους διακυβέρνησης. Η εβραϊκή καταγωγή και ο πλούτος του τον κατέστησαν μισητό στους ακροδεξιούς κύκλους. Δολοφονήθηκε στις 24 Ιουνίου 1922 από μέλη της ακροδεξιάς οργάνωσης Organisation Consul (O. C.)., που ήλπιζαν ότι η εκτέλεσή του θα έριχνε την κυβέρνηση και θα πυροδοτούσε εμφύλιο πόλεμο. Αντίθετα, ο Ράτεναου ανακηρύχθηκε μάρτυρας της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Ανεγέρθησαν μνημεία και πραγματοποιούνταν πολιτικά μνημόσυνα. Με την άνοδο των Ναζί, τα μνημεία καταστράφηκαν και οι τελετές απαγορεύτηκαν.