Ματίας Ερτσμπέργκερ (Matthias Erzberger, 1875-1921)
Γερμανός κεντρώος πολιτικός, εργατικής καταγωγής. Αρχικά ήταν υπέρ του πολέμου. Όμως, από το 1917, απηύδησε με το σφαγείο νέων ανθρώπων στα πεδία των μαχών. Στον περίφημο λόγο του στο κοινοβούλιο, στις 6 Ιουλίου 1917, κάλεσε την κυβέρνηση να ξεκινήσει τις διαπραγματεύσεις για λήξη του πολέμου.
Ο Ματίας Ερτσμπέργκερ ήταν ο επικεφαλής της γερμανικής αντιπροσωπείας που υπέγραψε την Ανακωχή στις 11 Νοεμβρίου 1918 στο Δάσος της Κομπιένης, όπου αντιμετώπισε ταπεινωτική μεταχείριση από τους νικητές, ιδιαίτερα τον Γάλλο στρατάρχη Φερντινάντ Φος. ο Γάλλος στρατάρχης αρνήθηκε χειραψία μαζί του και απέρριψε τις αιτιάσεις του για τους βαρείς όρους της Ανακωχής. Πρόεδρος της γερμανικής Επιτροπής Ανακωχής έως το 1919, υποστήριξε την επιβολή της συνθήκης των Βερσαλιών.
Τον Αύγουστο του 1919 ανέλαβε υπουργός Οικονομικών. Επέβαλλε φορολογία στα είδη πολυτελείας και τα κέρδη από τον πόλεμο και αντικατέστησε τους κρατικούς φόρους μ' έναν ενιαίο φόρο. Επούλωσε τα τραύματα της γερμανικής οικονομίας και αναδιόρθρωσε το σιδηροδρομικό δίκτυο σε έναν ενιαίο οργανισμό (Reichsbahn). Λόγω αυτών των επιτυχιών είχε ερείσματα στην εργατική τάξη της Ρηνανίας, της Βεστφαλίας, της κεντρικής Γερμανίας και της Σιλεσίας.
Μισήθηκε –άδικα– από την άκρα δεξιά ως υπεύθυνος της ταπεινωτικής σύναψης ανακωχής με την Αντάντ. Στην πραγματικότητα, ήταν ο απεσταλμένος των στρατιωτικών, που ήλπιζαν ότι ο φιλειρηνισμός και ο καθολικισμός του θα επηρρέαζαν ευνοϊκά τους Συμμάχους. Οι ίδιοι απέφυγαν τη μετάβαση στη Κομπιένη διότι δεν ήθελαν να χρεωθούν τη συνυπογραφή της Ανακωχής. Ο Χίτλερ «έκτισε» το μύθευμα περί Πισώπλατης Μαχαιριάς από τους Σοσιαλιστές, που υπέσκαψαν το ηθικό του γερμανικού στρατού για πολιτικά οφέλη. Αποκαλούσε τον Ερτσμπέργκερ «Εγκληματία του Νοέμβρη».
Όμως, ήταν η φορολογική πολιτική του που είχε ενοχλήσει τα ανώτερα κεφαλαιοκρατικά και γαιοκτητικά στρώματα και τη συντηρητική δεξιά. Η πολεμική εναντίον του ξέφυγε κάθε όριο, με τη συντηρητική εφημερίδα Tägliche Rundschau να σημειώνει «μπορεί να είναι στρογγυλός όπως μια σφαίρα αλλά δεν είναι αλεξίσφαιρος» περπαίζοντάς τον για το μεγάλο σωματικό βάρος του. Δολοφονήθηκε στις 26 Αυγούστου 1921, στα λουτρά Bad Griesbach (Μέλας Δρυμός) από μέλη της ακροδεξιάς οργάνωσης Organisation Consul (O. C.). Οι δολοφόνοι του διέφυγαν αλλά δικάστηκαν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Φίλιπ Σάιντεμαν (Philipp Scheidemann, 1865-1939)
Γερμανός Σοσιαλδημοκράτης πολιτικός. Εργάσθηκε ως τυπογράφος και το 1903 εκλέχθηκε αντιπρόσωπος του Σόλινγκεν στο Ράιχσταγκ. Υποστήριξε την ανοχή των Σοσιαλδημοκρατών στον πόλεμο, καλώντας για συμβιβαστική ειρήνη. Τον Ιούνιο του 1918 εκλέχθηκε αντιπρόεδρος του Ράιχσταγκ. Στις 9 Νοεμβρίου 1918 παραιτήθηκαν ο Κάιζερ και ο διάδοχος. Στη θεωρία, υπήρχε η πρόθεση να εγκαθιδρυθεί η συνταγματική μοναρχία, αναθέτοντας το στέμμα σε κάποιο εγγονό του Κάιζερ, αν και αυτό θα αποφασιζόταν με δημοψήφισμα. Σε μια Γερμανία που κόχλαζε, ο Σάιντεμαν θέλοντας να προλάβει τυχόν εργατική επανάσταση και τον Καρλ Λίμπκνεχτ, απηύθυνε στο πλήθος από μπαλκόνι του Ράιχσταγκ την ανακήρυξη της δημοκρατίας: «Το παλιό και σάπιο κατέρρευσαν. Ας ζήσει το καινούριο. Ζήτω η Γερμανική Δημοκρατία!».
Έγινε καγκελάριος στις 13 Φεβρουαρίου 1919, μετά την Εθνοσυνέλευση της Βαϊμάρης, στην πρώτη κυβέρνηση συνασπισμού με τους Σοσιαλδημοκράτες, το Γερμανικό Δημοκρατικό Κόμμα (DDP) και το Κόμμα του Κέντρου. Αποχώρησε από την κυβέρνηση, όπως και το DDP, διαφωνόντας με τη συνθήκη των Βερσαλιών. Δεν συμμετείχε σε άλλη κυβέρνηση. Εξορίστηκε από τους Ναζί το 1933 στη Δανία, όπου πέθανε τρεις μήνες μετά την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Χάινριχ Μπριούνινγκ (Heinrich Brüning, 1885-1970)
Γερμανός κεντρώος πολιτικός και μακροβιότερος καγκελάριος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (30 Μαρτίου 1930-30 Μαϊου 1932). Ορφανός από ενός χρόνου, επηρρεάστηκε από τον Προτεσταντισμό παρότι ήταν καθολικός. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια του Στρασβούργου, της Βόννης και του LSE Φιλοσοφία, Ιστορία και Πολιτικές Επιστήμες). Απέκτησε διδακτορικό τίτλο το 1915. Ζούσε ασκητικά, παρέμεινε εργένης όλη τη ζωή του και δεν φημιζόταν για την κοινωνικότητά του. Κατετάγη στο πεζικό κατά τον Μεγάλο Πόλεμο (1915-18). Έγινε υπολοχαγός και παρασημοφορήθηκε με τον Σιδηρούν Σταυρό 1ης και 2ης Τάξης. Μεταπολεμικά, ασχολήθηκε με την αποκατάσταση βετεράνων σε θέματα εκπαίδευσης και εργασίας. Εργάστηκε στο σύστημα πρόνοιας της Πρωσίας και έλαβε τη θέση του διευθυντή των Χριστιανικών Εργατικών Ενώσεων ως το 1930. Εξελέγη μέλος του πρωσικού κοινοβουλίου (1928-30). Το 1929 έγινε πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας του Κόμματος των Κεντρώων στο Ράιχσταγκ.
Έγινε γνωστός για τις ικανότητές του στα οικονομικά και την κριτική στάση του απέναντι σε υπέρογκες κρατικές δαπάνες και την πολυτελή ζωή των πλούσιων στρωμάτων. Υπήρξε ο πρώτος καγκελάριος των «προεδρικών κυβερνήσεων» του Χίντενμπουργκ, ο οποίος είχε εντυπωσιαστεί από τις γνώσεις του. Ο Μπριούνινγκ κλήθηκε να διαχειριστεί τη δεινή οικονομική θέση της Γερμανίας μετά την χρηματιστηριακή κρίση του 1929. Τάχθηκε υπέρ της αποδέσμευσης της Γερμανίας από τις υποχρεώσεις για καταβολή πολεμικών αποζημιώσεων. Αυτό ήταν εφικτό μόνο με την εφαρμογή αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής και συγκράτησης μισθών. Τα μέτρα αυτά τον έκαναν εξαιρετικά αντιδημοφιλή. Ο προϋπολογισμός του καταψηφίσθηκε από το Ράιχσταγκ, δίνοντας τη δικαιολογία στον Χίντενμπουργκ να εφαρμόσει το άρθρο 48 και να παρακάμψει το κοινοβούλιο. Με αυτόν τον τρόπο κυβέρνησε ο Μπριούνινγκ στη διετή πρωθυπουργία του. Ο ίδιος ονόμαζε αυτή την πρακτική «αυταρχική δημοκρατία». Έθεσε εκτός νόμου τα SA και το Ερυθρό Μέτωπο των Κομμουνιστών, μειώνοντας περισσότερο τη δημοτικότητά του στη δεξιά. Προσπάθησε απεγνωσμένα να ανασχέσει την πορεία του Χίτλερ προς την εξουσία. Φοβούμενος ότι μετά τον θάνατο του Χίντενμπουργκ ο Χίτλερ θα γινόταν ο επόμενος πρόεδρος, σχεδίασε την επαναφορά της μοναρχίας, στα πρότυπα της Βρετανίας. Οι περισσότερες παρατάξεις (εκτός από τους Ναζί και τους Κομμουνιστές) συγκατατέθηκαν, αλλά το σχέδιο προσέκρουσε στην απαίτηση του Χίντενμπουργκ να επανέλθει στον θρόνο ο Κάιζερ αντί κάποιου εγγονού του. Η παρατήρηση του Μπριούνινγκ ότι ούτε οι Σοσιαλδημοκράτες ούτε η Αντάντ θα δεχόταν την επαναφορά του εκθρονισμένου αυτοκράτορα σήμανε την αρχή του τέλους του Μπριούνινγκ στην καγκελαρία.
Στις εκλογές του 1932, τάχθηκε υπέρ του Χίντενμπουργκ. Ωστόσο, το σχέδιό του να αναδιανείμει γη υπέρ ακτημόνων εξαγρίωσε τους Πρώσους μεγαλογαιοκτήμονες και τον πρόεδρο (μεγαλογαιοκτήμονας επίσης). Εξαναγκάσθηκε σε παραίτηση στις 30 Μαϊου 1932. Τάχθηκε εναντίον του Χίτλερ στις εκλογές του Μαρτίου 1933. Έγινε πρόεδρος του κόμματός του στις 6 Μαΐου. Το διέλυσε στις 5 Ιουλίου θέλοντας να προλάβει την επιβολή απαγόρευσης λειτουργίας των κομμάτων από τους Ναζί. Φοβούμενος τη σύλληψή του, διέφυγε στις ΗΠΑ. Ακολούθησε ακαδημαϊκή καριέρα στις ΗΠΑ και τη Γερμανία. Μετά τον θάνατό του δημοσιεύθηκαν τα απομνημονεύματά του για την περίοδο 1918-1934, που θεωρούνται μερικώς αξιόπιστα, καθώς προσπαθεί να δικαιολογήσει την πολιτική του σε πολλά σημεία. Πέθανε στο Βέρμοντ (ΗΠΑ) το 1970 και ετάφη στην πατρίδα του Μιούνστερ.