Από το τέλος της επανάστασης του 1841 ως τις παραμονές της επανάστασης του 1866, η οθωμανική κυβέρνηση κρατούσε μια στάση παρελκυστική και καθησυχαστική. Η Υψηλή Πύλη γνώριζε ότι η κατάπνιξη της επανάστασης του 1841 δεν σήμαινε και το ξερίζωμα της ιδέας για ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα από τις ψυχές των Κρητών και των ελεύθερων Ελλήνων. Ωστόσο, παρά την ήπια στάση της, δεν εφάρμοζε τις μεταρρυθμίσεις του Χάττι-Χουμαγιούν (1856). Η προσοχή της ήταν στραμμένη στη Μολδοβλαχία, όπου η Ρωσία προσπαθούσε να της αποσπάσει την κυριαρχία. Η καθυστέρηση της εφαρμογής του Χάττι-Χουμαγιούν στην Κρήτη οφειλόταν στη θέληση της Υψηλής Πύλης να μην δώσει δικαιώματα στους υπόδουλους, που θα ήταν δύσκολο να πάρει πίσω. Δεν ήθελε όμως να ανοίξει και ένα δεύτερο μέτωπο, γεγονός που εξηγεί την ήπια στάση της έως λίγο καιρό πριν την Επανάσταση του 1866.
Σε γενικές γραμμές, η Υψηλή Πύλη ακολουθούσε την πολιτική εναλλαγής σκληρών και διαλλακτικών διοικητών στην Κρήτη, ανάλογα με την στάση των ευρωπαϊκών Δυνάμεων. Όποτε οι Μεγάλες Δυνάμεις πίεζαν την Οθωμανική αυτοκρατορία για την εξασφάλιση των συμφερόντων τους, έθεταν το θέμα της διοίκησης των χριστιανικών πληθυσμών. Τότε η Υψηλή Πύλη προχωρούσε στον διορισμό διαλλακτικών διοικητών στην Κρήτη. Όποτε όμως οι Μεγάλες Δυνάμεις εξασφάλιζαν διπλωματικά κέρδη και παραχωρήσεις, το θέμα των χριστιανών υπηκόων έμπαινε σε δεύτερη μοίρα και τον διαλλακτικό διοικητή διαδεχόταν ένας αυταρχικός. Ο διορισμός του ανελέητου Ισμαήλ Πασά ως νέου διοικητή της Κρήτης δεν αποτελούσε εξαίρεση από αυτόν τον κανόνα. Επίσης, συμβάδιζε με τις αρνητικές για την Οθωμανική αυτοκρατορία εξελίξεις στη Ρουμανία και τη Μολδοβαχία τον Μάιο του 1866. Η Υψηλή Πύλη φοβούμενη την απαρχή μιας γενικότερης διαδικασίας διαμελισμού της αποφάσισε να σκληρύνει τη στάση της στην Κρήτη. Ωστόσο, η αύξηση του χριστιανικού πληθυσμού και οι απαιτήσεις του για εφαρμογή του Χαττί-Χουμαγιούν οδήγησαν στο συμπέρασμα την οθωμανική κυβέρνηση ότι θα ήταν προτιμότερη μία ένωση της Κρήτης με την Αίγυπτο. Στα σχέδιά της βρήκε τη σθεναρή αντίσταση της Γενικής Συνέλευσης των Σφακίων. Η αναφορά των Κρητών αντιπροσώπων της 5ης Μαϊου 1866 προς τον Ισμαήλ Πασά θεωρήθηκε, μεταξύ άλλων, ως υποκινούμενη από τη τσαρική Ρωσία, προκαλώντας περαιτέρω σκλήρυνση της στάσης της Υψηλής Πύλης.
Το ξέσπασμα της επανάστασης προκάλεσε την αντικατάσταση του Ισμαήλ Πασά με τον Τουρκοαλβανό Μουσταφά Πασά στις 30 Αυγούστου 1866, εξίσου σκληρό με τον προκάτοχό του αλλά πιο ικανό στρατιωτικό. Αρχικά, ο Μουσταφά πασάς προσπάθησε να αμβλύνει τη συνοχή των επαναστατών. Υποσχέθηκε να εξετάσει τα αιτήματά τους και τους συμβούλευσε να μην παρασύρονται από ελάχιστους, που ήθελαν να τους εκμεταλλευθούν. Έδωσε περιθώριο πέντε ημερών στους επαναστάτες για να αποδεχθούν τις προτάσεις τους, αλλιώς θα κατέφευγε στη βία. Στις 7 Σεπτεμβρίου έλαβε την απάντηση της Γενικής Συνέλευσης «Το σύνθημα ''Ένωσις ή Θάνατος'' το οποίο άπασα η Κρήτη ανεκήρυξε, δίδει την πρέπουσαν απάντησιν...». Οι εχθροπραξίες ξεκίνησαν στις 10 Σεπτεμβρίου με επίθεση των Κρητών στον πύργο της Μάλαξας στα Χανιά. Ο Μουσταφά πασάς κατέφτασε στη Μάλαξα. Σφοδρές μάχες έλαβαν χώρα στη Μάλαξα, στο Σέλινο και την Κάνδανο, οι οποίες έληξαν με βαριές απώλειες για τους Οθωμανούς και εκκένωση του μουσουλμανικού πληθυσμού από την περιοχή των Χανίων. Νέα επιχείρηση του Μουσταφά πασά στην Κυδωνία και στον Αποκόρωνα Χανίων είχε απογοητευτικά αποτελέσματα για τους Οθωμανούς. Οι επιχειρήσεις του Οκτωβρίου και Νοεμβρίου είχαν μικτά αποτελέσματα, με αποκορύφωμα το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου.
Από την αρχή της Επανάστασης, η οθωμανική πολιτική στόχευε στην βίαιη κατάπνιξή της και όχι στην επίτευξη ενός συμβιβασμού. Μόνο υπό την πίεση των πολεμικών γεγονότων ή των διπλωματικών προτάσεων των Μεγάλων Δυνάμεων εφέρετο ενίοτε διατεθειμένη να συζητήσει το ενδεχόμενο αυτονομίας της Κρήτης με οθωμανική επικυριαρχία. Σ' αυτή τη θέση βρέθηκε ιδιαίτερα μετά το αδιέξοδο στο οποίο βρέθηκε ο Μουσταφά Πασά στην Κρήτη. Ήταν τόσο απελπιστική η κατάσταση των τουρκικών και αιγυπτιακών στρατευμάτων το 1867, ώστε ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών De Moustier ανέφερε ότι «θα ήτο καλύτερον δια την Πύλην να εγκαταλίπη την Κρήτην», ότι «η Χώρα είχεν απολεσθήν δια την Τουρκίαν» και ότι «η Κρήτη είχε αποβήν ανιάτως εξηλκώμενον μέλος της αυτοκρατορίας, και ήτο προτιμότερον να ακρωτηριασθή ή να αφεθή όπως αποβή εστία γαγγραίνης, ήτις θα ηδύνατο να εξαπλωθή εις παν μέρος της αυτοκρατορίας».
Τον Ιανουάριο του 1867, η Υψηλή Πύλη, ανήσυχη από την αδυναμία αντιμετώπισης της Επανάστασης με στρατιωτικά μέσα, έστειλε στην Κρήτη τον Σερβέρ πασά. Ο νέος διοικητής με σουλτανικό διάταγμα όριζε την εκλογή και αποστολή στην Κωνσταντινούπολη δύο αντιπροσώπων από κάθε επαρχία, ενός χριστιανού και ενός μουσουλμάνου, για να εκθέσουν τα αιτήματά τους στον Σουλτάνο. Η εκλογή ασημαντοτήτων επιβεβαίωσε όσους πίστευαν ότι επρόκειτο για προσπάθειες δημιουργίας εντυπώσεων από την Υψηλή Πύλη, υπό την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων μετά το Αρκάδι.
Η αγγλική στάση αυστηρής ουδετερότητας επέτρεψε την επιστροφή της Πύλης στην αδιαλλαξία. Έτσι, απεστάλη ο Ομέρ Πασάς με 30.000 άνδρες. Επρόκειτο για τον Κροάτη εξωμότη Μιχαήλ Λάττα, που είχε στο ενεργητικό του τη συντριβή της εξέγερσης στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και στο Μαυροβούνιο. Ο Ομέρ πασάς προέβη σε φρικαλέες βιαιότητες εναντίον του άμαχου πληθυσμού, προκαλώντας την αναπόφευκτη διπλωματική ανάμειξη των Μεγάλων Δυνάμεων. Ούτε ο Ομέρ Πασάς κατόρθωσε να καταπνίξει την επανάσταση. Αντίθετα, ηττήθηκε τόσο στα Σφακιά όσο και στο φαράγγι της Σαμαριάς. Καλύτερη τύχη είχαν οι οθωμανικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στην ανατολική Κρήτη, ιδιαίτερα στο Λασίθι, όπου οι επαναστάτες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν υπό το βάρος της εχθρικής επίθεσης.
Ωστόσο, η εξωτερική πολιτική της Υψηλής Πύλης χαρακτηρίστηκε από ευελιξία εκείνη την περίοδο. Εκμεταλλευόμενη τα αντικρουόμενα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων και τις παλινδρομήσεις της ελληνικής κυβέρνησης κατόρθωσε να εμποδίσει θετικές για τους Κρήτες διπλωματικές πρωτοβουλίες. Η έντονη κινητικότητα των Οθωμανών σε διπλωματικό επίπεδο αποκορυφώθηκε με την επίσκεψη του σουλτάνου Αμπνούλ Αζίζ στο Παρίσι και το Λονδίνο το 1868. Προσδοκίες για αποκόμιση οφελών υπέρ των Κρητών από αυτή την επίσκεψη δημιουργήθηκαν, αλλά στην πραγματικότητα, οι Οθωμανοί κέρδιζαν μέσω των διαβουλεύσεων πολύτιμο χρόνο για την κατάπνιξη της επανάστασης. Παράλληλα, η εφαρμογή της τακτικής του «καρότου και του μαστιγίου» με την άφιξη στρατιωτικών ενισχύσεων στην Κρήτη και τις υποσχέσεις του Ααλή πασά για παραχώρηση προνομίων και αυτονομίας σκοπό είχαν την υπόσκαψη του επαναστατικού φρονήματος. O Αλή Πασάς αφίχθη στις 22 Σεπτεμβρίου 1867 στα Χανιά φέρνοντας μαζί του τον νέο διοικητικό οργανισμό της Κρήτης, γνωστό ως «Οργανικό Νόμο». Ο νέος διοικητικός οργανισμός υποσχόταν διετή απαλλαγή από τη δεκάτη και τον στρατιωτικό φόρο, αναγνώριση και της ελληνικής ως επίσημης γλώσσας στην Κρήτη, διορισμό και χριστιανών σε διοικητικές θέσεις, ίδρυση μικτών δικαστηρίων και μικτών διοικητικών συμβουλίων, κλπ. Μάλιστα, προχώρησε στην απελευθέρωση κρατουμένων ως έμπρακτη κίνηση καλής θέλησης. Όμως η Γενική Συνέλευση των Κρητών απέρριψε τις υποσχέσεις για αυτονομία και τον «Οργανικό Νόμο», διότι αυτές συμβάδιζαν με την εγκατάλειψη του αιτήματος για Ένωση. Κατά συνέπεια, οι πολεμικές συγκρούσεις ξεκίνησαν εκ νέου, με ακόμη μεγαλύτερη βιαιότητα.
Ο διορισμός του Χουσεϊν Αβνί Πασά ως νέου διοικητή της Κρήτης τον Νοέμβριο του 1867 ακολουθήθηκε από αλλαγή στο επίπεδο των οθωμανικών τακτικών. Οι μεγάλης κλίμακας στρατιωτικές επιχειρήσεις έδωσαν τη θέση τους σε μικρής κλίμακας εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και στην κατασκευή πύργων σε καίρια στρατηγικά σημεία. Με αυτόν τον τρόπο, αργά αλλά σταθερά, ο Χουσεϊν Αυνή Πασάς έθεσε υπό τον έλεγχό του την πεδινή ενδοχώρα και τα παράλια. Ο ναυτικός αποκλεισμός του οθωμανικού στόλου, παρά τις ηρωικές προσπάθειες των ελληνικών πλοίων, έκαναν δυσχερέστατο τον εφοδιασμό των επαναστατών. Μοιραία, η Κρητική επανάσταση, απομονωμένη διεθνώς και εγκαταλειμμένη από την επίσημη Ελλάδα, αργόσβησε, και μαζί με αυτή οι ελπίδες για οριστική ευνοϊκή λύση του Κρητικού Ζητήματος.
Βιβλιογραφία
1) Εκδοτική Αθηνών, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τομ. ΙΓ΄, Αθήνα 1977
2) Γ. Κορδάτος, Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, Εκδόσεις 20ος αιώνας, Αθήνα 1956-59
3) Σπ. Β. Μαρκεζίνης, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος 1828-1964, Εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα 1966
4) Γ. Ρούσσος, Νεώτερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους 1826-1974, Τόμος Δ΄, η εποχή του Γεωργίου Α΄, Εκδόσεις Ελληνική Μορφωτική Εστία, Αθήνα 1975
5) Γ. Παπαντωνάκης, Η διπλωματική ιστορία της Κρητικής Επαναστάσεως του 1866, Εκδόσεις Τύποις "Σφενδόνης, Αθήνα 1926