Η έναρξη μιας νέας επανάστασης στην Κρήτη προκάλεσε ζωηρή συγκίνηση και ενθουσιασμό στην Ελλάδα και σε όλο τον ελληνισμό. Από την άλλη πλευρά, η θέση της ελληνικής κυβέρνησης ήταν πιο λεπτή. Επίσημα, δεν μπορούσε να στηρίξει στρατιωτικά την Κρητική επανάσταση, διότι μια τέτοια ενέργεια θα σήμαινε ανοικτό πόλεμο με την Οθωμανική αυτοκρατορία. Όμως η Ελλάδα της δεκαετίας του 1860 δεν ήταν αρκετά ισχυρή στρατιωτικά, οικονομικά και διπλωματικά ώστε να αναμετρηθεί επί ίσοις όροις με τους Τούρκους. Επιπρόσθετα, η ελληνική κυβέρνηση Βούλγαρη - Δεληγιώργη δεχόταν πιέσεις από τις Μεγάλες Δυνάμεις να μην αναμιχθεί πιο ενεργά υπέρ των εξεγερμένων Κρητών. Η προηγούμενη κυβέρνηση Μπενιζέλου Ρούφου είχε ήδη απευθύνει συστάσεις στους Κρήτες να αποφύγουν επαναστατικές ενέργειες. Πέρα από την ανεπίσημη και περιορισμένη αποστολή εθελοντών και εφοδίων στην Κρήτη, η επίσημη Ελλάδα μπορούσε να κινηθεί μόνο σε διπλωματικό επίπεδο. Σημαντικό ρόλο στην αρωγή της Κρητικής Επανάστασης έπαιξε ο πρόξενος της Ελλάδας στα Χανιά Νικόλαος Σακόπουλος, ο οποίος άφησε και μια πολύτιμη αναφορά για όσα διαδραματίστηκαν στην Κρήτη κατά τη διάρκεια εκείνης της τριετούς θυελλώδους περιόδου.
Στις 10 Αυγούστου 1866, έντεκα μέρες πριν την εξέγερση των Κρητών, ο Επαμεινώνδας Δεληγιώργης, υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Βούλγαρη υπέβαλλε υπόμνημα στις Μεγάλες Δυνάμεις, εκθέτοντας τη θέση της ελληνικής κυβέρνησης για το Κρητικό Ζήτημα. Σε αυτό το ιστορικό υπόμνημα ο Δεληγιώργης επισημαίνει τους κοινούς δεσμούς μεταξύ Ελλάδας και Κρήτης που επέβαλλαν την υποστήριξη της πρώτης στον αγώνα των εξεγερμένων Κρητών. Θυμίζει στις Μεγάλες Δυνάμεις ότι, κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, η Κρήτη είχε σχεδόν εξ' ολοκλήρου απελευθερωθεί με μεγάλες θυσίες (σε τουρκικά χέρια είχαν παραμείνει μόνο τα φρούρια του Ηρακλείου, του Ρεθύμνου και των Χανίων). Ωστόσο, τελικά η Κρήτη δεν συμπεριλήφθηκε στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος με το πρωτόκολλο της 3ης Φεβρουαρίου 1830. Παρά τις εγγυήσεις που περιείχε το πρωτόκολλο του 1830 για την προστασία των χριστιανικών πληθυσμών της Κρήτης και της Σάμου, επανειλλημένως σφαγιάστηκαν και καταπατήθηκαν τα δικαιώματά τους. Η συνθήκη του Παρισίου του 1856 επικύρωσε τον πολιτικό Χάρτη των Χριστιανών της Τουρκίας αλλά τα δικαιώματα των χριστιανών δεν έγιναν ποτέ σεβαστά. Το υπόμνημα Δεληγιώργη εξιστορεί λεπτομερώς όσα προηγήθηκαν της Επανάστασης του 1866, την ωμή καταπίεση των χριστιανών της Κρήτης και τα συχνά αιματηρά επεισόδια.Το υπόμνημα καταλήγει με παράκληση προς τις Μεγάλες Δυνάμεις για να επέμβουν υπέρ των Κρητών και του αιτήματος του για Ένωση.
Από τα πρώτα βήματα του ελληνικού κράτους υπήρξε συστηματική και πολύπλευρη επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων στην εσωτερική κατάσταση της Ελλάδας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την έλλειψη χειραφέτησης της πολιτικής τάξης και των οικονομικών παραγόντων της χώρας, τη δημιουργία μιας σχέσης εξάρτησης και υποτέλειας με τη μία ή την άλλη Μεγάλη Δύναμη. Μάλιστα, υπήρξε εντατική προπαγάνδα ότι η απελευθέρωση των Ελλήνων το 1821 δεν ήταν αποτέλεσμα των αγώνων και των θυσιών τους, ότι η επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων δεν ήταν πράξη δικαιοσύνης αλλά ελεημοσύνης, που επισφραγίστηκε με τη ναυμαχία του Ναυαρίνου. Η ναυτική σύγκρουση μεταξύ του τουρκοαιγυπτιακού και του συμμαχικού στόλου να υποχρέωσε την Υψηλή Πύλη να αποδεχτεί το τετελεσμένο γεγονός της επέμβασης του συνασπισμού των ισχυρότερων Μεγάλων Δυνάμεων. Ωστόσο, η εξέλιξη αυτή δεν θα είχε ποτέ καταστεί εφικτή αν δεν είχε προηγηθεί ο επταετής ηρωικός αγώνας των επαναστατημέων Ελλήνων, οι νίκες και οι θυσίες τους, οι διπλωματικές πρωτοβουλίες τους, το μεγάλο φιλελληνικό κίνημα σε Ευρώπη και Αμερική που υποχρέωσε τις Μεγάλες Δυνάμεις να αναθεωρήσουν την εξωτερική πολιτική τους συμπεριλαμβάνοντας την εκδοχή της δημιουργίας ενός ελεύθερου ελληνικού κράτους στα γεωπολιτικά σχέδιά τους. Οι απόψεις ότι η ανεξαρτησία της Ελλάδας οφειλόταν στην καλή διάθεση των Μεγάλων Δυνάμεων καλλιεργήθηκε συστηματικά και ρίζωσε βαθιά σε διάφορους κύκλους. Οι αντιλήψεις αυτές για τη σημασία της ναυμαχίας του Ναυαρίνου και του ρόλου που έπαιξαν οι Μεγάλες Δυνάμεις στην ανεξαρτητοποίηση της Ελλάδας εξακολουθούν να υποστηρίζονται ως τις μέρες μας. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ και η πλειοψηφία των πολιτικών αρχηγών ήταν διακείμενοι αρνητικά στην Κρητική Επανάσταση για διάφορους λόγους.
Ειδικότερα, σφοδρή κριτική έχει ασκηθεί στον τότε πρωθυπουργό Βούλγαρη και στον βασιλιά Γεώργιο Α΄ για υπονόμευση της υπόθεσης της ένωσης λόγω της πρόσδεσής του στο βρετανικό άρμα. Η απομάκρυνση της πολυκομματικής κυβέρνησης Μπενιζέλου Ρούφου και ο σχηματισμός της κυβέρνησης Βούλγαρη στις 9 Ιουνίου 1866, δηλαδή δύο μήνες μετά την επανεκκίνηση επαναστατικών διεργασίων στην Κρήτη θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως κίνηση εναρμόνισης με τα συμφέροντα των Βρετανών στην ευρύτερη περιοχή. Η συμμετοχή του φιλελεύθερου Επαμεινώνδα Δεληγιώργη ως υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση του συντηρητικού Βούλγαρη απαιτούσε δύσκολους συμβιβασμούς, καθώς επρόκειτο για προσωπικότητες με αντίθετους χαρακτήρες και ιδεολογικό υπόβαθρο. Εν τέλει, οι συμβιβασμοί αυτοί έβλαψαν την πολιτική καριέρα του Δεληγιώργη. Η επίσημη στάση της κυβέρνησης Βούλγαρη ήταν η τήρηση «ουδετερότητας». Καθώς ο ελληνικός λαός είχε σταθεί σύσσωμος στο πλευρό των Κρητών, η κυβέρνηση Βούλγαρη δεν ήταν σε θέση να πάει αντίθετα με το λαϊκό αίσθημα. Ωστόσο, οι ενισχύσεις σε εθελοντές και στρατιωτικό υλικό και οι κινήσεις στον διπλωματικό στίβο δεν κάλυπταν τις ανάγκες της Επανάστασης. Η θέση Βούλγαρη, εναρμονισμένη με τους Βρετανούς, ήταν ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να αποφύγει την ενεργότερη ανάμιξη της στην Κρήτη διότι αυτό θα σήμαινε εμπλοκή σε δυσάρεστες πολεμικές περιπέτειες. Σταδιακά, ο Δεληγιώργης απομακρυνόταν από τη στάση ουδετερότητάς της κυβέρνησης. Προσπάθησε να πείσει τόσο τον Βούλγαρη όσο και τον βασιλιά Γεώργιο Α΄ να υιοθετήσουν μια πιο ενεργητικά θετική στάση, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ωστόσο, παρά την αδιάλλακτη στάση του Παλατιού και του Βούλγαρη, ο Δεληγιώργης ανέλαβε μια σειρά πρωτοβουλιών με στόχο τον καλύτερο συντονισμό του ένοπλου αγώνα. Με υπόδειξή του συγκροτήθηκαν δύο αρχηγεία, το ένα στις ανατολικές επαρχίες και το άλλο στις δυτικές. Παράλληλα, επανέφερε το θέμα της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, εκμεταλλευόμενος τον αναβρασμό που επικρατούσε μεταξύ των υπόδουλων Ελλήνων. Μια εύφλεξη στις περιοχές αυτές (πιθανόν και στη Μακεδονία) θα προκαλούσε έναν χρήσιμο για την Κρητική Επανάσταση αντιπερισπασμό καθώς θα εξανάγκαζε την Οθωμανική αυτοκρατορία να πολεμά σε δύο μέτωπα. Επιπρόσθετα, θα προκαλούσε την ενεργότερη διπλωματική ανάμιξη των Μεγάλων Δυνάμεων, θα έσπευδαν να αποσοβήσουν την εξάπλωση της επανάστασης σε όλα τα Βαλκάνια, και κατά συνέπεια, την ανεξέλεγκτη ανακίνηση του Ανατολικού Ζητήματος. Η τακτική αυτή ήταν προς την ορθή κατεύθυνση, αλλά ατυχώς, προσέκρουσε στη σθεναρή άρνηση του βασιλιά Γεωργίου Α΄ ο οποίος θεωρούσε ότι μια τέτοια πολιτική θα δυσαρεστούσε τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Σε γενικές γραμμές, ο Γεώργιος Α΄ ακολούθησε μια πολιτική αντίθετη με αυτή του προκάτοχού του Όθωνα. Ο πρώτος βασιλιάς του ελληνικού κράτους υποστήριζε μια πιο ενεργητική / φιλοπόλεμη πολιτική ώστε να επιτευχθεί ο στόχος της απελευθέρωσης των περιοχών που εξακολουθούσαν να είναι υπόδουλες στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Εξαιτίας της πολιτικής αυτής δεν ήταν λίγες οι τριβές μεταξύ Όθωνα και Μεγάλων Δυνάμεων. Ο Γεώργιος δεν πίστευε ότι η Ελλάδα ήταν ισχυρή αρκετά ώστε να επιτύχει τις επιδιώξεις της με την επιβολή των όπλων. Κατ' αυτόν, επιβαλλόταν η εφαρμογή μιας πιο προσεκτικής, «σώφρονος» πολιτικής, που θα εναρμονιζόταν με τις επιδιώξεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Μέσα σ' αυτό το πλαίσο εντάσσεται και το θέμα του επικείμενου γάμου του με τη μεγάλη δούκισα της Ρωσίας Όλγα, τον οποίο σχεδίαζε μυστικά ο νεαρός βασιλιάς χωρίς να έχει εγκρίνει ή έστω ενημερωθεί η ελληνική κυβέρνηση. Ο Γεώργιος Α΄ φοβούταν ότι ο γάμος του θα έπαιρνε αναβολή ή ματαίωση εξ' αιτίας των ταραχών στην Κρήτη. Ο νεαρός βασιλιάς, άπειρος σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, περιήλθε στη σφαίρα επιρροής της βρετανικής πρεσβείας, η οποία τον καθοδηγούσε παρασκηνιακά. Όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, η κατευναστική πολιτική του Γεωργίου Α΄ προς τις Μεγάλες Δυνάμεις δεν απέδωσε. Αντίθετα, εξουδετέρωσε τη δυναμική ενεργείων που θα μπορούσαν να αυξήσουν την πίεση τόσο στην Οθωμανική αυτοκρατορία όσο και στις ευρωπαϊκές δυνάμεις και να πετύχουν απτά αποτελέσματα υπέρ της υπόθεσης της ένωσης. Επιπρόσθετα, η επιτυχία της πολιτικής που πρότεινε ο Δεληγιώργη απαιτούσε ένα αρραγές εσωτερικό μέτωπο. Το διάνοιγμα δύο μετώπων σε Κρήτη και Ήπειρο/Θεσσαλία θα σηματοδοτούσε τη γενική κινητοποίηση των δυνάμεων του ελληνικού κράτους και του Ελληνισμού. Όμως με τον Γεώργιο Α΄ και τον Βούλγαρη απέναντί του η εθνική ενότητα δεν θα ήταν εφικτή. Μόνο ο τότε αρχηγός της αντιπολίτευσης Αλέξανδρος Κουμουνδούρος υποστήριξε έμπρακτα το σχέδιο Δεληγιώργη. Μάλιστα, προχώρησε ένα βήμα παραπάνω: ήρθε σε επαφές με τον Σέρβο πρωθυπουργό Γκαρασάνιν με στόχο τη δημιουργία μιας ελληνοσερβικής συμμαχίας. Μια τέτοια εξέλιξη θα απόβαινε πιθανώς εξαιρετικά χρήσιμη για την Κρητική Επανάσταση. Οι Σέρβοι θεώρησαν ως θετική μία τέτοια προοπτική. Ο Σέρβος στρατιωτικός ακόλουθος στην Κωνσταντινούπολη Λιούμπομιρ Ιβάνοβιτς ήρθε στην Αθήνα σε μυστικές επαφές με τους Κουμουνδούρο, συνταγματάρχη Μπότσαρη, Βενιέρη κ.α. Όμως και αυτές οι κινήσεις ναυάγησαν λόγω της αντίδρασης των Γεωργίου Α΄ και Βούλγαρη, καθώς η ελληνοσερβική συμμαχία θα ανέτρεπε τα σχέδια των Βρετανών και θα αναβάθμιζε σημαντικά τη Ρωσία στην περιοχή. Ωστόσο, μια συμμαχία μεταξύ Ελλάδας και Σερβίας θα κλυδώνιζε την Οθωμανική αυτοκρατορία η οποία θα βρισκόταν στη δεινή θέση να αντιμετωπίζει τους στρατούς δύο οργανωμένων κρατών παράλληλα με τις εξεγέρσεις των ομοεθνών τους.
Αποκαλυπτική της στάσης της κυβέρνησης και του βασιλιά και της γενικότερης κατάστασης στην Ελλάδα είναι η επιστολή του Κουμουνδούρου προς τον Σέρβο πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Ρίτσιτς στις 18 Σεπτεμβρίου 1866 «...Γνωρίζω ότι ο κύριος Βούλγαρης ουδέ καθ' ελάχιστον διανοείται να έλθει εις τοιαύτην συνεννοήσιν την οποίαν υμείς επιθυμείτε...Και το υπουργικόν συμβούλιον και ο Βασιλεύς μετά του οποίου κατ' αυτάς ωμίλησα αντίκεινται εις την συνεννόησιν, διότι θεωρούσιν ότι δεν είναι η κατάλληλος προς τούτο στιγμή...η τελευταία μεταπολίτευσις υπέρ το δέον εξήντλησε τα οικονομικά και το υλικόν, ότι εχαλάρωσε την πειθαρχία εν τω στρατώ όστις μόλα ταύτα δεν έπαυσεν εμφορούμενος των αισθημάτων του πατριωτισμού και του ηρωϊσμού. Επομένως η Ελλάς δεν δύναται επισήμως και φανερώς να λάβη μέρος εις κίνημα, αλλά δύναται να διεγείρη το ελληνικό έθνος εν Τουρκία. Δύναται δε να υποστηρίξη τελεσφόρως το κίνημα του εν Τουρκία έθνους....Προπάντων επείγουσα είναι ανάγκη, όπως το κίνημα επεκταθή ίνα κατακερματισθή η δύναμις του εχθρού...Η δε Σερβία, το Μαυροβούνιον τα περί τον Δούναβη έθνη δεν θα θελήσωσι να επωφεληθώσι τοιούτων περιστάσεων;». Στην ίδια επιστολή, ο Κουμουνδούρος τονίζει με δραματικό τόνο την αποφασιστικότητα των Ελλήνων να πετύχουν την απελευθέρωση των υπόδουλων ομοεθνών τους και την ένωση όλων σε ένα ενιαίο κράτος υπογραμμίζοντας «Υμείς γιγνώσκετε καλλίτερον εμού την ανεπάρκειαν των δυνάμεων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και τας οικονομικάς δυσχερείας αυτής. Εαν και υμείς ενεργήσετε, η Τουρκία θέλει ευρεθή εις αδυναμίαν...Οι Έλληνες διήλθον τον Ρουβίκωνα. Τώρα είναι αδύνατον αυτοίς να επιστρέψωσι ή να συγκρατηθώσιν. Ημείς ελπίζομεν ότι θέλομεν επιτύχει και αν ακόμη μείνωμεν μόνοι. Η αποφασιστικότητα και ο ενθουσιασμός μας θέλουσιν αναπληρώσει τας ελλείψεις μας, κατά τίνα δε σημεία, ουδ' η Ευρώπη θέλει επί πολύ μείνει αδιάφορος είτε εκ συμφέροντος είτε διότι φοβείται πόλεμον ευρωπαϊκόν...Ημείς κατ' ευχήν εφέραμεν εις πέρας την μεγάλην επανάστασιν και ανελάβομεν τον παρόντα αγώνα μετά μέσων πολύ ολιγωτέρων εκείνων άπερ υμείς διαθέτετε».
Τον Δεκέμβριο του 1866, ο σχηματισμός νέας κυβέρνησης υπό τον Αλέξανδρο Κουμουνδούρο δημιούργησε προσδοκίες στους Κρήτες. Αν και επίσημα συνέχισε την πολιτική ουδετερότητας, σε ανεπίσημο επίπεδο στάθηκε πιο ένθερμα στο πλευρό των εξεγερμένων. Η ροή εθελοντών και πολεμοφοδίων αυξήθηκε σημαντικά προς την Κρήτη. Η άνοδος του Κουμουνδούρου στη διακυβέρνηση της χώρας προκάλεσε την ανακίνηση του θέματος της ελληνοσερβικής συμμαχίας. Ο νέος υπουργός Εξωτερικών Χαρίλαος Τρικούπης, σε αντίθεση με τον Δεληγιώργη, ανέλαβε πρωτοβουλίες υπέρ της αντιμετώπισης του Κρητικού Ζητήματος ως μέρους του ευρύτερου Ανατολικού Ζητήματος. Μέσα στα πλαίσια αυτής της πολιτικής, ο Τρικούπης υποστήριζε την ανάγκη σχηματισμού ενός εκτεταμένου συνασπισμού, που δεν θα περιλάμβανε μόνο τη Σερβία αλλά και τη Ρουμανία, το Μαυροβούνιο ακόμη και τη μουσουλμανική Αίγυπτο. Ωστόσο, μόνο η Σερβία ανταποκρίθηκε θετικά στις προτάσεις Τρικούπη.
Μετά από μια σειρά διαβουλεύσεων, στις 14 Αυγούστο 1867, στο ξενοδοχείο Bellevue κοντά στην αυστριακή πόλη Voslau, υπογράφηκε μυστική συμμαχία μεταξύ Ελλάδας και Σερβίας. Η συμμαχία αποτελείτο από 17 άρθρα που όριζαν τις υποχρεώσεις του κάθε μέλους και τη γενικότερη στρατηγική τους σε περίπτωση πολέμου με την Οθωμανική αυτοκρατορία. Απ' αυτά ξεχωρίζουν τα άρθρα 2, 3 & 4, τα οποία περιέγραφαν τους κύριους σκοπούς της συμμαχίας. Το άρθρο 2 προέβλεπε ότι η Σερβία έπρεπε να είχε ετοιμοπόλεμες στρατιωτικές δυνάμεις 60.000 ανδρών και η Ελλάδα 30.000 άνδρες και ισχυρό στόλο μέχρι τον Μάρτιο του 1868. Το άρθρο 3 όριζε ότι «η κήρυξη πολέμου κατά της Τουρκίας δεν θα γινόταν παρά μετά από συνεννόηση και αμοιβαία συμφωνία». Το άρθρο 4 όριζε ως κύριο σκοπό της συμμαχίας την απελευθέρωση των χριστιανικών λαών της Ευρωπαϊκής Τουρκίας (ειδικότερα την Ήπειρο και τη Θεσσαλία για την Ελλάδα και τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη για τη Σερβία) και των νησιών του Αιγαίου. Ο Κουμουνδούρος απέστειλλε το κείμενο της συνθήκης στον Γεώργιο, επισημαίνοντας του τους κινδύνους που διέτρεχε η μοναρχία αν αρνιόταν να επικυρώσει τη συνθήκη ή να κηρύξει τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Υπό την πίεση Κουμουνδούρου, ο Γεώργιος επικύρωσε τη συνθήκη, συμπεριλαμβάνοντας όμως δύο καίριες επιφυλάξεις, που αλλοίωναν την ισχύ της «...1) Αν παρά τις ειλικρινείς προσπάθειες των δύο κυβερνήσεων η μία από αυτές ή και οι δύο δεν κατόρθωναν να συπληρώσουν τις προετοιμασίες τους μέσα στην προθεσμία που ορίζει το άρθρο 2 της συνθήκης, μια νέα παράταση θα μπορούσε να οριστεί με κοινή συμφωνία...2) επειδή η σημασία του άρθρου 2 δεν είναι να οδηγήσει ένα από τα μέρη του ακούσιά του σε άκαιρο πόλεμο με την Τουρκία, που θα διακινδύνευε τον σκοπό της συμμαχίας και θα εξέθετε σε ανυπολόγιστους κινδύνους τα συμφέροντα των δύο χωρών, η ελληνική και η σερβική κυβέρνηση δεσμεύονται να αποφύγουν επιμελώς, πριν από τις συνεννοήσεις και την αμοιβαία συμφωνία που ορίζει το άρθρο 1 της συνθήκης, κάθε πρόκληση που θα οδηγούσε σε τουρκική επίθεση».
Εν τέλει, για τους προαναφερθέντες λόγους, η ελληνοσερβική συμμαχία δεν έλαβε σάρκα και οστά εκείνες τις τρικυμιώδεις μέρες του 1866. Στους λόγους μη εφαρμογής της συνθήκης προστίθενται και η παραίτηση του Σέρβου πολιτικού Γαράσανιν (εμπνευστή της ιδέας για τη συμμαχία από σερβική πλευρά) και η δολοφονία του Σέρβου ηγεμόνα Μιχαήλ Οβρένοβιτς. Η σερβική αντιβασιλεία που ορίστηκε, μιας και ο διάδοχος Μίλαν Οβρένοβιτς ήταν ανήλικος, θεώρησε ότι η συνθήκη πλέον δεν τη δέσμευε διότι ήταν μυστική. Πιθανόν, μια χρυσή ευκαιρία χάθηκε για την απελευθέρωση όχι μόνο της Κρήτης αλλά και άλλων περιοχών πολύ νωρίτερα από ότι τελικά συνέβη. Το γεγονός ότι η εξέγερση των Κρητών διάρκεσε τρία χρόνια αποδεικνύει ότι ήταν κατάλληλα οργανωμένη, υπήρχε υψηλό φρόνημα και ομοψυχία, και η μαχητική αξία των ανταρτών ήταν διόλου αμελητέα. Ο Σουλτάνος αναγκάστηκε να αντικαταστήσει τρεις πασάδες και να στείλει ισχυρότατες στρατιωτικές δυνάμεις για να τιθασεύσει την επανάσταση. Η αδράνεια των Γεωργίου Α΄ και Βούλγαρη και γενικότερα της ελληνικής κυβέρνησης, ακούσια ή εκούσια, συνέβαλε στην τελική ήττα της Κρητικής επανάστασης. Ωστόσο, θα μπορούσε να συνηγορήσει κάποιος υπέρ της συντηρητικής πολιτικής της ελληνικής κυβέρνησης δεδομένης της πολεμικής ανετοιμότητας του στρατού. Εκείνη την περίοδο η Ελλάδα μπορούσε να παρατάξει περίπου 20.000 άνδρες, ελλιπώς εξοπλισμένους.
Η επαναφορά του Βούλγαρη στην πρωθυπουργία τον Ιανουάριο του 1868 σήμανε και την επιστροφή στη βρετανική γραμμή. Ο Βούλγαρης γνώριζε ότι μια ανοικτά εχθρική στάση του απέναντι στην Κρητική Επανάσταση θα προκαλούσε λαϊκές εξεγέρσεις εναντίον της κυβέρνησής του σε όλη την Ελλάδα. Η απόφασή του να περικόψει τη χρηματική υποστήριξη των Κρητών αποτέλεσε ένα πλάγιο όσο και αποτελεσματικό κτύπημα στην υπόθεσή τους. Ωστόσο, οι συνέπειες μιας τέτοιας πολιτικής έγιναν εύκολα αντιληπτές από σύσσωμο τον πολιτικό κόσμο και τον Τύπο στην Ελλάδα. Πολλές εφημερίδες άσκησαν δριμύτατη πολιτική στον Βούλγαρη κατηγορώντας τον για εγκατάλειψη των Κρητών και προδοσία. Σε όλη την Αθήνα υπήρχε αναβρασμός, πραγματοποιούνταν διαδηλώσεις έξω από την τουρκική πρεσβεία (τότε στην οδό Πανεπιστημίου). Οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας κλιμακώθηκαν σε επικίνδυνο βαθμό. Με τελεσίγραφο, που επιδόθηκε στην ελληνική κυβέρνηση στις 29 Νοεμβρίου 1868, η τουρκική κυβέρνηση απαιτούσε α) τη διάλυση των εθελοντικών σωμάτων και την παύση δημιουργίας άλλων, β) τον αφοπλισμό των ελληνικών καταδρομικών που μετέφεραν πολεμοφόδια στην Κρήτη γ) την επιστροφή των προσφύγων στην Κρήτη δ) την τιμωρία όσων ευθύνονται για τον θάνατο Τούρκων στρατιωτών και την αποζημίωση των οικογένειών τους και ε) τη συμπεριφορά της Ελλάδας σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.
Τρεις μέρα μετά την επίδοση αυτού του αυστηρού τελεσίγραφου, πολεμικά πλοία του τουρκικού στόλου έβαλλαν εναντίον του πλοίου «Ένωση», το οποίο κατέφυγε στο λιμάνι της Σύρου. Το ελληνικό πολεμικό πλοίο «Ελλάς» και τα ξένα πολεμικά πλοία κατέφτασαν στην περιοχή, το ίδιο όμως και δέκα τουρκικά πολεμικά πλοία, που προχώρησαν σε αποκλεισμό του λιμανιού. Εν τω μεταξύ, η Αθήνα απέρριψε το τελεσίγραφο, γεγονός που είχε ως συνέπεια τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών. Η κατάσταση βάδιζε πλέον πάνω σε τεντωμένο σκοινί. Η κυβέρνηση Βούλγαρη έθεσε τον στρατό σε πολεμική ετοιμότητα στις αρχές Δεκεμβρίου 1868. Ένας πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας έδειχνε σχεδόν αναπόφευκτος. Μια τέτοια εξέλιξη δεν ήταν προς το συμφέρον των Μεγάλων Δυνάμεων, που φοβούνταν μια γενικότερη ανεξέλεγκτη ανάφλεξη στην Ανατολή. Έτσι, ύστερα από υπόδειξη του Βίσμαρκ, στις 2 Ιανουαρίου ο Ναπολέων Γ΄ συγκάλεσε στο Παρίσι διάσκεψη, ώστε να αποφευχθεί ένα τόσο δραστικό γεγονός με απρόβλεπτες συνέπειες.
Στη συνδιάσκεψη συμμετείχαν επίσημα η Αυστρία, η Βρετανία, η Γαλλία, η Πρωσία, η Ρωσία και η Οθωμανική αυτοκρατορία. Αρχικά, η Ελλάδα αποκλείστηκε από τη συνδιάσκεψη – η επίσημη εξήγηση ήταν ότι σ' αυτή θα συμμετείχαν μόνο τα κράτη που είχαν υπογράψει τη συνθήκη του Παρισίου του 1856. Στη συνέχεια, με παρέμβαση της Ρωσίας, η Ελλάδα προσκλήθηκε με συμβουλευτική ψήφο. Όμως η κυβέρνηση Βούλγαρη αρνήθηκε τη συμμετοχή της στη συνδιάσκεψη, διότι θεωρούσε ότι θα ήταν σε μειονεκτική θέση σε σχέση με την οθωμανική αντιπροσωπεία.
Η Συνδιάσκεψη του Παρισίου, στις 8 Ιανουαρίου 1869 ανακοίνωσε τις αποφάσεις της: α) απαγόρευση της συγκρότησης ανταρτικών σωμάτων σε ελληνικό έδαφος με σκοπό την διεξαγωγή επιθετικών επιχιερήσεων εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, β) απαγόρευση εξοπλισμού σε ελληνικά λιμάνια πλοίων που θα εφοδίαζαν εξεγέρσεις σε οθωμανικά εδάφη, γ) διευκόλυνση επιστροφής στην Κρήτη όσων προσφυγικών οικογενειών το επιθυμούσαν, δ) αποζημίωση όσων Οθωμανών υπηκόων ζημιώθηκαν κατά την εξέγερση. Η αποδοχή των αποφάσεων της Συνδιάσκεψης εκ μέρους της Ελλάδας έπρεπε να γίνει μέσα σε μία βδομάδα. Επρόκειτο για όρους που έθεταν ουσιαστικά τη λήξη της Κρητικής Επανάστασης.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις άσκησαν πίεση στον Γεώργιο να αποδεχθεί τις αποφάσεις της Συνδιάσκεψης του Παρισίου. Ωστόσο, ο νεαρός βασιλιάς φοβόταν ότι μια τέτοια πράξη θα είχε ως αποτέλεσμα την πτώση του, όπως είχε συμβεί λίγα χρόνια πριν στην περίπτωση του Όθωνα. Ούτε ο Βούλγαρης ήταν διατεθειμένος να βάλει την υπογραφή του σε αυτή την απόφαση, διότι φοβόταν ότι η λαϊκή οργή θα στρεφόταν εναντίον του. Οι όροι της Συνδιάσκεψης προκάλεσαν πολιτική κρίση στην Ελλάδα. Ο Γεώργιος προσπάθησε να συγκροτήσει κυβέρνηση συνασπισμού με τους Δεληγιώργη και Ζαΐμη. Η πρωτοβουλία αυτή δεν ευδοκίμησε λόγω της άρνησης του Δεληγιώργη. Στις 22 Ιανουαρίου ο Βούλγαρης παραιτήθηκε και ο Γεώργιος ανέθεσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Ζαΐμη, που έθεσε τους εξής όρους α) διάλυση της βουλής και προκήρυξη εκλογών, β) ελευθερία κινήσεων στον ίδιο και γ) δαιτύπωση παρατηρήσεων στο πρωτόκολλο της Συνδιάσκεψης του Παρισιού. Ο Γεώργιος ανακάλεσε την εντολή και την έδωσε στον Σπυρίδωνα Βαλαωρίτη, ο οποίος όμως απέτυχε να βρει πολιτικά πρόσωπα διατεθειμένα να συμμετάσχουν στη κυβέρνησή του. Ενώπιον αυτού του αδιεξόδου, στς 24 Ιανουαρίου ο Γεώργιος αναγκάστηκε να στραφεί εκ νέου στον Ζαΐμη, που σχημάτισε κυβέρνηση.
Η πρώτη ενέργεια της νέας κυβέρνησης ήταν η δημοσιοποίηση μίας διακήρυξης που ενημέρωνε τον λαό τόσο για το περιεχόμενο των όρων της Συνδιάσκεψης όσο και για τα περιθώρια ελιγμών της. Στη διακήρυξη αυτή, αναφέρονται μεταξύ άλλων, ότι «όσον λυπηρά και αν είναι δια την Ελλάδα η παραδοχή των δύο τουτών όρων, δεν δεσμεύει το μέλλον αυτής, ουδ' αντιστρατεύεται κατά των προσδοκιών της». Η καταφυγή σε ένοπλη αναμέτρηση με την Τουρκία δεν θα ήταν η σωστή λύση, διότι η χώρα δεν ήταν επαρκώς προετοιμασμένη σε στρατιωτικό και οικονομικό επίπεδο και σχεδόν σύσσωμες οι Μεγάλες Δυνάμεις εναντιώνονταν σε οποιαδήποτε κίνηση που θα ανέτρεπε τα ισχύοντα στην ευρύτερη γεωπολιτική περιοχή. Στις 25 Ιανουαρίου, η ελληνική κυβέρνηση αποδέχθηκε τα αποτελέσματα της Συνδιάσκεψης. Λίγες μέρες αργότερα, στις 6 Φεβρουαρίου αποκαταστάθηκαν οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ της Ελλάδας και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η σπασμωδική και αμφιλεγόμενη πολιτική του Βούλγαρη όχι μόνο υπέσκαψε την επιτυχία της Κρητικής επανάστασης αλλά και οδήγησε σε επικίνδυνα διπλωματικά αδιέξοδα. Ένας πόλεμος ανάμεσα στις δύο χώρες, με παράλληλη διπλωματική απομόνωση της Ελλάδας, θα απέβαινε καταστροφικός. Η λήξη της Κρητικής επανάστασης οδήγησε την Ελλάδα σε μια φάση αναδιοργάνωσης και επαναπροσδιορισμού της στρατηγικής της στην εξωτερική πολιτική. Κύριο μέλημα των επόμενων κυβερνήσεων ήταν ο εκσυγχρονισμός της οικονομίας, των υποδομών και η εξάλειψη της ληστείας. Η στρατιωτική προπαρασκευή πέρασε σε δεύτερη μοίρα και η επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων στην εσωτερική πολιτική έγινε πιο έντονη. Στο επίκεντρο της εξωτερικής πολιτικής παρέμεναν οι αναζητήσεις για την επίτευξη του στόχου της απελευθέρωσης των αλύτρωτων περιοχών. Η περίοδος αυτή διάρκεσε μέχρι το 1881 οπότε προσαρτήθηκε η Θεσσαλία στο ελληνικό κράτος. Το Κρητικό ζήτημα παρέμεινε ένα ενεργό ηφαίστειο το οποίο εξερράγη για τρίτη και τελευταία φορά το 1897. Οι συνθήκες και οι συσχετισμοί δυνάμεων ήταν σαφώς πιο διαφορετικοί σε σχέση με το 1866.
Βιβλιογραφία
1) Εκδοτική Αθηνών, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τομ. ΙΓ΄, Αθήνα 1977
2) Γ. Κορδάτος, Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, Εκδόσεις 20ος αιώνας, Αθήνα 1956-59
3) Σπ. Β. Μαρκεζίνης, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος 1828-1964, Εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα 1966
4) Γ. Ρούσσος, Νεώτερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους 1826-1974, Τόμος Δ΄, η εποχή του Γεωργίου Α΄, Εκδόσεις Ελληνική Μορφωτική Εστία, Αθήνα 1975
5) Γ. Παπαντωνάκης, Η διπλωματική ιστορία της Κρητικής Επαναστάσεως του 1866, Εκδόσεις Τύποις "Σφενδόνης, Αθήνα 1926