Οι διεργασίες σε Λονδίνο και Βαλκάνια
Η ιταλική επίθεση εναντίον της Ελλάδας στις 28 Οκτωβρίου του 1940 και η σθεναρή αντίσταση των Ελλήνων έστρεψαν αναπόφευκτα τα βλέμματα όλων στα Βαλκάνια και την νοτιοανατολική Ευρώπη. Τόσο οι Βρετανοί όσο και οι Γερμανοί παρακολουθούσαν με έντονο ενδιαφέρον τις εξελίξεις στον ελληνοϊταλικό μέτωπο, που προιδέαζαν μια νέα εστία σύγκρουσης μεταξύ τους.
Οι Βρετανοί συνέδραμαν σε άνδρες και υλικό πολέμου τους αγωνιζόμενους Έλληνες, παρά τις περί αντιθέτου εισηγήσεις του βρετανικού επιτελείου. Η βρετανική στρατιωτική ηγεσία θεωρούσε ότι χωρίς μια ευρύτερη συμμαχία που θα περιελάμβανε τη Γιουγκοσλαβία και την Τουρκία, μια βρετανική ανάμιξη θα ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία και θα προκαλούσε μία ανώφελη αιμορραγία για τον βρετανικό στρατό. Επιπλέον, η ίδια η Βρετανία έδινε πολυμέτωπους αγώνες στην Β. Αφρική και στον Ατλαντικό και μόλις πριν λίγους μήνες είχε αποκρούσει τη γερμανική Λουφτβάφε κατά τη Μάχη της Αγγλίας.
Ωστόσο, η επιμονή του Τσώρτσιλ, ο οποίος ήθελε να δώσει ένα ευρύτερο πολιτικό μήνυμα προς τις αμφιταλαντευόμενες χώρες για τη στάση της Βρετανίας, έκαμψε τελικά τις αντιστάσεις των στρατιωτικών και είχε ως αποτέλεσμα την ενεργή ανάμιξη.
Ωστόσο, η ελληνική και η βρετανική ηγεσία δεν μοιράζονταν τις ίδιες εκτιμήσεις και τους ίδιους στόχους. Η ελληνική πλευρά προτιμούσε μια – όσο το δυνατόν – πιο διακριτική εμφάνιση των Βρετανών στον ελλαδικό χώρο ώστε να μην δημιουργηθούν προσχήματα για την εκδήλωση γερμανικής επίθεσης. Αντίθετα, οι Βρετανοί σχεδίαζαν μια κλιμακούμενη αύξηση της παρουσίας τους ανάλογα με τις ανάγκες τους. Επιπλέον, υπολόγιζαν ότι πιθανό βάλτωμα των Γερμανών στη Βαλκανική χερσόνησο θα συμπαρέσυρε τις ΗΠΑ στο πλευρό τους.
Τον Μάρτιο του 1941, αποδείχθηκαν φρούδες οι ελπίδες για τη σύμπτηξη ενός βαλκανικού μετώπου με την Ελλάδα, τη Γιουγκοσλαβία, την Τουρκία, συνεπικουρούμενες από το βρετανικό εκστρατευτικό σώμα.
Η Τουρκία ισχυρίστηκε ότι καθώς δεν συνόρευε με την Ιταλία δεν μπορούσε να προσφέρει πολλά στον συμμαχικό αγώνα και ότι η Βαλκανική Συνθήκη αμοιβαίας βοήθειας αφορούσε μόνο την περίπτωση πολέμου μεταξλυ βαλκανικών κρατών. Μάλιστα, δεν δίστασε να υπογράψει σύμφωνο μη επίθεσης με τη Βουλγαρία στις 17 Φεβρουαρίου 1941 προκαλώντας τεράστια έκπληξη.
Η Γιουγκοσλαβία του βασιλιά Παύλου υπέγραψε σύμφωνο συμμαχίας με τον Άξονα στις 25 Μαρτίου 1941, παίρνοντας ως ανταλλάγματα τη Θεσσαλονίκη και την κεντρική Μακεδονία. Ωστόσο, μόλις δύο μέρες μετά, ο στρατηγός Σίμοβιτς με την υποκίνηση των Βρετανών και την υποστήριξη του μεγαλύτερου μέρους του στρατού και του λαού ανέτρεψε την κυβέρνηση και ακύρωσε τη συνθήκη αυτή, γεγονός όμως που επίσπευσε την γερμανική κάθοδο στα Βαλκάνια.
Για τη Βουλγαρία, φυσικά, δεν μπορούσε να γίνει ούτε λόγος. Στις 21 Σεπτεμβρίου 1940 είχε προσχωρήσει ουσιαστικά στον Άξονα, αποσπώντας τη Δοβρούτσα από τη Ρουμανία και λαμβάνοντας την υπόσχεση για παραχώρηση της ανατολικής Μακεδονίας και της δυτικής Θράκης.
Οι ελληνοβρετανικοί σχεδιασμοί
Η απροθυμία των Βρετανών στρατιωτικών να εμπλακεί η χώρα τους σε μια στρατιωτική περιπέτεια στην Ελλάδα ήταν έντονη, καθώς ο πόλεμος στη Β. Αφρική με τους Ιταλούς είχε πάρει μια αμφίρροπη τροπή. Μια επικράτηση των Βρετανών στη Λιβύη και την Αβυσσηνία θα άφηνε εκτεθειμένη την Ιταλία από τον Νότο. Τότε ο βρετανικός στόλος της Μεσογείου θα μπορούσε να ελέγχει τις θαλάσσιες οδούς επιτρέποντας τόσο τη μεταφορά στρατιωτικών δυνάμεων στην Ελλάδα και την εξουδετέρωση του ιταλικού στόλου όσο και μία μελλοντική απόβαση στρατιωτικών δυνάμεων στη νότια Ιταλία.
Η επιτυχία της επιχείρησης Compass κατά των Ιταλών στη Λιβύη και ο αεροπορικός βομβαρδισμός του ιταλικού στόλου στον Τάραντα (10-11 Νοεμβρίου) και οι αλλεπάλληλες ελληνικές επιτυχίες στη Β. Ήπειρο ενίσχυσαν τη θέση του Τσώρτσιλ για ενεργότερη ανάμιξη των Βρετανών στα Βαλκάνια.
Ο Μεταξάς είχε βρεθεί σε μία δυσχερή θέση καθώς αφενός διέβλεπε τη νίκη των Συμμάχων και αφενός ήθελε να αποφύγει μία πρόωρη κάθοδο του Χίτλερ στα Βαλκάνια πριν την εδραίωση της ελληνοβρετανικής αμυντικής γραμμής. Σ' επαφές με Βρετανούς διπλωμάτες τόνισε ότι μόνο μία ισχυρή παρουσία του βρετανικού στρατού (10 μεραρχίες) στην Ελλάδα, μεταφερόμενη ενιαία και σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα στον ελλαδικό χώρο θα είχε θετικό αποτέλεσμα. Μία τμηματική μεταφορά των βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Ελλάδα όχι μόνο θα προκαλούσε τη γερμανική επίθεση αλλά και θα υπονόμευε την αποτελεσματικότητα της συμμαχικής άμυνας.
Οι πολεμικές εξελίξεις στη Β. Αφρική υποχρέωσαν τον Τσώρτσιλ να υιοθετήσει ένα πιο μετριοπαθές σχέδιο ενίσχυσης της Ελλάδας, κυρίως παροχής πολεμικού υλικού. Ωστόσο, στις 8 Ιανουαρίου, το Λονδίνο αποφάσισε την αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων (κυρίως μονάδες τεθωρακισμένων και πυροβολικού και πέντε μοίρες μαχητικών), τα οποία θα πολεμούσαν στο πλευρό των Ελλήνων και των Γιουγκοσλάβων, με στόχο την απόκρουση των γερμανικών στρατευμάτων εισβολής.
Ο Μεταξάς είχε εκπονήσει σχέδιο που προέβλεπε τη σύμπτυξη στη γραμμή του ποταμού Αλιάκμονα και τη συντεταγμένη υποχώρηση σε Πελοπόννησο και Κρήτη, απ' όπου θα μπορούσε να συνεχιστεί ο αγώνας. Διαβεβαίωσε τους Βρετανούς ότι σε πιθανή γερμανική ή γερμανοβουλγαρική επίθεση η Ελλάδα θα αντιστεκόταν μέχρι εσχάτων αλλά επίσης τόνισε ότι ήταν αναγκαία η βρετανική συνδρομή σε στρατιωτικό υλικό και η αποστολή τουλάχιστον εννέα μεραρχιών και ισχυρής αεροπορικής δύναμης αν ήθελαν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την επαπειλούμενη γερμανική εισβολή. Ο Ουέιβελ, αρχιστράτηγος Μέσης Ανατολής, αντέτεινε ότι μπορούσε να διαθέσει μόνο 2-3 μεραρχίες, οι οποίες θα χρειάζονταν 2 μήνες για να μεταφερθούν στην Ελλάδα. Το μόνο που μπορούσε να διατεθεί άμεσα ήταν δυνάμεις πυροβολικού, αντιαρματικών και αντιαεροπορικών και 60-65 τεθωρακισμένα. Ο Μεταξάς θεώρησε τη δύναμη αυτή εξαιρετικά μικρή και απέρριψε τη βρετανική πρόταση, φοβούμενος ότι θα «μαγνήτιζε» τα βλέμματα των Γερμανών. Οι Βρετανοί κατανοούσαν βέβαια την ανεπάρκεια του περιεχόμενου των προτάσεων τους, επέμεναν όμως για λόγους πολιτικούς. Εν τέλει, ο Μεταξάς ενημέρωσε τη βρετανική πλευρά στις 18 Ιανουαρίου ότι θα συμφωνούσε στην άφιξη του βρετανικού στρατού αν οι Γερμανοί περνούσαν τον Δούναβη. Βέβαια, η πρόταση Μεταξά εμπεριείχε αντικειμενικές δυσκολίες καθώς δεν θα ήταν εφικτή η μεταφορά και η ανάπτυξη τόσο μεγάλων στρατιωτικών δυνάμεων στο σύντομο χρονικό διάστημα που μεσολαβούσε από τη στιγμή διάβασης του Δούναβη από τους Γερμανούς ως την εμφάνισή τους στα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα. Οι διαστάσεις απόψεων μεταξύ Ελλήνων και Βρετανών ήταν εμφανείς και χρονοβόρες ενώ οι Γερμανοί ετοιμάζονταν πυρετώδως για την επικείμενη εισβολή. Στην εξίσωση εισήλθε ένας επιπλέον αστάθμητος παράγοντας – ο θάνατος Μεταξά στις 29 Ιανουαρίου, στερώντας από την ελληνική πλευρά την παρουσία ενός εμπειροπόλεμου στρατιωτικού. Έντονη ήταν η φημολογία στην Αθήνα ότι ο θάνατος του Μεταξά δεν προσήλθε από φυσιολογικά αίτια, αν και αυτό δεν έχει αποδειχθεί μέχρι σήμερα.
Ο Γεώργιος Β΄ ανέθεσε την πρωθυπουργία στον Αλέξανδρο Κορυζή, διοικητή της Εθνικής Τράπεζας την ίδια μέρα. Στις 8 Φεβρουαρίου ο Βρετανός πρεσβευτής Palairet επισκέφθηκε τον Κορυζή για να βολιδοσκοπήσει τις διαθέσεις του νέου Έλληνα πρωθυπουργού. Ο Κορυζής διαβεβαίωσε τον Βρετανό πρεσβευτή ότι η ελληνική κυβέρνηση παρέμενε αμετακίνητη από τις θέσεις Μεταξά περί άφιξης βρετανικών στρατευμάτων στην περίπτωση διάβασης του Δούναβη από τους Γερμανούς.
Ελληνοβρετανικές διαβουλεύσεις (Φεβρουάριος-Μάρτιος)
Στις 22 Φεβρουαρίου έφθασαν αεροπορικώς στην Ελλάδα ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Anthony Eden και ο αντιστράτηγος Sir John Dill για να συσκεφθούν με την ελληνική κυβέρνηση και τον Γεώργιο. Ο βασιλιάς και ο Κορυζής διαβεβαίωσαν τους Βρετανούς αξιωματούχους ότι η Ελλάδα θα αντιστεκόταν το ίδιο σθεναρά στους Γερμανούς όπως είχε ήδη κάνει και με τους Ιταλούς, ακόμη και αν μαχόταν μόνη, χωρίς τη βοήθεια άλλων βαλκανικών δυνάμεων.
Σε αυτή τη σύσκεψη ο στρατηγός Παπάγος υποστήριξε ότι ήταν αδύνατη η υπεράσπιση της ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης χωρίς την ενεργή συμμετοχή της Γιουγκοσλαβίας και της Τουρκίας. Κατά συνέπεια, ήταν απαραίτητη η σύμπτυξη στον Αλιάκμονα και η παραμονή μικρών δυνάμεων στη «γραμμή Μεταξά». Σύμφωνα με τον Παπάγο, η πρότασή του έγινε δεκτή, ενώ παράλληλα ο Eden απέστειλε κρυπογραφικό τηλεγράφημα στον Βρετανό πρεσβευτή στο Βελιγράδι για να διευρευνηθούν οι γιουγκοσλαβικές προθέσεις. Ο Παπάγος αναφέρει ότι ρωτούσε διαρκώς τη βρετανική πλευρά αν έλαβε απάντηση από το Βελιγράδι ώστε να ξεκινήσει η μετακίνηση στρατευμάτων από τη «γραμμή Μεταξά» και η γενικότερη σύμπτυξη στον Αλιάκμονα. Τέτοια απάντηση δεν ήλθε ποτέ, οπότε ο Παπάγος κράτησε καθηλωμένες σημαντικές δυνάμεις στη «γραμμή Μεταξά». Στη συνέχεια, η βρετανική αντιπροσωπεία αναχώρησε για την Άγκυρα, με σκοπό να εξακριβώσει τις θέσεις της τουρκικής κυβέρνησης μετά την υπογραφή του συμφώνου με τη Βουλγαρία.
Ωστόσο, ο Eden παρουσιάζει μια διαφορετική εκδοχή για τις διαβουλεύσεις με τους Έλληνες. Υποστηρίζει ότι η σύπτυξη στον Αλιάκμονα είχε συμφωνηθεί εξ' αρχής και χαρακτηρίζει την μετέπειτα στάση Παπάγου ως αποτέλεσμα ελλειπούς κατανόησης όσων ειπώθηκαν στη διάρκεια της σύσκεψης. Ωστόσο παραδέχεται ότι είχε αναλάβει την ενημέρωση της ελληνικής πλευράς για τη στάση της Γιουγκοσλαβίας και στην έκθεση του προς τον Τσώρτσιλ στις 24 Φεβρουαρίου αναφέρεται πολύ περιληπτικά για τη σύπτυξη στον Αλιάκμονα και τη διασαφήνιση των γιουγκοσλαβικών διαθέσεων. Χωρίς αμφιβολία, η εξακρίβωση της αλήθειας σχετικά με αυτό το ζήτημα έχει τεράστια σημασία, καθώς η καθυστέρηση δημιουργίας ισχυρής άμυνας στον Αλιάκμονα και η παραμονή στρατευμάτων στη «γραμμή Μεταξά» αποδυνάμωσαν την ελληνική άμυνα κατά τη γερμανική εισβολή. Κατά συνέπεια, είτε ο Παπάγος είτε ο Eden και οι Βρετανοί είναι υπεύθυνοι για αυτό το τεράστιο σφάλμα τακτικής. Το πιθανότερο είναι το δεύτερο, καθώς διακαής ήταν ο πόθος της βρετανικής κυβέρνησης να εξασφαλίσει τη συγκατάθεση των Ελλήνων για αποστολή στρατευμάτων στην Ελλάδα. Έτσι θα αποκόμιζε οφέλη σε πολιτικό επίπεδο και θα πίεζε την αμερικανική Γερουσία και το Κογκρέσο να εγκρίνουν ένα νέο πακέτο οικονομικής βοήθειας προς τη Βρετανία. Είναι πιθανό ότι ο ελιγμός Eden έγινε σκόπιμα και απέδωσε καρπούς, καθώς η πολυπόθητη ελληνική συγκατάθεση δόθηκε για την αποστολή στρατευμάτων χωρίς τη δέσμευση των Βρετανών για αποστολή σημαντικών δυνάμεων, χωρίς καν τη λήψη επιβεβαίωσης της στάσης της Γιουγκοσλαβίας. Δηλαδή, οι Βρετανοί ήταν αυτοί που θα μπορούσαν να επωφεληθούν από μια τέτοια εξέλιξη.
Το πρωί της 1ης Μαρτίου, τα γερμανικά στρατεύματα εισήλθαν στη Βουλγαρία. Στις 2 Μαρτίου πραγματοποιήθηκε σύσκεψη σε τεταμένο κλίμα στην Αθήνα μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και του Eden, ο οποίος είχε επιστρέψει από την Άγκυρα. Η μάλλον σκόπιμη παρανόηση των συμφωνηθέντων της σύσκεψης το διήμερο στις 22 και 23 Φεβρουαρίου, εκ μέρους του Eden είχε προκαλέσει έντονη δυσαρέσκεια στην ελληνική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία. Η θέση της Γιουγκοσλαβίας ήταν γνωστή από τις 27 Φεβρουαρίου στον Eden αλλά δεν κοινοποιήθηκε ποτέ στον Παπάγο παρά τις επίμονες εκκλήσεις του προς τον Bρετανό στρατιωτικό σύνδεσμο στην Ελλάδα υποστράτηγο Haywood. Ένα στοιχείο που ενισχύει τη θεωρία περί σκόπιμης παρανόησης εκ μέρους του Eden είναι ότι μόνο τα ελληνικά πρακτικά της σύσκεψης αναφέρουν τη μη ενημέρωση Παπάγου από τους Βρετανούς. Το μέγα ζητούμενο είναι ότι αυτή η παρανόηση – εσκεμμένη ή μη – στοίχισε πολύτιμο χρόνο για την προετοιμασία της ελληνοβρετανικής άμυνας.
Νέος γύρος συσκέψεων το διήμερο 2/4 Μαρτίου 1941 επιβεβαίωσε το χάσμα μεταξύ Ελλήνων και Βρετανών σχετικά με τον καθορισμό της αμυντικής γραμμής. Τελικά, μετά από πιέσεις του Γεωργίου, και αφού είχαν προηγηθεί κατ' ιδίαν συναντήσεις του με τους Εden και Weavel (αρχιστράτηγος Μέσης Ανατολής), ο Παπάγος και ο Κορυζής υπέγραψαν, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες τους, το τελικό σύμφωνο άμυνας στη γραμμή Όλυμπος – Βέροια – Έδεσσα – Καϊμακτσαλάν. Επρόκειτο δηλαδή για μια αρκετά εκτεταμένη γραμμή, η οποία δύσκολα θα μπορούσε να υποστηριχθεί από τις διάσπαρτες ελληνικές δυνάμεις (ο κύριος όγκος των οποίων πολεμούσε τους Ιταλούς στη Βόρεια Ήπειρο και σημαντική δύναμη είχε αναλάβει την υπεράσπιση της «γραμμής Μεταξά») και τις ολιγάριθμες βρετανικές.
Οι αδυναμίες του ελληνοβρετανικού αμυντικού στρατηγικού σχεδιασμού αποδείχθηκαν στην πράξη, καθώς οι ισχυρές γερμανικές δυνάμεις εισβολής δεν δυσκολεύθηκαν απέναντι στους αντιπάλους τους, παρά την ηρωική αντίσταση των μαχητών της «γραμμής Μεταξά» και των Ελλήνων και Βρετανών στρατιωτών στη γραμμή Αλιάκμονα. Συμπερασματικά, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η Ελλάδα θυσιάστηκε στον βωμό των βραχυπρόθεσμων στρατηγικών επιδιώξεων της βρετανικής ηγεσίας. Από ελληνικής πλευράς τεράστια ευθύνη φέρει ο βασιλιάς, ο οποίος υπέκυψε στις βρετανικές πιέσεις και υποχρέωσε τους Κορυζή και Παπάγο να υπογράψουν αυτό το αδύναμο σύμφωνο άμυνας. Ίσως αυτή η ελληνοβρετανική διαφωνία να αποτελεί τον πρώτο κρίκο της αλυσίδας των γεγονότων που οδήγησαν τον πρωθυπουργό Κορυζή σε αυτοκτονία στις 18 Απριλίου, εννέα μέρες πριν την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα και προκάλεσαν την άκομψη αποπομπή του Παπάγου από την αρχιστρατηγία στις 22 Απριλίου, την παραμονή της αναχώρησης του βασιλιά Γεωργίου και της κυβέρνησης Τσουδερού για την Κρήτη, στερώντας τον ελληνικό στρατό από τις υπηρεσίες ενός εμπειροπόλεμου και ικανού στρατιωτικού ηγέτη.
Βιβλιογραφία
1) Χ. Ρίχτερ: 1936-46. ΔΥΟ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΤΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, 1ος τόμος, 2η έκδοση, Εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα, 1975.
2) C.M. Woodhouse: THE DRAMA OF THE ALIAKMON LINE.
3) A. Παπάγος: Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ 1940-41, Αθήναι, 1945.
4) Α.Ι.Κοραντής: Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΓΟΣ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ 1940-41, Εκδόσεις Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα, 1995.
5) Ουίνστον Τσώρτσιλ: 2ος ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ, τόμος ΙΙΙ, Εκδόσεις Γιόβανη.