Κουρτ φον Σλάιχερ (Kurt von Schleicher, 1882-1934)
Γερμανός στρατηγός και πολιτικός. Στενός σύμβουλος του προέδρου Χίντενμπουργκ και τελευταίος καγκελάριος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Αμέσως μετά την γερμανική ήττα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αναμίχθηκε με την πολιτική.
Απείλησε τον Έμπερτ με με πραξικόπημα και πέτυχε την επέμβαση του γερμανικού στρατού για την καταστολή των Σπαρτακιστών στο Βερολίνο. Κατόπιν, έγινε σύμβουλος του Νόσκε, υπουργού Στρατιωτικών και ηγετικού μέλους του S.P.D. Συνέβαλε στη δημιουργία των ακροδεξιών ένοπλων ταγμάτων Freikorps, ώστε να υπάρχει αντίβαρο στις αμφίβολης αφοσίωσης μονάδες του τακτικού στρατού (Reichswehr).
Στις αρχές της δεκαετίας του '20, έγινε προστατευόμενος του στρατηγού Χανς φον Σέεκτ, αναδιοργανωτή της Reichswehr. Ηγήθηκε μυστικής ομάδας του στρατού, υπό τον κωδικό Sondergruppe R με αποστολή τη συνεργασία με τον Κόκκινο Στρατό. Οι Γερμανοί παρείχαν οικονομική και τεχνολογική βοήθεια στους Σοβιετικούς με αντάλλαγμα την υποστήριξή τους για την ανατροπή όρων της Συνθήκης των Βερσαλιών σχετικά με τον αφοπλισμό της Reichswehr. Επιπλέον, ο Σλάιχερ οραματιζόταν την εγκαθίδρυση ενός μιλιταριστικού κράτους, όπου κυριαρχούσε η Reichswehr. Στόχος του ήταν η επαναφορά της στρατιωτικής θητείας, που είχε απαγορευτεί από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Οι βετεράνοι μειώνονταν σε αριθμό και υπήρχε κίνδυνος η Γερμανία να μείνει χωρίς εμπειροπόλεμους αξιωματικούς. Γι' αυτό, ήλθε σε συνεννόηση με τα S.A. το 1931, τα περιώνυμα τάγματα εφόδου των Ναζί, ώστε να καλύψει αυτό το κενό. Φυσικά, οι δημοκρατικές ευαισθησίες του Σλάιχερ ήταν μηδαμινές. Έβλεπε τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης ως ένα ενοχλητικό εμπόδιο.
Υποψίες και ενδείξεις έριξαν την σκιά τους στον Σλάιχερ σχετικά με την υπόθεση της Μαύρης Reichswehr, ομάδας της Sondergruppe R, που εκτελούσε Γερμανούς για τους οποίους υπήρχαν υπόνοιες ότι συνεργάζονταν με τη Συμμαχική Επιτροπή Ελέγχου για την αποτροπή επανεξοπλισμού της Reichswehr. Ο Σλάιχερ ήταν η επιτομή της ρήσης «ουδείς πιο αχάριστος του ευεργετηθέντος». Το 1926 διέρρευσε ότι ο προστάτης του φον Σέεκτ είχε προσκαλέσει μυστικά τον τέως διάδοχο να παρακολουθήσει στρατιωτικά γυμνάσια, προκαλώντας την πτώση του.
Δεν έμεινε «απροστάτευτος». Νέος κηδεμόνας του ο Γκρένερ, υπουργός Στρατιωτικών, που ίδρυσε το Ministeramt, ένα γραφείο αποκλειστικά για τον Σλάιχερ. Με μηχανορραφίες, πέρασε προϋπολογισμούς που ευνοούσαν τους εξοπλισμούς, παρά την αντίθεση της σοσιαλδημοκρατικής πλειοψηφίας στο κοινοβούλιο. Επίσης, ο Γκρένερ του ανέθεσε λεπτές υποθέσεις και την ενημέρωση του προέδρου Χίντενμπουργκ για στρατιωτικά θέματα.
Μαζί με τον γιο του προέδρου και τον Γκρένερ συγκρότησαν την περιβόητη Καμαρίλλα, ένα άντρο ραδιουργιών και μηχανορραφιών αποσκοπώντας στην εξασθένιση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και την εγκαθίδρυση ενός απολυταρχικού, συντηρητικού καθεστώτος. Ο Σλάιχερ εμπνεύστηκε τη δημιουργία μιας «προεδρικής» κυβέρνησης, με μειωμένες εξουσίες του κοινοβουλίου . Ο πρόεδρος θα κυβερνούσε, εν είδει δικτάτορα, με διατάγματα. Αυτός ήταν ο εμπνευστής της «Φόρμουλας 25/48/53». Εμπόδιο στα σχέδια του ήταν η κυβέρνηση συνασπισμού του σοσιαλδημοκράτη Χέρμαν Μιούλερ. Ο Σλάιχερ, αριστοτέχνης της ίντριγκας, έπεισε τον Χάινριχ Μπριούνινγκ του Κόμματος του Κέντρου να ηγηθεί της πρώτης «προεδρικής κυβέρνησης».
Παράλληλα, άρχισε μυστικές επαφές με τους Ναζί. Το σχέδιο του ήταν απλό: κατάργηση της δημοκρατίας με τη βοήθεια των Ναζί και μετά διάλυσή τους σπέρνοντας διχόνοιες μεταξύ τους. Όμως οι Ναζί ήταν ακόμη μεγαλύτεροι γνώστες της πολιτικής ίντριγκας και των ραδιουργιών. Είχαν αντιληφθεί τον ρόλο του, όπως φανερώνει η ειρωνική δήλωση του Γκαίρινγκ: «Κάθε καγκελάριος που έχει στο πλευρό του τον Χερ φον Σλάιχερ πρέπει να περιμένει ότι θα βυθιστεί αργά ή γρήγορα από την τορπίλη του. Ο στρατηγός θα έπρεπε να γίνει ναύαρχος καθώς η στρατιωτική ιδιοφυία του βασίζεται στον τορπιλισμό των πολιτικών φίλων του κάτω από το νερό».
Ο Σλάιχερ, πεπεισμένος για την αναγκαιότητα ενός «ισχυρού άνδρα», στράφηκε εναντίον των Σοσιαλδημοκρατών, που συγκροτούσαν ένα ευρύ αντιναζιστικό μέτωπο. Τον Απρίλιο του 1932, ο καγκελάριος Μπριούνινγκ απαγόρευσε τη λειτουργία των S.A. και των S.S. Ο Γκρένερ έλαβε επιστολή του Χίντενμπουργκ, στην οποία ο πρόεδρος, υποκινούμενος από τον Σλάιχερ, διαμαρτυρόταν γιατί δεν καταργήθηκε και η Reichsbanner, η παραστρατιωτική ομάδα των Σοσιαλδημοκρατών και ανέφερε ότι είχε αποδείξεις ότι ετοίμαζε πραξικόπημα. Η επιστολή διέρρευσε στον δεξιό τύπο την επόμενη μέρα από τον Σλάιχερ για να εκθέσει τον Γκρένερ. Φυσικά, επρόκειτο για φαλκιδευμένες πληροφορίες. Παράλληλα, διέδιδε φήμες ότι ο Γκρένερ ήταν κρυφό μέλος των Σοσιαλδημοκρατών. Έτσι κλονίστηκε η εμπιστοσύνη του στρατού στον πολιτικό προϊστάμενό του και ο Γκρένερ παραιτήθηκε. Στη συνέχεια, ο Σλάιχερ στράφηκε εναντίον του Μπριούνινγκ, του οποίου ενορχήστρωσε την πτώση. Ο δρόμος για τους Ναζί άνοιγε διάπλατα, με προτελευταίο σταθμό την κυβέρνηση φον Πάπεν, που υποδείχθηκε από τον Σλάιχερ στον Χίντενμπουργκ. Ο Σλάιχερ θα δηλώσει: «Ίσως να μην είμαι η ψυχή της κυβέρνησης, αλλά σίγουρα είμαι η θέλησή της». Στη νέα κυβέρνηση ανέλαβε υπουργός Στρατιωτικών. Τα S.A. και τα S.S. βγήκαν ξανά στους δρόμους και το χάος κατέκλυσε τη Γερμανία με αποκορύφωμα την πτώση της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης της Πρωσίας. Ο Σλάιχερ ήλθε σε μυστικές επαφές με τον Χίτλερ, όπου ο τελευταίος απαίτησε την καγκελαρία. Το σχέδιο πρόσεκρουσε στην αντίδραση του Χίντενμπουργκ. Παράλληλα, ο φον Πάπεν γινόταν όλο και πιο αυτόνομος από τον Σλάιχερ. Εξοργισμένος αυτός, προκάλεσε την πτώση του, κατορθώνοντας την απόρριψη του σχεδίου φον Πάπεν για επιβολή στρατιωτικού νόμου και ανέλαβε ο ίδιος καγκελάριος στις 3 Δεκεμβρίου 1932.
Ο Σλάιχερ ήλπιζε στην στήριξη των Ναζί για να παραμείνει στην καγκελαρία, παραμερίζοντας τον Χίτλερ. Επιχείρησε την συγκρότηση μιας ευρείας πλειοψηφίας στο Reichstag, από τους σοσιαλδημοκράτες έως τις χριστιανικές εργατικές ενώσεις και την αριστερή πτέρυγα των Ναζί, του Γκρέγκορ Στράσερ. Αλλά το σχέδιο απέτυχε. Ο Χίτλερ, σε ομιλία του προς τα ηγετικά στελέχη των Ναζί, απείλησε να αυτοκτονήσει, αν ακολουθούσαν τον Στράσσερ. Ο εκβιασμός πέτυχε, ο Στράσσερ απομονώθηκε και το σχέδιο απέτυχε.
Στους δύο μήνες της διακυβέρνησής του, εφήρμοσε ένα μεγάλο πρόγραμμα δημοσίων έργων και πέτυχε τη δημιουργία 2.000.000 νέων θέσεων εργασίας. Πιθανόν, αν παρέμενε στην εξουσία λίγο ακόμη, τα ευεργετικά αποτελέσματά της πολιτικής του να ενίσχυαν τη θέση του. Η επόμενη κυβέρνηση Χίτλερ πιστώθηκε τη μείωση της ανεργίας, που οφειλόταν οφειλόταν στην πολιτική Σλάιχερ. Ωστόσο, η αδιαφορία του για θέματα, όπως η επιβολή προστατευτικών δασμών στα αγροτικά προϊόντα, έφθειραν την κυβέρνησή του και επιτάχυναν την πτώση της. Ο φον Πάπεν έπεισε τον Χίντενμπουργκ να διορίσει τον Χίτλερ νέο καγκελάριο σε κυβέρνηση συνασπισμού, ελπίζοντας ότι έτσι θα τον ήλεγχαν ευκολότερα. Η κυβέρνηση Σλάιχερ έπεσε στις 28 Ιανουαρίου 1933. Ωστόσο, ο Σλάιχερ ήλπιζε ότι θα αναλάμβανε υπουργός Στρατιωτικών σε μια κυβέρνηση Χίτλερ. Έπαιξε άτσαλα το χαρτί της δυνητικής απειλής της Reichswehr, αναγκάζοντας τον Χίντενμπουργκ να επισπεύσει τον διορισμό του Χίτλερ στην καγκελαρία (30/01/1933).
Ο Σλάιχερ συνέχισε τις ραδιουργίες. Πληροφορούμενος το χάσμα μεταξύ του αρχηγού των S.A. Έρνστ Ραίμ και του Χίτλερ, προσπάθησε να συγκροτήσει μία νέα κυβέρνηση με αντικαγκελάριο τον ίδιο και τους Στράσσερ και Ραιμ υπουργούς Οικονομίας και Στρατιωτικών αντίστοιχα. Η απάντηση του Χίτλερ ήταν σκληρή και αδίστακτη. Στις 30 Ιουνίου 1934, τη Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών, ο Σλάιχερ και η σύζυγός του εκτελέστηκαν από άνδρες των S.S. μέσα στο σπίτι τους, κατηγορούμενος ως ένοχος εσχάτης προδοσίας.
Φράντς φον Πάπεν (Franz von Papen, 1879-1969)
Γερμανός στρατιωτικός, διπλωμάτης και συντηρητικός πολιτικός. Γόνος αριστοκρατικής, καθολικής οικογένειας. Υπηρέτησε στο Γενικό Επιτελείο τον Μάρτιο του 1913 και ως στρατιωτικός ακόλουθος στις πρεσβείες του Μεξικού και των ΗΠΑ (τον απέλασαν, επειδή οργάνωνε σαμποτάζ). Στον Μεγάλο Πόλεμο συμμετείχε ως αξιωματικός στο Δυτικό Μέτωπο και στη Μέση Ανατολή. Εισήλθε στην πολιτική το 1921 με το Κόμμα του Κέντρου. Είχε τη φήμη επιφανειακού, ψεύτη, γκαφατζή, ματαιόδοξου, παμπόνηρου, υπερφιλόδοξου και ιντριγκαδόρου. Εκφραστής της συντηρητικής πτέρυγας του κόμματος, άλλαξε «χρώματα» με την πρώτη ευκαιρία. Έγινε καγκελάριος στην 1 Ιουνίου 1932, αντικαθιστώντας τον επίσης κεντρώο Χάινριχ Μπριούνινγκ. Την προηγούμενη μέρα είχε υποσχεθεί στον πρόεδρο του κόμματος Λούντβιχ Κάας ότι θα αρνιόταν τέτοια προσφορά. Μετά την 180 μοιρών στροφή του ο Κάας τον απεκάλεσε Εφιάλτη του Κόμματος του Κέντρου.
Η κυβέρνησή του έμεινε γνωστή ως «κυβέρνηση των βαρόνων» ή «κυβέρνηση των μονόκλ», λόγω της συμμετοχής πολλών αριστοκρατών. Ανέτρεψε πραξικοπηματικά τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Πρωσίας, επαναφέροντας στη δράση τα ναζιστικά SA (Τάγματα Εφόδου). Κατόπιν, έκανε τη γκάφα να προκηρύξει εκλογές τον Ιούλιο του 1932, ελπίζοντας να καταλάβει την πλειοψηφία. Νικητές αναδείχθηκαν οι Ναζί με 37% και 230 έδρες (19% άνοδος και 123 έδρες περισσότερες). Στις εκλογές Νοεμβρίου 1932 οι Ναζί έχασαν 5% αλλά ο Πάπεν παρέμεινε ασήμαντος εκλογικά. Η αποτυχία του να ελέγξει την κατάσταση στους δρόμους έφερε την πτώση του και την ανάδειξη του Σλάιχερ στην καγκελαρία.
Παρασκηνιακά, ήλθε σε συμφωνία με τον Χίτλερ και τον Χούγκενμπεργκ για το σχηματισμό κυβερνητικού συνασπισμού με συμμετοχή εθνικιστικών κομμάτων. Την πτώση της κυβέρνησης Σλάιχερ ακολούθησε η πρώτη κυβέρνηση του Χίτλερ, όπου ο φον Πάπεν κατέλαβε τη θέση του αντικαγκελάριου. Κόμπαζε ότι σε δύο μήνες θα στρίμωχνε τον Χίτλερ στη γωνία κάνοντάς τον να τσιρίζει. Ωστόσο, ήταν ο φον Πάπεν που περιθωριοποιήθηκε στη ναζιστική κυβέρνηση.
Στην ομιλία του στο Πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ στις 17 Ιουλίου 1934, ζήτησε επαναφορά βασικών ελευθεριών και τον τερματισμό των εκκλήσεων των SA για «δεύτερη επανάσταση». Ο Χίτλερ εξαγριώθηκε με αυτή την ομιλία και λογοκρίθηκε η δημοσίευσή της. Ο φον Πάπεν απείλησε ότι θα υπέβαλλε παραίτηση επιρρίπτοντας ευθύνες στον Χίτλερ. Γνώριζε ότι ο εξαναγκασμός του σε παραίτηση θα έκανε έξαλλο τον Χίντενμπουργκ. Πράγματι, ο γηραιός πρόεδρος απαίτησε από τον Χίτλερ να μεριμνήσει για την πάταξη των SA, αλλιώς θα επέβαλλε στρατιωτική δικτατορία.Με εντολή του Χίτλερ ακολούθησε η περιβόητη Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών. Τα SS και η Gestapo εκτέλεσαν ηγετικά μέλη των SA και πολιτικών εχθρών του Χίτλερ, όπως ο Σλάιχερ και ο Γκούσταβ Ρίτερ φον Καρ (που είχε βοηθήσει στην αποτυχία του πραξικοπήματος της Μπυραρίας το 1923).
Τον Σεπτέμβριο του 1934 ο φον Πάπεν εστάλη πρεσβευτής στην Αυστρία. Ενορχήστρωσε την ένωση με τη Γερμανία (Anschluss). Στο παρασκήνιο, οι Ναζί σχεδίαζαν ακόμη και τη δολοφονία του για να τη χρησιμοποιήσουν ως αφορμή για εισβολή στην Αυστρία. Κατόπιν, υπηρέτησε ως πρεσβευτής στην Τουρκία (1939-44). Επέζησε βομβιστικής επίθεσης, είτε από τους Σοβιετικούς είτε από τους Ναζί. Συνελήφθη από τους Αμερικανούς και αθωώθηκε στη Δίκη της Νυρεμβέργης. Πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του στην ασημαντότητα, δημοσιεύοντας βιβλία σχετικά με την πολιτική δράση του.