Λίγους μήνες μετά το Κίνημα στο Γουδή τον Αύγουστο του 1909, μια σειρά από γεγονότα κατέστησαν έκδηλο ότι οι στρατιωτικοί δεν ήταν σε θέση να χειραγωγούν για πολύ καιρό την πολιτική κατάσταση της Ελλάδας. Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος είχε περιέλθει σε αδιέξοδο, το οποίο οφειλόταν σε εσωτερικά προβλήματα, κοινοβουλευτικές ήττες (π.χ. επεισόδιο Λαπαθιώτη), αυξανόμενες λαϊκές διαμαρτυρίες για τα οικονομικά μέτρα κ.α. Ωστόσο, στον πυρήνα του αδιεξόδου ήταν η αδυναμία και απροθυμία των στρατιωτικών να αναλάβουν οι ίδιοι την κυβέρνηση. Η μόνη εναλλακτική ήταν η παράδοση της εξουσίας σε ικανά πολιτικά χέρια.
Αρχικά, εξετάστηκε από τους στρατιωτικούς η περίπτωση του Δημητρίου Γούναρη, εξέχοντος μέλους των κυβερνήσεων Θεοτόκη. Ο Πατρινός πολιτικός έχαιρε γενικής εκτίμησης στην Ελλάδα και είχε τη φήμη του ριζοσπάστη ιδεολόγου, μορφωμένου, έντιμου και ικανού πολιτικού. Όμως ο Γούναρης απέρριψε την πρόταση τους απαιτώντας τη διάλυση του Στρατιωτικού Συνδέσμου. Τόνισε μάλιστα ότι δεν επιθυμούσε συνεργασία με απείθαρχους και επίορκους στρατιωτικούς. Στη συνέχεια απευθύνθηκαν στον ίδιο τον ηγέτη του Συνδέσμου, τον Νικόλαο Ζορμπά, αλλά και αυτός με τη σειρά του αρνήθηκε, δηλώνοντας αδυναμία ανάληψης τόσο σοβαρών καθηκόντων.
Εν τέλει, επιλέχθηκε η λύση του Ελευθέριου Βενιζέλου. Η λύση αυτή προτάθηκε από τον λοχαγό Κωνσταντίνο Σάρρο, εκπρόσωπο των νεώτερων σε ηλικία αξιωματικών. Ορισμένα μέλη της διοικούσης επιτροπής του Στρατιωτικού Συνδέσμου είχαν κάποιους ενδοιασμούς για την περίπτωση Βενιζέλου, είτε διότι θεωρούσαν ότι θα ήταν πιο χρήσιμος στην Κρήτη καθώς το Κρητικό Ζήτημα έμπαινε σε κρίσιμη φάση, είτε διότι είχε τη φήμη του αδιάλλακτου αντιδυναστικού, ιδιαίτερα μετά τη σύγκρουση του με τον πρίγκιπα Γεώργιο, Ύπατο Αρμοστή της Κρήτης (με αποκορύφωμα την Επανάσταση του Θέρισου τον Μάρτιο του 1905).
Ωστόσο, ο Βενιζέλος συγκέντρωνε πολλά άλλα στοιχεία που έκαναν την επιλογή του πιο ελκυστική σε σχέση με άλλους υποψήφιους. Το βιογραφικό του ήταν πλούσιο. Είχε πρωτοστατήσει στην Κρητική Επανάσταση του 1895 και τέθηκε επικεφαλής ένοπλων επαναστατικών τμημάτων. Μάλιστα τον Ιανουάριο του 1897, ενώ οι Τούρκοι έσφαζαν τον ελληνικό πληθυσμό της Κρήτης σε Χανιά και Ρέθυμνο, ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατέλαβε το Ακρωτήρι. Στη συνέχεια ύψωσε την ελληνική σημαία παρά τα συνεχή πυρά των πολεμικών πλοίων των Μεγάλων Δυνάμεων. Εκτός από τη φήμη του επαναστάτη, είχε και αυτές του ριζοσπάστη δημοκράτη. Όντας μέλος του συμβουλίου (ουσιαστικά κυβέρνησης) του Ύπατου Αρμοστή της Κρήτης, Πρίγκιπα Γεωργίου παρουσίασε εξαιρετικό έργο (π.χ. δικαστική νομοθεσία). Δεν είχε πολιτευθεί ποτέ στην Ελλάδα και δεν είχε καμία σχέση με το ελλαδικό πολιτικό κατεστημένο, επομένως θεωρούταν «άφθαρτος». Παράλληλα, ήταν γνωστός στις Μεγάλες Δυνάμεις, ιδιαίτερα μετά τον ηγετικό ρόλο που έπαιξε στο Κρητικό Ζήτημα. Τέλος, διάχυτη ήταν η άποψη μεταξύ των μελών του Στρατιωτικού Συνδέσμου ότι υπήρχε μία κοινή συνισταμένη μεταξύ των απόψεων τους και αυτών του Βενιζέλου για τον εκσυγχρονισμό του ελληνικού κράτους, του στρατού και της δημόσιας πολιτικής ζωής.
Αφού συνεκτιμήθηκαν όλοι οι προαναφερθέντες παράγοντες, ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος εφοδίασε τον λοχαγό Ιουλιανό Κονταράτο με μια επιστολή – πρόσκληση προς τον Βενιζέλο. Ο Κονταράτος μετέβη στα Χανιά και παρέδωσε την ιστορική αυτή επιστολή στις 22 Δεκεμβρίου 1909. Ο Βενιζέλος απάντησε μέσω άλλης επιστολής ότι αποδεχόταν την πρόσκληση να έλθει στην Αθήνα, όχι όμως για να αναλάβει την πρωθυπουργία, αλλά για να βοηθήσει τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο αναλαμβάνοντας έναν ρόλο συμβουλευτικό.
Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Σύνδεσμος και ο Βενιζέλος έρχονταν σε επαφή. Στα τέλη του καλοκαιριού του 1909 ο ανθυπολοχαγός Ιωάννης Καλογεράς, απεσταλμένος των στρατιωτικών στην Κρήτη, συνάντησε τον Βενιζέλο. Ο τελευταίος συμβούλευσε τους στρατιωτικούς να επιβάλλουν δικτατορία για έξι μήνες και να κυβερνήσουν αποφασιστικά μέσω διαταγμάτων. Στη συνέχεια, θα έπρεπε να διεξαχθούν εκλογές Εθνοσυνέλευσης, οι οποίες θα επικύρωναν τις προηγούμενες αποφάσεις και θα επέτρεπαν τη μερική αναθεώρηση του Συντάγματος. Δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να αναλάβει μεσολαβητικό ρόλο ανάμεσα στον Στρατιωτικό Σύνδεσμο και τα πολιτικά κόμματα, αν αυτό κρινόταν αναγκαίο. Σε ερώτηση του Καλογερά αν θα ήταν διατεθειμένος να έλθει στην Αθήνα και να ηγηθεί μιας επαναστατικής κυβερνήσεως ο Βενιζέλος φάνηκε απρόθυμος προβάλλοντας τη δικαιολογία ότι δεν γνώριζε καλά την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα. Άφησε όμως ένα παράθυρο ανοικτό λέγοντας ότι θα ήταν διατεθειμένος να μεταβαίνει συχνά στην Αθήνα και να παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τις εξελίξεις στη Βουλή και να ξεκινήσει επαφές με άλλους πολιτικούς παράγοντες.
Ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσαν τα δέκα άρθρα που δημοσίευσε ο Βενιζέλος στην εφημερίδα «Κήρυξ» των Χανίων στο διάστημα από τις 18 Αυγούστου 1909 ως τις 27 Οκτωβρίου 1909. Μέσα από τα άρθρα αυτά βγαίνουν ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα για τις θέσεις του Βενιζέλου σχετικά με την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα μετά την εκδήλωση του κινήματος. Αν και ασκεί δριμεία κριτική στον Βασιλιά Γεώργιο Α΄ για τις συνεχείς παρεμβάσεις του στην πολιτική ζωή και τις ταπεινωτικές αποπομπές προγενέστερων ικανών πολιτικών ανδρών δεν θέτει δυναστικό ή πολιτειακό ζήτημα. Επιμένει στην επιβολή ολιγόμηνης δικτατορίας σε περίπτωση που τα κόμματα συνεχίζουν να προβάλλουν εμπόδια στον Σύνδεσμο αν και θεωρεί ότι στο τέλος θα συνεργασθούν, έστω και με δισταγμούς. Υποστηρίζει ότι δεν ήταν δυνατόν να εξακολουθούν να παραμένουν στην εξουσία πρόσωπα τα οποία θεωρούνταν υπεύθυνα για την πολιτική κρίση, ενώ είχε ξεσπάσει επανάσταση που στόχο είχε την ανατροπή του υπάρχοντος αποσαθρωμένου πολιτικού συστήματος.
Η επιλογή της προκήρυξης εκλογών δεν ήταν ακόμη δυνατή καθώς ήταν βέβαιο ότι το αποτέλεσμα θα ευνοούσε τον «παλαιό» πολιτικό κόσμο. Έπρεπε πρώτα να ξεριζωθούν οι «ρίζες» που τροφοδοτούσαν την εκλογική πελατεία των παλαιών πολιτικών κομμάτων. Επιδοκιμάζει το γεγονός ότι ο Σύνδεσμος δεν έχει ασκήσει βία και ζητεί εκκαθάριση του στρατεύματος από αντιδραστικούς, ανώτερους και ανώτατους κυρίως αξιωματικούς. Κατά τον Βενιζέλο, το Κίνημα του Γουδή ήταν ουσιαστικά λαϊκό, όπως αποδείκνυε και το μαζικό συλλαλητήριο της 14ης Σεπτεμβρίου στο Πολύγωνο. Εξέφραζε το γενικότερο αίτημα του ελληνικού λαού για εθνική αναγέννηση. Τέλος, ο Βενιζέλος επισημαίνει την ευνοϊκή θέση του ξένου τύπου απέναντι στον Βασιλιά, προφανώς επειδή αυτός αποτελούσε εγγύηση της αποπληρωμής του δανείου. Χωρίς αμφιβολία, πίσω από τη δυσμενής στάση του ξένου τύπου (ιδιαίτερα της βρετανικής εφημερίδας London Times) κρυβόταν η ανησυχία του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου ότι η Ελλάδα θα αδυνατούσε να αποπληρώσει τους δανειστές της.
Ωστόσο, η μετέπειτα μετριοπαθής στάση της διοικούσης επιτροπής του Στρατιωτικού Συνδέσμου και οι διαβεβαιώσεις του ότι δεν στρεφόταν εναντίον της δυναστείας, καθησύχασαν τους ξένους. Στο τελευταίο άρθρο του Βενιζέλου γίνεται επίσης φανερή η δυσφορία του για την αρνητική θέση του ξένου τύπου απέναντι στο «ανορθωτικό» κίνημα του 1909 διότι αντίφασκε με την σκληρή κριτική που είχε ασκήσει για τα κακώς κείμενα στην Ελλάδα προς του κινήματος. Μέσα από τα άρθρα αυτά μπορούν να εξαχθούν εξαιρετικά χρήσιμα συμπεράσματα τόσο για τις απόψεις του Βενιζέλου σχετικά με το Κίνημα του Γουδή όσο και για την πολιτική διορατικότητα του Κρητικού πολιτικού και τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόταν την εσωτερική πολιτική κατάσταση και τους διεθνείς συσχετισμούς. Ο Βενιζέλος είχε ταχθεί μεν στο πλευρό των κινηματιών, ζητούσε δε εμμέσως απ' αυτούς πιο ριζοσπαστική και αποφασιστική στάση. Έκδηλη ήταν η ανησυχία του για τους κινδύνους που απειλούσαν την επιτυχή έκβαση του κινήματος. Ήταν ξεκάθαρο στη σκέψη του ότι ο «παλαιός» πολιτικός κόσμος και ο βασιλιάς θα αποτελούσαν τροχοπέδη για τη γενικότερη αναδιάρθρωση του πολιτικού συστήματος και ότι θα αντιστεκόταν σθεναρά σε κάθε αλλαγή. Ωστόσο, μέσα από αυτή την αρθρογραφία διαφαίνεται επίσης ο ρεαλιστικός τρόπος σκέψης του. Ο Βενιζέλος ήταν διατεθειμένος να «νερώσει το κρασί του», να βρεθεί δηλαδή ένας κοινός τόπος μεταξύ των ριζοσπαστικών και συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων, ώστε να προχωρήσει το ανορθωτικό πρόγραμμα της χώρας.
Στις 27 Δεκεμβρίου 1909 ο Βενιζέλος αναχώρησε από τα Χανιά με το πλοίο «Γουδή» (ιδιοκτησία της οικογένειας Γουδή, στην οποία άνηκε η περιοχή του Γουδή), για τον Πειραιά. Συνοδευόταν από τον Κρητικό πολιτικό Κωνσταντίνο Μάνο και τον έμπιστο σύμβουλό του Κλέαρχο Μαρκαντωνάκη. Λόγω κακοκαιρίας, το πλοίο επέστρεψε στα Χανιά και ο Βενιζέλος συνέχισε το ταξίδι του με το πλοίο «Σιγκαπούρη». Στις 28 Δεκεμβρίου έφθανε στον Πειραιά, όπου πολύς κόσμος ήταν συγκεντρωμένος θέλοντας να δει από κοντά τον Κρητικό πολιτικό. Αν και η επίσκεψη του ήταν ινκόγκνιτο, οι φήμες είχαν κατακλύσει την ελληνική πρωτεύουσα για την επικείμενη άφιξη του χαρισματικού πολιτικού. Σε μεγάλο βαθμό, ο λαϊκός ενθουσιασμός οφειλόταν και στις υψηλές προσδοκίες που είχαν καλλιεργήσει και πολλοί αξιωματικοί – μέλη του Συνδέσμου για τον Βενιζέλο. Ωστόσο, ο τελευταίος ήθελε να διατηρήσει κάθε δυνατή μυστικότητα και περίμενε να διαλυθεί το πλήθος πριν την αποβίβασή του. Η άφιξη Βενιζέλου στην Αθήνα θορύβησε τα Ανάκτορα και τον «παλαιό» πολιτικό κόσμο, διότι φοβόντουσαν ότι ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος έφερε τον Βενιζέλο στην Αθήνα για να του προσφέρει την πρωθυπουργία και να τον επιβάλλει με τη βία. Από την άλλη, σημαντικό τμήμα των πιο ριζοσπαστικών δυνάμεων και τα ευρύτερα λαϊκά και αστικά στρώματα συντάσσονταν με τον Βενιζέλο. Αναμφίβολα, η πολιτική ατμόσφαιρα στην ελληνική πρωτεύουσα ήταν ηλεκτρισμένη. Με την είσοδο του Βενιζέλου στην πολιτική σκακιέρα, η κρίση που είχε δημιουργηθεί μετά το ξέσπασμα του Κινήματος του Γουδή έφτανε πλέον στο αποκορύφωμά της.
Το βράδυ της ίδιας μέρας ο Βενιζέλος παρευρισκόταν σε σύσκεψη του Συνδέσμου. Σε εκείνη την πρώτη επίσημη συνάντηση, ο Βενιζέλος, άσκησε δριμεία κριτική στους στρατιωτικούς. Τα κύρια σημεία της ομιλίας του προς τη διοικούσα επιτροπή του Στρατιωτικού Συνδέσμου συνοψίζονται στα εξής: α) αποτυχία του Συνδέσμου να προβεί σε ριζικές μεταρρυθμίσεις λόγω ατολμίας, β) απώλεια πολύτιμου πολιτικού χρόνου λόγω καθυστερήσεων, διχογνωμιών και έλλειψης κεντρικής στρατηγικής, με επακόλουθο την ανασύνταξη των «παλαιών» πολιτικών κομμάτων, γ) στοχοποίηση μόνο των «παλαιών» πολιτικών κομμάτων και όχι και του Βασιλιά, του κύριου υπεύθυνου για την τωρινή πολιτική κρίση, λόγω των αδιάκοπων αναμίξεών του στα πολιτικά πράγματα, δ) αποτυχία του Συνδέσμου να βελτιώσουν ουσιαστικώς τις δομές του στρατεύματος και ε) χρήση λανθασμένης τακτικής για την επίλυση της κρίσης, μέσω της συνέχισης της διακυβέρνησης από τα «παλαιά» πολιτικά κόμματα με την ανοχή του Συνδέσμου, αντί για την επιβολή δικτατορίας.
Κατά τον Βενιζέλο, ο Σύνδεσμος όφειλε να κυβερνήσει δικτατορικά τη χώρα για έναν χρόνο. Στη συνέχεια, ήταν απαραίτητη η σύγκληση της Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης, που θα επέβαλλε ριζικές αλλαγές στο πολίτευμα και θα μείωνε την ουσιαστική και τυπική εξουσία του Βασιλιά. Σύμφωνα μ' αυτόν, το momentum είχε πλέον χαθεί. Η δυναμική του κινήματος είχε ατονήσει και δεν μπορούσε πλέον να επιβάλλει μια ριζοσπαστική αλλαγή στα ελληνικά πολιτικά πράγματα. Κατά συνέπεια, έπρεπε να επιλεχθεί μια συμβιβαστική οδός που να ικανοποιούσε το γενικό αίτημα για αλλαγή και να επέτρεπε στους στρατιωτικούς να απεμπλακούν από το πολιτικό αδιέξοδο στο οποίο είχαν περιέλθει. Η δριμεία κριτική εκ μέρους του Βενιζέλου αιφνιδίασε τους στρατιωτικούς, οι οποίοι, σε αντιδιαστολή, επισήμαναν τους κινδύνους που θα είχαν προκληθεί, αν είχαν ακολουθήσει μια τόσο ριζοσπαστική στρατηγική. Σε απάντηση, ο Βενιζέλος πρότεινε την αντικατάσταση του Βασιλιά Γεωργίου με τον διάδοχο Κωνσταντίνο ή κάποιο εκ των νεώτερων υιών του Γεωργίου, αν το πρόσωπο του Κωνσταντίνου δίχαζε τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο. Πάντως, σε καμία περίπτωση δεν ετέθη από τον Βενιζέλο θέμα κατάργησης της βασιλείας ή εκθρόνισης της δυναστείας. Επίσης απέρριψε σθεναρώς την πρόταση μελών του Συνδέσμου να αναλάβει ο ίδιος ως δικτάτορας τη διακυβέρνηση της χώρας ή να αντικαταστήσει την κυβέρνηση Μαυρομιχάλη. Κατά τον Βενιζέλο, ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος – η μόνη πηγή στήριξης μιας δικτατορίας – δεν ήταν πλέον αρκετά ισχυρός για να επιβάλλει αυτή τη λύση. Επιπλέον, ισχυρίστηκε ότι ήταν ξένος ως προς τα ελληνικά πολιτικά πράγματα και έφερε την φήμη του αντιδυναστικού. Κατά συνέπεια, η υπόθεση του δεν θα ήταν καρποφόρα. Σε αντιδιαστολή, πρότεινε α) την αντικατάσταση της κυβέρνησης Μαυρομιχάλη με μία νέα υπό τον Στέφανο Δραγούμη ή τον Στέφανο Σκουλούδη, β) την προκήρυξη εκλογών για τη σύγκληση Αναθεωρητικής Εθνοσυνέλευσης και όχι Συντακτικής, και γ) τη διάλυση του Στρατιωτικού Συνδέσμου και την επιστροφή των στρατιωτικών στους στρατώνες.
Μπροστά σε αυτή την επίμονη στάση του Βενιζέλου η διοικούσα επιτροπή του πρότεινε να αναλάβει τουλάχιστον έναν διαμεσολαβητικό ρόλο μεταξύ του Συνδέσμου και των πολιτικών κομμάτων και του θρόνου. Τα κύρια θέματα της ατζέντας θα ήταν ο σχηματισμός νέας κυβέρνησης και η σύγκληση Αναθεωρητικής Εθνοσυνέλευσης (ωστόσο υπήρχαν συνταγματικά κωλύματα για το δεύτερο). Τόσο οι στρατιωτικοί όσο και ο Βενιζέλος γνώριζαν καλά ότι το σχέδιο τους για σύγκληση Αναθεωρητικής Εθνοσυνέλευσης θα προκαλούσε έντονη ανησυχία στα Ανάκτορα και στους πολιτικούς αρχηγούς, ιδιαίτερα στον Θεοτόκη. Το ενδεχόμενο κατάληξης της Εθνοσυνέλευσης σε Συντακτική (και άρα, τον κίνδυνο βίαιης αντικατάστασης του Γεωργίου και πρόκληση εσωτερικής αναταραχής) αντί για Αναθεωρητική ήταν απευκταίο από αυτές τις δυνάμεις. Για αυτόν τον λόγο, ο Βενιζέλος είχε συμπεριλάβει στη διαμεσολαβητική στρατηγική του ως κύριο μέλημα τον καθησυχασμό τόσο του Γεωργίου όσο και των Θεοτόκη και Ράλλη.
Συμπερασματικά, η πρώτη επαφή του Βενιζέλου με τους στρατιωτικούς ανέδειξε τις ηγετικές ικανότητες και φιλοδοξίες του Κρητικού πολιτικού, την αποφασιστικότητα, τη διορατικότητά και τη σφαιρική αντίληψη των πραγμάτων, στοιχεία που τον συνόδευσαν κατά τη διάρκεια της πολιτικής καριέρας του. Από τη συνάντηση αυτή τέθηκαν ουσιαστικά οι βάσεις για την άνοδο του Βενιζέλου στην εξουσία και την εξουδετέρωση του «παλαιού» πολιτικού κόσμου. Μέσω των ρεαλιστικών προτάσεων του και της ρητορικής ικανότητάς του κατόρθωσε να πάρει με το μέρος του το σύνολο σχεδόν των στρατιωτικών και να τους πείσει ότι ήταν εφικτή η πραγματοποίησή τους, παρά τα εμπόδια που θα συναντούσαν στον δρόμο τους. Πίσω από την άρνηση του Βενιζέλου κρύβεται η επιθυμία του να μην εισέλθει πρόωρα στην ελληνική πολιτική σκηνή, υπό την κηδεμονία των στρατιωτικών, αλλά αργότερα, όταν θα ήταν οι συνθήκες κατάλληλες, στηριζόμενος στην ισχυρή λαϊκή εντολή και σε συμμαχίες με πολιτικούς παράγοντες. Επομένως, χρειαζόταν πολιτικό χρόνο για να ετοιμάσει το έδαφος.
Οι μεσολαβητικές επαφές Βενιζέλου με τους πολιτικούς ηγέτες
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ξεκίνησε ευθύς επαφές με τους Κ. Μαυρομιχάλη, Γ. Θεοτόκη και Δ. Ράλλη, παρουσιάζοντάς τους το σχέδιο που συμφωνήθηκε σ' εκείνη την πρώτη συνάντησή του με τους στρατιωτικούς. Ο τότε πρωθυπουργός, Κ. Μαυρομιχάλης ήταν αρνητικός εξ' αρχής, ακόμη και στη διαμεσολάβηση του Βενιζέλου, θεωρώντας ότι ήταν αναρμόδιος ο τελευταίος, καθότι δεν ήταν Έλληνας υπήκοος. Στην πραγματικότητα, ο Μανιάτης πολιτικός κατανοούσε ότι η υλοποίηση του σχεδίου Βενιζέλου σηματοδοτούσε την πτώση της κυβέρνησής του και την περαιτέρω περιθωριοποίηση του. Αντίθετα, ο Ράλλης ήταν πιο δεκτικός στις προτάσεις του Κρητικού πολιτικού. Το κύριο εμπόδιο που θα έπρεπε να καμφθεί ήταν αυτό του Θεοτόκη, του οποίου η παράταξη πλειοψηφούσε στη Βουλή. Οι κύριες ενστάσεις του Θεοτόκη ήταν αναφορικά με την αντισυνταγματικότητα που εμπεριείχε μια έκτακτη σύγκληση της Εθνοσυνέλευσης. Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 107 του Συντάγματος εμπόδιζε μια τόσο εσπευσμένη διαδικασία, αφού όριζε ότι: «...η ανάγκη αναθεωρήσεως θεωρείται βεβαία, εάν η Βουλή κατά δύο συνεχείς βουλευτικάς περιόδους δια των τριών τετάρτων των ψήφων του όλου αυτής αριθμού ζητήση την αναθεώρησιν δι' ιδίας πράξεως, οριζούσης τας αναθεωρητέας διατάξεις».
Με άλλα λόγια, η Βουλή ήταν υποχρεωμένη να ζητήσει την αναθεώρηση του Συντάγματος σε δύο συνεχείς βουλευτικές περιόδους. Επίσης, ο Θεοτόκης ανησυχούσε ότι ίσως η Εθνοσυνέλευση κατέληγε στην απόφαση αντικατάστασης της δυναστείας, γεγονός που θα προξενούσε τεράστια προβλήματα με τις Μεγάλες Δυνάμεις και εσωτερική αναταραχή. Ο Βενιζέλος όμως θέλοντας να απαλλαχθεί από το στίγμα του αντιδυναστικού ανέφερε στις κατ' ιδίαν συναντήσεις του με τον Θεοτόκη ότι ο θεσμός της Βασιλείας ήταν χρήσιμος για την Ελλάδα και ότι επειδή αυτός επαναστάτησε εναντίον του πρίγκιπα Γεωργίου στην Κρήτη δεν σήμαινε ότι ήταν ένας αδιάλλακτος αντιβασιλικός. Επίσης, προσπάθησε να καθησυχάσει τον Θεοτόκη λέγοντας του ότι η Εθνοσυνέλευση θα ήταν μόνο αναθεωρητική και όχι συντακτική, ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος θα διαλυόταν με το πέρας της και τα συνταγματικά κωλύματα έπρεπε να παραμεριστούν για χάρη του γενικότερου συμφέροντος. Για μια τέτοια όμως εξέλιξη απαιτείτο η συνεργεία όλων των πολιτικών ηγετών και των Ανακτόρων, με την οποία θα νομιμοποιούταν μια τέτοια αντισυνταγματική πράξη. Τέλος, ο Στέφανος Δραγούμης αποδέχθηκε την πρόταση Βενιζέλου να αναλάβει την πρωθυπουργία.
Οι κινήσεις Βενιζέλου ήταν αποκλειστικώς παρασκηνιακές. Πληροφορίες που διέρρευσαν στον αθηναϊκό τύπο περί άφιξης του για να αναλάβει την πρωθυπουργία, διαψεύστηκαν από τον Βενιζέλο, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι ήρθε στην Αθήνα μόνο για δικές του υποθέσεις. Ωστόσο, στις 8 Ιανουαρίου 1910 ήλθε στο φως το σχέδιο Βενιζέλου για σύγκληση Εθνοσυνέλευσης και αποχώρηση του Συνδέσμου από την ενεργό πολιτική. Την επόμενη μέρα έλαβαν χώρα ορισμένες διεργασίες που επιτάχυναν τις εξελίξεις. Ο υπολοχαγός Θ. Λιδωρίκης, γραμματέας της διοικούσης επιτροπής του Στρατιωτικού Συνδέσμου, δημοσίευσε ημιεπίσημα στην εφημερίδα «Χρόνος» ένα άρθρο, σύμφωνα με το οποίο η Εθνοσυνέλευση θα μπορούσε να αποβεί επιζήμια. Επίσης, άφηνε να εννοηθεί ότι δεν ήταν δεσμευτική για τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο η μεσολαβητική αποστολή του Βενιζέλου.
Ο Θεοτόκης, παρασυρόμενος από το άρθρο αυτό, θεώρησε ότι του παρείχε την εύσχημη δικαιολογία για να αποσύρει την υποστήριξη του στο σχέδιο σύγκλησης Εθνοσυνέλευσης. Με αυτή τη στάση του ήλπιζε ότι θα εντείνονταν οι εσωτερικές διαφωνίες στον Στρατιωτικό Σύνδεσμο και μοιραία θα αυτοδιαλυόταν. Ο Βενιζέλος ζήτησε διαβεβαιώσεις από τον Ζορμπά ότι ο Σύνδεσμος εξακολουθούσε να στηρίζει την προοπτική της Εθνοσυνέλευσης και τις δεσμεύσεις που είχε δώσει. Επίσης απέστειλε επιστολή στον Θεοτόκη ζητώντας του διευκρινήσεις για τη μεταβολή της στάσης του. Ο τελευταίος απάντησε ότι είχε πληροφορίες προερχόμενες από τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο, ότι οι στρατιωτικοί θεωρούσαν τη σύγκληση Εθνοσυνέλευσης ως μια επικίνδυνη κίνηση. Ο Βενιζέλος ανταπάντησε ότι ανέλαβε μεσολαβητικό ρόλο μόνο κατόπιν παράκλησης εκ μέρους του Στρατιωτικού Συνδέσμου. Ωστόσο, διαπίστωνε ότι η μεσολάβηση του προκαλούσε αναστάτωση και κατά συνέπεια, υπέβαλε την παραίτηση του από τον ρόλο του μεσολαβητή. Στη συνέχεια συναντήθηκε με τον Ράλλη όπου του υπογράμμισε ότι μετά τη στάση Θεοτόκη, η κατάληξη θα ήταν είτε εμφύλιος πόλεμος είτε χάος. Σε ερώτηση του Ράλλη περί του τι σκόπευε να κάνει στη συνέχεια, ο Βενιζέλος απάντησε ότι είτε θα επέστρεφε στην Κρήτη είτε θα αναλάμβανε την ηγεσία μιας νέας επανάστασης. Στη συνέχεια, στις 11 Ιανουαρίου, απέστειλε μια επιστολή στον Ζορμπά δηλώνοντας αυτές τις προθέσεις του και ξεκίνησε τις προετοιμασίες για να επιστρέψει την ίδια μέρα στην Κρήτη.
Θορυβημένη η διοικούσα επιτροπή στο ενδεχόμενο αποχώρησης του Βενιζέλου απέστειλε τον Πάγκαλο και στη συνέχεια, εξαμελή επιτροπή αξιωματικών στο ξενοδοχείο όπου διέμενε ο Βενιζέλος για να τον μεταπείσουν. Ο Βενιζέλος, θέλησε να φανεί ότι, εν τέλει, δέχτηκε να παραμείνει στην Αθήνα μετά τις θερμές παρακλήσεις των στρατιωτικών, για το κοινό καλό. Την επόμενη μέρα, η διοικούσα επιτροπή του Στρατιωτικού Συνδέσμου δημοσίευσε ανακοίνωση με την οποία εξέφραζε την στήριξη της στον Βενιζέλο και το σχέδιο σύγκλησης Εθνοσυνέλευσης. Ο Θεοτόκης επέμεινε στη θέση του ότι μια (Συντακτική) Εθνοσυνέλευση θα απέβαινε επιζήμια. Όμως ο Βενιζέλος είχε ήδη ζητήσει από τους στρατιωτικούς να συντάξουν επίσημο πρακτικό στις 13 Ιανουαρίου με το οποίο θα επιβεβαιωνόταν η στήριξή τους στο σχέδιο για σύγκληση Αναθεωρητικής Εθνοσυνέλευσης και η εμπιστοσύνη τους στον μεσολαβητικό ρόλο του.
Μετά από αυτές τις εξελίξεις, ο Θεοτόκης, φοβούμενος ότι θα έχανε την πρωτοβουλία των κινήσεων και ότι θα χρεωνόταν ο ίδιος το πολιτικό κόστος για τη ματαίωση των προσπαθειών επίλυσης της κρίσης υποχώρησε από την αρχική αδιαλλαξία του.
Σε αντιδιαστολή, ο Βενιζέλος αναδεικνυόταν σε κυρίαρχο του παιχνιδιού. Με τη στάση του πέτυχε ταυτόχρονα δύο στόχους: αφ' ενός κατέστη απαραίτητος στον Σύνδεσμο, αφού τυχόν αποχώρηση του θα επέτεινε το αδιέξοδό του, και αφ' ετέρου, εξέθεσε τον Θεοτόκη στον λαό, καθώς η επιμονή του στη μη σύγκληση Εθνοσυνέλευσης θα συνεπαγόταν διαιώνιση του αδιεξόδου, με τους συνακόλουθους κινδύνους.
Ο Βενιζέλος, ενισχυμένος από το προαναφερθέν πρακτικό, ξεκίνησε μια νέα σειρά επαφών με τους πολιτικούς αρχηγούς. Ο Ράλλης και ο Θεοτόκης ζήτησαν την άμεση διάλυση του Στρατιωτικού Συνδέσμου. Η απάντηση των στρατιωτικών ήταν ότι διάλυση του Στρατιωτικού Συνδέσμου Στρατιωτικού δεν μπορούσε να εννοηθεί χωρίς την υπογραφή πρωτοκόλλου για τη σύγκληση Εθνοσυνέλευσης. Μόνο τότε θα προχωρούσαν στην αυτοδιάλυση του Συνδέσμου. Ο Θεοτόκης υποχώρησε πιστεύοντας ότι καθώς ήλεγχε την πλειοψηφία θα ήταν σε θέση να επιβάλλει και το περιεχόμενο της αναθεώρησης. Μετά τη συγκατάθεση του Θεοτόκη, ο Ζορμπάς ανακοίνωσε στον Κ. Μαυρομιχάλη ότι ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος απέσυρε την υποστήριξή του στην κυβέρνησή του. Παράλληλα, ο στρατός τέθηκε σε επιφυλακή. Ο Μαυρομιχάλης απάντησε ότι δεν ήταν διατεθειμένος να παραιτηθεί καθώς ο Σύνδεσμος δεν εξέφραζε το σύνολο των ενόπλων δυνάμεων και η Βουλή δεν είχε αποσύρει την εμπιστοσύνη της. Υπέβαλε την παραίτηση του στον Γεώργιο αλλά δεν έγινε δεκτή. Ωστόσο, η νέα θέση του Στρατιωτικού Συνδέσμου σήμαινε τον ουσιαστικό τερματισμό της ζωής της κυβέρνησης Μαυρομιχάλη.
Στις 15 Ιανουαρίου, ο Θεοτόκης απευθύνθηκε στην κοινοβουλευτική ομάδα του, παρουσιάζοντάς τους το σχέδιο Βενιζέλου. Παρά τις έντονες ενστάσεις ορισμένων εξ' αυτών (Γούναρης, Πρωτοπαπαδάκης, Μπαλτατζής, κ.α.), ο Θεοτόκης επέμεινε, θεωρώντας ότι η πειθαρχία των βουλευτών του κόμματός του στην πολιτική του ήταν δεδομένη. Το απόγευμα της ίδιας μέρας, συγκλήθηκε έκτακτη συνάντηση της διοικούσας επιτροπής, όπου ενημερώθηκαν για τις ραγδαίες εξελίξεις. Μετά από ψηφοφορία, επιλέχθηκε ο Δραγούμης ως πρωθυπουργός της νέας κυβέρνησης με δεκατέσσερις ψήφους υπέρ, ενώ ο Σκουλούδης έλαβε τέσσερις ψήφους. Πρωτύτερα, ο Βενιζέλος είχε εκφράσει την αντίθεση του στην επιλογή Σκουλούδη, διότι ο δεύτερος είχε ταχθεί κατά της σύγκλησης Αναθεωρητικής Εθνοσυνέλευσης. Ο Ζορμπάς, μετά από πιέσεις δέχτηκε να αναλάβει το υπουργείο Στρατιωτικών, διασφαλίζοντας τη συνέχιση της μετριοπαθούς στάσης του κινήματος. Η επιλογή Δραγούμη δεν έγινε χωρίς απώλειες για τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο (παραίτηση Λιδωρίκη από τη θέση γραμματέα της διοικούσης επιτροπής). Ουσιαστικώς, η κυβέρνηση Δραγούμη θα είχε μεταβατικό και υπηρεσιακό χαρακτήρα. Στις 16 Ιανουαρίου συνεδρίασε το Συμβούλιο του Στέμματος. Σ' αυτό συμμετείχαν ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄, ο πρωθυπουργός Κ. Μαυρομιχάλης, ο πρόεδρος της Βουλής Α. Ρώμας και οι πολιτικοί αρχηγοί Γ. Θεοτόκης, Δ. Ράλλης, Σ. Δραγούμης και Α. Ζαϊμης (τελευταίος Ύπατος Αρμοστής της Κρήτης). Οι Γεώργιος, Θεοτόκης, Ράλλης, Δραγούμης και Ζαΐμης (ο τελευταίος με επιφυλάξεις) τάχθηκαν υπέρ της αντικατάστασης της κυβέρνησης Μαυρομιχάλη, της σύγκλησης Αναθεωρητικής, και της διάλυσης του Συνδέσμου μετά την ψήφιση της σχετικής απόφασης. Σύμφωνα με το Σύνταγμα του 1864, η συγκατάθεση του Γεωργίου δεν ήταν απαραίτητη για τη σύγκληση Αναθεωρητικής Εθνοσυνέλευσης. Ωστόσο, από πρακτικής άποψης, ήταν αναγκαία για την ουσιαστική κάλυψη της παραβίασης του άρθρου 107 του Συντάγματος.
Το αποτέλεσμα του Συμβουλίου του Στέμματος μπορεί να θεωρηθεί ως νίκη του Βενιζέλου, ο οποίος μέσα από επιδέξιους χειρισμούς, κατόρθωσε να φέρει τις δύο αντίθετες πλευρές σε συνεννόηση, να αποσοβηθεί ο κίνδυνος αναρχίας ή εμφύλιας ταραχής και να θέσει τις βάσεις της πολιτικής καριέρας του στην Ελλάδα. Στις 22 Ιανουαρίου, ο Βενιζέλος επέστρεψε στην Κρήτη έχοντας εξασφαλίσει σημαντικά πολιτικά οφέλη για τον ίδιο αλλά και για τη χώρα. Επανήλθε στην Αθήνα την 1η Φεβρουαρίου και παρέμεινε στην Ελλάδα ως τις 15 Φεβρουαρίου, πραγματοποιώντας επαφές με πολιτικούς φίλους και παράγοντες (μεταξύ των οποίων η «ομάδα των κοινωνιολόγων» του Παπαναστασίου και τον πολιτικό φίλο του Π. Α. Αργυρόπουλο). Είχε ξεχωριστή συνάντηση με τον Β. Δουσμάνη εκ των σημαντικότερων επιτελικών αξιωματικών, όπου εξετάσθηκε η κατάσταση του στρατού. Ο Βενιζέλος συνάντησε και τον J. D. Bourchier (Μπάουτσερ), ανταποκριτή των London Times στα Βαλκάνια και θερμό υποστηρικτή του, με τον οποίο συζήτησε σχέδιο βαλκανικής συμμαχίας εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Κατά τη διάρκεια των επισκέψεων αυτών ο Βενιζέλος εδραίωσε τα ερείσματα του μεταξύ των σημαντικότερων πολιτικών κύκλων και προλείανε το έδαφος για την επιτυχή διεκδίκηση της εξουσίας λίγους μήνες μετά.
Οι διεργασίες για τη σύγκληση της Α΄ Αναθεωρητικής Εθνοσυνέλευσης
Η κυβέρνηση του Στέφανου Δραγούμη ήλθε στην εξουσία στις 18 Ιανουαρίου 1910, επιφορτισμένη με δύο καθήκοντα: τη διασφάλιση των απαραίτητων όρων για την ομαλή σύγκληση της Αναθεωρητικής Εθνοσυνέλευσης και την ολοκλήρωση του νομοθετικού έργου της «επαναστατικής» κυβέρνησης Μαυρομιχάλη. Ο Δραγούμης ανέλαβε και το Υπουργείο Οικονομικών, εκτός της πρωθυπουργίας. Από την υπόλοιπη σύνθεση της κυβέρνησης αυτής αξίζει να σχολιαστεί η παρουσία των Ν. Ζορμπά (ηγέτη του Στρατιωτικού Συνδέσμου) στο Υπουργείο Στρατιωτικών και Δ. Καλλέργη στο Υπουργείο Εξωτερικών. Ο τελευταίος υπήρξε πρόξενος της Ελλάδας στο Μοναστήρι και εκ των πρωταγωνιστών του Μακεδονικού Αγώνα. Η δράση του είχε ενοχλήσει τους Οθωμανούς, με αποτέλεσμα την ανάκλησή του, μετά από απαίτησή τους. Η υπουργοποίηση του στο Εξωτερικών προκάλεσε νέα διαβήματα της οθωμανικής κυβέρνησης, αλλά αυτή τη φορά, απορρίφθηκαν. Στις προγραμματικές δηλώσεις του ο Δραγούμης επισήμανε προς όλες τις κατευθύνσεις τον υπηρεσιακό χαρακτήρα της κυβέρνησής του, την ανώμαλη κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η χώρα κατά τους τελευταίους μήνες. Κατά συνέπεια, η αποστολή της κυβέρνησης αυτής ήταν η δημιουργία των συνθηκών εκείνων που θα επέτρεπαν την ομαλή επιστροφή στον κοινοβουλευτισμό.
Η έναρξη της αναθεωρητικής διαδικασίας προέβλεπε τη σύνταξη ειδικού προσχεδίου, το οποίο συντάχθηκε από τον γενικό γραμματέα του Υπουργείου Δικαιοσύνης Ν. Σαρίπολο. Το προσχέδιο μελετήθηκε και αναθεωρήθηκε από ειδική επιτροπή βουλευτών προερχόμενων από όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα. Στη συνέχεια, στις 17 Φεβρουαρίου, παρουσιάστηκε στη Βουλή προς έγκριση. Το τελικό κείμενο αναθεωρούσε τη συντριπτική πλειοψηφία των άρθρων του Συντάγματος του 1864. Ωστόσο, δεν προέβλεπε τον περιορισμό των εξουσιών του βασιλιά.
Παρά την προσπάθεια της παράταξης του Μαυρομιχάλη να καταψηφιστεί το τελικό σχέδιο ως αντισυνταγματικό λόγω του γνωστού κωλύματος περί το άρθρο 107, η Βουλή με 150 ψήφους υπέρ και 20 κατά, ενέκρινε την πρόταση και άνοιξε τον δρόμο για τη σύγκληση της Αναθεωρητικής Εθνοσυνέλευσης. Στις 17 Μαρτίου 1910, ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ ανέγνωσε το διάγγελμα ενώπιον της Βουλής με το οποίο επικύρωνε το βουλευτικό ψήφισμα και άρα και τη σύγκληση της Αναθεωρητικής Εθνοσυνέλευσης. Επιπλέον, κήρυξε τη λήξη της έκτακτης κοινοβουλευτικής συνόδου και με σχετικό βασιλικό διάταγμα, την προκήρυξη εκλογών στις 8 Αυγούστου. Μετά τις παραπάνω εξελίξεις, απέμενε και η τυπική διάλυση του Στρατιωτικού Συνδέσμου και η επιστροφή των στρατιωτικών στους στρατώνες, ώστε να γίνει και επίσημα εφικτή η αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής νομιμότητας. Όμως, μετά το Κίνημα στο Γουδή, τον Αύγουστο του 1909, το ελληνικό κοινοβουλευτικό σύστημα και ο βασιλικός θεσμός εισέρχονταν σε μια νέα, μακρά και ταραχώδη φάση που κράτησε ως το 1974.
Βιβλιογραφία
1)Γιώργος Δερτιλής, Κοινωνικός Μετασχηματισμός και στρατιωτική επέμβαση 1880-1909, Εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1985.
2)Εκδοτική Αθηνών, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τομ. ΙΔ΄, Αθήνα 1977.
3)Χριστίνα Κουλούρη, 1909, Γουδί: Καταλύτης επαναστατικών αλλαγών, 1909 εκατό χρόνια από το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί,
4)Νίκη Μαρωνίτη, Το Κίνημα στο Γουδί – εκατό χρόνια μετά – Παραδοχές, ερωτήματα, νέες προοπτικές, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2010.
5)Νίκος Μουζέλης, Κοινοβουλευτισμός και εκβιομηχάνιση στην ημι-περιφέρεια, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1987.
6)Βίκτωρ Παπακοσμάς, Ο στρατός στην πολιτική ζωή της Ελλάδας, Εκδόσεις Εστία, Αθήνα 1981.
7)Βασίλειος Τσίχλης, Το Κίνημα του Γουδή και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, Εκδόσεις Πολύτροπον, Αθήνα 2007.