Η κορύφωση της κρίσης - τα αίτια
Το στρατιωτικό Κίνημα στο Γουδή το 1909 υπήρξε ένα καθοριστικό συμβάν στην εξέλιξη της σύγχρονης Ελλάδας. Συνέβη σε μια κρίσιμη καμπή για το ελληνικό κράτος, το οποίο προσπαθούσε να συνέλθει και να αναδιοργανωθεί δεκαέξι χρόνια μετά την «περίφημη» πτώχευση του 1893 και δώδεκα χρόνια μετά τον καταστροφικό πόλεμο του 1897. Αν και το πολιτικό σύστημα που ίσχυε πριν από το Κίνημα του Γουδή είχε καταγγελθεί από τους κινηματίες και μεγάλη μερίδα του λαού και του τύπου της εποχής ως διεφθαρμένο, φαύλο και αναποτελεσματικό, εντούτοις είχε σημειώσει σημαντικές επιτυχίες.
Για παράδειγμα, η Θεσσαλία, τα Επτάνησα και η Άρτα είχαν προστεθεί στην ελληνική επικράτεια, το Κρητικό Ζήτημα είχε πάρει μια ευνοϊκή τροπή για τα ελληνικά συμφέροντα, παρά τις προσωρινές καθυστερήσεις στην υπόθεση της ένωσης, ενώ παράλληλα στην Μακεδονία τα άτακτα ελληνικά τμήματα εδραίωναν ολοένα και περισσότερο τη θέση τους. Ένα ενιαίο σύστημα δημόσιας διοίκησης και εκπαίδευσης είχε εμπεδωθεί, μια τάξη μικρών ιδιοκτητών γης είχε αναδυθεί μετά την αγροτική μεταρρύθμιση του Κουμουνδούρου το 1871. Παράλληλα, η αστικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας και ο εκσυγχρονισμός των υποδομών είχαν προχωρήσει σε βάθος. Σε θεσμικό επίπεδο είχαν πραγματοποιηθεί θετικά βήματα, όπως η θέσπιση του δικαιώματος καθολικής ψηφοφορίας για όλους τους άνδρες – μία κατάκτηση που σε πολλές χώρες της Ευρώπης δεν ήταν αυτονόητη εκείνη την εποχή - γεγονός που συνέβαλε σημαντικά στην εξομάλυνση της πολιτικής ζωής.
Ιδιαίτερα, η περίοδος της διακυβέρνησης του Γεωργίου Θεοτόκη αποδείχθηκε αξιόπιστη και συνέβαλε στην αναγέννηση της χώρας. Υπήρξε μέριμνα για την αναδιοργάνωση του στρατού, μέσω της ψήφισης νόμων που έθεταν τον στρατό υπό ενιαία διοίκηση, ιδρύθηκε το Ταμείον του Εθνικού Στόλου και υπεγράφη η σύμβαση κατασκευής της στρατηγικής σημασίας σιδηροδρομικής γραμμής «Πειραιάς – Λάρισα – σύνορα» το 1900, συγχωνεύθηκαν τα συντάγματα πεζικού και ιππικού με τρόπο λειτουργικό και συστήθηκε λαχείο Εθνικού Στόλου. Επιπλέον, κατά την περίοδο 1905-09. Επιπλέον, έγιναν μεγάλης κλίμακας στρατιωτικές ασκήσεις με τη συμμετοχή ενός σημαντικού αριθμού εφέδρων και ιδρύθηκε το Ταμείο Εθνικής Αμύνης για τον απρόσκοπτο και επαρκή εφοδιασμό του στρατού. Τα έσοδα του Ταμείου προέρχονταν από ποσοστό επί των τελωνειακών δασμών, το αντίτιμο της απαλλαγής από τη στρατιωτική θητεία και τους φόρους οινοπνεύματος και ζύθου. Σε μεταγενέστερη φάση, αύξησε εκτάκτως τις αμυντικές δαπάνες, πέρα από τις προβλεπόμενες από τον κρατικό προϋπολογισμό, με αποτέλεσμα να εφοδιαστεί ο στρατός με νέου τύπου όπλα και πολεμοφόδια, εκσυγχρονίστηκαν οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις και προστέθηκαν νέα πολεμικά πλοία στον στόλο. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι κυβερνήσεις Θεοτόκη ήταν αυτές που κυρίως διεξήγαγαν με επιτυχία τον Μακεδονικό Αγώνα, σχεδιάζοντας τις πολεμικές επιχειρήσεις και αποστέλλοντας άνδρες και πολεμοφόδια παρά τις αντικειμενικά δύσκολες συνθήκες.
Σε δημοσιονομικό επίπεδο, οι κυβερνήσεις Θεοτόκη κινήθηκαν με σχετική επιτυχία μέσω της στενωπού που είχαν θέσει ο Δ.Ο.Ε αλλά και οι πολεμικές προετοιμασίες για τον αναπόφευκτο επερχόμενο ελληνοτουρκικό πόλεμο. Η ανατίμηση της δραχμής, το αγροτικό ζήτημα των τσιφλικιών στη Θεσσαλία, η μεταναστευτική αιμορραγία που προκάλεσε το σταφιδικό ζήτημα (αλλά και εισροή σημαντικού αναζωογονητικού μεταναστευτικού συναλλάγματος στη συνέχεια) αποτέλεσαν κάποιες από τις παραμέτρους που σφράγισαν την οικονομική πολιτική της περιόδου πριν από το Κίνημα στο Γουδή. Στην εξωτερική πολιτική, αναζητήθηκαν τρόποι εξόδου της Ελλάδας από τη διπλωματική απομόνωση στην οποία είχε περιέλθει μετά την ήττα του 1897 αλλά και τις αμφίσημες διαθέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων για τα συμφέροντά τους στον βαλκανικό χώρο και την Ανατολική Μεσόγειο. Ο Θεοτόκης, ακολούθησε την πολιτική της άψογης στάσης, εναρμονίζοντας δηλαδή την ελληνική εξωτερική πολιτική με τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή, ελπίζοντας σε ανταλλάγματα και ευνοϊκότερες τοποθετήσεις εκ μέρους τους. Αυτή η πολιτική αποτέλεσε αντικείμενο έντονων διαξιφισμών στην Ελλάδα, καθώς κατηγορήθηκε από τον τύπο και μεγάλη μερίδα του λαού ως δουλοπρεπής και ταπεινωτική. Ωστόσο, οι συσχετισμοί δυνάμεων και η υστέρηση του μικρού ελληνικού κράτους έναντι των άλλων «παικτών» μάλλον επέβαλλαν αυτή την πολιτική ως τη μόνη ρεαλιστική επιλογή. Όποτε η Ελλάδα είχε εγκαταλείψει τη γραμμή αυτή στο παρελθόν, υπήρξαν οδυνηρά αποτελέσματα, (π.χ. η οριστική απώλεια της Ανατολικής Ρωμυλίας το 1885-6 και η ήττα το 1897).
Συμπερασματικά, ο μετριοπαθής Θεοτόκης ανέλαβε τη διακυβέρνηση της Ελλάδας σε μια εξαιρετικά δυσχερή συγκυρία και πέτυχε μέσα σε λίγα χρόνια σημαντικά πράγματα. Ωστόσο, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του, το ελληνικό κράτος δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ακόμη ως σύγχρονο, αστικό, ευρωπαϊκό στα τέλη της δεκαετίας του 1910. Η πολιτική που ακολούθησε ο Θεοτόκης είχε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, χωρίς σύντομα και απτά αποτελέσματα. Βαθιές και ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που θα ανακούφιζαν βραχυπρόθεσμα τα αγροτικά, εργατικά και μικροαστικά στρώματα δεν ήταν δυνατό να εφαρμοστούν άμεσα, γεγονός που ενέτεινε τις κοινωνικές πιέσεις. Η πλειοψηφία του ελληνικού τύπου υποδαύλιζε αυτή την δυσαρέσκεια, αποδίδοντας τα προβλήματα μόνο στους πολιτικούς και την προβληματική λειτουργία των υπαρχόντων πολιτικών κομμάτων, αποφεύγοντας αναφορές στις ελλειμματικές οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτειακές δομές. Όμως, αυτού του είδους η κριτική μείωνε την αξία κάθε θετικής προσφοράς των κυβερνήσεων Θεοτόκη (αλλά και των υπολοίπων κυβερνήσεων) και αναζωπύρωνε τα πολιτικά πάθη, θέτοντας πολλά εμπόδια στην εφαρμογή ευεργετικών μακροπρόθεσμων πολιτικών. Διάφοροι παράγοντες, όπως η κρίση της Ανατολικής Ρωμυλίας το 1886 και η συνακόλουθη πίεση σε διπλωματικό και δημοσιονομικό επίπεδο, η συνεχής αύξηση της φορολογίας, ο αναβρασμός στο στράτευμα μετά την ταπεινωτική ήττα του 1897, οι αδυναμίες του τότε πολιτικού συστήματος, το αντιδυναστικό κλίμα και η επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου το 1898 διαμόρφωναν ένα εκρηκτικό μίγμα στην Ελλάδα. Στο επίκεντρο της προβληματικής αυτής βρισκόταν η Μεγάλη Ιδέα και ο πόθος της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων, μέσα και έξω από την ελληνική επικράτεια, να ενωθούν σ' ένα ενιαίο κράτος.
Το ξέσπασμα του Κινήματος του Γουδή - η μοιραία 15η Αυγούστου 1909
Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος, μία συνωμοτική οργάνωση εντός του στρατού, αποτελούμενη από κατώτερους αξιωματικούς, κυρίως υπολοχαγούς και λοχαγούς, έγινε ο καθρέφτης αυτής της διογκούμενης κοινωνικής δυσαρέσκειας. Μεταξύ των μελών του Στρατιωτικού Συνδέσμου υπήρξαν ορισμένοι αξιωματικοί οι οποίοι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις μετέπειτα στρατιωτικές και πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Ενδεικτικά αναφέρονται τα ονόματα των Νικόλαου Πλαστήρα, Θεόδωρου Πάγκαλου, Επαμεινώνδα Ζυμβρακάκη, Γεωργίου Κονδύλη, Στυλιανού Γονατά, Σπυρίδωνος Σπυρομήλιου, Κωνσταντίνου Μαζαράκη Αινιάν κ.α.
Αρχικά, η ηγεσία του Συνδέσμου προσφέρθηκε σε κάποιους αξιόλογους στρατιωτικούς (συνταγματάρχες Ψαροδήμος και Μάνος), οι οποίοι όμως εξέφρασαν την άρνησή τους. Εν τέλει, ο συνταγματάρχης Νικόλαος Ζορμπάς, διοικητής της διεύθυνσης Υλικού Πολέμου ανέλαβε την ηγεσία του Συνδέσμου. Ο συγκεκριμένος αξιωματικός είχε λάβει μέρος στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, κατά τη διάρκεια του οποίου αρνήθηκε να εκτελέσει συγκεκριμένες διαταγές του Γενικού Επιτελείου. Ωστόσο, στο στρατοδικείο, που διεξήχθη μετά το τέλος του πολέμου, αθωώθηκε. Οι πηγές της εποχής τον περιγράφουν ως μετριοπαθή, εύστροφο, μορφωμένο, εργατικό και έντιμο. Ωστόσο, αξιωματικοί – μέλη του Συνδέσμου - του καταλόγιζαν εμπάθεια και ατολμία. Παρόλα αυτά, η απόφασή του να αναλάβει την ηγεσία του Συνδέσμου απαιτούσε θάρρος. Στη συνέχεια, ο ψύχραιμος και μετριοπαθής χαρακτήρας του έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στις προσπάθειες ελέγχου των πιο «θερμόαιμων» αξιωματικών.
Στην επιφάνεια, τα κύρια θέματα που απασχολούσαν τα μέλη του Στρατιωτικού Συνδέσμου ήταν η επαγγελματική εξέλιξή τους, οι επιπτώσεις που είχε η σφικτή οικονομική πολιτική στο εισόδημά τους, η κατάσταση του στρατεύματος και η δυσφορία τους για την προνομιακή και αντισυνταγματική θέση των βασιλοπαίδων στο στράτευμα και τον αυταρχικό τρόπο διοίκησης του διαδόχου Κωνσταντίνου. Όμως θα ήταν λάθος να ιδωθούν αυτά τα θέματα απομονωμένα από το ευρύτερο πολιτικό κλίμα και συσχετισμό πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων. Αντίθετα, τα αίτια του Κινήματος του 1909 πρέπει να αναζητηθούν στο γενικότερο πλαίσιο δυσλειτουργίας του πολιτικού συστήματος της εποχής εκείνης, την οικονομική στενότητα – επακόλουθο της χρεοκοπίας του 1893 - και τις διεθνείς εξελίξεις στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο.
Η αντίδραση σε αυτή την υποβόσκουσα και διαρκώς διογκούμενη κρίση ξέσπασε εν τέλει στις 15 Αυγούστου 1909 με το Κίνημα του Γουδή, του οποίου κατευθυντήριος δύναμη υπήρξε ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος. Δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Έντονες φημολογίες για την διοργάνωση επικείμενου στρατιωτικού κινήματος κυκλοφορούσαν ήδη από τον Μάιο του 1909 στην Αθήνα. Ορισμένες φορές τα σχέδια των κατώτερων αξιωματικών διέρρευσαν στον Βασιλιά ή την πολιτική ηγεσία, αλλά αυτοί έκαναν ελάχιστα πράγματα για να τα αποτρέψουν. Μια αντίστοιχη συνωμοτική κίνηση ανώτερων αξιωματικών, της λεγόμενης «ομάδας Δαγκλή» προδόθηκε από κάποιο μέλος της και αποκαλύφθηκε. Έτσι έληξε, εν τη γενέσει της, η προσπάθεια των ανώτερων αξιωματικών να έχουν αυτή την πρωτοβουλία αν ξεσπάσει το κίνημα. Το βέβαιο είναι ότι το κίνημα ήταν σαφώς μια παράνομη πράξη, αντίθετη στο Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους. Επιπλέον, ήταν ένα σοβαρότατο κρούσμα απειθαρχίας μέσα στο στράτευμα.
Ωστόσο, μόλις ξέσπασε η μεγάλη πλειοψηφία των Αθηναίων τάχθηκε στο πλευρό των κινηματιών. Το κίνημα κυριάρχησε αναίμακτα στην ελληνική πρωτεύουσα, χωρίς να συναντήσει ουσιαστική αντίσταση. Έγινε μέσα σε μια διάθεση ελαφρά, ολοφάνερα, χωρίς σχεδόν καμία προφύλαξη. Πλήθος κόσμου είχε μαζευτεί στη λεωφόρο Κηφισίας και στους Αμπελόκηπους, που περίμενε να δει την «επανάσταση» να ξετυλίγεται ολοζώντανη εμπρός στα μάτια του. Οι πολίτες συγκεντρώνονταν έξω από το στρατόπεδο του Γουδή, θέλοντας να απολαύσουν το θέαμα, ωσάν να επρόκειτο για μια θεατρική παράσταση. Από τις πρώτες ώρες η belle époque Αθήνα εκείνου του καλοκαιριού του 1909 υποδέχτηκε το Κίνημα του Γουδή με ενθουσιασμό.
Στην υπόλοιπη Ελλάδα δεν ήταν η υποδοχή το ίδιο θερμή, όπως αποδεικνύουν δημοσιεύματα του επαρχιακού τύπου και λαϊκές συγκεντρώσεις ενάντια στο κίνημα. Μάλιστα, στην Πάτρα και στην Κέρκυρα έγιναν μαζικές εκδηλώσεις συμπαράστασης προς τον διάδοχο Κωνσταντίνο, ενώ αυτός κατευθυνόταν στο εξωτερικό με τρίμηνη υποχρεωτική άδεια – συνέπεια των απαιτήσεων των κινηματιών στρατιωτικών στην Αθήνα.
Σύντομα έγινε σαφές ότι τα αιτήματα του Στρατιωτικού Συνδέσμου είχαν θολό περιεχόμενο, μη διαφέροντας ουσιαστικά από νεφελώδη προγράμματα πολιτικών κομμάτων. Μιλούσαν για μια γενικότερη πολιτική αλλαγή, μεταρρυθμίσεις στην παιδεία και εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης και του στρατού, πάταξη της σπατάλης και της διαφθοράς, απομάκρυνση του διαδόχου και των βασιλοπαίδων από το στράτευμα κλπ. Ωστόσο, από την διακήρυξη τους γινόταν σαφές ότι δεν αποσκοπούσαν στην εγκαθίδρυση αβασίλευτης δημοκρατίας, την εκδίωξη της δυναστείας ή τη διακυβέρνηση της χώρας με δικτατορικό τρόπο. Ειδικότερα, η εκδίωξη της δυναστείας δεν θα μπορούσε να τεθεί καν ως θέμα καθώς η αντίθεση των Μεγάλων Δυνάμεων ήταν κατηγορηματική. Η επιλογή της δικτατορίας σε σχέση με την επιλογή συνέχισης της διακυβέρνησης από την προ του κινήματος Βουλή, εμπεριείχε κινδύνους και αδυναμίες. Κατ' αρχήν, η αντίδραση από τα «παλαιά» πολιτικά κόμματα, τον βασιλιά και τις Μεγάλες Δυνάμεις θα ήταν ισχυρή. Επιπλέον, ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος θα ήταν υποχρεωμένος να κυβερνήσει ολομόναχος, κάτι για το οποίο ήταν και απρόθυμος και αδύναμος. Οι στρατιωτικοί, πέρα από τον εκσυγχρονισμό του στρατού και την ικανοποίηση των συντεχνιακών αιτημάτων τους, αντιλαμβάνονταν ότι δεν ήταν σε θέση να κατανοήσουν τις πολύπλοκες πτυχές της οικονομικής, εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Ούτε ήταν βέβαιο ότι ο λαός θα προάσπιζε ενόπλως μια στρατιωτική δικτατορία καθώς το κομματικό πελατειακό σύστημα ήταν ακόμη ακλόνητο και θα συντασσόταν στο πλευρό των «παλαιών» πολιτικών κομμάτων.
Η πτώση της κυβέρνησης Δ. Ράλλη και η ανάληψη της εξουσίας από την κυβέρνηση Κ. Μαυρομιχάλη, υπό την ουσιαστική κηδεμονία του Στρατιωτικού Συνδέσμου, επιβεβαίωσε προς όλες τις κατευθύνσεις ότι αυτός ήταν ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος της πολιτικής σκηνής στην Ελλάδα. Παρόλα αυτά, η έλλειψη αποφασιστικότητας, στρατηγικής, εσωτερικής συνοχής και ξεκάθαρου κεντρικού στόχου αποδιοργάνωσαν ραγδαία το κίνημα. Τα σημάδια φάνηκαν πολύ νωρίς. Με το Βασιλικό Διάταγμα της 19ης Αυγούστου περί αμνηστίας των στρατιωτικών που συμμετείχαν στο κίνημα ουσιαστικώς διαψεύσθηκαν οι όποιες ελπίδες ότι επρόκειτο για μια ριζοσπαστική, ανορθωτική επανάσταση. Όπως, ορθώς επισημαίνουν πολλοί σύγχρονοι με τα γεγονότα παρατηρητές (Ασπρέας, Χαιρόπουλος) αλλά και μεταγενέστεροι μελετητές (π.χ. Β. Τσίχλης) αμνηστία μπορούν να αιτηθούν οι παραβάτες του νόμου και όχι οι επαναστάτες. Σκοπός μιας επανάστασης είναι η κατάλυση του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος και η αντικατάστασή του με άλλο. Κατά συνέπεια, πως ήταν δυνατόν να ζητούν οι επαναστάτες αμνηστία από το ίδιο πολιτικό σύστημα που ήθελαν να ανατρέψουν; Το οξύμωρο της υπόθεσης καυτηριάστηκε με σκωπτικό τρόπο και από τον ξένο τύπο, όπως αποδεικνύει η ανταπόκριση ενός ξένου δημοσιογράφου από την Αθήνα ότι «...οι Έλληνες εξηυτέλισαν και την έννοιαν της επαναστάσεως». Όμως η αίτηση αμνηστίας υποδήλωνε έμμεσα και τις πραγματικές προθέσεις του Στρατιωτικού Συνδέσμου: την ομαλή μετάβαση στην πολιτική ομαλότητα μετά το πέρας κάποιων μεταρρυθμίσεων που θα ικανοποιούσαν τα συμφέροντα των στρατιωτικών, τον εκσυγχρονισμό του στρατού και την, σε κάποιο βαθμό, βελτίωση της λειτουργία του πολιτικού συστήματος.
Από τις πρώτες μέρες μετά το κίνημα ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος μεταβλήθηκε από μια συνωμοτική, επαναστατική οργάνωση σε ένα είδος άτυπου «πολιτικού οργανισμού». Μάλιστα απέκτησε και γραφεία στο κέντρο της Αθήνας, τα οποία κατακλύζονταν από κόσμο που ζητούσε ρουσφέτια, εξέφραζε την υποστήριξη του προς το κίνημα ή υπέβαλλε αιτήματα. Οι στρατιωτικοί αισθάνονταν απόλυτοι κυρίαρχοι της κατάστασης επεμβαίνοντας σε οποιοδήποτε θέμα. Ανάμεσα στα άλλα, κατελήφθησαν τα γραφεία της εφημερίδας «Χρόνος», μιας εκ των θερμότερων υποστηρικτών του κινήματος, από στρατιωτικούς. Οι δημοσιογράφοι είχαν υποχρεωθεί να μεταφέρουν τα γραφεία τους στο ισόγειο, ενώ οι επάνω όροφοι χρησιμοποιούνταν από τους στρατιωτικούς, που έγραφαν άρθρα πυρετωδώς και επί παντός επιστητού. Ωστόσο, η αδιαφορία τους στο θέμα πληρωμής των καφέδων τους ανάγκασε την εφημερίδα να τοιχοκολλήσει την ακόλουθη ανακοίνωση: «Η Επανάσταση παρακαλείται να πληρώνει τους καφέδες της»...ένα ενδεικτικό παράδειγμα του χαοτικού κλίματος που επικρατούσε εκείνον τον επεισοδιακό Αύγουστο του 1909.
Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος σε αδιέξοδο
Η αδυναμία του Στρατιωτικού Συνδέσμου δεν περιορίστηκε μόνο στην πληρωμή των καφέδων αλλά και στον γενικότερο έλεγχο της πολιτικής κατάστασης. Οι στρατιωτικοί δεν ήθελαν αλλά και δεν ήταν σε θέση να αναλάβουν την ουσιαστική διακυβέρνηση της χώρας. Αναγνώριζαν την έλλειψη κατάρτισής τους στα θέματα που αφορούσαν τη διοίκηση ενός κράτους. Κατά συνέπεια, ήθελαν να απαλλαγούν απ' αυτήν ευθύνη το συντομότερο δυνατό. Βαθμιαία, η αδυναμία τους αυτή οδήγησε σε αδιέξοδο, από το οποίο ήθελαν να βγούνε τόσο οι ίδιοι όσο και τα πολιτικά κόμματα και ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄.
Παράλληλα, το Κίνημα στο Γουδή επιτάχυνε την ανάδυση των μεσοαστικών στρωμάτων, αυτών των νέων κοινωνικών δυνάμεων που διεκδικούσαν με δυναμισμό τη θέση τους στο πολιτικό σύστημα. Επομένως, μια ενδεχόμενη λύση έπρεπε να λάβει υπόψη της και τα συμφέροντα αυτών των κοινωνικών στρωμάτων. Πολύς λόγος έχει γίνει αν το Κίνημα του Γουδή εξέφραζε την αστική τάξη ή όχι. Από την μελέτη των πηγών συνάγεται το συμπέρασμα ότι μάλλον επρόκειτο για ένα κίνημα με εθνικιστικούς και συντεχνιακούς στόχους, που βρήκε αρχικά μεγάλη απήχηση στα εργατικά, αγροτικά και μικροαστικά στρώματα, κυρίως της Αθήνας. Η πρόσβαση της αστικής τάξης στην εξουσία προϋπήρχε (π.χ. πολλοί βουλευτές ήταν αστοί, το καθολικό δικαίωμα ψήφου ήταν θεσμοθετημένο, η ελευθερία τύπου και ο κοινοβουλευτισμός είχαν γενικά εδραιωθεί). Ωστόσο, το Κίνημα στο Γουδή διευκόλυνε ακόμη περισσότερο τις προσπάθειες των αστών να εδραιώσουν τη θέση τους στο ελληνικό πολιτικό σύστημα. Σ' αυτό το σημείο, αξίζει να σημειωθεί ότι σε αντίθεση με μεταγενέστερα πραξικοπήματα (π.χ. αυτό της 21ης Απριλίου του 1967), το Κίνημα στο Γουδή το 1909 δεν αποσκοπούσε στην αναστολή της πολιτικής δραστηριότητας. Για παράδειγμα, δεν ανεστάλη η λειτουργία της Βουλής, αντίθετα με την άνοδο της κυβέρνησης Μαυρομιχάλη συνεχίστηκε σχεδόν απρόσκοπτα η κοινοβουλευτική δραστηριότητα.
Πολλά νομοσχέδια ψηφίστηκαν – αν και κάποιες φορές, με την απειλή της άσκησης βίας από τους στρατιωτικούς. Ανάμεσα σ' αυτά ξεχωρίζουν, ο νέος στρατιωτικός οργανισμός, που αύξανε τη δύναμη του στρατού σε περίπτωση επιστρατεύσεως από 60.000 άνδρες σε 100.000, η αγορά του θωρηκτού «Γεώργιος Αβέρωφ» από την Ιταλία, η παραγραφή χρεών και ο τακτικός προϋπολογισμός που καταρτίστηκε και κατατέθηκε από τον Υπουργό Οικονομικών Αθανάσιο Ευταξία. Επρόκειτο, για έναν άρτια επεξεργασμένο προϋπολογισμό, που απέβλεπε στην άρτια προπαρασκευή του ελληνικού κράτους. Χωρίς αμφιβολία, απέβη χρήσιμος για τους πολέμους που θα ακολουθούσαν ελάχιστα χρόνια αργότερα. Μεταξύ άλλων, συμπεριλάμβανε ουσιαστική περικοπή περιττών δημοσίων δαπανών, την εισαγωγή νέων φόρων, μεταξύ των οποίων η φορολογία εισοδήματος, κινητών αξιών και κληρονομιάς. Οι τελευταίοι άγγιζαν τις πλουσιότερες τάξεις. Ωστόσο, παρά τον ορθολογικό χαρακτήρα του, ο προϋπολογισμός αυτός συνάντησε την αντίδραση όλων σχεδόν των κοινωνικών τάξεων, που θεωρούσαν ότι θίγονταν από τις περικοπές και τους νέους φόρους. Επιπλέον, ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος, σε αντίθεση προς τις εξαγγελίες του για εξορθολογισμό της οικονομικής κατάστασης, δεν υπερασπίστηκε το οικονομικό νομοσχέδιο. Θέλοντας να διατηρήσει τη λαϊκή υποστήριξη, διαχώρισε τη θέση του απ' αυτό το νομοσχέδιο και άσκησε πίεση για την τροποποίηση ή απόσυρση πολλών οικονομικών μέτρων. Συμπερασματικά, εκουσίως ή ακουσίως, το Κίνημα του Γουδή διαπλάτυνε τον δρόμο για την είσοδο νέων πολιτικών δυνάμεων στον πολιτικό στίβο.
Μολαταύτα, μια σειρά από γεγονότα κατέστησαν έκδηλο ότι οι στρατιωτικοί δεν ήταν σε θέση να χειραγωγούν για πολύ καιρό την πολιτική κατάσταση της Ελλάδας. Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος είχε περιέλθει σε αδιέξοδο, το οποίο οφειλόταν σε εσωτερικά προβλήματα, κοινοβουλευτικές ήττες (π.χ. επεισόδιο Λαπαθιώτη), αυξανόμενες λαϊκές διαμαρτυρίες για τα οικονομικά μέτρα κ.α. Ωστόσο, στον πυρήνα του αδιεξόδου ήταν η αδυναμία και απροθυμία των στρατιωτικών να αναλάβουν οι ίδιοι την κυβέρνηση. Η μόνη εναλλακτική ήταν η παράδοση της εξουσίας σε ικανά πολιτικά χέρια. Η λύση αυτή προήλθε έξω από τα όρια του ελληνικού κράτους και άκουγε στο όνομα ενός δυναμικού και φερέλπιδος πολιτικού από την Κρήτη, του Ελευθερίου Βενιζέλου. Η δράση του και η προσωπικότητά του έμελλε να καθορίσουν αποφασιστικά τη μορφή της σύγχρονης Ελλάδας.
Βιβλιογραφία
1) Γιώργος Δερτιλής, Κοινωνικός Μετασχηματισμός και στρατιωτική επέμβαση 1880-1909, Εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1985.
2) Εκδοτική Αθηνών, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τομ. ΙΔ΄, Αθήνα 1977.
3) Χριστίνα Κουλούρη, 1909, Γουδί: Καταλύτης επαναστατικών αλλαγών, 1909 εκατό χρόνια από το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί.
4) Νίκη Μαρωνίτη, Το Κίνημα στο Γουδί – εκατό χρόνια μετά – Παραδοχές, ερωτήματα, νέες προοπτικές, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2010.
5) Νίκος Μουζέλης, Κοινοβουλευτισμός και εκβιομηχάνιση στην ημι-περιφέρεια, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1987.
6) Βίκτωρ Παπακοσμάς, Ο στρατός στην πολιτική ζωή της Ελλάδας, Εκδόσεις Εστία, Αθήνα 1981.
7) Βασίλειος Τσίχλης, Το Κίνημα του Γουδή και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, Εκδόσεις Πολύτροπον, Αθήνα 2007