Σύνδεση

Σύνδεση

Φωτογραφία προσφύγων από τη Μικρά Ασία

Οι μαύρες ώρες της Σφαγής και της Προσφυγιάς / Μικρά Ασία–1922

Αν η Άλωση της Πόλης το 1453 είχε ως συνέπεια την υποδούλωση του Ελληνισμού, μια εξέλιξη που είχε βαρύτατες συνέπειες στην ιστορική εξέλιξή του, η Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 είχε ανεπανόρθωτες συνέπειες. Παρά την πτώση της βυζαντινής πρωτεύουσας και την οριστική κατάλυση της πολιτικής ελευθερίας και ανεξαρτησίας του μεσσαιωνικού ελληνισμού, το σκλαβωμένο Γένος, κατά τη διάρκεια αυτών των σκοτεινών αιώνων, κατόρθωσε να επιβιώσει, να διατηρήσει τη γλώσσα του και τη θρησκεία του και να αναπτύξει μια ισχυρή πολιτιστική και εθνική συνείδηση. Το αποτέλεσμα της Επανάστασης του 1821, δηλαδή η απελευθέρωση ενός μικρού, έστω, μέρους των εδαφών που ζούσαν ελληνορθόδοξοι πληθυσμοί με μακραίωνη ιστορική συνέχεια και παρουσία, αποτέλεσε την αρχή της αναστροφής και ακύρωσης κάποιων από τα αποτελέσματα της οθωμανικής κυριαρχίας στα Βαλκάνια. Σταδιακά, ο Ελληνισμός ανακτούσε την κυριαρχία σε εδάφη που είχε δράσει και μεγαλουργήσει για τέσσερις χιλιάδες χρόνια, μέσω της Μεγάλης Ιδέας και του συγκερασμού μιας σειράς παραγόντων, που η ανάλυσή τους δεν είναι στόχος του παρόντος πονήματος, και παρά το προβληματικό πλαίσιο που συνέθετε η Μεγάλη Ιδέα και τις όλες αντιξοότητες που έπρεπε να αντιπαλέψει (εξάρτηση από Μεγάλες Δυνάμεις, πελατειακό κράτος, ασθενική οικονομία, μικρό μέγεθος της χώρας, κλπ.). Υπό κάποια έννοια, οι συνέπειες της Οθωμανοκρατίας γίνονταν αναστρέψιμες.

Όμως, η Μικρασιατική Καταστροφή αποτέλεσε ένα ιστορικό γεγονός με μη αναστρέψιμες συνέπειες. Ο μικρασιατικός ελληνισμός θα ξεριζωνόταν οριστικά από τις πατρογονικές εστίες, όπου είχε ζήσει και δημιουργήσει έναν αξιοθαύμαστο πολιτισμό για πάνω από τρεις χιλιάδες χρόνια. Τα καραβάνια των προσφύγων προς την Ελλάδα έκαναν το τελευταίο ταξίδι, χωρίς επιστροφή αυτή τη φορά, των Μικρασιατών Ελλήνων προς τη Μητρόπολη. Έφερναν μαζί τους τα ελάχιστα υπάρχοντά τους, τα κειμήλιά τους, τα τραγούδια τους, τις αφηγήσεις τους, τους θρύλους τους και τις παραδόσεις τους, εν τέλει τις αναμνήσεις τους και τη νοσταλγία τους για μια άλλη πιο όμορφη εποχή και τους αγαπημένους τόπους των προγόνων τους.

Σε κείνες τις δύσκολες ώρες του ξεριζωμού, της σφαγής και των ταπεινώσεων οι Μικρασιάτες και οι Πόντιοι Έλληνες έστρεψαν το βλέμμα τους στην Παναγία, ψάχνοντας λίγο κουράγιο και ένα αποκούμπι. Δεν είναι λίγες οι εικόνες ματωμένων, άρρωστων, καταπονημένων και απελπισμένων προσφύγων που κατέφτασαν στην Ελλάδα κρατώντας σφικτά στον κόρφο τους μια εικόνα της Παναγίας, τυλιγμένη με μια βρώμικη κουβέρτα, το μοναδικό ίσως περουσιακό στοιχείο τους από την αλλοτινή και πολυαγαπημένη, τώρα πια χαμένη πατρίδα τους. Ούτε λίγες είναι οι ιστορίες μεταξύ των προσφύγων για δακρυσμένες εικόνες της Παναγίας, που συγκινημένη από το δράμα των χριστιανών της Ανατολής, όπως όλοι πιστεύουν με θέρμη, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της.

Το χρυσοποίκιλτο εικόνισμα της Παναγίας της Φανερωμένης, γνωστής και ως Μεγαλόχαρης της Μηχανιώνας ήταν σύντροφος στο ταξίδι του ξεριζωμού των προσφύγων που εγκατέλειπαν τη Χερσόνησο της Κυζίκου στην Προποντίδα. Πάνω στα πλοία τους, αγκαλιάζοντας την σφικτά, αντίκρυσαν τα μακεδονικά χώματα, τη νέα τους πατρίδα και ίδρυσαν τη σημερινή Νέα Μηχανιώνα. Κάθε χρόνο στις 23 Αυγούστου, στα «Εννιάμερα» της Παναγίας, γίνεται η περιφορά της εικόνας στους δρόμους της πόλης.

Η πιο ξακουστή ιστορία είναι αυτή της Ιεράς Μονής της Παναγίας Σουμελά, του πνευματικού και ηθικού στυλοβάτη του ποντιακού Ελληνισμού για πολλούς αιώνες. Η ιστορία της βαστά από τα πολύ παλιά χρόνια. Σύμφωνα με την παράδοση, το 386 μ.Χ. οι Αθηναίοι μοναχοί Βαρνάβας και Σωφρόνιος οδηγήθηκαν στις απάτητες βουνοκορφές του Πόντου μετά από αποκάλυψη της Παναγίας, με σκοπό να ιδρύσουν το μοναχικό της κατάλυμα. Όπως λέει ο θρύλος, μέσα σ' ένα σπήλαιο της απόκρημνης κατωφέρειας του όρους, σε υψόμετρο 1063 μέτρα, είχε μεταφερθεί από αγγέλους η ιερή εικόνα της Παναγίας της Aθηνιώτισσας, την οποία είχε εικονογραφήσει ο ίδιος ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Η μονή αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό και έγινε διάσημη για τα πλούτη της, τις κομψά διακοσμημένες εικόνες της και τέμπλα και τα θαύματα της Παναγίας. Ιδιαίτερα στα βυζαντινά χρόνια, πολλοί αυτοκράτορες έκαναν δωρεές και πολλά προνόμια, κτήματα, αναθήματα και κειμήλια. Ανάμεσα στους ευεργέτες της μονής ξεχωρίζουν οι αυτοκράτορες της Tραπεζούντας Iωάννης B΄ Kομνηνός (1285-1293), Aλέξιος B΄ Kομνηνός (1293-1330) και Bασίλειος Α΄ Kομνηνός (1332-1340).

Mεγάλοι ευεργέτες της μονής επίσης ήταν ο αυτοκράτορας Mανουήλ Γ΄ Kομνηνός (1390-1417), και ο Aλέξιος Γ΄ Κομνηνός (1349-1390). O πρώτος προσέφερε στη μονή ανεκτίμητης αξίας Σταυρό, που προερχόταν από τον Τίμιο Σταυρό. Για τον Aλέξιο Γ΄ Κομνηνός θρυλείται ότι τον έσωσε η Mεγαλόχαρη από μεγάλη θαλασσοταραχή και βέβαιο πνιγμό και τον βοήθησε να νικήσει τους εχθρούς της. Έτσι, αυτός, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για την αγάπη της και την βοήθειά της, την περιέβαλλε με ισχυρές οχυρώσεις, πανήυψυλους πύργους, νέα κελιά για τους μοναχούς και επισκεύασε τα παλαιά της κτίσματα. Σαράντα οκτώ χωριά με τις καλλιέργειες και τα εισοδήματά τους χαρίστηκαν από τον αυτοκράτορα της Τραπεζούντας. Επίσης εγκατέστησε μόνιμη φρουρά για την προστασία της μονής, συνολικής δύναμης 40 ανδρών. Για τις ευεργεσίες του και την προστασία του στη μονή ανακηρύχθηκε από τους μοναχούς «Kτήτωρ». Έξω από την πύλη του ναού υπήρχε ως το 1650 η ακόλουθη ιαμβική επιγραφή «Kομνηνός Aλέξιος εν Xριστώ σθένων / πιστός Bασιλεύς, Στερρός, Ένδοξος, Mέγας / Aεισέβαστος, Eυσεβής, Aυτοκράτωρ / Πάσης Aνατολής τε και Iβηρίας / Kτήτωρ πέφυκε της Mονής ταύτης νέος (1360 μ.X.) INΔ IΓ΄».

Ήταν τέτοια η φήμη και η εκτίμηση που έτρεφαν όλοι για τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας και τη μονή, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, που ακόμη και κατά την Οθωμανοκρατία, πολλοί σουλτάνοι την περιέλαβαν με αγάπη και σεβασμό. Πολλά από τα προνόμια που είχαν παραχωρήσει οι Kομνηνοί στη μονή επικυρώθηκαν και επεκτάθηκαν με σουλτανικά φιρμάνια και πατριαρχικά σιγίλλια. Αρκετοί Οθωμανοί σουλτάνοι όπως οι Βαγιαζήτ Β΄, Σελήμ Α΄, Μουράτ Γ΄, Σελήμ Β΄, Iμπραήμ A΄, Μωάμεθ Δ΄, Σουλεϊμάν Β΄, Μουσταφά Β΄, Αχμέτ Γ΄, αναγράφονται στους κώδικες της μονής ως ευεργέτες.

Όμως η κατάσταση άλλαξε προς το χειρότερο στις αρχές του 20ου αιώνα. Η άνοδος του εθνικισμού σε όλον τον κόσμο και κατ' επέκταση και του τουρκικού εθνικισμού. Οι Nεότουρκοι και οι Kεμαλικοί, φανάτιζαν τις άγριες και ληστρικές μουσουλμανικές ομάδες, τις οποίες έστρεψαν εναντίον των χριστιανικών πληθυσμών της οθωμανικής επικράτειας. Από την εκδικητική μανία τους δεν ξέφυγε ούτε η μονή της Παναγίας Σουμελά. Το 1922, το μοιραίο έτος για τον Ελληνισμό, Τούρκοι κατέστρεψαν και λεηλάτησαν ολοσχερώς το μοναστήρι. Καταλήστευσαν πολλά από τα πολύτιμα κομψοτεχνήματα και κειμήλια που υπήρχαν μέσα στη μονή, και στη συνέχεια την πυρπόλησαν, θέλοντας να αφανίσουν οριστικά το προπύργιο του ποντιακού Ελληνισμού. Το 1923, Οι μοναχοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα πατρογονικά χώματα και τη μονή για να σώσουν τις ζωές τους. Ωστόσο, πρόλαβαν να κρύψουν μέσα στο παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας την εικόνα της Παναγίας, το ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου και τον σταυρό του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Μανουήλ Κομνηνού, κάποια από τα σπουδαιότερα κειμήλια της μονής. Επτά χρόνια αργότερα, το 1930, χάρις σε ενέργειες του τότε πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου και με σύμφωνη γνώμη του Τούρκου πρωθυπουργού Ισμέτ Ινονού, επιτράπηκε στον μοναχό Αμβρόσιο Σουμελιώτη να πάει στον Πόντο. Ο Αμβρόσιος είχε πληροφορηθεί από τον υπέργηρο μοναχό της μονής Ιερεμία την τοποθεσία της κρύπτης. Λίγες μέρες αργότερα, ξέθαβε τα τρία κειμήλια και μετέφερε στην Αθήνα όχι μόνο αυτά αλλά και τη ψυχή του Πόντου όπως δήλωσε επιγραμματικά ο τότε ο υπουργός Προνοίας Λεωνίδας Iασωνίδης: «Eν Eλλάδι υπήρχαν οι Πόντιοι, αλλά δεν υπήρχεν ο Πόντος. Mε την εικόνα της Παναγίας Σουμελά ήλθε και ο Πόντος». Ο οραματιστής Ιασωνίδης ονειρευόταν την επανεγκατάσταση της Παναγίας Σουμελά στην Ελλάδα. Στην εφημερίδα Πατρίς, έγραφε, μεταξύ άλλων: «Aναζητήσωμεν εν ταις Nέαις Xώραις παλαιάν τινά Σταυροπηγιακήν Mονήν, βραχώδη και ερυμνήν, παρεμφερή προς την εν Πόντω ερημωθείσαν, θα μετωνομάσωμεν αυτήν εις «Nέαν Παναγίαν Σουμελά» και θα δώσωμεν αυτήν εις ψυχικήν ανακούφισιν και παρηγορίαν εις τας τριακοσίας πενήντα χιλιάδας των Ποντίων, δι' ους δεν είνε προσιταί αι Aθήναι!. Kαι θα δίδεται ούτω και πάλιν η ευκαιρία εις τον γενναιόψυχον τούτον Λαόν να συγκροτή τας πανηγύρεις και να συνεχίζη τας τελετάς και να εμφανίζη τας αλησμονήτους εκείνας κοσμοσυρροάς κατά τας επετείους της Παρθένου εορτάς, ασπαζόμενος την εικόνα των 17 Ποντιακών αιώνων, αισθανόμενος τα παλαιά της συγκινήσεως ρίγη, αναβαπτιζόμενος εις την προς την πατρίδα πίστιν και τραγουδών εν συνοδεία της Ποντιακής λύρας το αλησμόνητο τραγούδι:

Eμέν Kρωμναίτε λένε με

Kανέναν κι φογούμαι.

Ση Σουμελάς την Παναγιάν

θα πάγω στεφανούμαι!»

Είκοσι χρόνια αργότερα, ένα άλλος σπουδαίος Πόντιος, ο Φίλων Κτενίδης θα έκανε το όραμα του Ιασωνίδη πραγματικότητα, θεμελιώνοντας τη Νέα Παναγία Σουμελά στις πλαγιές του όρους Βέρμιο πάνω από την κοινότητα Καστανιά Βεροίας. Το χωριό είχε παραχωρήσει δωρεάν 500 στρέμματα για την ανέγερση του προσκυνήματος. Η θρυλική εικόνα, που φυλασσόταν στο Βυζαντινό Μουσείο, μεταφέρθηκε στη νέα μονή, επουλώνοντας κάπως τις πληγές της προσφυγιάς και του άδικου διωγμού των Ελλήνων Ποντίων.

Ίσως δεν υπάρχει καλύτερος επίλογος για την ενότητα αυτή από την αναφορά στο τραγούδι «Έχε γεια Παναγιά» της Ανατολικής Θράκης – Κων/πολης, ένας πικρός αποχαιρετισμός των Μικρασιατών Ελλήνων (που αλλού;) στην αγαπημένη τους Παναγιά και έμμεσα, στις χαμένες, πατρογονικές εστίες.

«Στο Γαλατά ψιλή βροχή και στα Tαταύλα μπόρα

βασίλισσα των κοριτσιών είναι η Mαυροφόρα.

Έχε γεια Παναγιά τα μιλήσαμε,

όνειρο ήτανε, τα λησμονήσαμε.

Στο Γαλατά θα πιω κρασί, στο Πέρα θα μεθύσω,

και μες απ' το Γεντί Kουλέ κοπέλα θ' αγαπήσω

Έχε γεια Παναγιά τα μιλήσαμε,

όνειρο ήτανε, τα λησμονήσαμε

Γεντί Kουλέ και Θαραπειά, Ταταύλα και Nιχώρι,

αυτά τα τέσσερα χωριά 'μορφαίνουνε την Πόλη.

Έχε γεια Παναγιά τα μιλήσαμε,

όνειρο ήτανε, τα λησμονήσαμε»


Ο/Η συγγραφέας εχει γράψει επίσης το βιβλίο:
Τα Cookies μας επιτρέπουν να σας προσφέρουμε μια καλύτερη και ασφαλέστερη εμπειρία κατά τη χρήση του δικτυακού μας τόπου. Συνεχίζοντας την περιήγηση στο Historical Quest αποδέχεστε τη χρήση Cookies. Για περισσότερες πληροφορίες παρακαλούμε διαβάστε τους Όρους Χρήσης & Απορρήτου.