Η Πολωνική Ανεξαρτησία
Στον χρόνο μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Πολωνία είχε πάρει την πρώτη ανάσα ανεξαρτησίας. Κάποτε ήταν ένα πανίσχυρο βασίλειο, που κυριαρχούσε σε όλη την Κεντρική Ευρώπη, όμως οι ένδοξες αυτές ημέρες ανήκαν πλέον στο παρελθόν, καθώς η Πολωνία είχε διαμελιστεί από τις γειτονικές δυνάμεις της Ρωσίας, της Πρωσίας και την Αυτοκρατορία των Αψβούργων στο τέλος του 18ου αι. Η ιστορία ανά τους αιώνες βρίθει από πολλά χαμένα βασίλεια, όμως η Πολωνία δεν ήταν διατεθειμένη να υποκύψει και να παραδώσει τα σκήπτρα. Η Πολωνία ήταν μια ολοζώντανη ιδέα στην καρδιά και στο μυαλό του λαού της.
Η ευκαιρία για την Πολωνία ήρθε στο τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Ο παλαιός αντίπαλός της, η Ρωσία, είχε καταρρεύσει με την επανάσταση και το 1918 ήταν ολοφάνερο ότι η Γερμανία και η Αυστρουγγαρία έβλεπαν την ήττα κατά πρόσωπο. Το Πολωνικό κράτος επισήμως ξαναγεννιόταν το Νοέμβριο του 1918. Η Γερμανία και η Αυστρουγγαρία είχαν ξεκινήσει ένα είδος διοίκησης γνωστό ως Βασιλικό Συμβούλιο, προκειμένου να κυβερνήσουν την Πολωνία έχοντας μαζί της μια κατά κάποιον τρόπο κρατική – πελατειακή σχέση υπό την αιγίδα τους, όμως το συμβούλιο ανέθεσε άμεσα στον Józef Piłsudski, ο οποίος μόλις είχε αποφυλακιστεί από τις γερμανικές φυλακές του Μαγδεμβούργου, την ηγεσία των πολωνικών ενόπλων δυνάμεων και την ευθύνη σύστασης της νέας πολωνικής εθνικής κυβέρνησης.
Ο Piłsudski ήταν η προσωπικότητα-κλειδί του κινήματος της πολωνικής εθνικής ανεξαρτησίας από το 1880. Γνωστός για το λακωνικό και μοναχικό προφίλ του, είχε υιοθετήσει μια ρομαντική ιδεολογία για την Πολωνική εθνική ταυτότητα σε νεαρή ηλικία και δούλεψε ακούραστα σε όλη τη ζωή του μ' αυτό τον σκοπό. Ο Piłsudski υπήρξε ένας ατόφιος επαναστάτης. Το βιογραφικό του εμπλουτίζουν οι ληστείες τρένου και οι δολοφονίες, ενώ το όνομά του συνδεόταν στην αρχή με τους Σοσιαλιστές επαναστάτες, αλλά αργότερα τους εγκατέλειψε. Κατά το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου ο Piłsudski πήρε το μέρος των Κεντρικών Δυνάμεων κατά της Ρωσίας, σχηματίζοντας την Πολωνική Λεγεώνα. Πολέμησε τους Ρώσους με αποφασιστικότητα και διακρίσεις. Ωστόσο, όταν η ήττα της Ρωσίας οριστικοποιήθηκε το 1917, νέες εντάσεις ήρθαν στην επιφάνεια, οι οποίες κορυφώθηκαν με την "Κρίση του Όρκου", κατά την οποία ο Piłsudski και οι αξιωματικοί του αρνήθηκαν να δώσουν τον όρκο πίστης στον Kaiser. Φυλακίστηκαν στο Μαγδεβούργο για τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν, όμως το γόητρο του Piłsudski είχε ήδη ενισχυθεί σε μεγάλο βαθμό. Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο Piłsudski κρυφά κοινοποίησε στη Βρετανία και στη Γαλλία το μήνυμα ότι δεν θα τους εναντιωνόταν ποτέ, καθώς οι πραγματικοί του εχθροί ήταν οι δυνάμεις που ευνοούσαν τον διαμελισμό της χώρας του, ανεξάρτητα από τη στολή που φορούσε.
Έτσι, το πολωνικό κράτος αναγεννήθηκε, μέσα σε μία σκηνή κλιμακούμενου χάους. Ο Αυστρο-Ουγγρικός στρατός υποχώρησε, όχι ως υποτελείς των Αψβουργών, αλλά ως μεμονωμένοι Τσέχοι, Ούγγροι κ.ο.κ. Μία από τις πρώτες ενέργειες του Piłsudski ήταν να ζητήσει από τις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις στην Πολωνία ν' αφοπλιστούν και ν' αποχωρήσουν, κάτι το οποίο και έκαναν. Η Πολωνία ήταν μια ακόμη γη μεταξύ πολλών και η εξαφάνιση των παλαιών αυτοκρατοριών εξέθεσε ένα συνοθύλευμα εθνικών ομάδων που είχαν αναμειχθεί άτακτα μέσα στους αιώνες της αυτοκρατορικής κυριαρχίας. Αμέσως ξέσπασε ένα πλήθος συνοριακών διαφορών και η Πολωνία βρέθηκε να είναι σε σύγκρουση με τους Ουκρανούς, τους Λιθουανούς, τους Τσέχους και τους Γερμανούς.
Το νέο πολωνικό κράτος δεν αναμενόταν να επιβιώσει για μακρό χρονικό διάστημα και οι φίλοι ήταν πραγματικά λίγοι. Ο Μπολσεβικισμός δεν είχε καμία συμπάθεια για τα εθνικά κινήματα και η περιφρόνηση για τα υπό διαμόρφωση νέα κράτη ήταν εμφανής. Ειδικότερα, το 1919 οι Μπολσεβίκοι επικρατούσαν στη ρωσική ενδοχώρα, γύρω από τη Μόσχα, ενάντια στους Λευκούς. Ο Piłsudski δεν έτρεφε και αυτός καμία ιδιαίτερη συμπάθεια για καμία πλευρά, καθώς ο ίδιος γνώριζε ότι οι Λευκοί αδιαφορούσαν παντελώς για το θέμα της πολωνικής ανεξαρτησίας. Οι δυνάμεις της Αντάντ, η Βρετανία και η Γαλλία, όπως και η σύμμαχός τους, η Αμερική, είχαν συμφωνήσει να εγγυηθούν την πολωνική ανεξαρτησία, όμως ο Piłsudski δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής, εξαιτίας της σύνδεσής τους με τις Κεντρικές δυνάμεις και τις σοσιαλιστικές ομάδες. Επιπλέον, υπήρξε ένας άλλος υποψήφιος για την ηγεσία της Πολωνίας στο σχηματισμό του Roman Dmowski, ο οποίος προσέκειτο φιλικά στις δυνάμεις της Αντάντ. Η άρνηση του Piłsudski να βοηθήσει τους Λευκούς έφερε έντονες αντιδράσεις. Στην πραγματικότητα, η άρνηση του Piłsudski να δέχεται υπαγορεύσεις ήταν που τον έκανε αντιπαθή στις δυνάμεις της Αντάντ.
Το ζήτημα των συνόρων
Τα γεγονότα στη συνοριακή περιοχή μεταξύ Πολωνίας και Ρωσίας έμελε να οδηγήσουν σε σφοδρές συγκρούσεις. Η περιοχή που περιέβαλε τις πόλεις του Μπρέστ Λιτόφσκ, Γκρόντνο και Βίλνιους εξακολουθούσε να βρίσκεται υπό την κατοχή του γερμανικού στρατού υπό τη διοίκηση του Ober Ost στις απαρχές του 1919, με στρατηγό τον Max Hoffman, ο οποίος είχε επιβάλλει στους Μπολσεβίκους την ταπεινωτική συνθήκη ειρήνης του Μπρεστ Λιτόφσκ. Ωστόσο, ο επαναστατικός πυρετός στη Γερμανία είχε εξαπλωθεί στις τάξεις διοίκησης του Ober Ost και ο Hoffman ήταν πρόθυμος να συνάψει από κοινού μία συμφωνία με την Πολωνία για την όσο το δυνατόν ασφαλέστερη αποχώρηση των στρατευμάτων του και η συμφωνία αυτή τελικά συνήφθη το Φεβρουάριο του 1919.
Η περιοχή αυτή, που σήμερα αντιστοιχεί στη Λιθουανία, τη Λευκορωσία και τη βόρεια Ουκρανία ήταν αντικείμενο ανταγωνισμού μεταξύ της Πολωνίας και των Μπολσεβίκων. Η Πολωνία είχε παραδοσιακές διεκδικήσεις που χρονολογούνται σε προγενέστερους αιώνες, ενώ οι Μπολσεβίκοι αποζητούσαν μια χερσαία γέφυρα για να ενωθούν με τις επαναστατικές δυνάμεις στην υπόλοιπη Ευρώπη, και ειδικότερα στη Γερμανία. Όπως ήταν αναμενόμενο, η Πολωνία και οι ρωσικές δυνάμεις των μπολσεβίκων έσπευσαν να καλύψουν αυτό το κενό, το οποίο οδήγησε σε αψιμαχίες το Φεβρουάριο του 1919. Ο πρόσφατα συσταθείς Πολωνικός στρατός σημείωνε σταδιακή πρόοδο έναντι των δυνάμεων των Μπολσεβίκων, των οποίων η προσοχή ήταν αποσπασμένη λόγω του εμφυλίου και οι πόλεις Πίνκς, Γκρόντνο και Λβόφ έπεσαν άμεσα σε πολωνικά χέρια. Η πλήρης κλιμάκωση του πολέμου δεν ήταν αναπόφευκτη το 1919 και έγιναν διάφορες συγκεχυμένες ειρηνευτικές απόπειρες, οι οποίες όμως παρεμποδίστηκαν από την έλλειψη μιας καθαρής γραμμής επικοινωνίας και της έντονης δυσπιστίας που υπήρχε μεταξύ των Ρώσων Μπολσεβίκων και των Πολωνών εθνικιστών.
Οι Πολωνικές δυνάμεις κατέλαβαν το Βίλνιους τον Απρίλιο του ίδιου έτους. Αυτή η εξέλιξη ήταν ιδιαίτερης σημασίας για τον Piłsudski, ο οποίος είχε ζήσει τα μαθητικά του χρόνια σ' αυτή την πόλη και ήταν ντόπιος Λιθουανός. Παρόλο που το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της πόλης ήταν Λιθουανοί, η ενέργεια αυτή δυσαρέστησε το Εθνικό Απελευθερωτικό Κίνημα, τα μέλη του οποίου είχαν τα δικά τους όνειρα για το κράτος τους και προκάλεσε ανησυχία στη Μόσχα τερματίζοντας ένα από τα πιο ριζοσπαστικά τους κοινωνικά προγράμματα. Στην πραγματικότητα, ο Piłsudski δεν επιχειρούσε να επαναδημιουργήσει μια πολωνική αυτοκρατορία, αλλά αποσκοπούσε σε μια συνομοσπονδία ανεξάρτητων κρατών των οποίων την ακεραιότητα η Πολωνία θα μπορούσε να προστατεύσει ενάντια στη ρωσική επεκτατικότητα.
Το φιάσκο του Κιέβου
Η αυγή του 1920 είδε τις συγκρούσεις να εντείνονται. Οι Μπολσεβίκοι είχαν πλέον ξεπεράσει τις δυνάμεις των Λευκών, οι οποίοι τώρα βρισκόταν σε κατάσταση υποχώρησης και ο Piłsudski φοβόταν ότι τώρα ήταν η σειρά της Πολωνίας. Και οι δύο πλευρές ανέπτυσσαν τη στρατιωτική τους δύναμη στα σύνορα, δίχως ν' αντιλαμβάνονται ότι καθρεπτίζουν η μία την άλλη. Οι Μπολσεβίκοι κατάφεραν να επιβιώσουν από τις, υποβοηθούμενες από τις ξένες δυνάμεις, επιθέσεις των Λευκών. Δίχως καμία αξιόπιστη πηγή πληροφοριών, ο Λένιν και οι συμπατριώτες του θεώρησαν ότι ο Piłsudski ήταν ακόμη ένας Λευκός στρατηγός, ο οποίος χρησιμοποιούνταν ως πιόνι από τις δυνάμεις της Αντάντ.
Στην πραγματικότητα η στάση των συμμάχων εκείνης της πολεμικής περιόδου ήταν πιο περίπλοκη. Η κυβέρνηση συνασπισμού της Βρετανίας ήταν διασπασμένη. Ο Υπουργός Πολέμου Winston Churchill ήθελε η Πολωνία να πολεμήσει τον μπολσεβικισμό, όμως ο Πρωθυπουργός Lloyd George δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον για περαιτέρω επεμβατικές περιπέτειες και η Γαλλική κυβέρνηση δεν επιθυμούσε να δράσει χωρίς τη συνδρομή της Βρετανίας. Ο Piłsudski απέρριψε κάθε είδους βοήθεια που συνοδευόταν από όρους, με αποτέλεσμα η συμμαχική βοήθεια στην Πολωνία να είναι περιορισμένη και μόνο υπό τη μορφή στρατιωτικών αντιπροσωπειών αμφίβολης αξίας ή κάποιας στοιχειώδους οικονομικής και υλικής βοήθειας.
Με το φόβο ότι η μπολσεβίκικη Ρωσία θα επιτίθετο μόλις ήταν έτοιμη για κινητοποίηση, ο Piłsudski αποφάσισε να δράσει πρώτος και ξεκίνησε έτσι την εισβολή στην Ουκρανία, με στόχο να καταλάβει το Κίεβο, στις 24 Απριλίου. Προκειμένου να προσθέσει νομιμότητα σ΄αυτό του το εγχείρημα ο Piłsudski υπέγραψε μια συμφωνία με τον αταμάνο Semyon Petlura, έναν αποτυχημένο Ουκρανό εθνικιστή ηγέτη στις 21 Απριλίου 1920. Από στρατιωτική άποψη αυτή η ενέργεια φάνηκε ως τεράστια επιτυχία, αλλά πολιτικά ήταν σκέτη καταστροφή. Οι σοβιετικές δυνάμεις είχαν πληγεί από μία ανταρσία στους κόλπους των ταξιαρχιών της Γαλικίας (οι οποίες αυτομόλησαν μαζικά), και μια έξαρση παρτιζανικής δραστηριότητας από διάφορες αντιμπολσεβικικές δυνάμεις. Ο Κόκκινος Στρατός υποχώρησε σταδιακά, αλλά, το βασικότερο, άθικτος. Οι Ουκρανοί υποδέχθηκαν τους Πολωνούς υψώνοντας ένα τείχος αδιαφορίας, κυρίως επειδή οι προσπάθειες του Petlura στην εσωτερική πολιτική ήταν τόσο απελπιστική, όσο και η πολιτική του σταδιοδρομία. Σε διεθνές επίπεδο η Πολωνία φάνηκε λιγότερο σαν θύμα και περισσότερο σαν ένας τοπικός νταής. Στη Ρωσία η επίδραση της απώλειας του Κιέβου ήταν πολύ βαθιά, γεγονός που κατέλαβε τώρα την πρώτη θέση στην πολιτική ατζέντα. Οι πρώην τσαρικοί αξιωματικοί, με επικεφαλής τον στρατηγό Brusilov, συσπειρώνονταν κάτω από τη σημαία, έχοντας θέσει πλέον έναν άλλο ύψιστο σκοπό. Να αποκρούσουν μια επίθεση από την Πολωνία, τον παραδοσιακό τους εχθρό.
Η εισβολή της Πολωνίας
Ο πόλεμος στην Ανατολική Ευρώπη εξελίχθηκε εντελώς διαφορετικά από τον στατικό πόλεμο του δυτικού μετώπου στη Γαλλία. Η κινητικότητα και η ταχύτητα ήταν σ' αυτή την περίπτωση θεμελιώδους σημασίας και το ιππικό έπαιζε ζωτικό ρόλο. Το πλεονέκτημα ήταν συνήθως με το μέρος του επιτιθέμενου, καθώς υπήρχε πάντα χώρος για υπερφαλάγγιση. Ο Piłsudski αγνόησε κοφτά τη συμβουλή της Γαλλο-Βρετανικής διασυμμαχικής αποστολής, η οποία συνιστούσε την κατασκευή περιχαρακωμένων αμυντικών γραμμών, καθως είχε άγνοια του περιβάλλοντος. Επίσης, μεγάλη ήταν και η χρήση των εξοπλισμένων τρένων. Τα αεροσκάφη και τα άρματα μάχης χρησιμοποιούνταν κι αυτά, παρόλο που ήταν σχετικά αργά και αναξιόπιστα.
Οι δυο αντίπαλοι ήταν εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους. Στον Μεγάλο Πόλεμο οι Πολωνοί πολεμούσαν σε μεγάλους αριθμούς σε διάφορους στρατούς, κάτι που αντανακλούνταν στον Πολωνικό στρατό του 1920. Η Πολωνική Λεγεώνα του Piłsudski ήταν εξοπλισμένη παρόμοια με τους Αυστριακούς, όπως επίσης πολλοί προέρχονταν από τους κόλπους του γερμανικού στρατού και του Γαλάζιου Στρατού του Joseph Haller, οι οποίοι μάλιστα ακόμη φορούσαν τις γαλάζιες στρατιωτικές στολές τους από την περίοδο που αποτελούσαν μέρος του γαλλικού στρατού. Οι Πολωνοί είχαν το πλεονέκτημα μιας αξιόμαχης πολεμικής αεροπορίας, όμως η ποικιλία των αεροσκαφών και των πιλότων αντανακλούσε την ανάμικτη προέλευσή τους. Μια πολύτιμη προσθήκη στο πολεμικό δυναμικό τους ήταν βέβαια και η 7η (Kościuszko) Μοίρα, η οποία αποτελούνταν από Αμερικανούς εθελοντές πιλότους από τον πόλεμο στη Γαλλία. Στην αυγή της ανεξαρτησίας της η Πολωνία δεν είχε έναν αυτούσια δικό της στρατό αλλά η δύναμή του αυξανόταν απ' όσους επέστρεφαν και από ένα μαζικό κύμα στρατολόγησης. Όταν έγινε πλέον ολοφάνερο ότι η Πολωνία βρισκόταν σε κίνδυνο, η Αντάντ απέστειλε τον Marshal Weygand, ο οποίος αναμενόταν να αναλάβει τη στρατηγία, όμως ο Piłsudski δεν θα τον δεχόταν.
Ο Κόκκινος Στρατός είχε υποστεί ένα μαζικό βάπτισμα του πυρός στον Εμφύλιο Πόλεμο, ο οποίος ήταν στο τελικό στάδιο το 1920 και αποτελείτο κυρίως από πρώην τσαρικούς στρατιώτες του πεζικού. Αν μη τι άλλο, στο δυναμικό του υπήρχαν πάρα πολλοί στρατιώτες, όμως το πρόβλημα ήταν ο εξοπλισμός, η προμήθεια και η μεταφορά του υλικού στο μέτωπο της μάχης. Αυτό που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι υπήρχαν περισσότεροι εντυπωσιακοί σχηματισμοί όπως η Πρώτη Στρατιά Ιππικού του Κόκκινου Στρατού, γνωστή ως Konarmiya, η οποία σχηματίστηκε για να αντιμετωπίσει του Κοζάκους του Λευκού Στρατού. Στη διοίκησή τους βρισκόταν ο σκληρός και αδάμαστος Semyon Budyonny, που ξεκίνησε ως στρατιώτης των δραγόνων, και ήταν οπλισμένοι με κοφτερές σπάθες. Ομοίως, ένας άλλος φόβος και τρόμος ήταν το 3ο Σώμα Ιππικού, το Kavkor, το οποίου ηγείτο ο Ghai Dmitrievich Ghai, γνωστός ως Ghai Khan στους Πολωνούς. Παράλληλα με τα συνηθισμένα όπλα τους, το σοβιετικό ιππικό ήταν εξοπλισμένο με tachankas, δηλαδή πολυβόλα τοποθετημένα σε κάρα συρόμενα από άλογα.
Οι πρώτες κινήσεις της ρωσικής αντεπίθεσης έγιναν με επικεφαλής τον Budyonny, ενώ η δύναμη της Konarmiya έκανε μια επική αναγκαστική πορεία από το μέτωπο του Καυκάσου για να ξεκινήσει την εισβολή στη νότια Ουκρανία. Οι πολωνικές δυνάμεις αιφνιδιάστηκαν από την εμφάνιση της Konarmiya στα τέλη Μαΐου. Μέχρι την 5η Ιουνίου, οι δυνάμεις του Budyonny κατόρθωσαν να διασπάσουν τις πολωνικές γραμμές. Την 10η Ιουνίου, οι πολωνικές δυνάμεις εκκένωσαν το Κίεβο και συνέχισαν να υποχωρούν στην Ουκρανία για κάποιο χρονικό διάστημα. Αυτό ήταν ένα σημαντικό πλήγμα για το ηθικό τους, όμως το αποκορύφωμα των πολεμικών συρράξεων σύντομα θα ξεκινούσε στα βόρεια.
Ο διοικητής που επελέγη για την εισβολή στην Πολωνία ήταν ο Mikhail Tukhachevsky, ένας νέος αξιωματικός που απέκτησε φήμη από τη δράση του στα χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου. Παρότι γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, ο Tukhachevsky ήταν αφοσιωμένος στη μπολσεβίκικη φιλοσοφία, η οποία επηρέασε βαθιά τη στρατηγική του αντίληψη. Στόχος του Tukhachevsky ήταν να κάνει ταχεία προώθηση μέσα από τα πολωνικά εδάφη και να καταλάβει τη Βαρσοβία. Οι αγρότες και το προλεταριάτο προβλεπόταν να εξεγερθούν κατά των "Λευκών Αρχόντων" και να καλωσορίσουν τον Κόκκινο Στρατό. Στον Ghai δόθηκε μια επίλεκτη ταξιαρχία πεζικού ως υποστήριξη στο ιππικό του. Καθήκον τους ήταν να κινηθούν μπροστά προς τη δεξιά πλευρά, κατά μήκος των συνόρων της Λιθουανίας, για να υπονομεύσουν και να διασπάσουν την πολωνική άμυνα.
Ο Tukhachevsky παρότρυνε τα στρατεύματά του προκειμένου να «ανοίξει το δρόμο για την Παγκόσμια ανάφλεξη» και η εισβολή ξεκίνησε στις 4 Ιουλίου με ένα ανεπάντεχο μπαράζ πυροβολικού. Τα πρώτα σημάδια ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικά για τους επιτιθέμενους. Η ταχύτητα της προώθησης αιφνιδίασε τους Πολωνούς και όταν μονάδες κινήθηκαν μπροστά για να ανακόψουν τις σοβιετικές δυνάμεις, βρέθηκαν συχνά υπερφαλαγγισμένες, καθώς το ιππικό του Ghai βρέθηκε πίσω τους και κατέλαβε θέσεις στα νώτα του πολωνικού στρατού. Η μία θέση έπεφτε πίσω από την άλλη σαν ντόμινο και σύντομα ο Κόκκινος Στρατός απειλούσε την πόλη Βίλνιους.
Ο Tukhachevsky πρέπει επίσης να αναθάρρησε και εξαιτίας της βοήθειας που έλαβε ο σοβιετικός στρατός από διάφορους Πεμπτοφαλαγγίτες συμπεριλαμβανομένων και των ενεργών κομμουνιστικών πυρήνων. Το Βίλνιους έπεσε στις 14 Ιουλίου, ενώ το Γκρόντνο αποτελούσε πιο δύσκολη περίπτωση. Μια μονάδα του Kavkor έκανε μια πρόωρη προώθηση, όμως η πορεία του ανακόπηκε μετά από λίγες μέρες. Αλλά αυτός ο πόλεμος ευνοούσε τον επιτιθέμενο, καθώς οι Πολωνοί αποδυνάμωναν άλλα μέτωπα για να ανακαταλάβουν την πόλη, όμως υπερφαλαγγίστηκαν από τις σοβιετικές δυνάμεις και η προέλαση συνεχίστηκε.
Καθώς ο Κόκκινος Στρατός έμπαινε στην Πολωνία οι προοπτικές φαινόταν δυσοίωνες για τους Πολωνούς, όμως η κατάσταση δεν άφηνε περιθώρια παραλληλισμού με τις μεγάλες υποχωρήσεις του Εμφυλίου Πολέμου. Οι Πολωνοί είχαν καλή ηγεσία και έδωσαν αρκετές μάχες οπισθοφυλακής. Το μαχητικό τους πνεύμα πήρε σάρκα και οστά στη μάχη του Janów, όταν ένα σύνταγμα Πολωνών Ουλανών επιτέθηκε με σφοδρότητα στο Kavkor και ο Πολωνός διοικητής θανάτωσε ο ίδιος τον Μπολσεβίκο μέραρχο κατά τη σύγκρουση μεταξύ των αντίπαλων ιππικών. Η πολωνική άμυνα γινόταν όλο και πιο ανθεκτική μέσα στην πατρική γη. Η πόλη Lomza δίπλα στον ποταμό Narew άντεξε για μία εβδομάδα και παρόλο που το Brest Litovsk έπεσε, οι δυνάμεις που διέβησαν τότε τον ποταμό Bug, στη συνέχεια αναχαιτίστηκαν.
Ζοφερά νέα κατέφτασαν τον Αύγουστο στην Βαρσοβία, καθώς η δύναμη του Kavkor προέλασε ραγδαία και έφτασε μέχρι τον ποταμό Vistula, βορειοδυτικά της Βαρσοβίας, απέκοψε τη σιδηροδρομική σύνδεση μεταξύ της πόλης Ντάντσιχ και της Βαρσοβίας: η απειλή περικύκλωσης της πρωτεύουσας ήταν πλέον άμεση. Στον χάρτη η σοβιετική προέλαση φάνταζε εντυπωσιακή, με τον Κόκκινο Στρατό προ των πυλών της Βαρσοβίας και του Λβοφ. Στη Μόσχα ο ενθουσιασμός ήταν ασυγκράτητος. Μετά το πέρασμα των στρατευμάτων από το Polrevcom, οι Ρώσοι υποστήριξαν την Πολωνική Επαναστατική Επιτροπή, που εγκαταστάθηκε στο Białystock, με επικεφαλής τον Feliks Dzierzynski, τον ιδρυτή της μυστικής αστυνομίας Cheka, ο οποίος ήταν στο ίδιο σχολείο με τον Piłsudski στο Βίλνιους.
Κατ' ουσίαν, η κατάσταση ήταν κάπως διαφορετική. Ο Κόκκινος Στρατός απειλούσε τη Βαρσοβία από τα βορειοδυτικά στο Ciechanow και οι δυνάμεις του Tukhachevsky είχαν διαβεί τον ποταμό Bug σε απόσταση βολής από τη Βαρσοβία. Αυτό επετεύχθη με την προώθηση των στρατευμάτων μπροστά με κάθε κόστος. Οι στρατιώτες ήταν εξαντλημένοι, πεινασμένοι και πολλοί μάλιστα, ξυπόλητοι. Οι μεραρχίες και τα συντάγματα ήταν ανακατεμένα μεταξύ τους και η τεράστια αλυσίδα εφοδιασμού αγωνιζόταν να διατηρηθεί. Για τον Tukhachevsky η κατάσταση ήταν επισφαλής, όμως δεν είχε και πολλές επιλογές από το να συνεχίσει την επίθεση. Η αριστερή του πτέρυγα ήταν επικίνδυνα εκτεθειμένη, αλλά για την ώρα το ρίσκο αυτό ήταν αποδεκτό. Το ιδανικό σενάριο για τον Tukhachevsky θα ήταν να συντονιστεί με τον Βudyonny για τη μεγάλη επίθεση στη Βαρσοβία, όμως στο νότο η κατάσταση είχε αλλάξει.
Ο αντίκτυπος που είχε η δύναμη της Konarmiya και η φήμη τους τους ακολουθούσε μετά την πτώση του Κιέβου, όμως μεταξύ των Πολωνών στρατιωτών ξεκίνησε ένα είδος αντίστασης όταν συνειδητοποίησαν ότι ήταν απλοί άνθρωποι κι όχι δαίμονες. Τα αεροσκάφη της Μοίρας Cedric Fauntleroy's Kościuszko είχαν χρησιμοποιηθεί με μεγάλη επιτυχία για αναγνωρίσεις και βομβαρδισμούς. Η αντίσταση κορυφώθηκε στη μάχη του Dubno-Brody, η οποία διήρκησε από τα μέσα του Ιουλίου μέχρι τις αρχές Αυγούστου, κατά την οποία οι πολωνικές δυνάμεις ανέκοψαν την προώθηση του Budyonny και πλέον μπορούσαν να αντεπιτεθούν. Όταν κατέφτασαν εκκλήσεις από τον Tukhachevsky για συντονισμό με τις επιχειρήσεις του στο Βορρά, η Konarmiya ήταν μπλεγμένη σ' έναν πικρό αγώνα μπροστά από το Λβοφ.
Ο Tukhachevsky γνώριζε ότι η Βαρσοβία θα αμύνονταν με τον καλύτερο τρόπο και σχεδίαζε να εξαπολύσει αιφνιδιαστική επίθεση μεταφέροντας τα στρατεύματά του γύρω από τα βορειοδυτικά της πόλης. Γνώριζε ότι ο στρατός του ήταν εξαντλημένος και είχε υποστεί μεγάλες απώλειες, υπολόγιζε όμως ταυτόχρονα ότι οι πολωνικές δυνάμεις ήταν σε χειρότερη θέση. Οι Πολωνοί βεβαίως είχαν ν' αντιμετωπίσουν τεράστια δικά τους προβήματα. Η κυρίαρχη κυβέρνηση είχε παραιτηθεί όταν επίκειτο η πτώση του Κιέβου στον Κόκκινο Στρατό στις 9 Ιουνίου, αλλά μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις σχηματίστηκε ένας συνασπισμός στα μέσα Ιουλίου, της αρεσκείας του Piłsudski, δίνοντάς του ένα ελεύθερο χέρι για την αντιμετώπιση της εθνικής κρίσης. Καθώς ο Κόκκινος Στρατός συνέχιζε την προέλασή του προς τη Βαρσοβία οι ρωγμές στον συνασπισμό άρχισαν να γίνονται εμφανείς.
Ο Piłsudski δεν είχε εξιλεωθεί για την καταστροφική του εκστρατεία στο Κίεβο, όμως τα μάτια όλων ήταν στραμμένα πάνω του, προσμένωντας την επινόηση ενός σχεδίου. Στις 5 Αυγούστου, ο Piłsudski αποσύρθηκε στο ξενοδοχείο όπου διέμενε ώστε να αναλογιστεί την όλη κατάσταση και το πρωί της 6ης Αυγούστου με τη συνεργασία του αξιωματικού του επιτελείου του επεξεργάστηκαν τα σημαντικότερα σημεία του σχεδίου. Ο Piłsudski περίμενε τον Tukhachevsky να κάνει κατά μέτωπο επίθεση στη Βαρσοβία. Για ν' αντιμετωπίσει αυτή την κατάσταση ένωσε το βόρειο με το βορειοδυτικό μέτωπο, υπό τον στρατηγό Haller μέχρι την πόλη του Puławy. Στα πλαίσια αυτής της στρατιάς, ο στρατηγός Sikorski ανέλαβε τη διοίκηση μιας δύναμης για να αντιμετωπίσει τα γρηγορότερα κινούμενα τμήματα του σοβιετικού στρατού, όπως το Kavkor, βόρεια της Βαρσοβίας.
Μακρiά στον νότο, υπό τη διοίκηση του στρατηγού Iwaszkiewicz, συμπεριλαμβανομένης της ανεξάρτητης μεραρχίας ιππικού υπό τον Rommel, η αποστολή τους ήταν να καθηλώσουν τις δυνάμεις του Budyonny's και να τους εμποδίσουν να συνδράμουν τον Tukhachevsky στην κύρια μάχη. Ο Piłsudski ηγήθηκε της πολωνικής δεξιάς πτέρυγας από το Dęblin ως το Brody, βοηθούμενος από τους υποδιοικητές στρατηγούς Rydz-Śmigły, Skierski και Zielinski. Αποστολή τους ήταν να ξεκινήσουν την κύρια επίθεση και να διεμβολίσουν την πλευρά της αναμενόμενης σοβιετικής επίθεσης.
Οι επιτιθέμενες δυνάμεις είχαν λάβει εντολές να μην προσπαθήσουν να είναι στην ίδια ευθεία, αλλά να συνεχίσουν μπροστά με κάθε κόστος, αντιμετωπίζοντας κάθε εχθρό στην πορεία τους. Προκειμένου να υλοποιήσει αυτό το σχέδιο χρειαζόταν μια μαζική αναδιοργάνωση, όπου χιλιάδες στρατεύματα έπρεπε ν' αποχωρήσουν από τις μάχες και να σταλούν μπρος και πίσω κατά μήκος του μετώπου. Οι πολωνικές δυνάμεις ήταν απίστευτα ευάλωτες σ' αυτό το σημείο, σαν το στρείδι που αφήνει το κέλυφός του, αλλά ουσιαστικά κατά τη διάρκεια των επόμενων έξι ημερών από την ανακοίνωση του σχεδίου την 6η Αυγούστου, ως την ολοκλήρωση της συνολικής ανάπτυξης δυνάμεων από την 12η Αυγούστου, ο σοβιετικός στρατός δεν εξαπέλυσε κάποια μεγάλη επίθεση. Μερικά συντάγματα εξακολουθούσαν να είναι εγκλωβισμένα στη μάχη στα βόρεια και δεν μπορούσαν να επαναδιαταχθούν: άλλων, η πραγματική δύναμη ήταν ένα κλάσμα της δύναμής τους στα χαρτιά, αλλά η γενική αναδιοργάνωση απέναντι από τον εχθρό ήταν η πιο αριστοτεχνική στρατηγική κίνηση του Piłsudski's.
Η μάχη της Βαρσοβίας
Τα πυκνά νέφη εμπόδιζαν τους Πολωνούς να χρησιμοποιήσουν την αεροπορική τους υπεροχή προκειμένου να κάνουν αναγνώριση των θέσεων του σοβιετικού στρατού κι έτσι η μάχη ξεκίνησε στα τυφλά. Οι πρώτες κινήσεις των Πολωνών ξεκίνησαν έξω από τη Βαρσοβία στις 12 Αυγούστου με βομβαρδισμό πυροβολικού. Οι απέναντι δυνάμεις των Μπολσεβίκων αντεπιτέθηκαν προληπτικά και προκάλεσαν αναστάτωση στον τομέα του στρατηγού Haller, καθώς κατέλαβαν τα χαρακώματα της πρώτης γραμμής και την πόλη Radzymin. Φάνηκε λοιπόν ότι η μεγάλη ρωσική επίθεση ότι είχε αρχίσει ταυτόχρονα. Στρατεύματα μεταφέρθηκαν εσπευσμένα και ανακατελήφθησαν οι θέσεις μετά από σφοδρή μάχη σώμα με σώμα που θύμιζε τον πόλεμο χαρακωμάτων στο Δυτικό Μέτωπο, όμως, καθώς δεν κατέφτασαν σοβιετικές ενισχύσεις φάνηκε ότι αυτή δεν ήταν η κύρια επίθεση. Στις 15 Αυγούστου οι πολωνικές δυνάμεις έδωσαν τον καλύτερο τους εαυτό με κάθε τίμημα και ξεκίνησε η προέλασή τους.
Μεγαλύτερες εκπλήξεις προήλθαν από τον στρατό του στρατηγού Sikorski και την 5η Στρατιά του, του οποίου η βάση ήταν στο Modlin. Όταν ξεκίνησαν την επίθεσή τους στα βόρεια στις 14 Αυγούστου βρήκαν σθεναρή αντίσταση, όμως η επιδρομή του στρατηγού Karnicki στην πόλη Ciechenow έδωσε μεγάλη πνοή στο ηθικό των Πολωνών, όταν η σοβιετική 4η Στρατιά αιφνιδιάστηκε ολοκληρωτικά. Ακόμη και μέσα από αυτή τη μία επιδρομή, ο Sikorski είχε μάθει κάτι πολύ σημαντικό. Ο κύριος όγκος του σοβιετικού στρατού ήταν στο βορρά, που βάδιζαν κυκλωτικά, προκειμένου να καταλάβουν την Βαρσοβία εξαπίνης. Ο Sikorski αντιλήφθηκε ότι η θέση που κατείχε ήταν εξέχουσας σημασίας, γι' αυτό προχώρησε μπροστά, ενισχύοντας τα στράτευμάτα του με άρματα μάχης, τεθωρακισμένα οχήματα και τρένα και μέχρι την 18η Αυγούστου είχε πλέον πλησιάσει κατά πολύ στον στόχο του.
Ο Tukhachevsky έμεινε αναμφισβήτητα έκπληκτος από την αναγέννηση της Πολωνικής επιθετικότητας, γεγονός που έπληξε σε κάποιο βαθμό την αποφασιστικότητά του. Αποφάσισε λοιπόν να μην συντρίψει την τολμηρή επίθεση του Sikorski's και απέσυρε την 15η και την 3η στρατιά του, αφήνοντας την 4η να υπερασπιστεί μόνη της τον εαυτό της. Ο Piłsudski από την πλευρά του αδυνατούσε να καταλάβει τι ακριβώς συνέβαινε, αλλά, παρόλα αυτά, αποφάσισε να εξαπολύσει επίθεση με τις δυνάμεις κρούσης του στρατηγού Rydz-Śmigły μία ημέρα νωρίτερα, στις 16 Αυγούστου, προαναγγέλοντας τη μεγάλη προέλαση. Χωρίς νευρικότητα, δεν βρήκαν αντιμέτωπη καμία εχθρική δύναμη, μέχρι που τελικά συνάντησαν στο δρόμο τους ένα τρένο του σοβιετικού πυροβολικού που προοριζόταν για την πολιορκία της Βαρσοβίας και κατευθυνόταν προς αυτήν. Αναφορές άρχιζαν να εισχωρούν στη Βαρσοβία για άφιξη των πολωνικών δυνάμεων στο Brest-Litovsk. Ο Tukhachevsky διέταξε γενική υποχώρηση στις 18 Αυγούστου κι ό,τι αρχικά είχε ξεκινήσει ως αντεπίθεση, κατέληξε σε καταδίωξη του Κόκκινου Στρατού. Οι δυνάμεις του Tukhachevsky κινήθηκαν ταχύτατα και έσπευσαν από τα βόρεια προς τα ανατολικά προκειμένου ν' αποφύγουν τη διττή πολωνική προέλαση, παρόλο που οι ρωσικές δυνάμεις είχαν κατασφαγιασθεί σε διάφορες αναμετρήσεις.
Η 4η Στρατιά, συμπεριλαμβανομένων των Ghai και Kavkor δεν στάθηκε το ίδιο τυχερή. Το ιππικό χρησιμοποίησε πλήρως την κινητικότητά του ώστε να κρατηθεί μακριά από τις πολωνικές δυνάμεις. Οι Kavkor δεν είχαν χάσει καθόλου από την ορμητικότητα ή την θηριωδία τους, όμως στις 24 Αυγούστου η δύναμη του Ghai αργοπόρησε για να βοηθήσει δυνάμεις του πεζικού στο Kowno. Ο πολωνικός στρατός του Βορρά ενισχύθηκε με τη δύναμη κρούσης του Rydz-Śmigły, οι οποίοι περικύκλωσαν ό,τι είχε απομείνει από την 4η Στρατιά. Με ανεπαρκή πυρομαχικά ήταν πλέον ξεκάθαρο ότι η συνέχιση του αγώνα ήταν μάταιη κι έτσι ο Ghai οδήγησε τα απομεινάρια της 4η Στρατιάς πέρα από τα σύνορα στην ανατολική Πρωσία. Τραγουδώντας τη «Διεθνή», οι εναπομείναντες άντρες του Kavkor και το πεζικό βάδισαν προς τη Γερμανία όπου αφοπλίστηκαν και παροδόθηκαν. Απ' αυτό το σημείο ήταν ξεκάθαρο ότι η Βαρσοβία ήταν πλέον εκτός κινδύνου και η Πολωνία είχε περάσει στην επίθεση.
Ο Tukhachevsky δεν έπαψε να ζητά τη συνδρομή του Budyonny και τη δύναμη της Konarmiya του, όμως οι επαναλαμβανόμενες διαταγές του αποτελούσαν πηγή σύγχυσης για τον Budyonny. Η προέλαση στην πόλη Lwow είχε επιβραδυνθεί λόγω των σχεδόν αυτοκτονικών επιθέσεων στη μάχη του Zadworze, στις 17 Αυγούστου, και διάφορες άλλες ατυχείς ενέργειες. Τελικά, εν όψει των συνεχών επιθέσεων από ξηράς και αέρος, η Konarmiya άρχισε την πολιορκία του Lwow στις 19 Αυγούστου. Στο άκουσμα των ειδήσεων από τη Βαρσοβία ο Budyonny έλυσε την πολιορκία αμέσως μετά από μία ημέρα και καθυστερημένα μετακινήθηκε για να συνδεθεί με τη Δυτική Διοίκηση. Αμέσως, οι υπερασπιστές του Lwow έκαναν έξοδο και αντεπιτέθηκαν. Βλέποντας αυτόν τον κίνδυνο ο Piłsudski απέστειλε τον στρατηγό Sikorski ν' αναλάβει την διοίκηση, με τη βοήθεια του στρατηγού Haller.
Η Konarmiya σύρθηκε σε μία παγίδα, η οποία έγινε γνωστή ως το δαχτυλίδι του Zamość, και κατά την οποία ο στρατός του Budyonny είχε περικυκλωθεί από τρεις πλευρές σε μια στενή λωρίδα της υπαίθρου. Η εκστρατεία αυτή ήταν επίσης αξιομνημόνευτη για τη μοναδική περίπτωση που η Πρώτη Στρατιά Ιππικού του Κόκκινου Στρατού αναμετρήθηκε με τα πολωνικά συντάγματα των Ουσάρων και των Ουλανών υπό τον στρατηγό Rommel. Σ' αυτή την άγρια σύγκρουση με λόγχες, σπάθες και πυροβόλα όπλα οι Πολωνοί κατάφεραν να νικήσουν τους φοβερούς αντιπάλους τους σε μια μάχη που έμελε να είναι η τελευταία μεγάλη μάχη ιππικού στην Ευρώπη. Ως εκ θαύματος ο Budyonny κατάφερε την απεμπλοκή του μεγαλύτερου μέρους των δυνάμεών του από την παγίδα του δαχτυλιδιού του Zamość, εν μέρει εξαιτίας της κακοκαιρίας, κάτι όμως που δεν τους έσωσε από την παρενόχληση των πολωνικών δυνάμεων στο μακρινό δρόμο του γυρισμού για την πατρίδα.
Η ήττα του Tukhachevsky δεν σήμαινε, βεβαίως, το τέλος του πολέμου και οι Σοβιετικοί εξακολουθούσαν να έχουν τεράστια αποθέμα ανθρώπινου δυναμικού. Ο Piłsudski δεν έτρεφε αυταπάτες σχετικά μ' αυτό και επιχείρησε να διατηρήσει την πίεση, καθώς πλέον γνώριζε ότι ο Κόκκινος Στρατός είχε το διττό μειονέκτημα ότι ήταν ο στρατός που υποχώρησε, διασχίζοντας, μάλιστα, εχθρικό έδαφος. Η έκβαση του πολέμου αποφασίστηκε στη μάχη του ποταμού Nieman, που κράτησε από τις 26 μέχρι τις 28 Σεπτεμβρίου, οπότε ο Tukhachevsky επιχείρησε να κρατήσει μια αμυντική στάση γύρω από τις πόλεις Γκρόντνο και Πινσκ. Μετά από την αρχική σθεναρή αντίσταση οι Πολωνοί κατάφεραν να διασπάσουν τις εχθρικές δυνάμεις και συνέχισαν την απώθηση των σοβιετικών δυνάμεων, πίσω από τη συνοριακή γραμμή. Τα πρώτα χιόνια του χειμώνα επέφεραν την φυσική κατάληξη της μάχης και οι ανταγωνιστές ξεκίνησαν τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις.
Η νίκη της Πολωνίας ήρθε ως έκπληξη σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο και αμφότερες οι κυβερνήσεις της Βρετανίας και της Γαλλίας επέλεξαν να αποδώσουν το θρίαμβο αυτό στον Marshal Weygand, παρότι στην πραγματικότητα η συνδρομή του ήταν ελάχιστη. Αυτή η ιστορική χάλκευση ήταν περισσότερο αποδεκτή από τους σοβιετικούς ιστορικούς, οι οποίοι πάντα επέλεγαν ως βολική αιτιολογία μια θεωρία συνωμοσίας της Αντάντ για την ήττα τους και είχε ως περαιτέρω κατάληξη τη δημιουργία ενός μύθου που συντηρήθηκε για πολλές δεκαετίες. Παρόλο που η πολωνική ανεξαρτησία ήταν βραχύχρονη, πρωτίστως λόγω της προδοτικής Ρωσο-Γερμανικής εισβολή του 1939 και μετέπειτα λόγω των γκρίζων δεκαετιών της σοβιετικής καταπίεσης, η νίκη του 1920 παρέμεινε μία πολύτιμη πηγή έμπνευσης για την εθνική μνήμη της Πολωνίας, της χώρας που συνέβαλε τα μέγιστα στην κατάρρευση του σοβιετικού κομμουνισμού το 1989. Πρόσφατα η νίκη της Πολωνίας τιμήθηκε σε μια ταινία μεγάλου μήκους με τον τίτλο, "Η μάχη της Βαρσοβίας" Bitwa Warszawska 1920.
Βιβλιογραφία
Norman Davies – White Eagle, Red Star: The Polish-Soviet War 1919-20 (1984)
Adam Zamoyski – Warsaw 1920: Lenin's Failed Conquest of Europe (2008)
Evan Mawdsley – Russian Civil War (2008)
Isaac Babel – 1920 Diary (2002)
του Ben Sheppard, ιστορικού
μετάφραση: Στέλλα Παπαλάμπρου