Του Ben Sheppard, Ιστορικού
Μετάφραση: Γιάννης Χρονόπουλος
Το Μεγάλο Δουκάτο της Λιθουανίας και η απειλή της «Χρυσής Ορδής»
Στα μέσα του 14ου αιώνα τα πριγκιπάτα της Ρωσίας ήταν δέσμια της ισχύος των Μογγόλων για περισσότερο απ' έναν αιώνα. Εκείνη την περίοδο, η μογγολική αυτοκρατορία είχε κατακερματιστεί σε πολλές αυτόνομες «Ορδές». Τα ρωσικά πριγκιπάτα ήταν υπό τον έλεγχο της Χρυσής Ορδής, των Μογγόλων οπαδών του Τζούκι (στρατηγός και ένας από τους γιους του Τζένγκινς Χαν) που είχαν προσηλυτιστεί στο Ισλάμ και έγιναν επίσης γνωστοί ως Τάταροι. Η Χρυσή Ορδή εγκαθίδρυσε την πρωτεύουσα της στο Σαράι στις όχθες του Βόλγα ποταμού, απ' όπου μπορούσε να ελέγχει τους Ρώσους και να διατηρεί ανοικτούς δίαυλους με τις πατρογονικές εστίες στην Ανατολή. Οι Τάταροι της δεκαετίας του 1350 ίσως δεν ήταν της ίδιας αξίας με τους πειθαρχημένους στρατούς των οποίων ηγήθηκε ο Τζένγκις Χαν κατά τον 13ο αιώνα.
Ωστόσο οι Ρώσοι ηγεμόνες θα έπρεπε να ταξιδέψουν ως το Σαράι, όπου επιβεβαιωνόταν η εξουσία τους, αλλά περιστασιακά σφιγγόταν γύρω από τον λαιμό τους ο βρόχος του δήμιου, ανάλογα με τις διαθέσεις του Μεγάλου Χάγανου. Οι πρίγκιπες της Ρωσίας ήταν σε θέση να διοικούν εφόσον ικανοποιούσαν αυτές τις συνθήκες και έδειχνε πιθανότερο ότι θα διεξήγαγαν πολέμους μεταξύ τους παρά ότι θα στρέφονταν εναντίον των στρατιών της Ορδής. Μέσα στα πλαίσια αυτής της πελατειακής σχέσης, διάφορα πριγκιπάτα, όπως αυτό του Τβερ και του Μόσχοβου, έπαιξαν ένα επικίνδυνο παιχνίδι επέκτασης των εδαφών τους και της επιρροής τους. Η προστασία του Μεγάλου Χάγανου αντικατέστησε το παραδοσιακό κριτήριο της σχέσης με τη γραμμή αίματος των Ριουρικιδών για την άνοδο στη θέση του Μεγάλου Πρίγκιπα.
Η πρώτη σημαντική ήττα των στρατιών της Χρυσής Ορδής στην Ευρώπη δεν προκλήθηκε από ένα από τα ρωσικά πριγκιπάτα αλλά από το Μεγάλο Δουκάτο της Λιθουανίας. Σε μια, άγνωστη σήμερα, τοποθεσία, στις όχθες ενός ποταμού κάπου στη σημερινή νότια Ουκρανία, έλαβε χώρα η μάχη των Σίνιε Βόντι – ή των Γαλάζιων Νερών – ανάμεσα σε ένα στρατό Λιθουανών παγανιστών και τριών Τατάρων πολέμαρχων. Τα στοιχεία για αυτή τη μάχη είναι αποσπασματικά αλλά υπάρχουν σύγχρονες με το γεγονός πληροφορίες προερχόμενες από ένα χρονικό. Είναι τραγική ειρωνεία το γεγονός ότι η μεγαλύτερη απειλή κατά της Χριστιανοσύνης στην Ευρώπη ηττήθηκε από τον παγανιστή Μεγάλο Δούκα Αλγκίντρας, που λάτρευε τον θεό του κεραυνού Πέρκουνας.
Πέρα από τη γνώση που παρέχουν οι ακαδημαϊκές μελέτες σχετικά με την μεσαιωνική ιστορία της Ανατολικής Ευρώπης, λίγα είναι γνωστά για την περίοδο ανάπτυξης της λιθουανικής αυτοκρατορίας. Γεγονός είναι ότι αυτή η απροκάλυπτα παγανιστική χώρα είχε καταστεί μια υπολογίσιμη δύναμη στην ανατολική Ευρώπη κατά την ύστερη Μεσαιωνική περίοδο. Ωστόσο, πως κατάφερε αυτό το «πρωτόγονο» βασίλειο με τόσα λίγα εμφανή πλεονεκτήματα να αναδειχθεί σε έναν τόσο σημαντικό παίκτη στην διεθνή πολιτική σκηνή της εποχής; Στην καλύτερη των περιπτώσεων, η μετάβαση της Λιθουανίας στο προσκήνιο κατά τη μεσαιωνική περίοδο ήταν τουλάχιστον δυσοίωνη.
Η χώρα ήταν ένα άγριο και υπανάπτυκτο μέρος ακόμα και σε σύγκριση με τα βορειοανατολικά σύνορα του χριστιανικού κόσμου. Το έδαφος αποτελείτο από τεράστια, αδιάβατα δάση, που διακόπτονταν από έλη και βαλτότοπους. Το κλίμα καθιστούσε απαίσιες τις συνθήκες μεταφοράς, ειδικά κατά την άνοιξη και το φθινόπωρο. Πράγματι, η πυκνότητα των αγριότοπων ήταν τόσο μεγάλη και η έλλειψη πολιτισμού ήταν τόσο εμφανής ώστε πρόσφερε καταφύγιο σε μερικά από τα τελευταία μεγάλα είδη της ευρωπαϊκής πανίδας όπως ο auroch ή bos primigenius, ένα άγριο και πιο μεγαλόσωμο είδος βοοειδών, ο βίσονας και το γιγάντιο ελάφι. Η περιοχή ήταν εξαιρετικά φτωχή σε φυσικούς πόρους, ορυκτά και γεωργικό πλούτο, έχοντας μόνο γούνες ζώων και κεχριμπάρι από τη Βαλτική ως κύρια εξαγώγιμα προϊόντα. Η χώρα δεν ήταν πυκνοκατοικημένη αλλά οι κάτοικοι της πλούτιζαν κυρίως μέσω της ληστείας, εξαπολύοντας επιδρομές με στόχο τη λεία σε βοοειδή, σκλάβους και ορυκτά πετρώματα. Η θέση της ληστείας στην οικονομία και την κοινωνική διάταξη άσκησε σημαντική επιρροή στην ανάπτυξη της κοινωνίας των πολεμιστών στη Λιθουανία αλλά φυσικά, αυτό δεν τους κατέστησε προσφιλείς στους γείτονές τους.
Επίσης, η μοίρα της Λιθουανίας ήταν να βρίσκεται σε μια ιδιαίτερα επικίνδυνη γωνιά της Ευρώπης κατά τον Μεσαίωνα. Στα ανατολικά υπήρχαν τα ρωσικά πριγκιπάτα υπό τον έλεγχο των Μογγόλων. Είχε κοινά σύνορα με την ανερχόμενη Πολωνία αλλά ο μεγαλύτερος κίνδυνος προερχόταν από τη μαχητική Χριστιανοσύνη, καθώς η Λιθουανία βρισκόταν ανάμεσα σε δύο κλάδους μιας τάξης Σταυροφόρων ιπποτών στα βόρεια και στα δυτικά σύνορα, των οποίων ο κύριος στόχος ήταν να ξεριζώσουν αυτό το τελευταίο προπύργιο του παγανισμού.
Οι Σταυροφορίες του Βορρά
Οι επονομαζόμενες Σταυροφορίες του Βορρά και οι επιφανέστεροι πρωταγωνιστές τους, οι Τεύτονες Ιππότες, είχαν σημαντική επίπτωση στην ανάπτυξη της Λιθουανίας ως μεγάλη δύναμη. Εκτός από το γεγονός ότι οι Λιθουανοί ήταν υπανάπτυκτοι και επιρρεπείς στη διεξαγωγή επιδρομών εναντίον των γειτόνων τους, παρέμεναν αφοσιωμένοι στις παγανιστικές δοξασίες, κάτι που την εποχή των Σταυροφοριών ήταν από μόνο του αιτία πολέμου.
Τον 12ο αιώνα οι ιππότες και οι τυχοδιώκτες της Βόρειας Ευρώπης άρχισαν να αντιλαμβάνονται την προοπτική της διεξαγωγής μιας νέας σταυροφορίας εναντίον των διάφορων Βαλτικών και Σλαβικών παγανιστικών λαών μέσα στην επικράτειά τους. Η παπική συγκατάθεση δόθηκε το 1147 αλλά η πείνα για περισσότερη γη και η επιθυμία για την κατάκτηση της σωτηρίας της ψυχή ήταν υπεραρκετές αιτίες για να οδηγήσουν τους ιππότες της Γερμανίας και της Σουηδίας ανατολικά και να πολεμήσουν τους εντόπιους παγανιστές.
Στις αρχές του 13ου αιώνα, τάξεις ιπποτών όπως οι Ιππότες του Ντομπρζύν και της Αδελφότητας του Ξίφους έκαναν την εμφάνισή τους μιμούμενοι τους Ιωαννίτες και τους Ναΐτες Ιππότες. Οι Σταυροφορίες του Βορρά θεωρούντο ως περίπου ένα δευτερεύον ζήτημα, αλλά γνώρισαν ιδιαίτερη άνθιση αφότου οι σταυροφορίες στη Μέση Ανατολή άρχιζαν να ξεφτίζουν κατά τα τέλη του 13ου αιώνα και οι βασιλείς της Ευρώπης στράφηκαν εναντίον ιπποτικών τάξεων όπως οι Ναΐτες, εποφθαλμιώντας τα πλούτη τους.
Ο κίνδυνος για τη Λιθουανία υπογραμμίστηκε με οξύτητα μετά την κατάκτηση της δυτική γειτονικής χώρας, της Πρωσίας, κατά τη διάρκεια του 13ου αιώνα. Οι Πρώσοι ήταν εθνικά συγγενείς με τους Λιθουανούς. Μιλούσαν την ίδια μια γλώσσα που άνηκε στην ευρύτερη οικογένεια Βαλτικών γλωσσών, παρόμοια με τη λιθουανική και λάτρευαν τις ίδιες θεότητες. Ωστόσο, από οικονομικής άποψης ήταν πιο προηγμένοι και πιο πολυπληθείς.
Οι κατακτητές της Πρωσίας, το τάγμα των Τευτόνων ιπποτών ιδρύθηκε στους Άγιους Τόπους, αλλά αποσύρθηκε στα Βαλτικά σύνορα επειδή τα περισσότερα μέλη του ήταν Γερμανοί. Συν τοις άλλοις, είχαν προσκληθεί από τον Δούκα Κονράντ της Μαζόβιας, ηγεμόνα ενός αυτόνομου δουκάτου της ευρύτερης Πολωνίας, για να πολεμήσουν τους Πρώσους. Οι Ιππότες σθεναρά επέμεναν στις απαιτήσεις τους να τους αποδοθεί μια ανεξάρτητη επαρχία και χρησιμοποίησαν τη βάση τους στο Τσέλμνο προκειμένου να κατακτήσουν την Πρωσία και να διαμορφώσουν ένα κυρίαρχο κράτος. Άγριες εξεγέρσεις ξέσπασαν, υποβοηθούμενες από άλλους Πολωνούς δούκες, οι οποίοι άρχισαν να διακατέχονται από έντονη ανησυχία μετά την εμφάνιση αυτής της νέας δύναμης, αλλά οι Τεύτονες Ιππότες νίκησαν βασιζόμενοι στην πειθαρχία τους, την αναπτυγμένη στρατιωτική τεχνολογία τους και το εγερτήριο κάλεσμα της δυτικής ιπποσύνης για την υπεράσπιση της Χριστιανοσύνης.
Οι Λιθουανοί δεν παρέμειναν ουδέτεροι σε αυτούς τους πολέμους. Είχαν πολεμήσει ξανά εναντίον της Τάξης και υποδεχθεί πρόσφυγες από την Πρωσία, που είχαν πολεμήσει στο παρελθόν τους Ιππότες. Ο χρονικογράφος των Τευτόνων Ιπποτών, ο Πέτερ του Ντούσμπουργκ σημειώνει ότι ο πόλεμος για την Πρωσία έληξε το 1283, αλλά αυτός για τη Λιθουανία μόλις άρχιζε. Αυτή η εξέλιξη θα μπορούσε να είχε σημάνει το τέλος της ανεξαρτησίας των Λιθουανών, όπως συνέβη για τις παγανιστικές φυλές των Εσθονών και των Λιβονών. Ωστόσο, από την αρχή, οι Λιθουανοί και οι υποτελείς σε αυτούς, Σαμογίτες, έδειξαν ότι δεν θα ήταν εύκολοι αντίπαλοι. Το 1263 η Αδελφότητα του Σπαθιού εξαπέλυσε μια κακώς σχεδιασμένη εκστρατεία μέσα στη σαμογιτιανή ενδοχώρα, αλλά περικυκλώθηκε και εξολοθρεύτηκε. Η Αδελφότητα του Ξίφους έπαψε ουσιαστικά να υφίσταται ως Τάξη. Αν και οι Τεύτονες Ιππότες κεφαλοποίησαν κέρδη από αυτή την εξέλιξη, απορροφώντας την Τάξη αυτή και τις εκτάσεις που κατείχε στη Λιβονία, η αποτυχία αυτή για το σταυροφορικό κίνημα ήταν αδύνατον να συγκαλυφθεί.
Πως επιβίωσε το Μεγάλο Δουκάτο της Λιθουανίας
Οι εξελίξεις αυτές έκαναν πιο δυσχερή τη θέση της Λιθουανίας, διότι η Τάξη συνόρευε μαζί της σε δύο πλευρές. Παρόλα αυτά, η Λιθουανία είχε έναν αριθμό πλεονεκτημάτων που συνέβαλαν στην επιβίωσή της:
Ο πρώτος πυλώνας της άμυνας της Λιθουανίας ήταν η άγρια και αδιάβατη φύση της επικράτειας της. Δεν ήταν σύμπτωση το γεγονός ότι ο παγανισμός επιβίωσε σε αυτή την περιοχή που καλυπτόταν από πυκνά δάση και δολερούς βάλτους. Για τους παγανιστές κατοίκους, το δάσος ήταν η κατοικία των πνευμάτων και των θεοτήτων, των οποίων η εύνοια ήταν απαραίτητη για τη νίκη. Ο Λιθουανός πολεμιστής ήταν στο στοιχείο του μέσα στο δάσος και γνώριζε άριστα πώς να χρησιμοποιεί προς όφελός του αυτό το άγριο βασίλειο: να στήνει ενέδρες, να παρασύρει τον εχθρό σε παγίδα και να εξαφανίζεται μετά από μια επιδρομή. Οι εποχές έπαιζαν επίσης τον ρόλο τους στην υπόθεση της άμυνας της Λιθουανίας. Οι Τεύτονες Ιππότες προτιμούσαν τα τέλη του καλοκαιριού ή τα μέσα του χειμώνα για να πραγματοποιούν τις εισβολές τους καθώς οι καταρρακτώδεις βροχές της άνοιξης και του φθινοπώρου μπορούσαν κυριολεκτικά να εξαφανίσουν μονοπάτια. Η αντίληψη ότι η άγρια φύση ήταν μέρος κατοικίας για τα «κακά πνεύματα» ήταν κοινή και για τους Σταυροφόρους μέσα στα πλαίσια της δικής τους θεώρησης για τον κόσμο. Αν και οι Τεύτονες ιππότες είχαν εξειδικευτεί σε αυτόν τον τύπο πολέμου, ο παράξενος πόλεμος κατά μήκος των ποταμών Νέρις και Νεμούνας απαγόρευε τις πιθανότητες ολοκληρωτικής νίκης για οποιαδήποτε από τις δύο πλευρές. Η άγρια φύση της βαλτικής αιγιαλίτιδας ζώνης συνιστούσε ένα πανίσχυρο φράγμα, αλλά αυτός ο παράγοντας δεν εξηγεί πλήρως τη λιθουανική νίκη.
Ο δεύτερος πυλώνας ήταν οι ίδιοι οι Λιθουανοί πολεμιστές, που ήταν εξίσου αποτελεσματικοί τόσο στις πεδιάδες της Ουκρανίας όσο και στους αγρούς της Πρωσίας και της Πολωνίας όπως και στις δασώδεις εκτάσεις της πατρίδας τους, κατορθώνοντας να σταθούν με επιτυχία ενάντια στους Ρώσους και τους Τατάρους, που συγκαταλέγονταν μεταξύ των καλύτερων πολεμιστών της Ευρώπης. Οι Λιθουανοί ζούσαν σε μια κοινωνία πολεμιστών που είχε τις ρίζες της στις συμμορίες επιδρομέων που ζούσαν από τη ληστεία. Επρόκειτο για μια κοινωνία ευγενών όπου οι βογιάροι κυριαρχούσαν επί δουλοπάροικων – γεωργών και ήταν πλαισιωμένοι από ακόλουθους που συνιστούσαν μέρος των ευρύτερων οικογενειών τους. Οι βογιάροι όφειλαν πίστη και υποταγή στους πρίγκιπες που είχαν το δικαίωμα να τους επιστρατεύσουν σε περίοδο πολέμου.
Μια πρώιμη αφήγηση του Ερρίκου της Λιβονίας σημείωνε ότι το λιθουανικό ελαφρύ ιππικό αντέγραψε ιππικές τακτικές των Τατάρων εκτοξεύοντας ελαφρά ακόντια αντί για βέλη ενώ ήταν έφιπποι. Ο Λιθουανός πολεμιστής ήταν πολύ ευέλικτος. Ήταν σε θέση να μάχεται ως πεζός, ιδιαίτερα μέσα στο δάσος, και αποδείχθηκε ικανός στην προσαρμογή και υιοθέτηση δυτικών ευρωπαϊκών στρατιωτικών τεχνικών. Βρέθηκαν τρόποι παράκαμψης του παπικού εμπάργκο ώστε να αποκτηθούν δυτικά ευρωπαϊκά όπλα τελευταίας τεχνολογίας, συμπεριλαμβανομένης της πυρίτιδας και της στρατιωτικών χαρτογράφησης. Παράλληλα υπήρχαν προσαρμογές που λάμβαναν υπόψη τους τις τοπικές ιδιαιτερότητες. Ο λιθουανικός στρατός ήταν σε θέση να χρησιμοποιούν έλκηθρα και σκι κατά τη διάρκεια εκστρατειών μέσα στον βαρύ χειμώνα.
Οι ομάδες μαχητών ήταν συνδεδεμένες μεταξύ τους με έναν ισχυρό κώδικα τιμής που περιβαλλόταν από έναν θρησκευτικό μανδύα. Υπήρχαν διάφοροι θεοί, αλλά στο επίκεντρο του λιθουανικού πάνθεου βρισκόταν ο Πέρκουνας, ο θεός του κεραυνού, του πολέμου και της γονιμότητας. Ίππευε ένα κατακόκκινο, όμοιο με φλόγα, άτι, γνωστό ως Λιεπόνοτος. Η σημασία των αλόγων ως αγγελιοφόροι των θεών αντανακλούσε την πραγματικότητα όπου ο Λιθουανός πολεμιστής βασιζόταν στο άλογο στον πόλεμο.
Οι θεοί χάριζαν τη νίκη και ένας επιτυχημένος πολέμαρχος θεωρείτο ότι έχαιρε της εύνοιάς τους, αλλά τα πράγματα δεν αφήνονταν εντελώς στην τύχη. Μερικές φορές, ως και το ένα τρίτο της λείας ριχνόταν σε πυρές, πλαισιωμένες από ένα συγκεκριμένο τελετουργικό, ως προσφορά προς τους θεούς. Ωστόσο, οι προσφορές δεν ήταν πάντα αποτελούμενες από άψυχα αντικείμενα. Μια πλευρά της πολεμοχαρής θρησκείας των Λιθουανών που συγκλόνιζε τους εχθρούς τους ήταν η πραγματοποίηση ανθρωποθυσιών. Όχι σπάνια, έριχναν ζωντανούς και πάνοπλους τους πλέον ευγενείς αιχμαλώτους στην πυρά. Ίσως ήταν ασυνήθιστο, αλλά η πρακτική αυτή δεν ήταν απλά μέρος της χριστιανικής προπαγάνδας. Έχει καταγραφεί ότι το 1320, ο Γκέρχαρντ του Ρούντε, ηγεμόνας της Σαμλάνδης, είχε αυτή τη φρικτή τύχη.
Οι Μεγάλοι Δούκες της Λιθουανίας, ως εκπρόσωποι των θεών, εκτελούσαν διάφορα τελετουργικά καθήκοντα σε ανοικτά ιερά περιβαλλόμενα από ιερά δέντρα, αλλά το πρωταρχικό σημάδι της εύνοιας των θεών ήταν η επιτυχία στον πόλεμο. Αυτή η προϋπόθεση πρέπει να υπήρξε τόσο σημαντική ώστε αποτέλεσε τον τρίτο πυλώνα της ισχύος της Λιθουανίας, καθώς ευτύχησε να διοικείται από μια δυναστεία δυναμικών, αδίστακτων και καινοτόμων Μεγάλων Δουκών. Ήταν ο Γκεντιμίνιντς αυτός που ανέδειξε τη Λιθουανία από μια χώρα επιδρομέων σε μια αυτοκρατορία.
Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι η καρδιά της λιθουανικής αυτοκρατορίας, αν και σχεδόν ταυτιζόταν με τα σημερινά σύνορα του σύγχρονου έθνους, αποτελείτο από δύο στενά συνδεδεμένες επαρχίες. Επρόκειτο για τους Λιθουανούς ή Αουκστάιτιγια (Aukštaitija), στη δική τους γλώσσα, των οποίων η βάση ισχύος βρισκόταν στη νοτιοδυτική ορεινή περιοχή της χώρας και τους υποτελείς σε αυτούς, Σαμογιτιανούς ή Ζεμαϊτίγια, των βορειοδυτικών πεδινών περιοχών. Οι Σαμογιτιανοί ήταν επίσης παγανιστές, και εθνικά και γλωσσικά πολύ κοντά στους Λιθουανούς. Αυτές οι φυλές, λιγότεροι πολιτισμένες και ακόμα πιο πολύ αφοσιωμένες στους θεούς τους, δέχθηκαν το κύριο βάρος της τευτονικής επίθεσης. Αυτό το γεγονός είχε ως αποτέλεσμα να συνδέσουν τη μοίρα τους με τους σαφώς πιο φιλόδοξους ξαδέλφους τους, αλλά κατοπινά γεγονότα επρόκειτο να βάλουν την αφοσίωσή τους σε δοκιμασία.
Ο πρώτος σημαντικός Μεγάλος Δούκας της δυναστείας, ο Βυτένις (1295-1315), κατέδειξε τις ικανότητές του ως πολέμαρχος δίνοντας σθεναρή απάντηση στις επιδρομές της Τάξης στη Σαμογιτία μέσα από μια σειρά από επιδρομές που ρήμαξαν την Πρωσία και τη Λιβονία και σήμαναν την έναρξη του πολέμου στη Λιθουανία. Ο αδελφός του, ο Γκεντιμίνας (1315-1341) έδωσε το όνομα του στη δυναστεία και επέκτεινε σε τεράστιο βαθμό το βασίλειο του. Η στρατηγική ικανότητά τους ήταν πασίγνωστη αλλά εκεί όπου πραγματικά υπερείχαν οι Γκεντιμινίδες ήταν η τέχνη της διπλωματίας. Αν και παγανιστές, οι Γκεντιμινίδες ήταν ενισχυμένοι μέσα από ένα δίκτυο συμμαχιών βασιζόμενων σε γάμους και ήταν γνωστοί για την προθυμία τους να δανείζουν τους στρατούς τους σε φίλια διακείμενους Χριστιανούς βασιλείς στους πολέμους τους με τους ομόθρησκούς τους.
Οι Μεγάλοι Δούκες ήταν επίσης καλά πληροφορημένοι και έδειχναν μεγάλες ικανότητες στην εκμετάλλευση των αδυναμιών των αντιπάλων τους, συχνά μέσα από τη χρήση απέλπιδων και παραπλανητικών προσφορών εκ μέρους τους για μαζικό προσηλυτισμό στον Χριστιανισμό. Ο Βυτένις εγκατέστησε φρουρά στη Ρίγα, τη μεγαλύτερη πόλη της Λιβονίας, δίνοντας μια αόριστη διαβεβαίωση για προσηλυτισμό, επειδή ο Αρχιεπίσκοπος και οι αστοί της Ρίγας έφτασαν στο σημείο να απεχθάνονται πλέον την ηγεσία των Τευτόνων ιπποτών. Ο Γκεντιμίνας ήταν ακόμη πιο πονηρός και εκμεταλλεύτηκε την αιώνια αισιοδοξία του Πάπα ότι ίσως κάποτε γίνει Χριστιανός μέσα από ένα διφορούμενα διατυπωμένο γράμμα το 1320. Με αυτόν τον τρόπο, ο Γκεντιμίνας «γάντζωσε» τον Πάπα, ο οποίος ασκούσε πιέσεις στην Τάξη να κάνει ειρήνη. Όταν οι παπικοί αντιπρόσωποι, εν τέλει, κατόρθωσαν να γίνουν δεκτοί σε ακρόαση στο Βίλνιους, ο Γκεντιμίνας απάντησε ότι με ευχαρίστηση θα αναγνώριζε τον Πάπα ως πατέρα του, σε σχέση με την αξιοσέβαστη θέση του, αλλά δεν είχε καμία πρόθεση να προσηλυτιστεί στον Χριστιανισμό.
Αν και η ειρήνη με την Τάξη ήταν αναγκαία, ο Γκεντιμίνας θα είχε να χάσει περισσότερα αν προσχωρούσε στον Καθολικισμό, καθώς οι παγανιστές βογιάροι και οι Σαμογιτιανοί ήταν πιστοί στους θεούς τους. Ο Γκεντιμίνας θα είχε τη μοίρα του Μιντάουγκας, του πρώτου μεγάλου ηγεμόνα της Λιθουανίας που βρέθηκε αντιμέτωπος με εξέγερση και δολοφονήθηκε μετά τον προσηλυτισμό του. Επιπρόσθετα, ένα ολοένα αυξανόμενο τμήμα της επικράτειας των Γκεντιμινίδων είχε προσχωρήσει στο ορθόδοξο δόγμα. Τα ρωσικά πριγκιπάτα δεν είχαν καμία επιθυμία να κυβερνώνται από έναν Ρωμαιοκαθολικό και οι Τεύτονες ιππότες ήταν ορκισμένοι εχθροί των Ορθόδοξων όσο και των Παγανιστών.
Παραδόξως, το γεγονός ότι ήταν παγανιστές έδινε το πλεονέκτημα της ουδετερότητας στους Γκεντιμινίδες, καθώς δεν ήταν παραταγμένοι μέσα σ' ένα μεγάλο θρησκευτικό στρατόπεδο. Ρεαλιστικά, αναμενόταν ότι οι Γκεντιμινίδες πρίγκιπες θα γίνονταν Ορθόδοξοι και θα κυβερνούσαν τα ρωσικά πριγκιπάτα σύμφωνα με τις παραδόσεις τους και τους νόμους τους. Μέσα στα πλαίσια της λιθουανικής επικράτειας οι Γκεντιμινίδες είχαν υιοθετήσει μια πολιτική θρησκευτικής ανοχής, σχεδόν μοναδικής για τα δεδομένα της μεσαιωνικής Ευρώπης. Οι μετανάστες ήταν καλοδεχούμενοι στη Λιθουανία και οι επιδέξιοι άποικοι ανταμείβονταν. Οι εκκλησίες και τα μοναστήρια προστατεύονταν από τον Γκεντιμίνας με σκοπό να κάνει τους τεχνίτες και τους εμπόρους να αισθάνονται σαν στο σπίτι τους. Οι Καθολικοί και οι Ορθόδοξοι απολάμβαναν θρησκευτικών ελευθεριών, όπως και οι Εβραίοι και οι Μουσουλμάνοι. Το μόνο περιστατικό όπου συνδέεται με παρέκκλιση απ΄ αυτή τη θρησκευτική ανοχή ήταν όταν κάποιοι Φραγκισκανοί μοναχοί έκαναν κήρυγμα ενάντια στην παγανιστική θρησκεία των οικοδεσποτών τους, που είχε ως συνέπεια να βρουν μαρτυρικό θάνατο.
Η εκστρατεία προς Ανατολάς
Οι πόλεμοι μεταξύ της Λιθουανίας και της Τάξης των Τευτόνων Ιπποτών χαρακτηριζόταν από δριμύτητα, αλλά ήταν κυρίως αμυντικοί. Οι επιδρομές στην Πρωσία και Λιβονία είχαν ως σκοπό κυρίως τη λαφυραγώγηση και τον όλεθρο, όχι την κατάκτηση. Για τη δυναστεία των Γκεντιμινίδων ήταν τα ρωσικά πριγκιπάτα, πέρα από τα ανατολικά σύνορα, που προσφέρονταν για επέκταση. Η διαδικασία αυτή είχε ήδη ξεκινήσει από την περίοδο της ηγεμονίας του Μιντάουγκας, όταν αυτός επέκτεινε την επικυριαρχία του σε κάποια από τα δασώδη βορειοδυτικά πριγκιπάτα, όπως το Μινσκ και το Ποτόλσκ, που δεν ήταν υπαγόμενα κατευθείαν στον έλεγχο των Τατάρων. Κατά την ηγεμονία του Βυτένις και του Γκεντιμίνας, η περιοχή που αντιστοιχεί στη σημερινή Λευκορωσία όπως το Βιτέμπσκ, περιήλθαν στη λιθουανική κυριαρχία. Στη νοτιοδυτική Ρωσία, τα πριγκιπάτα της Γαλικίας και της Βολυνίας αποτέλεσαν μήλο της έριδος για δεκαετίες ανάμεσα στη Λιθουανία και την Πολωνία.
Για τη Λιθουανία, η επέκταση στις ρωσικές περιοχές ισοδυναμούσε με μια σειρά από πλεονεκτήματα. Οι βογιάροι, που κατείχαν μεγάλες εκτάσεις γης κοντά στα πολυτάραχα σύνορα με την Πρωσία και τη Λιβονία, μπορούσαν να πειστούν ότι άξιζε να συνεχίσουν τον πόλεμο με αντάλλαγμα την παραχώρηση γαιών στις νεοκατακτημένες περιοχές στην ανατολή. Επίσης, μεγάλοι αριθμοί Ρώσων στρατιωτών, ιδιαίτερα τοξότες, είχαν συμμετάσχει στους πολέμους στο πλευρό της Τάξης.
Οι φιλοδοξίες του Γκεντιμίνας καταδείχτηκαν από τον νέο τίτλο που επινόησε για τον εαυτό του, αυτόν του "Lethewindorum et Ruthenorum rex", δηλαδή κύριος των Λιθουανών και των Ρώσων, αλλά οι ενέργειές του ήταν ακόμα πιο ενδεικτικές των προθέσεών του. Την περίοδο 1322-3, ο στρατός του εισέβαλε στη νότια Ρωσία, ξεκινώντας από τη Βολυνία, και εμφανιζόμενος μπροστά από τη μία μετά την άλλη πόλη, κατόρθωσε να τις κατακτήσει ή να τις υποτάξει. Καθοδόν για το Κίεβο, συνάντησε τον συνασπισμό στρατευμάτων των Πριγκίπων του Κίεβου, του Περεγιασλάβ και του Μπρυάνσκ, που του έκλεισαν τον δρόμο. Στη μάχη του ποταμού Ίρπεν το 1323, ο Γκεντιμίνας διασκόρπισε τους εχθρούς του. Μετά από πολιορκία ενός μηνός, το Κίεβο παραδόθηκε και οι υπόλοιποι πρίγκιπες έσπευσαν να δηλώσουν την υποταγή τους. Τότε ο Γκεντιμίνας εγκατέστησε ανθρώπους της εμπιστοσύνης τους στη διοίκηση του Κίεβου.
Η επακριβής φύση της εξουσίας της Λιθουανίας στις ρωσικές περιοχές είναι δύσκολο να προσδιοριστεί και αποτελεί αντικείμενο αντιπαράθεσης και συζητήσεων. Αν και στις περισσότερες περιπτώσεις τα πριγκιπάτα καταλαμβάνονταν δια της βίας, αυτό δεν ήταν ο γενικός κανόνας, καθώς κάποιοι Λιθουανοί ηγεμόνες προσκλήθηκαν από κάποια απ' αυτά. Τότε οι Γκεντιμινίδες πρίγκιπες προσηλυτίζονταν στο ορθόδοξο δόγμα, υποσχόμενοι να μην επιφέρουν νέους νόμους ούτε να αναμιχθούν στα έθιμα και τις παραδόσεις των νέων υπηκόων τους. Η ηγεμονία των παγανιστών εμπεριείχε μια έννοια ουδετερότητας και ήταν σαφώς πιο αποδεκτή από τους Ορθόδοξους Ρώσους παρά από τους Καθολικούς. Επίσης, υπάρχουν στοιχεία που συνηγορούν στην κατεύθυνση ότι το Κίεβο εξακολουθούσε να πληρώνει εισφορές στον Μεγάλο Χάγανο και μετά την κατάκτησή του από τον Γκεντιμίνας. Ωστόσο, αυτή η θεωρία είναι σε κάποιο βαθμό ακραία, καθώς ο Γκεντιμίνας είχε κατορθώσει πολλά μέσα από τον πόλεμο και ήταν διατεθειμένος να χύσει ακόμη και βασιλικό αίμα στις εκστρατείες αυτές. Από τη θέση των πρόσφατα κατακτηθέντων περιοχών, μάλλον ήταν καλύτερο να τα «πάνε καλά» με τον νέο αφέντη τους, αλλά επίσης να μη διακινδυνεύσουν περισσότερη αιματοχυσία σταματώντας τις εισφορές προς τη Χρυσή Ορδή.
Επίσης, είναι δύσκολο να προσδιοριστεί η στάση του Μεγάλου Χάγανου στο Σαράι. Οι Τάταροι εξαπέλυσαν επιδρομές ενάντια στη Λιθουανία το 1325, πιθανώς ως απάντηση στη δράση του Γκεντιμίνας και συνέδραμαν τη Μόσχα και το Σούζνταλ με στρατιωτικές δυνάμεις, όταν αυτά προσπάθησαν ανεπιτυχώς να αποσπάσουν με τη βία το Σμολένσκ από τη λιθουανική επικυριαρχία το 1339. Εκτός απ' αυτή τη φορά, ο Μεγάλος Χάγανος δεν προέβη σε άλλες σοβαρές προσπάθειες αντιμετώπισης της λιθουανικής διείσδυσης στις ρωσικές περιοχές. Η Χρυσή Ορδή σαφώς παρακολουθούσε τις δραστηριότητες της Λιθουανίας, αλλά έδειχνε απρόθυμη να αναλάβει δράση όσο οι εισφορές κατέφταναν σταθερά από τα ρωσικά πριγκιπάτα. Η συλλογή αυτών των εισφορών συνήθως διεξαγόταν από τους Πρίγκιπες της Μόσχας, που κατάφεραν να «παραμερίσουν» τη δυναστική παρατυπία στην οποία είχαν προβεί χρησιμοποιώντας τον τίτλο του Μεγάλου Δούκα της Ρωσίας. Αυτό είχε επιτευχθεί κυρίως λόγω της ικανότητας ηγεμόνων όπως ο Πρίγκιπας Ιβάν Καλίτα να συλλέγει χρυσό για το Σαράι. Ωστόσο, ενώ η Λιθουανία γινόταν ανεκτή ως αντίρροπος δύναμη, η Μόσχα αύξανε επίσης τη δύναμή της.
Αυτή η χαλαρή ισορροπία δυνάμεων ίσως να συνέχιζε αν η Χρυσή Ορδή δεν περιερχόταν σε μια περίοδο αλληλοσπαραγμού. Νόμιμος διεκδικητής της ηγεσίας του Χαγανάτου μπορούσε να ήταν ένας απόγονος του Τζούκι και, έμμεσα, του Τζένγκις Χαν. Αυτό το σύστημα λειτουργούσε ικανοποιητικά μέχρι τον θάνατο του επί μακρόν ηγεμονεύοντος Γιάνιμπεκ το 1357. Τον διαδέχτηκε ο γιος του Μπέρντιμπεκ. Το 1359, ο αδελφός του ο Κούλπα τον εκτόπισε αλλά δεν κατόρθωσε να παραμείνει στον θρόνο και η Χρυσή Ορδή βυθίστηκε στη δίνη ενός εμφυλίου πολέμου που κράτησε σχεδόν δύο δεκαετίες. Οι Χάγανοι άλλαζαν σε ετήσια βάση, συχνά συνιστώντας τα «ανδρείκελα» πολέμαρχων που δεν προέρχονταν από την οικογένεια των Τζουκιδών. Ξεχώριζε από τους τελευταίους ο Μαμάι, ένας πρώην στρατηγός του Μπέρντιμπεκ, που αναδείχθηκε σε πρωταγωνιστή του εμφυλίου. Οι περιοχές της Χρυσής Ορδής διαιρέθηκαν ανάμεσα στις αντίπαλες παρατάξεις.
Οι Ρώσοι πρίγκιπες έπαψαν να ταξιδεύουν στο Σαράι, όχι λόγω δυστροπίας αλλά επειδή φοβόντουσαν για την προσωπική ασφάλειά τους, καθώς η κατάσταση είχε γίνει επικίνδυνη και χαοτική. Οι Λιθουανοί είδαν ότι αυτή η κατάσταση γεννούσε ευκαιρίες αλλά είχαν τα δικά τους προβλήματα. Με τον θάνατο του Γκεντιμίνας το 1341 ή 1342, ο βασιλικός οίκος του περιήλθε στη δική του περίοδο αμφισβήτησης της ηγεσίας, που λύθηκε το 1345 όταν ανήλθαν στον θρόνο οι δύο γιοι του, ο Άλγκιρντας και ο Κεστούτις. Ο πρώτος κράτησε τον τίτλο του Μεγάλου Δούκα, αλλά οι δύο αδελφοί σχημάτισαν έναν δυναμικό συνασπισμό. Ο Κεστούτις, έχοντας τη βάση του στο Τρακάι, ηγείτο του πολέμου εναντίον των Τευτόνων Ιπποτών, τη στιγμή που ηγέτης τους ήταν ο ικανότατος Μεγάλος Μάγιστρος Βίνριχ φον Κνιπρόντε (1352-1382). Ο Αλκίρντας διοικούσε από το Βίλνιους και είχε στρέψει την προσοχή του στις ανατολικές κτήσεις του Μεγάλου Δουκάτου.
Η μάχη των Γαλάζιων Νερών.
Προτού ξεκινήσει ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των μελών της Χρυσής Ορδής, ο Άλγκιρντας είχε επεκτείνει την ισχύ της Λιθουανίας, τοποθετώντας διοικητές της εμπιστοσύνης του στο Μπρυάνσκ, το Τσερνίχιβ, το Νοβγκόροντ-Σιβέρκσυ και το Στάρονταμπ. Γύρω στο 1360, ο Άλγκιρντας εκθρόνισε τον Θεόδωρο (Τεοντόρ), τον «τελευταίο Ουκρανό πρίγκιπα του Κιέβου» σύμφωνα με τον Χρουσέβσκυ, αυτόν τον σημαντικό Ουκρανό μελετητή, και τοποθέτησε τον γιο του Βολοντίμιρ. Ωστόσο, το Κίεβο είχε συμβολική σημασία και ο Θεόδωρος θεωρείτο υποτελής της Ορδής. Κατά συνέπεια, το Χαγανάτο έβλεπε ότι διακυβευόταν το κύρος του. Δηλαδή, κατά πάσα πιθανότητα ο λόγος για τον οποίον ο ηγέτης (ή οι ηγέτες) της Χρυσής Ορδής απέστειλαν στρατιωτικές δυνάμεις ήταν η αντιμετώπιση αυτής της απειλής που πήγαζε από τους Λιθουανούς παγανιστές. Σ' αυτό το σημείο οι ιστορικές αποδείξεις και στοιχεία στερεύουν. Δεν γνωρίζουμε ποιος Χαν ή άλλος διεκδικητής του θρόνου απέστειλε στρατό εναντίον των Λιθουανών και δυστυχώς για την ιστορική υστεροφημία τους, οι Λιθουανοί δεν ήταν πολυγραφότατοι χρονικογράφοι ή αρθρογράφοι υπέρ εαυτών.
Ωστόσο, οι προγενέστερες εκδόσεις του Λιθουανικού-Ρουθενικού Χρονικού αναφέρουν ότι το 1362 "(ο Άλγκιρντας) ξεκίνησε μια εκστρατεία και νίκησε τους Τάταρους στα Γαλάζια Νερά [Σίνιε Βόντι στα Ουκρανικά]". Το επόμενο πρόβλημα που έχει εγερθεί είναι ποια είναι η ακριβής τοποθεσία της μάχης. Υπάρχουν πολλοί ποταμοί που αποκαλούνται «Γαλάζια Νερά» και οι δυο πιθανότερες εκδοχές είναι ο Σινιούκα (Siniuka), ένας παραπόταμος του ποταμού Μπουγκ (Bug) και ο Σνύβοντ (Snyvod), στα σύνορα με την περιοχή του Κιέβου.
Ένα μεταγενέστερο χρονικό μας δίνει περισσότερες πληροφορίες. Αναφέρει ότι ο Άλγκιρντας νίκησε «τους τρεις Τατάρους αδελφούς – Κοτσούμπεϋ, Κουτλουμπού και Ντιμίτρο – οι οποίοι ήταν ηγεμόνες της Πολοντίας και συνέλεγαν φόρους εκεί». Η Πολόντια είναι η περιοχή νότια του Κιέβου, που περιήλθε στον έλεγχο της Λιθουανίας, βρίσκοντας τελικά έξοδο στη Μαύρη Θάλασσα. Τα δύο πρώτα ονόματα είναι προφανώς Τατάρων, αλλά το «Ντιμίτρο» ή «Ντιμίτρυ» θα μπορούσε να είναι τ΄ όνομα ενός Ρώσου συμμάχου ή υποτελούς.
Σε αντίθεση με μεταγενέστερες μάχες, δεν έχουμε πιο πλήρη εικόνα των γεγονότων εκείνης της ημέρας, αξιόπιστων ή μη. Ωστόσο, υπό το φως των αναφορών για την προέλαση του Άλγκιρντας, φαίνεται λογική η υπόθεση ότι ο Άλγκιρνας θα είχε πληροφορηθεί ότι η κυριαρχία του στο Κίεβο ήταν υπό αμφισβήτηση και κινήθηκε εναντίον του στρατού των Τατάρων και των Ρώσων συμμάχων τους (όπως, πιθανώς είχε και ο Άλγκιρντας) που είχαν αποσταλεί από την Πολόντια και τους νίκησε στις όχθες ενός ποταμού, σε μια τοποθεσία χαμένη στην ιστορία.
Αποδείξεις για τη μάχη δεν υπάρχουν μόνο από τις αναφορές στα χρονικά, αλλά και από τον αντίκτυπο στην περιοχή. Το χρονικό συνεχίζει αναφέροντας ότι ο Άλγκιρντας τοποθέτησε διάφορους συγγενείς ως ηγεμόνες της Πολόντιας και «έθεσε ένα τέλος στην πληρωμή εισφορών προς τους Τατάρους», καθώς επίσης οχύρωσε τις πόλεις της περιοχής, κάτι που απαγορευόταν κατά τη διάρκεια του ταταρικού ζυγού. Η Χρυσή Ορδή δεν είχε εξουδετερωθεί και περιπτώσεις περιστασιακών πληρωμών εισφορών σημειώθηκαν ξανά, αλλά ουσιαστικά οι περιοχές της κεντρικής Ουκρανίας αποκολλήθηκαν από την κυριαρχία της Χρυσής Ορδής και για πολλά χρόνια παρέμειναν μέρος ενός ευρύτερου λιθουανικού βασιλείου. Υπό αυτή την οπτική γωνία, η μάχη των Γαλάζιων Νερών μπορεί να θεωρηθεί ως αποφασιστική.
Το ερώτημα που τίθεται είναι πως ένα τόσο σημαντικό γεγονός ουσιαστικά ξεχάστηκε. 'Ένα γεγονός που επισκίασε τη μάχη (τουλάχιστον στα χρονικά) ήταν η μάχη του Κουλίκοβο το 1380, όπου ο Πρίγκιπας Ντιμίτρυ της Μόσχας νίκησε τον Μαμάι, έναν πολέμαρχο που δεν προερχόταν από τους Τζουκίδες και που επιδίωκε την κυριαρχία. Τα μοσχοβίτικα χρονικά δόξαζαν και «ενίσχυαν» τον αντίκτυπο του γεγονότος στα επόμενα χρόνια. Αυτή η επιτυχία ήταν σημαντική αλλά τα κέρδη της εκμηδενίστηκαν όταν ο επόμενος Τάταρος ηγέτης, ο Τοκχτάμυς, λεηλάτησε τη Μόσχα το 1382. Ο Ντιμίτρυ Ντονσκόι συνέχισε να υφίσταται ως πειθήνιος υποτελής με υποχρέωση πληρωμής εισφορών. Θα έπαιρνε ακόμη έναν αιώνα μέχρι να καταφέρει η Μόσχα να αποτινάξει τον ταταρικό ζυγό.
Η κύρια αιτία πίσω από την επισκίαση του επιτεύγματος των Λιθουανών ήταν τα επόμενα ιστορικά γεγονότα. Με την Ένωση της Κρέβα το 1385, ο Μεγάλος Δούκας Τζογκάιλα, ο γιος του Άλγκιρντας, έγινε Καθολικός υπό την πολωνική αιγίδα. Έτσι ο Τζογκάιλα μπορούσε να γίνει βασιλιάς της Πολωνίας και επέβαλλε τον Καθολικισμό στους Λιθουανούς υπηκόους του. Η Λιθουανία κατέντησε πλέον εξαρτημένη από την Πολωνία και τον Καθολικισμό. Αυτή η εξέλιξη αποξένωσε τις ορθόδοξες περιοχές και επίσπευσε το χάσμα με τους προηγουμένως λιγότερο αμφισβητίες φεουδάρχες. Όπως έχει ήδη προαναφερθεί, ένας πολυθεϊστής ηγεμόνας ήταν προτιμότερος από έναν χριστιανό του «λάθους» δόγματος και δεν υπήρχε πλέον ιδιαίτερο συμφέρον για να πανηγυρίζουν οι Ουκρανοί τις επιτυχίες της Λιθουανίας εναντίον των Τατάρων μετά από αυτή την εμφανή προδοσία.
Στους επόμενους αιώνες ο δεσμός της Λιθουανίας με την Πολωνία είχε ως αποτέλεσμα να μοιραστεί τη μοίρα ενός από τα πιο ατυχή έθνη της πρώιμης σύγχρονης ιστορίας, με μεγάλες απώλειες εδαφών, κύρους και αυτονομίας υπέρ της Γερμανίας και της Αυτοκρατορικής Ρωσίας, τους δύο γίγαντες της κεντρικής και ανατολικής ευρωπαϊκής ιστορίας. Οι επιτυχίες της Λιθουανίας κατέληξαν μια υποσημείωση χωρίς υπερασπιστές που θα μπορούσαν να κρατήσουν τη μνήμη τους ζωντανή.
Στη νότια Ουκρανία η έρευνα για το πεδίο της μάχης συνεχίζεται και στα πρόσφατα χρόνια οι αρχαιολόγοι έχουν επικεντρώσει τις έρευνές τους στο χωριό του Τορχοβύτσια στον ποταμό Συνιούκχα. Ωστόσο το έδαφος αρνείται ως τώρα να αποκαλύψει την τοποθεσία που αποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες πολεμικές τιμές για τα λιθουανικά όπλα.
Βιβλιογραφία
1) Stephen C. Rowell: LITHUANIA ASCENDING. A PAGAN EMPIRE WITHIN EAST-CENTRAL EUROPE, 1295-1345, Cambridge Studies in Medieval Life and Thought: Fourth Series, Cambridge University Press.
2) William Urban: THE SAMOGITIAN CRUSADE, Lithuanian Research & Studies, 1989.
3) Jaroslaw Pelenski: THE CONTEST FOR THE LEGACY OF KIEVAN RUS', Columbia University Press, 1998.
4) Eric Christianssen: THE NORTHERN CRUSADES, Penguin Books, 1997.
5) Mikhail Hrushevsky: A HISTORY OF UKRAINE, Archon, 1986.
6) Janet Martin: MEDIEVAL RUSSIA 980 – 1584, Cambridge University Press, 2007.