του Ben Sheppard,
μετάφραση Στεργιανή Παπαλάμπρου
ΜΕΡΟΣ Γ' / Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΣΤΗΣ
"Chang" – Περιπέτεια στη Ζούγκλα
Όταν κυκλοφόρησε τη νέα του ταινία το 1925, η φήμη του Cooper γρήγορα εξαπλώθηκε και ο ίδιος σημείωσε σημαντική εισπρακτική επιτυχία. Η ταινία του "Grass: A Nation's Battle for Life" εντυπωσίασε τόσο το φιλοθεάμον κοινό, όσο την κοινότητα των ακαδημαϊκών και των εξερευνητών. Ο Cooper είχε ήδη εκπληρώσει άλλο ένα όνειρο της παιδικής του ηλικίας, να γίνει ένας πασίγνωστος και αξιοσέβαστος εξερευνητής, αν και στην πραγματικότητα, η λαχτάρα του για εξερεύνηση μόλις είχε αρχίσει να φουντώνει. Με την ταινία του "Grass", ο ίδιος μαζί με τον φίλο του, Earnest Schoedsack, είχαν φέρει επανάσταση στο χώρο του κινηματογραφικού ντοκιμαντέρ, χρησιμοποιώντας απλούς ανθρώπους της άγριας υπαίθρου να πρωταγωνιστήσουν παίζοντας το ρόλο της καθημερινότητάς τους. Μέρος αυτής της ιδέας υλοποιήθηκε στα ταξίδια τους σε εξωτικά νησιά με τον Salisbury στο Wisdom, όπου εκεί ζητούσαν από τους κατοίκους να αναπαραστήσουν τις παραδοσιακές τους τελετές και στρατιωτικές επιδείξεις, γεγονός που ώθησε τους Cooper και Schoedsack σε μία κατεύθυνση που ούτε καν μπορούσαν να φανταστούν, δηλαδή στην καθαρή δραματουργία, παρόλο που αυτή η κατάσταση συνδυάστηκε από μια πληθώρα εμπειριών. Το βασικό στάδιο αυτής της μετάβασης ήρθε στην επόμενη ταινία ντοκιμαντέρ των Cooper and Schoedsack.
Χάρη στη νέα μεγάλη του εμπορευσιμότητα ο Cooper ήταν σε θέση να συγκεντρώσει ένα πολύ μεγαλύτερο χρηματικό ποσό για το επόμενό του επιχειρηματικό σχέδιο. Μετά τα άγονα εδάφη του Ιράν κατευθύνθηκαν στην αφιλόξενη ζούγκλα της Νοτιοανατολικής Ασίας και η εξέλιξη από την παραγωγή ντοκιμαντέρ στη δραματουργία συνεχίστηκε με τη δημιουργία της ταινίας τους "Chang", η οποία βγήκε στους κινηματογράφους το 1927 και πήρε το όνομα της από έναν γέρικο ελέφαντα που «πρωταγωνίστησε» στην ταινία.
Στην ταινία αυτή οι Cooper και Schoedsack ταξίδεψαν στο Σιάμ (σύγχρονη Ταϋλάνδη) για να κινηματογραφήσουν τις ζωές των ανθρώπων που ζούσαν στη ζούγκλα και τον αγώνα επιβίωσής τους κατά των διαφόρων ασθενειών, της ανελέητης φύσης και των ανθρωποφάγων τίγρεων και εστίαζε ειδικότερα στις δοκιμασίες μιας συγκεκριμένης οικογένειας. Το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους δαπανήθηκε στην περιπλάνηση στη ζούγκλα και στην τοποθέτηση παγίδων για τις ανθρωποφάγους τίγρεις που συχνά επιτίθονταν στους Σιαμέζους χωρικούς. Οι τελευταίοι μάλιστα θορυβήθηκαν από τις δραστηριότητες αυτών των ενοχλητικών ξένων, καθώς ο φόβος τους για τις τίγρεις συνοδεύονταν από βαθιά δεισιδαιμονία. Πίστευαν, για παράδειγμα, ότι κάποιες τίγρεις ήταν κακόβουλα υπερφυσικά όντα με τη μορφή ιερών αλόγων, που θα προκαλούσαν τρομερά αντίποινα στους κυνηγούς τους. Ο Cooper, λοιπόν, διαβεβαίωσε τους γέροντες του χωριού ότι αυτός ο ίδιος θα έφερε την ευθύνη απέναντι στα κακά πνεύματα, τα οποία, αν κάτι δεν πήγαινε κατ' ευχήν, θα στρέφονταν εναντίον του. Υπό την εποπτεία του Cooper, λοιπόν, κατασκευάστηκε μια θανάσιμη παγίδα κι έτσι αιχμαλώτισαν την τίγρη δολοφόνο, γνωστή με το όνομα Mr Crooked (Κος Μαγκούρας), η οποία είχε σκοτώσει πολλούς χωρικούς κι ονομάστηκε έτσι για το παραμορφωμένο της πόδι, με το οποίο οι κάτοικοι ήταν φοβερά εξοικειωμένοι λόγω του χαρακτηριστικού τυπώματος που έφερε στο πέλμα. Ο Mr Crooked, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν παραδόθηκε αμαχητί και λίγο έλειψε να δραπετεύσει από το κελί του τη νύχτα, πριν οι άντρες του χωριού αναλάβουν δράση και τον ξανα-αιχμαλωτίσουν.
Πριν φτάσει στο Σιάμ ο Cooper είχε να αντιμετωπίσει την άτακτη φυγή ενός ελέφαντα, αλλά για καλή του τύχη δέχθηκε μέσω της πρωτοβουλίας του αντιβασιλέα του Νοτίου Σιάμ, Πρίγκιπα Yugala, τη βοήθεια ενός κυνηγού ελεφάντων κι έτσι κατάφεραν ξανά να τοποθετήσουν το τεράστιο ζώο στη σκηνή. Αυτός ο γέρος κάτοικος της ζούγκλας μπορούσε με εξαιρετική ευκολία να οδηγήσει ένα κοπάδι άγριων ελεφάντων σε ένα μαντρωμένο μέρος, με τη βοήθεια κάποιων χωρικών που παρίσταναν τους κινούμενους θάμνους. Καθώς η τεχνολογία της εστίασης με την κάμερα ήταν ακόμη σε εμβρυακό στάδιο, ο Schoedsack έπρεπε να καταγράψει τις σκηνές του κρυμμένος σε μια καμουφλαρισμένη πιρόγα, οχυρωμένη με κούτσουρα που θα στήνονταν στο μονοπάτι των ελεφάντων, οι οποίοι τελικά αντί να περάσουν γύρω από το καλοστημένο σκηνικό, όπως είχε προβλεφθεί, πέρασαν πάνω από αυτό και ο Schoedsack, που ήδη ανάρρωνε από την ελονοσία, ίσα που κατάφερε να γλυτώσει τη ζωή του από θαύμα. Όταν η ταινία "Chang" ολοκληρώθηκε και δόθηκε στη δημοσιότητα, η σκηνή της φυγής του ελέφαντα κατενθουσίασε το κοινό και παρέμεινε για πάντα μια από τις αγαπημένες ταινίες του Cooper, καθώς πήρε ακριβώς τη μορφή την οποία ο ίδιος εξαρχής είχε φανταστεί.
Παρότι η ταινία "Chang" είχε ξεφύγει από τον αρχικό προϋπολογισμό, με την Paramount να χρηματοδοτεί άλλα 10,000 δολάρια, ο Cooper ήταν ένα από τα πλέον πολύτιμα περιουσιακά στοιχεία της εταιρίας. Έτσι ο Cooper είχε την ελευθερία να επιλέξει ως επόμενή του ταινία το θέμα του αγαπημένο του βιβλίου από την παιδική του ηλικία: "Τα Τέσσερα Φύλλα". Πήρε λοιπόν μαζί του στην ύπαιθρο του Σουδάν το κινηματογραφικό πλήρωμα για να αρχίσουν επί τόπου τις λήψεις ενός μέρους της ταινίας, κάτι που αποτελούσε μια άλλη φρέσκια καινοτομία. Εκεί εντόπισε αυθεντικούς Σουδανούς πολεμιστές, ορισμένοι από τους οποίους ήταν βετεράνοι της Μάχης του Omdurman κατά των Βρετανών το 1896. Κατά την κινηματογράφηση, δύο εκ των φυλών αναμόχλευσαν κάποια παλιά τους αντιπαλότητα και η σκηνή της κινηματογραφικής μάχης λίγο έλειψε να μετατραπεί σε πραγματικό πόλεμο. Ο Cooper αμέσως εισέβαλε στη συμπλοκή και επέπληξε άγρια τους πολεμιστές με το μεγάφωνό του να σταματήσουν τους καυγάδες κι έτσι απετράπη μια δυνητικά καταστροφική κατάσταση. Από τις πιο όμορφες και απαιτητικές σκηνές στην άγρια φύση ήταν αυτή των επιθετικών ιπποπόταμων, η οποία, λόγω της αμεσότητας που υπήρχε με τα ζώα, αυτή τη φορά παραλίγο να στοιχίσει τη ζωή του Cooper. Ο τελευταίος στο Σουδάν αναβίωσε το ενδιαφέρον του για την πρώιμη ζωολογία και γοητεύτηκε ιδιαίτερα από τον πληθυσμό των μπαμπουίνων. Το ενδιαφέρον του αυτό φάνηκε ξεκάθαρα στη σκηνή με τους μπαμπουίνους στην κρεμαστή γέφυρα, για την οποία χρησιμοποιήθηκαν εκατοντάδες ζώα. Στη σκηνή αυτή η γέφυρα κόπηκε, με αποτέλεσμα τα άτυχα ζώα να πέσουν στο ποτάμι. Ο Cooper, βέβαια από αυτή την εμπειρία έμεινε πολύ ικανοποιημένος, γιατί η σκηνή αυτή γυρίστηκε χωρίς να χαθεί ούτε ένας μπαμπουίνος.
Καθώς η δεκαετία του 1920 πλησίαζε στο τέλος της ο Merian είχε ήδη ενεργήσει ως επιχειρηματίας υψηλής απόδοσης, με την δράση του να εκτείνεται από την παραγωγή ταινιών έως την εμπορική αεροπορία, με την ίδρυση της Pan American Airways, αλλά κατά βάθος ο Cooper πάντα αποζητούσε να βρεθεί ξανά στην άγρια ύπαιθρο για να αναβιώσει στιγμές πραγματικής περιπέτειας. Ο ίδιος από καιρό λαχταρούσε να θέσει σε εφαρμογή το νέο του σχέδιο, να γίνει ο πρώτος άνθρωπος που θα πετούσε πάνω από το Rub' al Khali, το Άδειο Τέταρτο της Αραβίας και να ανακαλύψει τους κρυμμένους "θησαυρούς" του. Αυτό το σχέδιο αναβλήθηκε αρκετές φορές λόγω της έντονα παράπλευρης δραστηριότητάς του, αλλά ανεστάλη κυρίως από δύο γεγονότα. Το πρώτο ήταν το 1929 ο τραγικός θάνατος του John Hambledon σε αεροπορικό δυστύχημα, ο οποίος υπήρξε εγκάρδιος φίλος, συνάδελφος και υποψήφιος συγκυβερνήτης του στο εν λόγω σχέδιό του. Έπειτα, το 1931 κυκλοφόρησε η είδηση ότι ο Βρετανός Bertram Thomas, ο οποίος δούλευε στη θέση του Βεζίρη για τον Σουλτάνο του Μουσκάτ (σύγχρονο Ομάν), κατάφερε να διασχίσει το Άδειο Τέταρτο και, όπως ήλπιζε κι ο Cooper, είχε ανακαλύψει μία άγνωστη φυλή.
Η Μεγάλη Ιδέα του Cooper
Ο Cooper συνεχάρη ευγενικά τον Thomas για το σπουδαίο κατόρθωμά του, αν και η προσωπική του απογοήτευση ήταν μεγάλη. Αυτή η άτυχη συγκυρία κατέστειλε προσωρινά την επιθυμία του Cooper για περιπέτεια, αλλά οι συζητήσεις που είχε με έναν φίλο του ανέφλεξαν και πάλι τον ενθουσιασμό του να υλοποιήσει μια ιδέα που από καιρό δούλευε στον μυαλό του. Ο φίλος αυτός δεν ήταν άλλος από τον εξερευνητή W. Douglas Burden, που είχε εγκαταστήσει μία από τις πρώτες πλήρως εξοπλισμένες αποστολές στο νησί Komodo το 1926. Ο Burden κατάφερε να αιχμαλωτίσει κάποια είδη δράκων που ζούσαν στο νησί, αλλά η πρώτη από αυτές τις υπερμεγέθεις σαύρες κατάφερε να σπάσει το κλουβί και να δραπετεύσει. Από το συνολικό αριθμό τους, δώδεκα νεκρά είδη και δύο ζωντανά μεταφέρθηκαν στις Η.Π.Α., αλλά όταν οι ζωντανοί δράκοι εκτέθηκαν στο ζωολογικό κήπο του Μπρονξ μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα πέθαναν. Ο Cooper αναγνώριζε πάντα με ενθουσιασμό ότι οι περιπετειώδεις ιστορίες του Burden του ενέπνευσαν τη μεγάλη του ιδέα που θα ακολουθούσε, μέχρι και τον παραπλήσιο τίτλο, αλλά αυτό που στην ουσία οραματίστηκε ο ίδιος ήταν ένας γιγάντιος προϊστορικός πίθηκος, που πολεμούσε με τους δεινόσαυρους και στη συνέχεια βρέθηκε αντιμέτωπος με τον πολιτισμό της Νέας Υόρκης, κάτι που θα γινόταν η ταινία του Κινγκ Κονγκ που όλοι ξέρουμε.
Ο Cooper ήταν ιδιαίτερα ενθουσιώδης γι αυτή του τη σύλληψη, έπρεπε όμως να μαζέψει χρήματα και ταλαντούχους ανθρώπους που θα τον απάρτιζαν, προκειμένου να την υλοποιήσει. Η υπόθεση γινόταν πιο περίπλοκη από το γεγονός ότι δεν είχε στα χέρια του κανένα σενάριο για να ξεκινήσει, αλλά ούτε και κάποιον τρόπο για να δώσει σχήμα και μορφή στο όραμά του σύμφωνα με τα τότε κινηματογραφικά δεδομένα. Από την άλλη, βέβαια, η οικονομική επιρροή και οι επαφές του δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητα, αλλά προτίμησε να ξεκινήσει με πολύ προσεκτικά βήματα. Ενώ, λοιπόν, βρισκόταν στην παραγωγή της ταινίας "Το πιο επικίνδυνο θήραμα", τα γυρίσματα της οποίας γίνονταν σε ένα νησί στη ζούγκλα, ο Cooper δανείστηκε τους πρωταγωνιστές Fay Wray και Robert Armstrong να παίξουν ταυτόχρονα στα δοκιμαστικά του Κινγκ Κονγκ. Το σενάριο πέρασε από πολλά χέρια και αρχικά χρεώθηκε στον Άγγλο συγγραφέα Edgar Wallace, αλλά η τελική έκδοσή του ήταν αποτέλεσμα της δουλειάς της Ruth Rose, της περιπετειώδους συζύγου του Ernest Schoedsack. Ο Cooper έδωσε στην Ruth ένα ευρύ πεδίο έμπνευσης λέγοντάς της: "Βάλε μας μέσα σ' αυτό"..."Δώσε στο έργο το περιπετειώδες πνεύμα των Cooper και Schoedsack". Και καθώς η ίδια γνώριζε πολύ καλά και τους δύο άντρες, ήταν σε θέση να ενσαρκώσει άριστα το όραμα του Cooper.
Μία από τις πλέον απαιτητικές προκλήσεις που αντιμετώπιζε ο Cooper ήταν η μεταφορά της εικόνας που οραματιζόταν στην οθόνη με πειστικό τρόπο. Ένας άνθρωπος ντυμένος γορίλας σίγουρα δεν ήταν και η καλύτερη λύση και τα πλάνα ενός πραγματικού γορίλα παρουσίαζαν μια σειρά από τεχνικές δυσκολίες. Για άλλη μια φορά ο Cooper είχε την τύχη να είναι στο σωστό μέρος, όταν ένα μεγάλο τεχνολογικό επίτευγμα βρισκόταν προ των πυλών. Την περίοδο εκείνη υπεύθυνος για τα ειδικά εφέ της RKO ήταν ο μαιτρ του είδους Willis O'Brien. Όπως και ο Cooper, έτσι και ο O'Brien ήταν έντονα περιπετειώδης, αφού στην εποχή του υπήρξε καουμπόι και πυγμάχος. Κάποια στιγμή, ενώ κατασκεύαζε με τους βοηθούς του στο εργαστήρι του πυγμάχους από πυλό ο O'Brien είχε την έξοχη ιδέα of stop-motion animation, στην οποία μια τρισδιάστατη μορφή αναπαρίσταται κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο των κινουμένων σχεδίων του Disney. Ο Κινγκ Κονγκ δεν ήταν ο πρώτος ανθρωποειδής πίθηκος που κατασκεύασε ο O'Brien, αφού το 1917 ο κακός γορίλας που πρωταγωνιστούσε στην ελάχιστα γνωστή ταινία "The Dinosaur and the Missing Link" ήταν επίσης δικό του δημιούργημα. Οι δεινόσαυροι του O' Brien είχαν ήδη μαγέψει το κοινό, όταν το 1924 γυρίστηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες το έργο του Arthur Conan Doyle's "The Lost World" («Χαμένος Κόσμος»), στο οποίο οι δεινόσαυροί του κατασκευασμένοι από πηλό και χάλυβα με τη βοήθεια των φωτογραφικών τεχνασμάτων και του επιμελημένου φωτισμού φαινόταν σαν ένα πολυάριθμο κοπάδι.
Το 1931 ο O'Brien δούλευε για μια χαμηλής κλάσης ταινία δράσης με θέμα και πάλι τους δεινόσαυρους και με την ονομασία "Creation", η οποία υπερέβη κατά πολύ τον προϋπολογισμό κι έχασε την εμπιστοσύνη των στελεχών της RKO. Όταν ο Cooper πληροφορήθηκε το νέο αποφάσισε να ενσωματώσει το όλο εγχείρημα του O'Brien με τους δεινόσαυρους και ό,τι άλλο κατασκεύαζε στη δική του παραγωγή. Έτσι, με την άριστη στρατηγική διαχείριση του Cooper, η επιστήμη των ειδικών κινηματογραφικών εφέ έφτασε σε νέα επίπεδα και η απεικόνιση των κινουμένων σχεδίων ενισχύθηκε από ακόμη περισσότερες καινοτομίες, όπως το πραγματικών διαστάσεων πρόσωπο, οι ώμοι του Κινγκ Κονγκ για τα κοντινά πλάνα και το τεράστιο χέρι στο πλάνο που αιχμαλωτίζει την Fay Wray. Ο γιγάντιος πίθηκος έμελε να αποθεωθεί από το κινηματογραφικό κοινό.
Κι εδώ εύλογα ανακύπτει το ερώτημα. Με αφορμή ποιό γεγονός σκαρφίστηκε ο Cooper αυτή την έξοχη ιδέα; Θα μπορούσε να αποδοθεί σε πολλούς παράγοντες, όπως στην μακροχρόνια γοητεία που του ασκούσαν οι πίθηκοι και η πρώιμη ζωολογία, για τα οποία τον ενέπνευσε ο Γάλλος εξερευνητής Paul Du Chaillu και το κυνήγι των γοριλών στην τότε άγνωστη Ισημερινή Αφρική. Επίσης, η προγενέστερη προσωπική εμπειρία του Cooper με τα τερατόμορφα ερπετά στα νησιά Andamans πρέπει να άσκησαν μεγάλη επιρροή στη διαμόρφωση της νήσου Skull –όπου διαδραματίστηκε η ταινία του Κινγκ Κονγκ- και της προϊστορικής της πανίδας, ενώ ο Cooper αναγνώριζε ακόμη ότι πηγή της έμπνευσής του αποτέλεσαν οι μυθοπλαστικές ιστορίες του φίλου του Burden σχετικά με τον δράκο του Komodo. Παρόλα αυτά, κανείς από τους παραπάνω παράγοντες δεν κατέστη μεμονωμένα το γενεσιουργό κίνητρο οραματισμού του Κινγκ Κονγκ, που ως χαρακτήρας συνδύαζε το τέρας και τον τραγικό ήρωα συνάμα. Ο Cooper είχε βιώσει στο πετσί του την ανθρωπότητα στα καλύτερα και τα χειρότερά της από τα πεδία της μάχης, τις περιπέτειες στην άγρια φύση, τις βασανιστικές ανακρίσεις, την αιχμαλωσία σε καιρό πολέμου και γενικότερα όλο το ταξίδι του στον κόσμο. Χάρη σε όλες αυτές τις πολλαπλές του επιρροές ο Cooper μπορούσε να φτάσει στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής και να συλλάβει την κεντρική ιδέα που θα είχε μεγάλη απήχηση στον κόσμο. Πρόκειται για την ιδέα ενός τερατώδους πιθήκου, που φεύγει βίαια από το περιβάλλον του, που είναι και το βασίλειό του και σπέρνει τον όλεθρο στον Πολιτισμό, ώσπου στο τέλος το μίσος για τον αποκρουστικό πίθηκο μετατρέπεται σε συμπάθεια και συμπόνια προς το πρόσωπό του, κυρίως λόγω της τυφλής αγάπης του για μια όμορφη γυναίκα. Αυτό το βασικό συστατικό της ταινίας χτύπησε την ευαίσθητη χορδή στο ανθρώπινο υποσυνείδητο κι αυτό το αποδεικνύουν και οι αμέτρητες επαναλήψεις της πρωτότυπης ταινίας, τα ριμέϊκ, ακόμα και οι παρωδίες, καθώς όλα τα παραπάνω συνηγορούν στο ότι η κεντρική ιδέα της ταινία του Κινγκ Κονγκ ακόμη και σήμερα έχει μεγάλη απήχηση.
Όταν ο Κινγκ Κονγκ κυκλοφόρησε το 1933 αιφνιδίασε το κατατρομαγμένο και συνάμα γοητευμένο κοινό, καθώς ήταν κάτι το οποίο δεν είχαν ποτέ ξαναδεί. Ο αρχηγός της αποστολής στο νησί Skull, Carl Denham, τον οποίο υποδύθηκε ο Robert Armstrong, ήταν στην οθόνη το άλλο μισό του Coop λόγω της εξωτερικής τους ομοιότητας, αλλά και του χαρακτήρα που απεικόνιζε στην ταινία. Ο Bruce Cabot στο ρόλο του Jack Driscoll, από την άλλη, «έφερνε» στην ψιλόλιγνη φιγούρα του πιο ρομαντικού και ψύχραιμου Schoedsack, ενώ υπήρχαν κι άλλες πολλές ομοιότητες στην περιπετειώδη περιήγησή τους στους μακρινούς τόπους όπου διαδραματίζονταν η ταινία. Όταν η επιθετική ορμή του ερωτοχτυπημένου Κινγκ Κονγκ έπρεπε για τους λόγους του σεναρίου να καταλαγιάσει, οι δύο τυχοδιώκτες βρήκαν την κατάλληλη ευκαιρία να δοκιμάσουν έστω για λίγο το υποκριτικό τους ταλέντο. Στην τελική σκηνή ο πιλότος του προπορευόμενου αεροπλάνου δεν ήταν άλλος από τον Cooper με συγκυβερνήτη του τον Schoedsack, ο οποίος στο τέλος έριξε τη χαριστική βολή στον Κινγκ Κονγκ.
Η ταινία του Κινγκ Κονγκ έμελε να γίνει μεγάλη επιτυχία προτού ακόμη βγει στις αίθουσες, αφού το κινηματογραφικό κοινό σκανδαλιζόταν ανυπόμονα από τις μυστηριώδεις ραδιοφωνικές εκπομπές και την επιτυχημένη ραδιοφωνική καμπάνια. Όταν, λοιπόν, κυκλοφόρησε η ταινία, το κοινό συνέρεε για να δει τη μάχη του υπερφυσικού πιθήκου με τους δεινοσαύρους προκειμένου να επικρατήσει στην περιοχή του και μετέπειτα, ερωτοχτυπημένος, να δίνει τη μάχη με τον Πολιτισμό, τον οποίο αντικατόπτριζαν τα εξοπλισμένα με πολυβόλα αεροσκάφη. Σε μια εποχή που η μεγάλη ύφεση είχε χτυπήσει και τα κινηματογραφικά έσοδα, η ταινία εναντιώθηκε στην κρίση και, όχι μόνο είχε εξαιρετική εισπρακτική επιτυχία, αλλά έμελε να αποτελέσει κι ένα από τα σημαντικότερα κομμάτια της κινηματογραφικής ιστορίας. Η επιτυχία του Κινγκ Κονγκ στην ουσία ποτέ δεν εξανεμίστηκε και, για όσους ξέρουν, είναι ολοφάνερο ότι η συγκεκριμένη ιστορία εξακολουθεί να κρατάει την αρχετυπική της δύναμη.
Έχοντας εδραιώσει τη φήμη του, ο Cooper συνέχισε να πρωταγωνιστεί στην Αμερικανική δημιουργική σκηνή καθόλη τη δεκαετία του 1930 και το όνομά του συνδέθηκε με την ανακάλυψη κινηματογραφικών ταλέντων όπως η Κatherine Hepburn και με την αναγέννηση της καριέρας του σπουδαίου παραγωγού John Ford, ο οποίος είχε τη φήμη ενός από τους πιο δύσκολους για συνεργασία ανθρώπους. Προς το τέλος της δεκαετίας ο Merian συνεργάστηκε ξανά με τον μαιτρ των ειδικών εφέ Willis O'Brien πάνω σε μία θεαματική σύλληψη, σε ένα έργο που έφερε τον τίτλο «Οι Αετοί του Πολέμου» ("War Eagles"). Η ιστορία αυτή είχε να κάνει με χαμένες φυλές, προϊστορικά τέρατα και με μια χαμένη αποικία των Βίκινγκς, που οδηγούν τεράστιους αετούς σαν να ήταν άλογα, μοιράζονται τον χαμένο κόσμο τους με δεινόσαυρους και άγριους πιθηκάνθρωπους, αλλά τελικά καταλήγουν στο πλευρό της Αμερικής ενάντια στον φασιστικό γερμανικό εχθρό! Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι η ναζιστική Γερμανία ήδη αποτελούσε το φόβητρο των λαών, παρότι το σενάριο γράφτηκε το 1938. Η πραγματικότητα, δυστυχώς, προσγείωσε αυτό το μεγάλο σχέδιο, καθώς, λόγω της επικείμενης εισόδου της Αμερικής στον πόλεμο, η ταινία τέθηκε στο αρχείο. Για μια ακόμη φορά το πεπρωμένο του Cooper και τα γεγονότα που διαδραματίζονταν στον κόσμο ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα.
Επιστροφή στον πόλεμο
Στη θέση του Cooper κάποιος άλλος με πιο ταπεινά κίνητρα θα χρησιμοποιούσε τον πόλεμο για να κάνει ταινίες προπαγάνδας, ο ίδιος όμως, αν και 48 ετών, δεν σκόπευε να μείνει έξω από την πρόκληση κι έτσι στρατολογήθηκε εκ νέου ως υποσμηναγός στην Πολεμική Αεροπορία των Ηνωμένων Πολιτειών. Η πρώτη σημαντική αποστολή του Cooper ήταν η επιχείρηση με κωδική ονομασία "Force Aquila", η οποία έγινε περισσότερο γνωστή ως «Doolittle Raid», ένα επιχειρησιακό σχέδιο απόγνωσης, θα λέγαμε, στο οποίο ένας στόλος Αμερικανικών βομβαρδιστικών αεροσκαφών, μεταφερόμενος από ένα αεροπλανοφόρο, βομβάρδισε το Τόκιο, δαμάζοντας έτσι το ηθικό των Γιαπωνέζων, μετά την πανωλεθρία στο Pearl Harbour. Τα βομβαρδιστικά επιχειρούσαν σε όλο το εύρος της εμβέλειάς τους, προκειμένου να καταφέρουν να διασωθούν πάνω από την Κίνα και να κάνουν ό,τι καλύτερο για να ανακτήσουν τις Αμερικανικές γραμμές. Μόνο τέσσερις αεροπόροι έπεσαν στα χέρια της Γιαπωνέζικη περιπολίας, τους οποίους ο Cooper ήταν έτοιμος με μία αποστολή στην οποία συμμετείχε κι ο ίδιος να τους διασώσει, αλλά η προσπάθειά του έπεσε στο κενό λόγω του ότι η ηγεσία είχε άλλη άποψη.
Ο Cooper διατάχθηκε να ενεργήσει ως αξιωματούχος των μυστικών υπηρεσιών κι έτσι βρέθηκε να εργάζεται ως Επιτελάρχης με τον Ναύαρχο Claire Chennault, έναν στιβαρό αποστάτη, του οποίου οι σχέσεις με τους ανωτέρους του ήταν σε τεντωμένο σχοινί. Οι δύο άντρες αναγνώρισαν ο ένας στον άλλο μια αδελφή ψυχή και ταυτίστηκαν στο θέμα της ορθής αξιοποίησης της πολεμικής αεροπορίας. Από μία σειρά πρόχειρων αεροδρομίων στην Κίνα, οι "Ιπτάμενοι Τίγρεις", όπως ήταν γνωστή η Κινεζική Πολεμική Αεροπορία (CATF), ξεκίνησαν διαδοχικές επιδρομές στην Ιαπωνικές δυνάμεις στην Κίνα. This formation was kept under supplied and had to beg for every aeroplane and sack of provisions, but still had a devastating effect on the Imperial Japanese cause. Ανεξάρτητα από τον επαγγελματικό του τίτλο, ένας άντρας σαν τον Cooper δεν μπορούσε να περιοριστεί στο επιχειρησιακό κέντρο και, όπως ήταν αναμενόμενο, εκτέλεσε έναν αριθμό πτήσεων με τους Ιπτάμενους Τίγρεις..
Καθώς η παλίρροια του πολέμου γύρισε και οι σύμμαχοι ξεκίνησαν αντεπίθεση, ο Cooper ήταν και πάλι σε εγρήγορση. Τον Μάιο του 1943 ο Cooper ανέλαβε στη Νέα Γουινέα τη θέση του Επιτελάρχη σε μία ειδική δύναμη που διοικούνταν από τον Πτέραρχο Ennis C. Whitehead, ο οποίος λογοδοτούσε στον Πτέραρχο McArthur. Αποστολή τους ήταν να στήσουν ένα προγεφύρωμα για τις συμμαχικές αεροπορικές δυνάμεις στον Νοτιοδυτικό Ειρηνικό, στο πλαίσιο των προετοιμασιών των συμμαχικών επιθετικών επιχειρήσεων. Σε ένα μεγάλο τόλμημα, κατά την προσπάθεια των συμμάχων να κρατήσουν την εναέρια υπεροχή τους, ο Cooper ήταν επιφορτισμένος με το να οδηγήσει την επιχείρηση στην αεροπορική βάση του Marilinan, κοντά στο Lae, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την Ιαπωνική βάση του Wewak, η οποία ήταν σημείο κλειδί της σταθερότητάς τους στη Νέα Γουινέα. Επρόκειτο για μια εξαιρετικά τολμηρή επιχείρηση δεδομένου ότι η περιοχή ήταν ουσιαστικά πίσω από τις εχθρικές γραμμές και έπρεπε να τροφοδοτούνται από αέρος, μια και οι συμμαχικές δυνάμεις δεν είχαν κανέναν σύνδεσμο από ξηράς. Το C-47 αεροσκάφος του Douglas ήταν σε θέση να εκτελέσει αυτή την επιχείρηση της εναέριας τροφοδοσίας και εξοπλισμού για 84 αεροσκάφη και πάνω από 2,000 προσωπικό, λόγω του ότι είχε ξεκινήσει μια επίθεση αντιπερισπασμού στην Ιαπωνική βάση του Wewak. Οι Ιαπωνικές αυτοκρατορικές δυνάμεις έλαβαν γνώση αυτής της νέας βάσης περίπου μία ημέρα πριν την επιχείρησή της. Ο Cooper δεν θα ισχυριζόταν ότι κέρδισε μόνος του την εκστρατεία, αλλά ως βετεράνος πλέον τριών πολέμων ενέπνευσε την νέα του ομάδα για μεγάλα επιτεύγματα και για μία ακόμη φορά ο ίδιος βρέθηκε να πετά σε αποστολή. Ο Coop, μάλιστα, μερικά χρόνια πριν είχε υποστεί καρδιακή προσβολή και με το να πετάει σε μεγάλα ύψη έθετε σε σοβαρό κίνδυνο τη ζωή του, αλλά ο πόλεμος στον Ειρηνικό ήταν τόσο μεγάλο δέλεαρ, που ήταν αδιανόητο γι αυτόν να χάσει τον πρωταγωνιστικό του ρόλο. Έτσι, ο Cooper ήταν μεταξύ αυτών που ήταν παρόντες στην υπογραφή της πράξης παράδοσης της Ιαπωνίας στις 2 Σεπτεμβρίου 1945, η οποία τερμάτισε τις εχθροπραξίες. Προς το τέλος του πολέμου ο Cooper αντιμετώπιζε μια σειρά προβλημάτων υγείας, τα οποία ξεκινούσαν από τη δυσεντερία και την επίδραση του υψομέτρου πτήσης, καθώς επίσης κι από το μακροχρόνιο πάθος του για τον καπνό κι έτσι έπρεπε να δρομολογήσει την αποκατάσταση της υγείας του.
Στα μεταπολεμικά χρόνια ο Cooper υπήρξε μια αξιολογότατη παρουσία της Αμερικανικής σκηνής και επεδίωκε να ανοίγει συνεχώς τους ορίζοντες των προκλήσεων και των στόχων του στη ζωή, όπως, για παράδειγμα, η εμμονή του με τα διαστημικά ταξίδια και ο οραματισμός της ημέρας που ο άνθρωπος θα κατακτούσε το διάστημα. Ο Cooper, επίσης, συνέχισε την τριακονταετή αντίθεσή του στον Κομμουνισμό, γεγονός, όμως, που κάποια στιγμή τον έφερε στη θέση του απολογούμενου. Ωστόσο, η μάχη του Cooper με την Κόκκινη Απειλή δινόταν μόνο μέσα από τις ταινίες του με τη μορφή μιας αβλαβούς προπαγάνδας, στις οποίες εκθείαζε τον Αμερικανικό τρόπο ζωής. Ο Merian C. Cooper πέθανε στις 21 Απριλίου 1973, μετά από μακροχρόνια μάχη με τον καρκίνο, όπου μέχρι τότε κατάφερε να δει αρκετές επανδρωμένες πτήσεις στο διάστημα και τον άνθρωπο να περπατά στο φεγγάρι.
Σε όλη τη ζωή του ο Coop είχε ακολουθήσει πιστά το μότο της κινηματογραφικής του εταιρίας "Τα τρία D" (στην Αγγλική): Distant, Difficult and Dangerous. Ο Merian αποζητούσε πάντα τη δράση, όπου κι αν ήταν αυτήν, είτε στο πεδίο της μάχης, στα βουνά ή στη ζούγκλα. Τα ρίσκα που πήρε στη ζωή του ήταν αναρίθμητα, αλλά οι ενέργειές του δεν ήταν ποτέ επιπόλαιες και απερίσκεπτες. Για τον λόγο αυτόν συμβούλεψε τον γιο του Richard να μετράει κάθε κίνησή του ξανά και ξανά, όταν ακολούθησε τα βήματα του πατέρα του ως πιλότος στον πόλεμο του Βιετνάμ. Υπήρξε ένας καθόλα έντιμος άντρας που ποτέ δεν ξέχασε τους φίλους του, τους οποίους στην πορεία της ζωής του τίμησε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ωστόσο, αντίθετα με την πλειοψηφία των ανδρών που είδαν τον θάνατο κατάματα και εξιστορούσαν την εμπειρία τους, ο Cooper είχε τη μοναδική τέχνη της αφήγησης των εμπειριών του μέσω της πρωτοποριακής κινηματογράφησης. Σε όλη αυτή την πρωτοφανή δημιουργικότητα ο Cooper προσέθετε την απεριόριστη φαντασία του και δεν σταματούσε στα λογικά σύνορα της επιστήμης και της εξερεύνησης, γιατί ήθελε να προσφέρει στο κοινό του φανταστικές εικόνες που ποτέ ξανά δεν είχαν δει ούτε στα όνειρά τους.
Ο Merian C. Cooper υπήρξε αναμφίβολα μια σπάνια και ιδιάζουσα προσωπικότητα που συνέβαλε από πολλές απόψεις στον σύγχρονο πολιτισμό που γνωρίζουμε σήμερα, αλλά η τυχοδιωκτική ζωή του μας θυμίζει κυρίως μια εποχή όπου οι μεγάλοι κινηματογραφιστές βίωναν στην πραγματικότητα την περιπέτεια των ταινιών που κινηματογραφούσαν, όπως το να παγιδεύσουν μια τίγρη-δολοφόνο ή να πετάξουν με ένα πραγματικό μαχητικό αεροσκάφος.