Για τη Μεγάλη Βρετανία ο πόλεμος ισοδυναμούσε με απώλεια ρευστού και έπειτα από πενήντα χρόνια πολέμου, η άλλοτε υπερδύναμη κινδύνευε να χάσει την αυτοκρατορία της. Ο επταετής πόλεμος ήταν η τελευταία σύγκρουση και είχε ήδη εξαντλήσει το βρετανικό θησαυροφυλάκειο. Προκειμένου να αποκατασταθούν οι σημαντικές οικονομικές απώλειες θεωρήθηκε σκόπιμη η επιβολή φόρων στη Βρετανική Βόρεια Αμερική. Δεδομένου ότι είχαν επωφεληθεί από την έκβαση του πολέμου, ήταν αναμενόμενο να συνδράμουν σημαντικά στην ελάφρυνση του φορολογικού πλήγματος. Το πρόβλημα, ωστόσο, ήταν ότι οι Αμερικανικές αποικίες αντιμετωπίζονταν ως πολίτες Β' κατηγορίας και, για κακή τους τύχη, όταν οι εκπρόσωποι αμφισβήτησαν τη νομιμότητα αυτών των νέων φόρων, οι ανησυχίες τους αγνοήθηκαν σημαντικά. Αυτό που οι Αμερικανοί άποικοι επιθυμούσαν, πάνω απ' όλα, ήταν να αντιμετωπίζονται ως ισότιμοι πατριώτες.
Μια τέτοιου είδους αποδοχή συμπεριελάμβανε το να ζητείται η γνώμη τους σε θέματα εφαρμογής φόρων, παρά η άμεση και ανελέητη επιβολή τους από τα εκάστοτε κυβερνητικά στελέχη. Η διατήρηση της πολιτικής αναταραχής στις αποικίες ήταν απλά το μόνο μέσο που οι Αμερικανοί άποικοι μπορούσαν ν' ασκήσουν, για να πετύχουν το στόχο τους. Κι αυτός δεν ήταν ένας ιδεολογικής φύσης αγώνας, αλλά, κυρίως, μια συντονισμένη προσπάθεια προκειμένου να στρέψουν το ενδιαφέρον της αδιάφορης, εως τώρα, βρετανικής κυβέρνησης προς το μέρος τους. Οι άποικοι της Αμερικής, άλλωστε, έβλεπαν ανέκαθεν τους εαυτούς τους ως Βρετανούς υπηκόους. Βέβαια, πολλοί ήταν και οι άποικοι που βρισκόταν σε κατάσταση σύγχυσης περί της ταυτότητάς τους κι, έτσι, ένα λαϊκό κύμα δυσαρέσκειας βρήκε την απαρχή του περί τα 1760. Ανεξάρτητα, όμως, από την επίσημη στάση της Βρετανικής κυβέρνησης, οι περισσότεροι Βρετανοί έβλεπαν τους υπερατλαντικούς γείτονές τους ως συμπατριώτες Άγγλους.
Ο Stephen Conway, στο άρθρο του From Fellow Nationals to Foreigners: British Perceptions of the Americans, circa 1739-1783, (Από συμπατριώτες - ξένοι: Η βρετανική προκατάληψη κατά των αποίκων γύρω στα 1739-1783) σημειώνει ότι "οι άποικοι αγκάλιασαν μια νέα ταυτότητα-αυτή των Αμερικανών-αρχικά απρόθυμα και διστακτικά και προς απάντηση στην άρνηση των διαδοχικών βρετανικών κυβερνήσεων μετά το 1763 ν' αποδεχτούν και ν' αναγνωρίσουν τα αναφαίρετα δικαιώματα των Βρετανών." H πηγαία τους επιθυμία ν' αναγνωριστούν και να γίνουν αποδεκτοί ως Βρετανοί πολίτες κυριαρχούσε στην καρδιά και στο μυαλό των αποίκων της Αμερικής αυτή την περίοδο. Κι αυτό που τους ανησυχούσε περισσότερο ήταν το γεγονός ότι το βασιλικό στέμμα επανειλημμένως τους απέρριπτε. Ο Lawrence James εφιστά την προσοχή του στο εξής: "αυτό που ενδεχομένως ήταν πιο περίπλοκο για τους Αμερικανούς, οι οποίοι ήταν αντιμέτωποι με μια αυθαίρετη θεώρηση της κατάστασής τους, ήταν ότι ήταν εξαιρετικά υπερήφανοι για τη βρετανικότητά τους." Οι Conway και James δίνουν έμφαση σ΄αυτήν την υποβόσκουσα συναισθηματική κατάσταση. Οι Αμερικανοί άποικοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους Βρετανούς υπηκόους. Ο γεωγραφικός προσανατολισμός δεν αναιρούσε ή μείωνε στο ελάχιστο την βετανική τους υπηκοότητα. Αυτή η ''κρίση ταυτότητας'' ήταν αντικείμενο διαμάχης ακόμη και τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με τον Conway, αυτή η επαναξιολόγηση των πολιτικών πιστεύω και της αυτο-αντίληψης των αποίκων της Αμερικής ενέτεινε τις αναθεωρητικές ερμηνείες. Μια επανεκτίμηση της υποταγής των αποίκων και των πανηγυρικών τους δηλώσεων περί της βρετανικής τους ταυτότητας οδήγησαν πολλούς ιστορικούς στο να ερμηνεύσουν την Αμερικανική Επανάσταση περισσότερο ως απόρροια της κρίσης ενοποίησης, παρά ως σύμπτωμα αποσύνθεσης."
Η συντριπτική πλειοψηφία των Βρετανών υπηκόων έβλεπε τους Αμερικανούς υπηκόους ως ισότιμους Βρετανούς συμπατριώτες. Ακόμη και κατά τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, μετά την Αμερικανική Επανάσταση, ο κόμης του Shelburne "συνέχισε να συντηρεί ελπίδες για μια συνταγματική σχέση με τους Αμερικανούς, ενώ διαπραγματευόταν τις συνθήκες ειρήνης, αλλά και μετά τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας, που προσπάθησε να δώσει στις Ηνωμένες Πολιτείες μια ξεχωριστή θέση στο εμπόριο με τη Βρετανία και τις εναπομείνασες αποικίες, οι οποίες ουσιαστικά θα επέτρεπαν στους Αμερικανούς να συνεχίσουν να εκμεταλλεύονται το καθεστώς των Βρετανών για εμπορικούς λόγους." Η περιπλοκότητα του θέματος, επιπλέον, έγκειται, όπως παρατηρεί ο Conway, στο ότι "Πολλοί από τους Άγγλους ήταν απρόθυμοι να αγκαλιάσουν τη βρετανικότητα των αποίκων, προτιμώντας προφορικά και εγγράφως να κάνουν χρήση των όρων "Αγγλία" και "Άγγλοι" αντί για "Βρετανία" και "Βρετανοί", οι οποίοι για τη δική τους οπτική ήταν σαφώς καταλληλότεροι." Οι Βρετανοί υπήκοοι μοιράζονταν λοιπόν μια κοινή ταυτότητα, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό, ακόμη κι αν αυτή η ταυτότητα ήταν λιγότερο σαφής και παρεξηγημένη.
Οι άποικοι της Αμερικής μοιράζονταν κοινή ιστορία, τη θρησκεία, τη γλώσσα και το αίμα με τους Βρετανούς συμπατριώτες τους – ένα αδιαμφισβήτητο από όλους, εξαιρουμένου του Κοινοβουλίου. Αυτό όμως που μοιράζονται περισσότερο οι άποικοι της Αμερικής ήταν η ιδέα της ελευθερίας και μάλιστα, της βρετανικής ελευθερίας, η οποία δέσμευε και διείπε τη συμπεριφορά των Βρετανών. Περαιτέρω, έδωσε έμφαση στον ζωτικής σημασίας ρόλο αντιπροσωπευτικών θεσμών, όπως τις εγγυήσεις αποδέσμευσης από αυθαίρετες κυβερνήσεις. Ήταν αυτό το κράτος δικαίου, που ανέτρεχε τις ρίζες του στη Magna Carta που προσέλκυε τους Αμερικανούς. Οι ίδιοι ήταν υπερήφανοι για την διακεκριμένη νομική τους ιστορία και δρούσαν ανάλογα όταν αντιμετώπιζαν διαμαρτυρίες, μποϊκοτάζ και διάφορες κυρώσεις. Το Πρώτο Ηπειρωτικό Κονγκρέσο με ήπιο τρόπο εξισορόπησε τα παράπονα των αποίκων και τις εκκλήσεις για δράση μέσω της υποταγής στη Βρετανία και του ρόλου του βρετανικού νόμου. Αυτή η συζήτηση περιγράφεται λεπτομερώς στο έργο του Neil York "Το πρώτο Ηπειρωτικό Κονγκρέσο και το ζήτημα των Αμερικανικών Δικαιωμάτων''.
Οι Αμερικανοί άποικοι πολέμησαν με πίστη και αφοσίωση με τα βρετανικά στρατεύματα στον πόλεμο της Αυστριακής διαδοχής και τον επταετή πόλεμο. Ωστόσο, η Αμερικανική συμβολή στον επταετή πόλεμο ήταν αυτή που ενδεχομένως οδήγησε στην επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ της Βρετανίας και των Αμερικανών αποίκων. "Αρκετοί ιστορικοί ανέδειξαν την τριβή μεταξύ των Βρετανών στρατιωτικών και των Αμερικανών επαρχιωτών κατά τη διάρκεια των εχθροπραξειών στη Βόρεια Αμερική μεταξύ των ετών 1755 and 1760," σημειώνει ο Conway, "και ισχυρίζεται, επίσης, ότι οι αρνητικές επιπτώσεις ήταν μακροπρόθεσμες στις σχέσεις Βρετανών και Αμερικανών". Παρά τις απώλειες που βίωσε κάθε πλευρά εξαιτίας των διαδοχικών πολέμων σε πολλαπλά πεδία του πολέμου, επικράτησε μεταξύ τους μια κοινή αίσθηση κοινότητας και σταθερότητας. Αυτή η αίσθηση ήταν αισθητά διαφορετική στη βρετανική αριστοκρατία. Το 1763 ο Λόρδος Halifax με ζοφερό ύφος δεν απέδωσε στους Αμερικανούς αποίκους τον όρο ''Βρετανοί υπήκοοι'', αλλά "αλλοδαποί". Μέσω της αλλαγής στάσης είχε αρχίσει να εκφράζεται δυσαρέσκεια προς τους δύστροπους αποίκους, η οποία όμως δεν είχε διαπεράσει όλα τα ανώτερα κλιμάκια της βρετανικής κοινωνίας.
Συν τοις άλλοις, η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας είχε ελάχιστη επίδραση στις σχέσεις με τη Μεγάλη Βρετανία. Μ' ένα τέτοιο προδοτικό έγγραφο θα έπρεπε να είχαν αναφλεγεί τα αντιαμερικανικά αισθήματα, όμως αντ' αυτού "αντιμετωπίστηκε με αξιοσημείωτη συμπάθεια πρωτίστως επειδή εκ πρώτης όψεως έμοιαζε αδιάφορο." Κατά τα πρώιμα χρόνια της Αμερικανικής Επανάστασης, οι Βρετανοί ανοιχτά εξήραν τον επαγγελματικό χαρακτήρα του Στρατού, ο οποίος μεταμορφώθηκε πλήρως υπό το άγρυπνο μάτι του βαρώνου von Steuben. Ο George Washington έχαιρε επίσης υψηλής εκτίμησης μεταξύ των Βρετανών, τέτοιας που έχρηζε σε Άγγλο στρατηγό. Ωστόσο, το ασυγχώρητο σφάλμα ήταν ότι οι Αμερικανοί άποικοι εναγκαλίσθησαν με τους Γάλλους και σχημάτισαν συμμαχία το 1778. Αυτή η επιλογή των Αμερικανών αποίκων πλήγωσε βαθύτατα τους Βρετανούς, ειδικά αν θυμηθούμε ότι εξαιτίας των Γάλλων, τα τελευταία εκατό χρόνια μαινόταν η εμπόλεμη κατάσταση στην Ευρώπη και σε όλη την Αυτοκρατορία. Ο Conway μάλιστα θεωρεί ότι αυτό το ζήτημα είναι ακόμη βαθύτερο ισχυριζόμενος κατά λέξη: "όμως, πέρα των άλλων, φαίνεται ότι η ένωση των Αμερικανών αποίκων σε συνδυασμό με τη Γαλλική πλευρά οδήγησε στην επανεκτίμηση της ταυτότητας των αποίκων ως Αμερικανών – μια επανεκτίμηση που έμελλε να κάνει τον τελικό διαχωρισμό που θα έκοβε τον ομφάλιο λώρο με τους Βρετανούς." Αυτή η πράξη προδοσίας έμελλε να είναι ασυγχώρητη και οι Αμερικανοί έδειξαν την πραγματική τους ταυτότητα – πλέον ένιωθαν και ήταν Αμερικανοί.
Βιβλιογραφία
1) Robert Middlekauf, The Glorious Cause: The American Revolution, 1763-1789, (Oxford History of the United States), (Oxford: Oxford University Press, 2007).
2) Gordon Wood, The Radicalism of the American Revolution, (New York: Vintage, 1993).
3) Gordon Wood, The American Revolution: A History (Modern Library Chronicles), (New York: Modern Library, 2003).
4) Robert Allison, The American Revolution: A Concise History, (Oxford: Oxford University Press, 2011).
του Christopher Berg, Ιστορικού
Sam Houston State University, USA
μετάφραση: Στέλλα Παπαλάμπρου