Η στάση των Βρετανών αποίκων της Βόρειας Αμερικής ήταν ευνοϊκή προς τη Μεγάλη Βρετανία και παρόλο που η αποικία αυτή θεωρήθηκε ο ακρογωνιαίος λίθος της εμπορικής βιομηχανίας, οι περισσότεροι άποικοι ήταν ικανοποιημένοι με τις παρούσες γι αυτούς συνθήκες και επιδείκνυαν γενικότερα νομοταγή συμπεριφορά, αν και αναγκάζονταν να πληρώνουν φόρους και να υπακούουν στις διατάξεις της βρετανικής νομοθεσίας. Ο 18ος αιώνας γνώρισε μια σειρά διαδοχικών πολέμων από το 1690 έως το 1780 και λόγω της εμπλοκής της Μεγάλης Βρετανίας σ' αυτούς τους πολέμους, οι βρετανοί άποικοι κλήθηκαν να ταχθούν στην πρώτη γραμμή των μαχών.
Ο Lawrence James, μάλιστα, σχολιάζει σχετικά, επισημαίνοντας ότι ήταν το εθνικό γόητρο που βρίσκονταν πίσω από την ακόρεστη επιδίωξη της θεμελίωσης της ηπειρωτικής πολιτικής και της διεξαγωγής πολέμων. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι νομοταγείς Βρετανοί υπήκοοι δεν επιτρεπόταν να προβάλουν ουδεμία αντίσταση στη βρετανική εξουσία, παρά όφειλαν να αποδέχονται αναντίρρητα τον βρετανικό έλεγχο στα αποικιακά ζητήματα. Επρόκειτο, λοιπόν, για μια υπερβολική απαίτηση, όμως οι άποικοι σε όλο τον Νέο Κόσμο ήταν υποχρεωμένοι να αποδεχτούν αυτούς τους όρους προκειμένου να εδραιώσουν την επαγγελματική τους δραστηριότητα και να θέσουν τα θεμέλια για μια αξοσέβαστη ποιότητα ζωής.
Η εισαγωγή ναυτιλιακών νόμων για τη μονοπώληση του νόμου περί του εξωτερικού εμπορίου ήταν δυσάρεστη για πολλούς εμπόρους, αλλά, με την πάροδο των χρόνων, και καθώς οι πόλεμοι όλο και εντείνονταν, οι Βρετανοί εισήγαγαν περισσότερες ρυθμίσεις που περιόριζαν το εμπόριο στη Βρετανική Βόρεια Αμερική και τις Δυτικές Ινδίες. Γινόταν ολοένα και πιο δύσκολο για κάποιον να επιβιώσει, πόσο μάλλον να δραστηριοποιηθεί επιχειρηματικά. Ήταν προφανές πως το Βρετανικό Στέμμα πλούτιζε με τον ιδρώτα και την εργασία των απλών ανθρώπων, ενώ οι ντόπιοι άποικοι αφήνονταν να λιμοκτονούν. Λίγα ήταν τα κίνητρα που προσφέρθηκαν στους ντόπιους, καθώς το μόνο πράγμα που ενδιέφερε την Βρετανία ήταν ο απόλυτος έλεγχος της αυτοκρατορίας της και η εξεύρεση των μέσων για τη διεξαγωγή πολέμου στην Ευρώπη.
Ο ιστορικός Daniel Baugh του Πανεπιστημίου Cornell σχολιάζει ότι το 1750 αφύπνισε την εθνική συνείδηση της βιωσιμότητας των αποικιών, οι οποίες θεωρούνταν η "αποταμιευτική αγελάδα" για το εγγύς μέλλον: "είναι ολοφάνερη η υιοθέτηση μιας βρετανικής πολιτικής νέου – αυτοκρατορικού / εδαφικού- πολιτικού ύφους στο εξωτερικό. Αυτό το στιλ εξωτερικής διακυβέρνησης παρατηρείται για πρώτη φορά στις αρχές του 1750, ως αντίδραση σε δύο εξελίξεις. Κατ' αρχάς, το Λονδίνο ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι η Βρετανική Βόρεια Αμερική ήταν μια τεράστια και ταχύτατα αναπτυσσόμενη εξαγωγική αγορά βιομηχανικών προϊόντων. Το 1760 χαρακτηρίστηκε, τουλάχιστον, από έναν βαθμό καταχρηστικής αλαζονείας. Παρά το γεγονός ότι κάποιες πολιτείες συνεχίζουν να διατείνονται, εκ κοινής πεποιθήσεως, ότι η εμπορική και ναυτιλιακή δύναμη ήταν η απόλυτη λογική της πολιτικής στη Βόρεια Αμερική, η εν συνόλω πολιτική καθοδηγούνταν ολοφάνερα από την ανάγκη για αυτοκρατορική εξουσία." Αυτή η επεκτατική αλαζονεία μεταφράζεται σε στοιχειώδεις καταχρήσεις κατά των αποίκων, οι οποίοι αξίωναν καλύτερη μεταχείριση από τους Βρετανούς αξιωματούχους.
Ένα αντίστοιχο εξαιρετικό παράδειγμα εντοπίζεται στην εξώθηση των αποίκων, όλων των εθνικοτήτων, στο να συμμετέχουν στη μαύρη αγορά προώθησης προϊόντων ποιότητας στην περιοχή εγγύς της Καραϊβικής και των νοτίων αποικιών που εκτείνονταν στη διαδρομή προς τη Νέα Ορλεάνη και τον ποταμό Μισισιπή. Υπήρχε μια ανεξάντλητη ζήτηση γι αυτά τα προϊόντα, καθώς οι πόλεμοι και οι αντιπρόσωποι του στέμματος είτε παρεμπόδιζαν την έγκαιρη άφιξη των αποστολών είτε κατήσχαν τα προϊόντα των "παράνομων" συναλλαγών. Το λαθρεμπόριο ήταν μια νομότυπη μορφή εμπορίου και οι Βρετανοί, εν καιρώ ειρήνης, ενθάρρυναν τέτοιου είδους εμπορικές δραστηριότητες, λόγω του ότι αποτελούσαν μια πρόσθετη πηγή εσόδων για τη χρηματοδότηση των πολέμων στην πατρίδα. Αυτή η δραστηριότητα, παρότι προκάλεσε αντιδράσεις και διαμαρτυρίες, ελάχιστα λύγισε τη βρετανική πολιτική, η οποία αν είχε ένα πιο συγκαταβατικό χαρακτήρα θα προσέλκυε τους Βρετανούς αποίκους της Βόρειας Αμερικής υπό τη σκέπη της, παρά θα την απομάκρυνε, όπως κι έγινε.
Με την έναρξη του Επταετούς Πολέμου, σημειώθηκε νέα κλιμάκωση των εντάσεων, καθώς οι ντόπιοι ένιωθαν ακόμη περισσότερο παραμελημένοι και απομονωμένοι, παρόλοι που επισήμως υπόκεινταν στο βρετανικό στέμμα. Η μαζική ενοποίηση των βρετανικών συμφερόντων δεν ήταν μια αυταπάτη – ήταν το περιεχόμενο του μνημονίου του Υπουργείου Εξωτερικών της Γαλλίας το 1748, στο οποίο, μεταξύ των άλλων, αναφέρεται ότι "οι Άγγλοι θεωρούν τη ναυτιλία και το εμπόριο ως τον ακρογωνιαίο λίθο του κράτους. Δεν επιδιώκουν την καθολική μοναρχία μέσω της ξηράς, παρά μόνο μέσω θαλάσσης.". Έτσι, καταλήγουμε ευλόγως στο συμπέρασμα ότι οι Βρετανοί ενθάρρυναν ευρέως όλες τις μορφές εμπορίου, καθόσον ήταν οι απόλυτοι δικαιούχοι. Αυτή η κίνηση θα έφερνε σημαντικό χρήμα στα ταμεία της βρετανικής πολεμικής μηχανής και περαιτέρω θα υπέσκαπτε τη θέση των Γάλλων. Οι Βρετανοί επεκτείνονταν μέσω της Βρετανικής Βόρειας Αμερικής και των Δυτικών Ινδιών και η Γαλλία γνώριζε πολύ καλά αυτή την επισφαλή γι αυτούς κατάσταση. Ανήμπορη να κάνει πολλά, πίεσαν τους συμμάχους τους, τους Ισπανούς, να κάνουν ό,τι μπορούσαν για να περιορίσουν την αδιαμφισβήτητη μονοπωλιακή πολιτική των Βρετανών στη θάλασσα. Ο Baugh επισημαίνει ότι το τελικό σχίσμα μεταξύ των αποικιών της Βόρειας Αμερικής και της Μεγάλης Βρετανίας επήλθε κατά κύριο λόγο χάρη στην επίμονη "υπερπόντια αυτοκρατορική σταθεροποίηση."
Η πρόωρη ναυτιλιακή νομοθεσία ελκύει το ενδιαφέρον του Baugh ως ο παράγοντας που δικαιολογεί τις κλιμακούμενες εντάσεις, όμως παραδέχεται ότι, αφού βίωσαν το δράμα ενός ακόμη πολέμου (του επταετούς πολέμου), οι Βόρειοι Αμερικανοί άποικοι ένιωθαν εξαντλημένοι από τη βρετανινή νομοθεσία και την αυξημένη φορολογία. Τονίζει, περαιτέρω, ότι "το πιο σημαντικό παράδειγμα κατάχρησης της ελευθερίας τους ως προς την εξωτερική πολιτική τους είχε την αρχή της στο 1763 και είχε επιδράσεις στην Αμερικανική Επανάσταση. Εξ αρχής, ούτε οι ηγέτες της κυβέρνησης, ούτε τα μέλη του κοινοβουλίου αντιλήφθηκαν τον πιθανό αντίκτυπο των προσπαθειών τους να ενισχύσουν τον αυτοκρατορικό έλεγχο και να ενισχύσουν τα βασιλικά έσοδα στην Αμερική." Η Ναυτιλιακή Νομοθεσία ήταν απλά η αρχική νομοθεσία που αποσκοπούσε στο να προστατεύσει το ακμάζων εμπορικό δίκτυο, αλλά εξελίχθηκε στο να στερήσει αποκλειστικά εμπορικά προνόμια από αυτούς που μένανε στην περιοχή.
Αυτό εξηγεί γιατί η περιφερειοποίηση διαδραμάτισε τόσο σημαντικό ρόλο από το 1750 και έπειτα και γιατί η πλειοψηφία των καλλιεργητών και των ιδιοκτητών φυτειών στις Δυτικές Ινδίες παρέμεναν αφοσιωμένοι στη Βρετανία. Διαχωρίστηκαν από τους γείτονές τους, καθώς τους παρέχονταν ιδιαίτερη προστασία και προνόμια. Ο Tim Keirn, σε μια αναθεώρηση του έργου του Andrew Jackson O'Shaughnessy ''An Empire Divided (Η Διηρημένη Αυτοκρατορία)'', σχολιάζει "Τα πολιτιστικά και πολιτικά ομόλογα στη Βρετανία ενισχύονταν από οικονομική και στρατιωτική εξάρτηση." Πολύ πρόθυμα, μάλιστα, υποστήριξαν νόμους οι οποίοι προστάτευαν τις Μελάσσες και τη Ζάχαρη "προς μεγάλη απογοήτευση των αποικιακών βορειοαμερικανικών λόμπυ." Πλέον οι Βρετανοί, χωρίς κανένα άλλοθι, ευνοούσαν το λόμπι των Δυτικών Ινδιών. Άρα, για ποιόν λόγο οι ίδιοι νοιάζονταν για τη Βρετανική Βόρεια Αμερική; Ήταν αυτό το ενδιαφέρον που επιδείκνυαν μέρος ενός σχεδίου για κάποιον άλλο απώτερο σκοπό; Προκαλεί εντύπωση, μάλιστα, το γεγονός ότι οι βρετανοί εξεπλάγησαν, αλλά και ταπεινώθηκαν όταν οι άποικοι, μετά από δεκαετίες κακομεταχείρισης τελικά επαναστάτησαν!
Βιβλιογραφία:
1) Andrew Jackson O'Shaughnessy, An Empire Divided: The American Revolution and the British Caribbean (Early American Studies), (Philadelphia: University of Pennsylvania Press, 2000).
2) Bernard Bailyn, The Ideological Origins of the American Revolution, (Cambridge: Belknap Press of Harvard University Press, 1992).
3) Jon Butler, Becoming America: The Revolution before 1776, (Cambridge: Belknap Press of Harvard University Press, 2001).
4) Oliver Morton Dickerson, The Navigation Acts and the American Revolution, (Octagon Books, 1975).
5) Stephen J. Hornsby, British Atlantic, American Frontier: Spaces of Power in Early Modern British America, (Lebanon, NH: University Press of New England, 2004).
του Christopher Berg,Ιστορικού (Sam Houston State University, USA)
μετάφραση στα Ελληνικά: Στέλλα Παπαλάμπρου