του Christopher Berg,Ιστορικού
Sam Houston State University, USA
μετάφραση στα Ελληνικά: Στέλλα Παπαλάμπρου
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν μια ταπεινωτική εμπειρία για τη Μεγάλη Βρετανία. Είχε εξουδετερώσει μόνη της τη Γερμανία στην πρώτη φάση του πολέμου και μαζί με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Ρωσία επέφεραν το τελειωτικό χτύπημα στη ναζιστική Γερμανία, αλλά, όπως κάθε νικηφόρα πορεία, έτσι κι αυτή κόστισε ακριβά. Σχεδόν 250.000 Βρετανοί στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους κι άλλοι 275.000 τραυματίστηκαν. Σ΄ αυτόν τον αριθμό δεν συμπεριλαμβάνονται περίπου εκατό χιλιάδες άποικοι στρατιώτες που θυσίασαν τη ζωή τους προς υποστήριξη της Μεγάλης Βρετανίας.
Η υπό κατάρρευση, τότε, βρετανική οικονομία οφείλει πολλά στη βοήθεια των Ηνωμένων Πολιτειών που χορήγησαν εκ νέου δάνειο τριακοσίων εβδομήντα πέντε εκατομμυρίων δολαρίων σε αντάλλαγμα για τη μελλοντική μετατροπή τους σε στερλίνα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, συν τοις άλλοις, προέβησαν σε άφεση χρέους είκοσι δισεκατομμυρίων δολαρίων της Μεγάλης Βρετανίας από πρόγραμμα δανεισμού ως χειρονομία καλής θελήσεως. Η Βρετανία ανακουφισμένη πλέον πήρε μια ανάσα προκειμένου να ανασυγκροτηθεί και να προβεί σε απολογισμό της τρέχουσας θέσης της και των άμεσων μελλοντικών της κινήσεων. Ο πόλεμος είχε επιφέρει μετατόπιση του διεθνούς ισοζυγίου δυνάμεων, αφήνοντας τη Βρετανία σε δεύτερη θέση. Σύμφωνα με τον Τζέιμς, "η Αυτοκρατορία της ήταν που προσέδιδε στη Γηραιά Αλβιόνα τις προϋποθέσεις ώστε να αυτοπροωθηθεί ως διεθνής δύναμη." Μ' αυτό το σκεπτικό, οι Βρετανοί θα ξεκινούσαν ένα αμείλικτο σχέδιο δυναμικής "επιβεβαίωσης της ναυτικής κυριαρχίας τους" και εδραίωσής τους στη "μεγάλη ημισέληνο".
Οι μελέτες ως προς την πορεία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είναι πολλές και παρέχουν στους ιστορικούς πλούσιες ευκαιρίες προς αναζήτηση σε ολοένα και αυξανόμενη βιβλιογραφία της ιμπεριαλιστικής αυτοκρατορίας. Αυτές οι μελέτες δεν είναι απαραίτητα πρωτότυπες, αλλά χρήζουν δημιουργικής ανάλυσης και σύνθεσης. Στο άρθρο της "Η επιβεβαίωση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στην Νοτιοανατολική Ασία - The Re-assertion of the British Empire in Southeast Asia (2009), νικήτρια του βραβείου Πούλιτζερ, Ιστορικός Κάρολιν Έλκινς επισημαίνει ότι οι μελέτες σ' αυτό το πεδίο είναι σε πολύ καλό επίπεδο και ευελπιστεί ότι έπονται κι ακόμη καλύτερες.
Επίσης, μία πολλά υποσχόμενη μελέτη των ιστορικών του Κέιμπριτζ Κρίστοφερ Μπέιλι και Τιμ Χάρπερ ανοίγει το δρόμο και τον καθορισμό των προτύπων για μελλοντική μελέτη στο θέμα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Στο βιβλίο τους Ξεχασμένοι Πόλεμοι: Ελευθερία και Επανάσταση στη Νότιο Ασία - Forgotten Wars: Freedom and Revolution in Southern Asia, οι Μπέιλι και Χάρπερ υποστηρίζουν σθεναρά ότι η Βρετανία είχε κάθε πρόθεση να εκμεταλλευτεί την αστάθεια σ' αυτή την περιοχή, η οποία προκλήθηκε από την ιαπωνική κατοχή και τον διαρκή πόλεμο, με επιβουλές δια της πλαγίας οδού και με τη γνωστή τακτική του ανοίγματος επιχειρήσεων. Δεν υπήρχε κανένας ενδοιασμός ως προς τη δαπάνη χρόνου, ενέργειας, και έμψυχου υλικού, αν ήταν αναγκαίο, σε μια συντονισμένη προσπάθεια να αποκαταστήσουν την παλιά τάξη και την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή. Ήταν πολύ σημαντικό το ότι είχαν την περιοχή αυτή υπό τον έλεγχό τους, όπου η υπό πτώχευση Βρετανία έβλεπε ως θησαυροφυλάκιο και, για το λόγο αυτό μεθοδικά έπεσε πάνω της σαν αρπακτικό. "Οι οικονομικοί πόροι της νοτιοανατολικής Ασίας θεωρήθηκαν από τη Βρετανία τόσο σημαντικές για την ανάκτηση της κυριαρχίας της, που, όπως αναφέρουν πηγές, "ήταν πρόθυμη να αφιερώσει ένα άνευ προηγουμένου μέγεθος σε ανθρώπινο αίμα και χρήματα."
Η Έλκινς βλέπει τη Μεγάλη Βρετανία ως ένα κέλυφος του παλιού εαυτού της, η οποία, μέσα στην όλη απόγνωσή της, προσπαθούσε να αποκαταστήσει τη λάμψη της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό που η Βρετανία ήταν πραγματικά σε θέση να κάνει, με την καλή έννοια, ήταν να αποδείξει στον εαυτό της ότι ενδιαφερόταν μόνο για τη μεγάλη ιδέα της Αυτοκρατορίας και της επέκτασή της. Οι επιρροές που ασκούσε ήταν ζήτημα ήσσονος σημασίας, όσο η ίδια ήταν προστατευμένη και ενισχυμένη. "Η Βρετανία έπρεπε να ξανακτίσει το ηθικό κύρος και το γόητρό της: η ταπείνωση του 1942 επρόκειτο να αποκατασταθεί από τη δημιουργία ενός νέου μοντέλου αποικιών." Όπως η Έλκινς και διάφοροι συγγραφείς ορθά επισημαίνουν, οι Βρετανοί για πολλά χρόνια δεν είχαν καμία αντίληψη του ολέθρου που οι Ιάπωνες είχαν επιφέρει στους ανθρώπους και στη γη και ούτε τους ενδιέφερε να μάθουν.
Λίγες περιπτώσεις μόνο φανερώνουν την βρετανική μεγαλοψυχία και συμπόνοια, όπως αναφέρεται στη μελέτη του Τάρακ Μπαρκάουι για τον ινδικό στρατό, όμως κατά τα άλλα, οι βρετανοί πολιτικοί ήταν ασυγκίνητοι από την κατάσταση των ντόπιων πληθυσμών και δεν έδειχναν καμία κατανόηση στις διαμαρτυρίες τους. Οι βρετανικές προσπάθειες να ξανακερδίσουν την πρωτοκαθεδρία τους στην περιοχή επιδείνωσαν την κατάσταση και έκαναν τη ζωή ακόμα πιο σκληρή. Έδειξαν ελάχιστο ενδιαφέρον ή ανέπτυξαν αμυδρές σχέσεις με έναν λαό που ζητούσε από αυτούς καθοδήγηση και προστασία, από τότε που οι Ιάπωνες είχαν ρημάξει την πατρίδα τους. Η βρετανική συμπεριφορά απαξίωσης και απόλυτης περιφρόνησης για την ευημερία των ντόπιων τροφοδότησε τα αντιβρετανικά αισθήματα και τον λαϊκό ενθουσιασμό που στοιχήθηκε πίσω από εθνικές κινήσεις για την απελευθέρωση της νοτιοανατολικής Ασίας από το βρετανικό έλεγχο. Δύο περιστατικά ήταν αυτά που απώθησαν περαιτέρω τη Βρετανία από τις 'πιστές' αποικίες της – οι "δολοφονίες της Καλκούτα" και η δολοφονία πέντε οπαδών της Aung Sun στη Μπούρμα. Οι εντάσεις έφτασαν σε νέα επίπεδα και γρήγορα εξαπλώθηκε δυσαρέσκεια. Οι άνθρωποι άρχισαν να βλέπουν το ρόλο της Βρετανίας ως "ανεπανόρθωτα κατασταλτικό", ωστόσο η Βρετανία συνέχισε απτόητη, χωρίς κανέναν απολύτως ενδοιασμό.
Η τακτική ισχυρού βραχίονα ήταν αναπόσπαστο μέρος της βρετανικής πολιτικής στην περιοχή. Η Μαλαισία επέδειξε ανοχή σ' αυτές τις δραστηριότητες, καθώς ήταν κορεσμένη από τη βιομηχανία κασσίτερου και καουτσούκ που θα προσέθεταν περισσότερα πολύτιμο εισόδημα σε μία εγκληματική Βρετανία. Μια ατμόσφαιρα φόβου αιωρούνταν στη ζωή της Μαλαισίας, καθώς η Βρετανία κουνούσε απειλητικά το δάχτυλό της σε μία προσπάθεια εκφοβισμού των ανθεκτικών ντόπιων της, όπως παρατηρεί η Έλκινς. Το κέρδος που απέφερε αυτού του είδους η βιομηχανία ήταν τεράστιο: "Η Μαλαισία,, ήταν υπεύθυνη για σχεδόν το 10% της παγκόσμιας παραγωγής καουτσούκ, φέρνοντας εκατόν είκοσι εκατομμύρια δολάρια στη ζώνη της στερλίνας το 1948, ξεπερνώντας το κακάο, το πλησιέστερο εμπόρευμα κατά εβδομήντα εκατομμύρια δολάρια."
Μια στενή επιτήρηση στη Μπούρμα, στην Ταϋλάνδη και στη Μαλαισία θα επέτρεπε στη Βρετανία να χαλαρώσει για λίγο, αλλά υπήρχε ένας άλλος ισχυρός αντίπαλος ο οποίος έπρεπε να ξεπεραστεί, ο οποίος θα ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση της Βρετανίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες γνώριζαν ότι η Βρετανία είχε σχέδια για την Νοτιοανατολική Ασία. Κατά την αναθεώρηση της μελέτης των Μπέιλι και Χάρπερ, ο Ρέιμοντ Κάλαχαν αναλύει την επιδείνωση των Αγγλο-Αμερικανικών σχέσεων στη νοτιοανατολική Ασία. Το Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών - Office of Strategic Services (OSS) υπερίσχυε των Βρετανικών Μυστικών Υπηρεσιών (Special Operations Executive (SOE) σε κάθε κίνηση, και ιδίως στην Ταϊλάνδη. Η πρόοδος των Ηνωμένων Πολιτειών ή τα εδάφη που έχασε η Βρετανία δεν αποτελούσαν πλέον φλέγοντα ζητήματα, μετά την έκρηξη της βόμβας στις 4 Αυγούστου 1945. Η μετέπειτα εξέλιξη δείχνει ξεκάθαρα τι συνέβαινε στην ευρύτερη περιοχή – μια αποδυναμωμένη Βρετανική Αυτοκρατορία που επιφανειακά εμφανιζόταν τρομερά μεγαλειώδης, αλλά στην πραγματικότητα κατέρρεε πίσω από το σαθρό της προσωπείο. Ο Κάλαχαν παρατηρεί ότι η Βρετανία ήταν μια "ξεθωριασμένη αυτοκρατορία", η οποία έκανε ότι μπορούσε για να μη λυγίσει από το υπερβολικό και αβάσταχτο βάρος των περιστάσεων.
Η συνδρομή των Bayly και Harper στην εκπόνηση του «Τέλους της Αυτοκρατορίας» θεωρείται από την Έλκινς «σπουδαίο επίτευγμα» που ξεδιπλώνει το νήμα που συνδέει τα μικρότερα με τα μεγαλύτερα ζητήματα απρόσκοπτα σε ένα ολοκληρωμένο σύνολο, ενώ ρίχνει φως σε "αυταρχικές απόπειρες της Βρετανίας να διαμορφώσει το μεταπολεμικό τοπίο στην περιοχή και να επαναβεβαιώσει το πολιτικό και ηθικό της κύρος" σε μια περιοχή κατεστραμμένη από τον πόλεμο. Η εγγενής αξία του έργου "έγκειται πολύ πιο μακριά" κατά την εκτίμηση της Έλκινς, "στην ενσωμάτωση πολλών στοιχείων από τα ήδη γνωστά – διόλου μικρό κατόρθωμα, δεδομένου του όγκου της ύλης – κατά μία ευρεία και σφαιρική προοπτική". Ωστόσο, η ιστορία της αυτοκρατορίας, ιδίως αυτών των χρόνων, υπήρξε φυτώριο ποικίλων συζητήσεων κατά τα τελευταία έτη. Η ηθική έχει εισέλθει στο επίκεντρο αυτής της διαμάχης με κάποιους να προσβάλλονται από τα επιχειρήματα των Bayly και Harper. H επίθεση, υπόσκαψη ή αναθεώρηση των θέσεών τους είναι απωθητική.
Το να γράφει κανείς "αυτοκρατορικές ιστορίες" έχει σαφώς αντίκτυπο στους τρίτους και μπορεί να προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις, όμως οι Μπέιλι και Χάρπερ τόλμησαν ένα τόσο γενναίο εγχείρημα. "Είναι ιδιαίτερα δύσκολο να γράψει κανείς για τα τέλη της δεκαετίας του 1930 και τις αρχές της δεκαετίας του 1940 για την Ινδία και την νοτιοανατολική Ασία, δίχως να νιώσει ότι η Αυτοκρατορία σ' αυτή την περίοδο και σ' αυτά τα μέρη είχε περιέλθει σε κατάσταση ανεπανόρθωτης ηθικής πτώχευσης. Κι αυτό είναι πολύ σημαντικό, καθώς πολλοί από τους υπαλλήλους της και τους θεσμικούς αξιωματούχους το ανέφεραν τόσο στις έγραφες επιστολές τους, όσο και στους προφορικούς λόγους τους. Αυτή δεν ήταν απλά η αντίληψη της αποικιακών εθνικιστών ή των μεταποικιακών ιστορικών. Εν κατακλείδει, ο Μπράιαν Φάρελ του Εθνικού Πανεπιστημίου της Σιγκαπούρης εφιστά την προσοχή του σε μία γνωστή μεταβλητή την οποία οι Μπέιλι και Χάρπερ στην ανάλυσή τους απέτυχαν να απευθυνθούν: "Ένας από τους εκκρεμείς γρίφους με αφορμή τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν για ποιον λόγο οι Βρετανοί κατάφεραν να επιστρέψουν και να παραμείνουν για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα σε μία περιοχή από την οποία εκδιώχθηκαν τόσο εύκολα." Αυτό το μυστήριο αποτελεί ακόμη μια ευκαιρία για τους ιστορικούς ως προς την διερεύνηση της αναδιαμόρφωσης της ιστορίας της Αυτοκρατορίας και ιδιαίτερα του τέλους αυτής.