Οι απόψεις του Αριστοτέλη οι οποίες αφορούσαν την κοσμολογική αντίληψη κατά την μεσαιωνική περίοδο κυριάρχησαν και σε συνδυασμό με τη θεολογική (χριστιανική) κοσμοθεωρία, αποτέλεσαν τον πυρήνα της μεσαιωνικής κοσμοαντίληψης των Ευρωπαίων. Η μεταφραστική κίνηση των έργων του Αριστοτέλη σε συνδυασμό με την εγκαθίδρυση των πανεπιστημίων στη μεσαιωνική δύση από τον 12ο αιώνα, ήταν ο σημαντικότερος παράγοντας της θεσμοθέτησης της φιλοσοφίας, αλλά και της θεσμικής υποστήριξης της.
Η μεσαιωνική περίοδος επεξεργάστηκε και διατύπωσε μία σύνθεση της χριστιανικής σκέψης από την μία πλευρά και της κλασικής από την άλλη. Εμφανίστηκε έτσι ένα πλαίσιο δημιουργικής σκέψης για τη φύση το οποίο καθιερώθηκε στους επόμενους αιώνες. Οι φιλόσοφοι του μεσαίωνα δεν συγχώνευσαν την αριστοτελική φιλοσοφία με καθιερωμένες παραδόσεις ή απλά την αφομοίωσαν στην σκέψη τους, αλλά την υπέβαλλαν σε έλεγχο και κριτική σε συνδυασμό με το χριστιανικό δόγμα.
Η γεωκεντρική αντίληψη του Πτολεμαϊκού συστήματος επικράτησε καθ' όλη την διάρκεια του μεσαίωνα. Η αριστοτελική αισθησιοκρατία μέσω των μεταβολών της ύλης (ουσία- ποιότητα- ποσότητα- κατά τόπον κίνησις) δημιούργησε μία σειρά προβληματισμών και ερευνών σχετικά με την οντότητα αυτών των μεταβολών. Οι αριστοτελικές «μεταβολές» ήταν πάθη της ύλης τα οποία υπόκειντο σε μία τελεολογία. Σταδιακά θα αρχίσουν να μελετώνται σαν ξεχωριστές οντότητες και θα αποκτήσουν ιδιότητες.
Η έννοια της κίνησης θα ποσοτικοποιηθεί και θα επιχειρηθεί ο υπολογισμός της ταχύτητας της κίνησης. Οι φοιτητές του κολεγίου Μέρτον της Οξφόρδης θα διατυπώσουν το θεώρημα της μέσης τιμής, ορίζοντας την επιταχυνόμενη κίνηση και θέτοντας τον διαχωρισμό μεταξύ δυναμικής και κινηματικής. Η σχολή αυτή των calculatori θα επιχειρήσει αυτή την μαθηματική απόδειξη με νοητικό και φανταστικό τρόπο, αλλά αργότερα θα αξιοποιηθεί από τον Γαλιλαίο.
Ο Ζαν Μπουριντάν και ο Νικόλαος Ορέμ, τον 14ο αιώνα θα ασχοληθούν με ζητήματα που αφορούν τον χώρο, την κίνηση της γης, τη βαρύτητα. Επίσης θα ασχοληθούν με κοσμολογικού περιεχομένου αναζητήσεις, ασκώντας με αυτό τον τρόπο κριτική στις αριστοτελικές θέσεις.
Η δημιουργία του κόσμου, ο βαθμός τελειότητας με τον οποίο είναι φτιαγμένος, το αν υπάρχουν περισσότεροι από έναν κόσμοι, το εξωκοσμικό κενό αποτέλεσαν θέματα που απασχόλησαν τους λόγιους του μεσαίωνα. Η παντοδυναμία του Θεού ήταν το κύριο στοιχείο της μεσαιωνικής κοσμολογίας, όλα εξετάζονταν υπό το θεϊκό πρίσμα και όποιες αμφισβητήσεις επ' αυτού, επέφεραν σοβαρές κυρώσεις στους υποστηρικτές τους.
Τα κοσμολογικά ερωτήματα αφορούσαν την αιωνιότητα του κόσμου, την αρχή ή το τέλος του σύμπαντος, την κίνηση των πλανητών, τις τροχιές των πλανητών, την φύση των ουράνιων σωμάτων. Επίσης τα ερωτήματα περιστρέφονταν γύρω από την γένεση και τη φθορά, τη σχέση της γης με το σύμπαν, το σχήμα της γης αλλά και την κίνησή της. ΄Ολα τα μεσαιωνικά κοσμολογικά ερωτήματα έρχονταν σε συσχετισμό, κριτική και σύγκριση με τις αριστοτελικές απόψεις και την πτολεμαϊκή αστρονομία υπό την πλήρη αποδοχή της παντοδυναμίας του Θεού.
O μεσαιωνικός κοσμολογικός διάλογος άνοιξε το πεδίο των προβληματισμών και δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την περαιτέρω εξέταση και έρευνα επιστημονικών θεμάτων.
Κατά τον Αριστοτέλη ο κόσμος χωριζόταν σε υποσελήνιο και υπερσελήνιο, στον υποσελήνιο κόσμο υπήρχαν τα τέσσερα στοιχεία, η γένεση και η φθορά. Ο υπερσελήνιος κόσμος αποτελείτο από την πεμπτουσία, ουσία αιθέρια και αμετάβλητη. Η ύπαρξη κενού σύμφωνα με τον Αριστοτέλη δεν ίσχυε, η ακινησία της γης θεωρείτο δεδομένη.
Σύμφωνα με την άποψη των μεσαιωνικών λογίων ο κόσμος ήταν σχετικά τέλειος διότι ο Θεός ισοδυναμούσε με την απόλυτη τελειότητα. Η σχετική τελειότητα του κόσμου υπόκειτο σε δυνατότητα βελτίωσης από το Θεό, αυτή ήταν η βάση της σχολαστικής τοποθέτησης περί «τελειότητας του κόσμου» κατά το μεσαίωνα. Παράλληλα το ερώτημα περί πλήθους κόσμων δεν ήταν δυνατόν να απαντηθεί καθ' ότι θα έπρεπε να διαχωρίζονται αυτοί οι «διαφορετικοί κόσμοι» με κενό το οποίο δεν ίσχυε κατά τον Αριστοτέλη.
Η έννοια του κενού απασχόλησε τον Ορέμ και τον Μπουριντάν αλλά απερρίφθη διότι δεν συνέπιπτε με την αριστοτελική αισθησιοκρατία. Το σύμπαν θεοποιήθηκε από την σχολαστική φιλοσοφία και οι επιστημονικές προσεγγίσεις οι οποίες γίνονταν είχαν χαρακτήρα νοητικής πειραματικής και μεταφυσικής διάθεσης.
Η ύπαρξη του αιθέρα στον υπερσελήνιο κόσμο θεωρήθηκε αιώνια και αναλλοίωτη κατά τον Αριστοτέλη και αυτή η άποψη επικράτησε καθ' όλο τον μεσαίωνα. Οι ουρανοί σχετίστηκαν με τα πνεύματα και θεωρήθηκαν ανώτεροι σε σχέση με τον υποσελήνιο χώρο του σύμπαντος, αυτή η αντίληψη αποτέλεσε και την βάση της χριστιανικής μεσαιωνικής κοσμοθεωρίας.
Η αφθαρσία των ουρανών ήταν ένα βασικό μεσαιωνικό δόγμα, παράλληλα διάφορες απόψεις επιχείρησαν να εξηγήσουν από τι απαρτίζεται το αμετάβλητο σύμπαν. Η ύλη όμως επειδή έχει την ιδιότητα της μεταβολής δεν θα μπορούσε να συνθέτει το σύμπαν κατά την μεσαιωνική κοσμολογία. Οι ουράνιες τροχιές, η φύση τους και οι αιτίες οι οποίες κινούν τους πλανήτες απασχόλησαν τους λόγιους του μεσαίωνα
Σύμφωνα με τον Πτολεμαίο οι πλανήτες είναι τοποθετημένοι σε ένα σύστημα υλικών επικύκλων και έκκεντρων, όπου τα κέντρα τους δεν συμπίπτουν με το κέντρο της γης. Η άποψη του Πτολεμαίου διαφοροποιήθηκε από την αριστοτελική άποψη περί ομόκεντρων σφαιρών και στην συνέχεια βελτιώθηκε από το Ρότζερ Μπέικον, (1260) ο οποίος θεώρησε τις πλανητικές τροχιές ομόκεντρες με κέντρο την γη. Ο μεσαιωνικός διάλογος ο οποίος αφορούσε την φυσική πραγματικότητα προσπαθούσε να βρει το καταλληλότερο σύστημα μεταξύ του πτολεμαϊκού και του αριστοτελικού μοντέλου.
Η φύση των τροχιών επίσης ήταν ένα ερώτημα, κατά πόσον είναι «σκληρές» ή «μαλακές» με αυτό τον τρόπο αποδίδονταν φυσικές ιδιότητες των γήινων στοιχείων στις πλανητικές τροχιές. Ο Αριστοτέλης ισχυριζόταν ότι οι τροχιές των πλανητών κινούνται από άυλες οντότητες, την ψυχή και τη διάνοια. Στον μεσαίωνα η διάνοια ταυτίστηκε με τους αγγέλους. Οι άγγελοι στη μεσαιωνική κοσμολογία κινούσαν τον κάθε πλανήτη, αλλά όχι ολόκληρο τον ουρανό. Ο Μπουριντάν διατυπώνει τη θεωρία περί ενώθησης των ουράνιων κινήσεων (impetus) δηλαδή εσωτερικών κινητήρων των πλανητών.
Η άποψη του Αριστοτέλη ότι η γη είναι ακίνητη επικράτησε κατά τη διάρκεια του μεσαίωνα, παράλληλα όμως η έννοια του «κέντρου του κόσμου» ήταν ασαφής για τους μεσαιωνικούς ερευνητές. Οι Έλληνες είχαν διατυπώσει θεωρίες για την κίνηση της γης (Αρίσταρχος, Ηρακλείδης) με τη μετάφραση της «Μεγίστης» του Πτολεμαίου αρχίζει να γίνεται αναφορά σε αυτές τις θεωρίες.
Ο Θωμάς Ακινάτης νομιμοποιεί τη συζήτηση περί κίνησης της γης και διατυπώνει μία σχετική θεωρία για την κίνηση. Στη συνέχεια ο Μπουριντάν και ο Ορέμ διατυπώνουν θεωρίες για την κίνηση της γης, θεωρώντας δυνατή την υπόθεση ότι ο ήλιος είναι ακίνητος. Κατόπιν οι θεωρίες αυτές περί κίνησης της γης θα απορριφθούν από τους ίδιους για λόγους επιστημονικούς στον Μπουριντάν και θρησκευτικούς στον Ορέμ. Η πίστη θα επικρατήσει του ορθού λόγου στον Ορέμ αποδεικνύοντας για μία ακόμη φορά την ισχύ της θρησκευτικής δεοντολογίας.
Η μεσαιωνική διαλεκτική αντιπαράθεση των αριστοτελικών αρχών συνέβαλε στην νέα επιστήμη. Ο μεσαίωνας δεν αποτέλεσε ένα στατικό φιλοσοφικό σύστημα αλλά έθεσε κοσμολογικά ερωτήματα τα οποία ήταν η βάση για την περαιτέρω επεξεργασία και εξέλιξη της επιστημονικής έρευνας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1) David C. Lindberg, Οi απαρχές της δυτικής επιστήμης, πανεπιστημιακές εκδόσεις Ε.Μ.Π, 1997.
2) John Losee, Φιλοσοφία της επιστήμης , εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1993.