Ο 4ος π.Χ. αιώνας και ιδίως το πρώτο μισό αυτού υπήρξε δίχως αμφιβολία μια περίοδος έντονων αναταραχών, ζυμώσεων και ανακατατάξεων, όχι μόνο στον κυρίως ελλαδικό χώρο, αλλά και στο σύνολο της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου. Από τη μια πλευρά η εξάντληση των ελληνικών πόλεων-κρατών στις μεταξύ τους διενέξεις και η συνακόλουθη εσωτερική τους αποσάθρωση, και από την άλλη η συνεχής εμπλοκή της Περσικής Αυτοκρατορίας στις ελληνικές διενέξεις, παράλληλα με τα ολοένα πιο ξεκάθαρα σημάδια εσωτερικής αποσύνθεσης και της ιδίας, συνετέλεσαν στην δημιουργία σειράς αλληλένδετων γεγονότων, τα οποία κορυφώθηκαν με την κατάκτηση της Περσίας από τον Αλέξανδρο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αποκτά ιδιαίτερη αξία η μελέτη της σχέσης την Περσίας με ένα νευραλγικό κομμάτι της επικράτειας της, την Αίγυπτο, και του ενεργού ρόλου που έπαιξε η πολιτική των ελληνικών πόλεων-κρατών στα εκεί δρώμενα.
Η Αίγυπτος κατά τη μακραίωνη ιστορία της υπήρξε μια κραταιά αυτοκρατορία με δεσπόζοντα ρόλο στο χώρο της ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής και, μολονότι δεν ήταν πια στο απόγειο της ισχύος της, εξακολουθούσε να διαδραματίζει σημαίνον ρόλο στην περιοχή κατά το τέλος του 6ου και τις απαρχές του 5ου π.Χ. αιώνα κάτω από τον έλεγχο της Σαϊδικής δυναστείας ( 26ης δυναστείας ). Ο φαραώ Άμασις ( Ahmose ), με μια σειρά μέτρων εσωτερικής πολιτικής και με σύναψη καίριων εμπορικών και διπλωματικών σχέσεων, είχε προσφέρει μια περίοδο ευημερίας στη χώρα του, παρόλο που η πολιτική του αυτή είχε προκαλέσει σειρά αντιδράσεων από ντόπιους και ιερατείο.
Η Περσία από την άλλη πλευρά, υπό την ηγεσία του Κύρου, είχε επεκτείνει τα όριά της, ενσωματώνοντας στην επικράτειά της τη Μηδία, τη Βαβυλώνα τη Λυδία και πολλές ακόμα περιοχές. Ήταν λοιπόν προφανές ότι στα πλαίσια της επεκτατικής πολιτκής της σύντομα θα στρεφόταν και ενάντια στην Αίγυπτο. Το έργο της κατάκτησης της Αιγύπτου ανέλαβε ο γιός και διάδοχος του Κύρου, Καμβύσης ο Β' ( Kampoudjiya ), ο οποίος, αφού πρώτα εξασφάλισε όρκους πίστης από τους Φοίνικες και εφοδιασμό σε νερό από το βασιλιά των Αράβων, ξεκίνησε την εισβολή του στην Αίγυπτο. Την περίοδο εκείνη στην Αίγυπτο Φαραώ είχε αναγορευθεί ο Ψαμμήτιχος ο Β' ( Psamtik ), γιος του Άμαση, καθώς ο πατέρας του είχε πεθάνει. Η κατάσταση στο βασίλειο δεν ήταν ομαλή, καθώς ο νέος Φαραώ ήταν και νεαρός και άπειρος και η αφοσίωση των υποτελών του στο πρόσωπό του δεν ήταν δεδομένη. Η αποστασία του αρχηγού των Ελλήνων μισθοφόρων, Φάνη του Αλικαρνασσέως, και οι πληροφορίες του βοήθησαν ιδιαίτερα τον Καμβύση στις επιχειρήσεις του. Η αποφασιστική σύγκρουση έλαβε χώρα στο συνοριακό φρούριο του Πηλουσίου και, παρά το αμφίρροπο της αναμέτρησης, έληξε με νίκη των Περσών. Η κατάκτηση του υπόλοιπου της Αιγύπτου διευκολύνθηκε περαιτέρω και από την προδοσία του ναυάρχου του Αιγυπτιακού στόλου Ουάτζ-χορ-Ρεσνέ ( Uzahor-Resenet ), ο οποίος παρέδωσε τη Σάιδα στον έλεγχο των Περσών. Εν συνεχεία κυριεύθησαν, κατά σειρά, η Ηλιόπολη και η Μέμφιδα και συνελήφθη αιχμάλωτος ο ίδιος ο Φαραώ, ο οποίος εκτελέστηκε λίγο καιρό μετά για συνομωσία. Κατόπιν ο Καμβύσης κατέλαβε το υπόλοιπο της Αιγύπτου, την οργάνωσε σε περσική επαρχία και το 522 π.Χ. αποχώρησε από αυτήν, για να καταστείλει μια επανάσταση στα ενδότερα της Περσίας, αφήνοντας ως σατράπη τον Αρυάνδη. Έτσι η Αίγυπτος έγινε μέρος της Περσικής αυτοκρατορίας και εντάχθηκε, όχι χωρίς αντιδράσεις, στη χορεία των υποτελών κρατών του Μεγάλου Βασιλέα.
Το τέλος του 6ου αιώνα βρήκε την Αίγυπτο σε μια κατάσταση υποτέλειας, η οποία, παρά τις όποιες θετικές πτυχές, συχνά οδηγούσε τους Αιγύπτιους σε απόπειρες αποτίναξης του περσικού ζυγού. Στα χρόνια του σατράπη Αρυάνδη έγιναν από πλευράς Περσών προσπάθειες επανέναρξης του εμπορίου και βελτίωσης της εικόνας των Περσών, η οποία είχε τρωθεί λόγω των καταστροφών που είχαν προκαλέσει κατά την εισβολή τους, μέσω μιας σειράς εγγειοβελτιωτικών και αναπτυξιακών έργων. Μολαταύτα ήδη από το 522 π.Χ. έγινε μια πρώτη προσπάθεια αποτίναξης του ζυγού από αιγυπτιακής πλευράς, μέσα στη δίνη των αναταραχών που αντιμετώπισε ο Δαρείος ο Α΄, κατά την ανάρρηση του στο θρόνο, ως διάδοχος του Καμβύση. Ο σατράπης Αρυάνδης προσωρινά εκδιώχθηκε και προς στιγμήν η Αίγυπτος φάνηκε να ανακτά την ανεξαρτησία της. Τελικά η επέμβαση του ίδιου του Δαρείου το 519 π.Χ. οδήγησε στην αποκατάσταση του σατράπη και στην εκ νέου καθυπόταξη της Αιγύπτου. Η επόμενη επανάσταση εξερράγη το 487 π.Χ., καθώς, στα μεθεόρτια της περσικής ήττας στο Μαραθώνα, η Αίγυπτος βρέθηκε και πάλι σε επαναστατικό αναβρασμό. Στη Μέμφιδα οι επαναστάτες εξολόθρευσαν την περσική φρουρά, εγκατέστησαν έναν ντόπιο ηγεμόνα και ξεκίνησαν προαπάθεια οχύρωσης της Αιγύπτου από μια περσική εισβολή, προσπάθειες που δεν απέδωσαν ικανοποιητικά αποτελέσματα. Έτσι ο Ξέρξης – καθώς το 486 π.Χ. ο Δαρείος είχε πεθάνει – κατόρθωσε το 484 π.Χ. να καταστείλει την επανάσταση.
Η επόμενη επανάσταση στάθηκε πολύ πιο επικίνδυνη για τους Πέρσες. Αυτή ξέσπασε το 460 π.Χ., κατά τον πέμπτο χρόνο έπειτα από την άνοδο του Αρταξέρξη Α'. Σε αυτή συνέπραξαν ο - Λιβυκής μάλλον καταγωγής – Ίναρος, απόγονος του Ψαμμήτιχου, και ένας έτερος συνδιεκδικητής του θρόνου, ο Αμυρταίος από τη Σάιδα. Πολύτιμη στήριξη στην επαναστατική αυτή ενέργεια προσέφερε η Αθήνα του Περικλή, με την αποστολή επικουρικών δυνάμεων 200 τριήρεων και εκστρατευτικού σώματος. Οι επαναστάτες αρχικά σημείωσαν μεγάλες επιτυχίες, ειδικά στην Πάπρημη, όπου και σκοτώθηκε ο σατράπης Αχαιμένης. Παρ' όλα αυτά οι Πέρσες διατήρησαν στον έλεγχο τους τη Μέμφιδα και ο Ξέρξης απέστειλε στην Αίγυπτο δύναμη 300.000 στρατιωτών. Η δύναμη αυτή, κάτω από την ικανή διοίκηση του στρατηγού Μεγάβυζου, κατανίκησε τους επαναστάτες, συνέτριψε το αθηναϊκό εκστρατευτικό σώμα, συνέλαβε και εκτέλεσε τον Ίναρο ενώ εκμηδένισε και την ισχυ του Αμυρταίου. Κατ' αυτόν τον τρόπο η Αίγυπτος, το 455 π.Χ., ξανάγινε περσική επαρχία, με νέο σατράπη τον Αρσάμη. Έτσι για πενήντα περίπου χρόνια η Αίγυπτος παρέμεινε ήρεμη, χωρίς ένδειξη επαναστατικών ενεργειών. Σε αυτό το χρονικό διάστημα παρατηρείται στην Περσία μια πορεία παρακμής, που αρχίζει να γίνεται περισσότερο εμφανής μετά το θάνατο του Αρταξέρξη. Μετά από μια σειρά ανακτορικών δολοπλοκιών και συνομωσιών, τελικά στο θρόνο του Μεγάλου Βασιλέα αναρριχήθηκε ο Δαρείος Β΄ ο Ώχος. Η στρατιωτική ισχύς των Περσών μειωνόταν δραστικά και παραμερίζονταν από μια ενεργή διπλωματική πολιτική που στηριζόταν κατά βάση στον άφθονο περσικό χρυσό. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον το 405 π.Χ. ένας νέος Αμυρταίος, ο Αμυρταίος ο Β΄, επαναστάτησε κατά της Αχαιμενιδικής διοίκησης και κατόρθωσε να επιτύχει την απόσχιση της Αιγύπτου από τον περσικό έλεγχο ιδρύοντας τη δική του ηγεμονία (28η δυναστεία).
Η αυγή λοιπόν του 4ου αιώνα π.Χ. βρήκε την Αίγυπτο σε μια θέση που μπορεί να χαρακτηριστεί ιδιάζουσα. Στις σχέσεις της με τους εξωτερικούς της εχθρούς βασικός άξονας στάθηκε η υποστήριξη των εχθρών της Περσίας και η προσπάθεια προάσπισης της ανεξαρτησίας της. Ταυτόχρονα στο εσωτερικό , η ολιγόχρονη βασιλεία των πρώτων φαραώ του ανεξάρτητου κράτους αναδεικνύει το ασταθές πολιτικό σκηνικό. Παρόλα αυτά η Αίγυπτος, με τα αναμφισβήτητα συγκριτικά πλεονεκτήματα που της προσέφερε η γεωστρατηγική της θέση και ο πλούτος της, κατόρθωσε να εξασφαλίσει την επιβίωσή της κατά το πρώτο μισό του αιώνα αυτού.Η αρχική πολιτική προσέγγιση απέναντι στην περσική απειλή υπήρξε προσεκτική. Κατά τη διάρκεια της εξουσίας του Αμυρταίου ( 404 – 399 π.Χ. ) δεν παρατηρείται ιδιαίτερη δραστηριότητα σε σχέση με τους Πέρσες, πέρα από την σύλληψη και εκτέλεση του Τάμω, κυβερνήτη της Ιωνίας και υποστηρικτή του Κύρου του Νεώτερου, κατά την επανάσταση του τελευταίου ενάντια στον Αρταξέρξη.
Οι πρώτες σαφείς ενδείξεις αιγυπτιακής υποστήριξης, οικονομικές φύσεως κυρίως, συμπίπτουν με την ανάρρηση στο θρόνο της 29ης δυναστείας της Αιγύπτου ( 399 – 380 π.Χ. ) και πιο συγκεκριμμένα από το φαραώ Νεφερίτη τον Α' ( 399 – 393 π.Χ. ), ο οποίος το 396 π.Χ. απέστειλε υλική βοήθεια στους Σπαρτιάτες, την περίοδο που οι τελευταίοι επιχειρούσαν εναντίον των Περσών στη Μικρά Ασία. Η πολιτική αυτή της αποχής από ένοπλη σύρραξη με την Περσία, αλλά της υποστήριξης προς όσους στρέφονταν κατά του Μεγάλου Βασιλέως, συνεχίστηκε και κατά τα πρώτα χρόνια βασιλείας του διαδόχου του Νεφερίτη, Άκορι ( 393 – 380 π.Χ. ), ο οποίος ενίσχυσε αποφασιστικά σε υλικό και οικονομικό επίπεδο τον Ευαγόρα της Κύπρου, ενώ παράλληλα συνέσφιξε τις σχέσεις του και με την Αθήνα. Ὀμως η σύναψη της Ανταλκιδείου ειρήνης επέτρεψε στον Πέρση μονάρχη Αρταξέρξη Β' τον Μνήμονα να στρέψει τις δυνάμεις του κατά του Ευαγόρα και του Άκορι. Μια ισχυρή περσική δύναμη υπό τους Σατράπες Φαρνάβαζο, Αβρακόμα και Τιθραύστη ετοιμάστηκαν να επιτεθούν στην Αίγυπτο. Απέναντι τους οι Αιγύπτιοι κατόρθωσαν να αντιτάξουν έναν πλήρως αναδιοργανωμένο στρατό και μια σειρά οχυρωματικών θέσεων με τη συνδρομή του διάσημου αθηναίου στρατηγού μισθοφόρων Χαβρία. Η σύγκρουση διήρκησε τρία χρόνια ( 385 – 383 π.Χ. ) και τελικά οι εισβολείς απωθήθηκαν από τους Αιγυπτίους. Παρόλο που τελικά οι Πέρσες κατόρθωσαν το 383 π.Χ. να καθυποτάξουν τον Ευαγόρα, ο Άκορις ισχυροποίησε περαιτέρω τη θέση του συμμαχώντας με τους Σπαρτιάτες και τον αποστάτη ναύαρχο των Περσών Γλω, που είχε επαναστατήσει στην Ιωνία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Πρωτογενείς πηγές
Κτησίας : Περσικά
Ηρόδοτος : Ἱστορίαι
Πλάτων : Μενέξενος
Διόδωρος Σικελιώτης : Ιστορική Βιβλιοθήκη
Πολύαινος : Στρατηγήματα
Δευτερογενείς πηγές
Cambridge Ancient History, volume 4 – 6, Cambridge University Press, Cambridge, 2008
Brosius Maria, The Persians, Routledge, New York, 2006
Lloyd Alan, Ancient Egypt, Blackwell Publishing LTD, West Sussex, 2010
Breasted James Henry, A history of Egypt, Charles Schribner's sons, New York, 1956
Brier Robert, The history of Ancient Egypt, The Teaching Company, Long Island University, 1999
Olmstead A. T., Ιστορία της Περσικής Αυτοκρατορίας, , μετάφραση Εύα Πέππα, εκδόσεις
Οδυσσέας, 2002
Schuller W., Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας, μετάφραση Αφροδίτη Καμάρα, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 2006
Wilcken U., Αρχαία Ελληνική Ιστορία, μετάφραση Ιωάννη Τουλουμάκου, εκδόσεις Παπαζήση,
Αθήνα, 2006
Bengtson Η., Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας, μετάφραση Ανδρέα Γαβρίλη, εκδόσεις Μέλισσα,
Αθήνα. 1991
Rawlinson M.A., Ancient Egypt, T. Fisher Unwin., 1886