Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες πτυχές στην μελέτη της ανάπτυξης ενός κράτους σε κραταιά δύναμη είναι αναμφίβολα η παρακολούθηση της εξελικτικής πορείας των επιμέρους προσαρτήσεων, που οδηγούν στη σταδιακή ισχυροποίηση της θέσης της δύναμης αυτής και προσφέρουν τα εχέγγυα για την περαιτέρω ενίσχυση και σταδιακή εδραίωση του κράτους αυτού σε δύναμη πρώτου βεληνεκούς. Στα πλαίσια αυτής της παραδοχής αποκτά ιδιαίτερη παραδειγματική αξία η παρακολούθηση της ενσωμάτωσης του Οδρυσικού κράτους στον κορμό του βασιλείου της Μακεδονίας υπό τον Φίλιππο Β' και τα οφέλη που η ενσωμάτωση αυτή προσέφερε.
Πρώτο βασικό στοιχείο και σημαντικό για την περαιτέρω κατανόηση της πορείας εξάπλωσης του Μακεδονικού κράτους είναι το ότι η ενσωμάτωση αυτή δεν έγινε αυτόματα και στα πλαίσια μίας απλής νικηφόρου, εκστρατείας αλλά απαιτήθηκε προσεκτική εξάπλωση, πολιτική αναμονής και εκμετάλλευσης εγγενών αδυναμιών που παρουσιάστηκαν στα ένδοτερα του Οδρυσσικού βασιλείου, αλλά και ισχυρός διπλωματικός και ενίοτε στρατιωτικός ανταγωνισμός με μεγάλες δυνάμεις (Αθήνα), όπως και μικρότερα περιφερειακά κέντρα εξουσίας (τέτοιες ήταν οι πόλεις-κράτη του Βυζαντίου και της Περίνθου). Έχοντας λοιπόν αυτά κατά νου γίνεται δυνατή η απόπειρα ανασύνθεσης των ιστορικών γεγονότων που οδήγησαν στο τελικό αποτέλεσμα της απορρόφησης του θρακικού χώρου από την αναδυόμενη δύναμη του Φιλίππου.
Τα προ της σύγκρουσης
Η περιοχή της Θράκης ανέκαθεν υπήρξε θέατρο συγκρούσεων μεταξύ αντιπάλων δυνάμεων. Την περίοδο πριν τις εκστρατείες του Φιλίππου πάντως η κατάσταση ήταν αρκετά παγιωμένη. Τον έλεγχο στο μεγαλύτερο μέρος της περιοχής απολάμβανε το βασίλειο των Οδρυσών, το οποίο είχε εξαπλωθεί στα χρόνια του βασιλιά Κότυος. Η επικράτεια του έφτανε μέχρι την περιοχή της Χερσονήσου, στην οποία μάλιστα ήλεγχε τις πόλεις της Καρδίας και της Σηστού. Ο Κότυς είχε δολοφονηθεί το 360 π.Χ. από δύο πολίτες της Αίνου, τον Πύθωνα και τον Ηρακλείδη, οι οποίοι τιμήθηκαν μάλιστα από τους Αθηναίους για την πράξη τους αυτή. Μετά τη δολοφονία του Κότυος το βασίλειο των Οδρύσων απώλεσε τη συνοχή του, καθώς πλην του Κερσεβλέπτη, διαδόχου του Κότυ, αναδύθηκαν άλλοι δύο ηγεμόνες, ο Αμάδοκος και ο Βηρισάδης, οι οποίοι απέκτησαν ανεξάρτητες επικράτειες στον χώρο του διασπασμένου βασιλείου. Η κατάσταση αυτή ήταν επωφελής για τον έτερο ενδιαφερόμενο, ειδικά στην περιοχή της Χερσονήσου, την Αθήνα. Οι Αθηναίοι είχαν παραδοσιακούς δεσμούς με την περιοχή της Θράκης, την οποία είχαν αποικήσει συστηματικά ήδη από την εποχή του Περικλή, και βρισκόταν σε ανοικτή διαμάχη τόσο με τον Κότυ, όσο και με τον Κερσεβλέπτη, που με τη βοήθεια αρχηγών μισθοφόρων απέκρουε τις Αθηναϊκές προσπάθειες κατάκτησης της Χερσονήσου. Οι Αθηναίοι χρησιμοποίησαν λοιπόν τις βλέψεις του Βηρισάδη και του Αμάδοκου για να αναχαιτήσουν τις επεκτατικές βλέψεις του Κερσεβλέπτη. Οι συγκρούσεις φαινομενικά έλαβαν τέλος με την υπογραφή της συνθήκης του Χάρητος το 357 π.Χ. Όμως, ο Κερσεβλέπτης παραβίαζε συστηματικά τη συνθήκη απαιτώντας δασμούς από τα αθηναϊκά λιμάνια και τελωνεία, ενώ από το 357 π.Χ. ξέσπασε και ο περίφημος συμμαχικός πόλεμος που οδήγησε στην κατάρρευση της Β' Αθηναϊκής Συμμαχίας και στην αποδυνάμωση της Αθήνας. Τέλος στην περιοχή υπήρχαν και ανεξάρτητες πόλεις-κράτη, όπως η Πέρινθος και το Βυζάντιο, που προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν την ανεξαρτησία τους είτε συμμαχώντας με κάποια μεγαλύτερη δύναμη, είτε προσπαθώντας να παραμείνουν ουδέτερες στις συγκρούσεις που ξεσπούσαν.
Η αδυναμία της Αθήνας την περίοδο αυτή ευνόησε την ανασυγκρότηση του κράτους που έμελε να διαδραματίσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην περιοχή, του Μακεδονικού βασιλείου. Όταν ο βασιλιάς των Μακεδόνων Περδίκκας ο Γ' σκοτώθηκε σε μια θυελλώδη μάχη κατά των Ιλλυριών μαζι με χιλιάδες στρατιώτες του, το βασίλειο βρέθηκε σε δεινή θέση. Οι επιδρομές των γειτονικών λαών και η εσωτερική αναρχία που προκαλούσε η ύπαρξη πολλών ανταπαιτητών του θρόνου προκάλεσε τρομερές δυσχέρειες στην χώρα. Παρόλα αυτά, ο νεαρός αδελφός του Περδίκκα Φίλιππος, αρχικά ως επίτροπος του θρόνου και έπειτα ως βασιλιάς, αντιμετώπισε την όλη κατάσταση με εξαιρετικό τρόπο. Αφού νίκησε τους εξωτερικούς εχθρούς και στερέωσε την θέση του στο εσωτερικό του βασιλείου, ξεκίνησε μια σειρά δράσεων που είχε ως αποτέλεσμα μέχρι το έτος 357 π.Χ. την μεταβολή του κράτους του σε μια ενιαία οντότητα, τα όρια της οποίας πλέον, με την κατάληψη της σημαντικής Αμφίπολης άπτονταν των εδαφών της Θράκης. Οι κατακτήσεις του τον έφεραν σε σύγκρουση με την Αθήνα, που τον αντιμετώπιζε πλέον ως εχθρό για την περιοχή της Θράκης, αλλά και με τους Οδρύσες ηγεμόνες που έβλεπαν στο πρόσωπο του έναν επικίνδυνο αντίπαλο.
Η κατάληψη των Κρηνίδων και η τετραμερής συμμαχία ( 357/6 π.Χ. - 356/5 π.Χ.)
Πρώτο βήμα για την κατάκτηση της Θράκης υπήρξε η κατάληψη των Κρηνίδων, που πραγματοποιήθηκε το έτος 357/6 π.Χ. Η πρόσκληση των Κρηνίδων, αποικίας της Θάσου, η οποία βρισκόταν στο βόρειο μέρος του πλούσιου σε κοιτάσματα χρυσού Παγγαίου όρους, έδωσε στον Φίλιππο την ευκαιρία που προσδοκούσε να εξαπλωθεί ανατολικότερα. Οι Κρηνίδες αντιμετώπιζαν την επιθετικότητα θρακικών φύλων, ενδεχομένως των παιδιών του Βηρισάδη (o ίδιος είχε πεθάνει το προηγούμενο έτος), και κατέφυγαν στο Φίλιππο για προστασία. Ο Φίλιππος, ύστερα από επιτυχείς πολέμους, κατέλαβε την περιοχή, ανοικοδόμησε την πόλη, εγκατέστησε και νέους αποίκους και μετωνόμασε τις Κρηνίδες σε Φιλίππους, δίνοντας στη πόλη το όνομά του. Τα πλούσια κοιτάσματα του Παγγαίου – τα οποία σύμφωνα με τους μελετητές υπερέβαιναν τα 1000 τάλαντα καθ' έτος - έθεσαν σε νέα βάση την πολιτική του Φιλίππου και διεύρυναν τους στόχους του.
Η κατάληψη όμως αυτή ενεργοποίησε τα αντανακλαστικά των γειτονικών ηγεμόνων, οι οποίοι άρχισαν αμέσως συνεννοήσεις για την δημιουργία συμμαχίας, με αντικειμενικό στόχο να υποτάξουν τα χωρία που κατέλαβε ο Φίλιππος και να τον εκδιώξουν από τις Κρηνίδες. Στην τριμερή αυτή συμμαχία, που με την προσθήκη της Αθήνας έγινε τετραμερής, έλαβαν μέρος ο ηγεμόνας των Οδρυσών Κετρίπορις (ο διάδοχος του Βηρισάδη) και τα αδέλφια του, ο ηγεμόνας των Παιόνων Λύππειος και ο αρχηγός των Ιλλυριών Γράβος. Ο Φίλππος όμως δεν περίμενε παθητικά την επίθεση της συμμαχίας, αλλά ανέλαβε την πρωτοβουλία των κινήσεων και με επιθετική δράση κατόρθωσε να κατανικήσει τον αντίπαλο συνασπισμό. Έτσι η έκταση των Οδρύσων που κατείχαν ο Κετρίπορις και τα αδέλφια του έγινε υποτελές βασίλειο του Φιλίππου και ο Νέστος κατέστη το όριο της νέας εκτεταμένης Μακεδονικής επικράτειας.
Η εκστρατεία του Παμμένη και ο Αμάδοκος 353/2 π.Χ.
Το επόμενο Οδρυσικό βασίλειο που στέκονταν απέναντι στον Φίλιππο μετά την καθυπόταξη του Κετρίπορη ήταν η επικράτεια του Αμαδόκου. Ο τελευταίος ήταν ανεξάρτητος ηγεμών που στηριζόταν από τους Αθηναίους, ενώ οι σχέσεις του με τον βασιλιά των Οδρύσων Κερσεβλέπτη ήταν τεταμένες. Ο Φίλιππος λοιπόν αποφάσισε την άνοιξη του 353 π.Χ. να συνοδεύσει τον Θηβαίο στρατηγό Παμμένη και το εκστρατευτικό του σώμα στο δρόμο του για την Ασία, καθώς οι Θηβαίοι έσπευδαν σε βοήθεια ενός Πέρση επαναστάτη Σατράπη, του Αρτάβαζου, στην προσπάθεια του να ανεξαρτητοποιηθεί από την κεντρική περσική διοίκηση. Βέβαια η πρόθεση αυτή της συνοδείας αποτελούσε πρόφαση, καθώς αντικειμενικός σκοπός του Φιλίππου ήταν να δοκιμάσει τις αντιδράσεις των Θρακών. Η κίνηση του αυτή προκάλεσε όντως την αντίδραση τους, μόνο που η αντίδραση αυτή δεν υπήρξε ενιαία. Ο Κερσεβλέπτης, ο οποίος ήλεγχε το ανατολικό τμήμα του βασιλείου, έσπευσε να παρέξει διαβεβαιώσεις στον Φίλιππο ότι θα εγγυηθεί την ασφαλή διέλευσή τους από την επικράτεια του, εφόσον τους επιτραπεί να περάσουν πρώτα διαμέσου και της επικράτειας του Αμαδόκου. Αν και οι πηγές στο σημείο αυτό είναι τουλάχιστον ασαφείς, φαίνεται πως ο Κερσεβλέπτης πρότεινε στο Φίλιππο μια συμφωνία αμοιβαίου συμφέροντος που θα έφηνε στον πρώτο ελευθερία δράσης κατά των Αθηναίων, οι οποίοι υποστήριζαν τον Αμάδοκο ως ανάχωμα στις επεκτατικές βλέψεις του Κερσεβλέπτη προς τη Χερσόνησο, μιας και αυτός θα ήταν απασχολημένος επιβλέποντας την διέλευση του Φιλίππου, ενώ θα επέτρεπε στον Φίλιππο να διασφαλίσει ελεύθερη δίοδο προς τη θράκη, όπως το επιθυμούσε. Βέβαια όλα αυτά έμειναν σε φιλολογικό επίπεδο καθώς ο Αμάδοκος εμπόδισε με στρατό τη διέλευση του Φιλίππου. Έτσι ο Φίλιππος επέστρεψε στη Μακεδονία, αφού πρώτα λεηλάτησε τις περιοχές γύρω από τη Μαρώνεια και τα Άβδηρα. Η πράξη του αυτή δεν σήμαινε βέβαια κατ' ανάγκη ότι οι πόλεις αυτές ανήκαν στην επικράτεια του Αμαδόκου, απλά φαίνεται ότι υπήρχε γεωγραφική εγγύτητα με τις κτήσεις του και ότι οι ανεξάρτητες αυτές πόλεις είχαν κάποιας μορφής συμμαχία με τον Θράκα ηγεμόνα.
Α' πόλεμος προς Κερσεβλέπτη ( 352/1 π.Χ.)
Μέχρι το σημείο αυτό ο Αμάδοκος εξακολουθούσε να είναι ανεξάρτητος ηγεμόνας, και ο Κετρίπορις υποτελής του Φιλίππου. Η κατάσταση στο βασίλειο του Αμαδόκου θα μεταβληθεί με την εκστρατεία κατά του Κερσεβλέπτου. Το έτος 352 π.Χ. οι Αθηναίοι, υπό τον στρατηγό Χάρη, κατόρθωσαν να αποσπάσουν την Σηστό από την εξουσία του Κερσεβλέπτου και να τον υποχρεώσουν να συμμαχήσει μαζί τους. Αυτόματα ο Φίλιππος θεώρησε τον Κερσεβλέπτη εχθρό του. Ο Αμάδοκος, μεταξύ σφύρας και άκμονος, αποφάσισε να μεταστρέψει την προηγούμενη πολιτική του και συμμάχησε με τον Φίλιππο κατά του Κερσεβλέπτου. Επιτέθηκαν έτσι μαζί κατά του κοινού τους αντιπάλου, ο οποίος βρισκόταν σε διαμάχη με τις πόλεις του Βυζαντίου και της Περίνθου λόγω διαφιλονεικούμενων εδαφών. Με αυτό τον τρόπο ο Φίλιππος τήρησε τα προσχήματα της νομιμότητας και απέφυγε οποιαδήποτε εχθρότητα από τις ελληνικές πόλεις-κράτη της περιοχής, η οποία θα αποτελούσε προφανώς μεγάλο εμπόδιο στα σχέδια του. Ο Κερσεβλέπτης ανέμενε μάταια την αθηναϊκή βοήθεια κατά του Φιλίππου, καθώς οι Αθηναίοι κωλυσιεργούσαν. Τελικά ο Φίλιππος πολιόρκησε το Ήραιον τείχος το Νοέμβριο του 352, το οποίο και κατέλαβε. Η Αθηναϊκή βοήθεια εστάλη καθυστερημένα και ήταν και ιδιαίτερα μικρή, γιατί τους είχε ανακοινωθεί ότι ο Φίλιππος ασθένησε ή πέθανε. Η ασθένεια του Φιλίππου ήταν γεγονός πως τον εμπόδισε να εκμεταλλευτεί ολοκληρωτικά τη νίκη του. Όμως δεν τον εμπόδισε να νικήσει τον Κερσεβλέπτη, να επιβάλλει τους όρους του και να επιστρέψει στην Πέλλα παίρνοντας ως όμηρο και απόδειξη νομιμοφροσύνης του τελευταίου έναν από τους γιούς του. Το Ήραιον τείχος αποδώθηκε στην Πέρiνθο ως ανήκον σε αυτήν. Παράλληλα, στα πλαίσια της εκστρατείας αυτής ο Φίλιππος βρήκε την ευκαιρία να εκδίωξει από την εξουσία του τον Αμάδοκο και να τον αντικαταστήσει με τον γιό του (ή άλλον συγγενή) το Τήρη Γ'. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός πως το όνομα του Αμάδοκου παύει να μαρτυρείται και στη θέση του αναφέρεται στον ίδιο χώρο ο Τήρης. Έτσι πλέον τα θρακικά εδάφη μεταξύ Νέστου και Ευξείνου Πόντου, με την αξιοσημείωτη εξαίρεση της Χερσονήσου, υπήχθησαν στη σφαίρα επιρροής του Φιλίππου.
Ελάσσονες επιχειρήσεις στη Θράκη ( 347/6 π.Χ. - 346/5 π.Χ.)
Κατά την περίοδο αυτή δεν μαρτυρείται κάποια μεγάλη εκστρατεία του Φιλίππου στη Θράκη. Το μόνο που μνημονεύεται είναι η παρουσία του Αντίπατρου περί την Άπρον. Το χρονικό διάστημα αυτό ο Φίλιππος κλήθηκε για διαιτησία στη διένεξη μεταξύ των υιών του Βηρισάδη. 'Ομως αυτή τη φορά ο ίδος μετέβη με στρατό και αφαίρεσε από αυτούς τη βασιλεία. Έτσι η επικράτεια των υιών του Βηρισάδη έγινε πλέον μακεδονική επαρχία.
Β' πόλεμος προς Κερσεβλέπτη (18 Μαρτίου 346 π.Χ. - 17 Ιουνίου 346 π.Χ.)
Ο δεύτερος πόλεμος προς τον Κερσεβλέπτη έβαινε κατά ένα μέρος παράλληλα με τη διαδικασία σύναψης της ειρήνης του Φιλοκράτη και κατά ένα μέρος συνεχίστηκε και μετά από την αποδοχή της από τους Αθηναίους και τους συμμάχους τους. Στα πλαίσια των διαβουλεύσεων για την σύναψη της Φιλοκρατείου ειρήνης, μια αθηναϊκή πρέσβεια, συμπεριλαμβανομένων του Αισχίνη και του Δημοσθένη, είχε φτάσει στην Πέλλα και συζητούσε με τον Φίλιππο επί των όρων της συνθήκης. Στις 18 Μαρτίου η πρεσβεία αυτή αναχωρούσε για την Αθήνα, φέρνοντας τους όρους του Φιλίππου και τις διαβεβαιώσεις του ότι δεν θα εισβάλλει στην Χερσόνησο όσο διαρκούν οι διαβουλεύσεις για την ειρήνη. Στους όρους αποκλείονταν ρητά να ορκιστεί ως σύμμαχος των Αθηναίων ο Κερσεβλέπτης, καθώς είχε ήδη αποφασιστεί εκστρατεία εναντίον του. Ο Φίλιππος, ως πανούργος πολιτικός δεν χρονοτρίβησε και επανεκίνησε τις επιχειρήσεις του κατά της επικράτειας του Κερσεβλέτη ταυτόχρονα με την αναχώρηση της αθηναϊκής πρεσβείας για την Αθήνα. Όσο διαρκούσαν οι διαπραγματεύσεις και οι συνελεύσεις στην εκκλησία του Δήμου της Αθήνας, ο Φίλιππος με αστραπιαίες επιχειρήσεις κατόρθωνε να εκδιώξει τον Κερσεβλέπτη από τις θέσεις του και να καταλαμβάνει οχυρωμένες θέσεις στην Θράκη. Αφού στις 21 Απριλίου κατανίκησε σε μάχη τον εχθρό του, κατέλαβε διαδοχικά το Σέρρειον τείχος, την Εργίσκη και το Ιερόν Όρος, τα οποία οι Αθηναίοι είχαν ενισχύσει κατά τα προηγούμενα χρονικά διαστήματα. Ο Κερσεβλέπτης προσπάθησε να υπογράψει και αυτός τους όρους ως σύμμαχος των Αθηναίων, διαμέσω ενός αντιπροσώπου του, αλλά αυτό δεν κατέστη δυνατό, κατόπιν αντίδρασης του Αισχύνη και του Δημοσθένη.
Με την υπογραφή της συνθήκης οι Αθηναίοι έστειλαν στην Πέλλα αντιπροσώπους να πάρουν τους όρκους από τον Φίλιππο και τους συμμάχους τους. Όταν όμως έφτασαν στην πόλη δεν βρήκαν τον Φίλιππο εκεί. Αντίθετα ο μακεδόνας βασιλιάς συνέχισε την κατάκτηση θέσεων του Κερσεβλέπτη στη Θράκη και κατέλαβε το Σέρρειον και το Δορίσκο. Τελικά στις 17 Ιουνίου του 346 επέστρεψε στην Πέλλα και υπέγραψε τη συνθήκη του Φιλοκράτη, αφού πρώτα είχε καταστήσει το βασίλειο του Κερσεβλέπτη υποτελές βασίλειο σε αυτόν. Με αυτή την ειρήνη ο Φίλιππος αφαίρεσε από τον Κερσεβλέπτη το νότιο μέρος του χώρου κυριαρχίας του και τον ώθησε στην ενδοχώρα του βασιλείου του, ενώ παράλληλα ο ίδιος εξασφάλισε και μια ευρεία βάση για μελλοντικές επιχειρήσεις κατάκτησης των σημαντικότερων και κεντρικότερων κέντρων των Οδρύσων. Επίσης, στα πλαίσια της Φιλοκρατείου ειρήνης, οι Αθηναίοι παραχώρησαν στο Φίλιππο τη πόλη της Καρδίας, καθώς ο ίδιος είχε υπογράψει με τους Καρδιανούς συμμαχία κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του αυτής. Όπως ήταν φυσικό η κατάσταση αυτή προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια ατην Αθήνα. Ο Δημοσθένης κατηγόρησε τους πρέσβεις που ετάλησαν στην Πέλλα για ολιγωρία καθώς δεν έτρεξαν στη Θράκη να πάρουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα τους όρκους από τον Φίλιππο, ενώ κατηγόρησε και τη φιλομακεδονική πλευρά πως εσκεμμένα δεν επέτρεψε στον αντιπρόσωπο του Φιλίππου να ορκιστεί, αποσιωπόντας το δικό του ρόλο σε αυτό. Τελικά ο Φιλοκράτης καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο, ενώ και ο Αισχίνης αθωώθηκε οριακά.
Κατάκτηση της Θράκης (343/2 π.Χ. - 342/1 π.Χ.)
Το τελευταίο στάδιο πραγματοποίησης του στόχου της κατάκτησης της Οδρυσικής Θράκης έλαβε χώρα κατά τα έτη 342/1 π.Χ. και κατά την επόμενη χρονιά. Την περληπτική εξιστόρηση των γεγονότων μας παραδίδει ο Διόδωρος. Οι πληροφορίες που μας παραδίδονται για τις επιχειρήσεις και τις διάφορες φάσεις εξέλιξης της επιχείρησης είναι σποραδικές. Φαίνεται από τα συμφραζόμενα πως την επιχείρηση αυτή εναντίον του την προκάλεσε ο ίδιος ο Κερσοβλέπτης με την προσπάθεια του να ανακαταλάβει εδάφη τα οποία είχε απωλέσει κατά τον προηγούμενο πόλεμο με τον Φίλιππο. Η εκστρατεία ξεκίνησε στα μέσα του θέρους του 342 π.Χ. με μια σειρά πολλών και δύσκολων επιχειρήσεων νοτίως της οροσειράς του Αίμου. Οι Αθηναίοι συμμετείχαν ενεργά στην φάση αυτή, ειδικά από το 241 π.Χ., με επιδρομές στα παράλια της Θράκης σε κτήσεις του Φιλίππου, υποβοηθώντας έτσι την προσπάθεια του Κερσεβλέπτη. Κατά τη διάρκεια του πολέμου αυτού και λόγω της έκτασης των επιχειρήσεων ο Φίλιππος διατήρησε το γενικό πρόσταγμα, αλλά παρέταξε σε διάφορες επιλεγμένες περιοχές τους καλύτερους στρατηγούς του, όπως τον Αντίπατρο και τον Παρμενίωνα, ενώ και ο Αλέξανδρος ανέλαβε την πρώτη του ανεξάρτητη στρατιωτική διοίκηση. Τελικά, παρ' όλες τις δυσχέρεις, που οι συγγραφείς που διεσώθησαν δεν παρέθεσαν αναλυτικά, ο Φίλιππος κατόρθωσε να αναδειχθεί σε νικητή του πολέμου. Έτσι οι Μακεδόνες έδρεψαν πλούσιους καρπούς από τον αγώνα τους αυτό.
Τα οφέλη για τους Μακεδόνες ήσαν πολλαπλά. Πρώτα απ' όλα ο Κερσεβλέπτης εκδιώχθηκε, ενώ και ο Τήρης, που μέχρι τότε εμφανιζόταν ως σύμμαχος των Μακεδόνων εξαφανίστηκε από το προσκήνιο. Οι Αθηναίοι προσπάθησαν με επίσημο αίτημα να υποχρεώσουν το Φίλιππο να αφήσει τους Κερσεβλέπτη και Τήρη στην εξουσία, ως Αθηναίους πολίτες αλλά ο τελeυταίος το απέρριψε κατηγορηματικά. Άλλωστε πλέον ήταν ο ίδιος που ασκούσε τον απόλυτο έλεγχο στην περιοχή της Θράκης, σε χώρο μάλιστα που γειτνίαζε με το χώρο Αθηναϊκής κυριαρχίας στη Χερσόνησο, και απειλούσε πλέον άμεσα ζωτικά αθηναϊκά συμφέροντα στον Ελλήσποντο. Επιπλέον oι Ελληνικές πόλεις της Θράκης, απαλλαγμένες από το φόβο των Θρακών, κατετάγησαν πρόθυμα στη συμμαχία του Φιλίππου. Εκτός αυτών, ο ορυκτός πλούτος της περιοχής και το ανθρώπινο δυναμικό της Θράκης, αύξησαν τη δύναμη των Μακεδόνων και διεύρυναν τους στόχους του Φιλίππου. Ο ίδιος ασχολήθηκε με την αναδιοργάνωση της Θράκης, καθιστώντας την επαρχία του μακεδονικού βασιλείου και ορίζοντας διοικητή με τον τίτλο του Στρατηγού Επί Θράκης, στα πρότυπα των περσικών σατραπειών. Ίδρυσε πολλές πόλεις, όπως η Καβύλη, η Βερόη, η Φιλιππόπολις, το Δρογγίλον, η Μάστειρα (πολλές από αυτές δεν έχουν ταυτοποιηθεί) ενώ στρατιωτικές αποικίες εξασφάλισαν την κατάκτηση.
Επίλογος
Με αυτόν τον τρόπο ο Φίλιππος κατόρθωσε να επεκτείνει το βασίλειο του ενσωματώνοντας μια επαρχία με έκταση περίπου ισοδύναμη με το βασίλειο της Μακεδονίας. Αξίζει να αναφερθεί πως ο ίδιος στην προσπάθεια του αυτή χρησιμοποίησε όλα τα διπλωματικά και στρατιωτικά μέσα που διέθετε, διευρύνοντας μάλιστα προοδευτικά τους στόχους του και στρέφοντας προς όφελος του τους ανά περίπτωση συσχετισμούς δυνάμεων που ανέκυπταν. Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής η κατάληψη των Κρηνίδων και η εκμετάλλευση των εκεί πλουτοπαραγωγικών πηγών αποτέλεσε έναυσμα και αφετηριακό σημείο για την μετέπειτα εξάπλωση του στη Θράκη. Επιπλέον οι διενέξεις Κερσεβλέπτη και Αμαδόκου αξιοποιήθηκαν στο έπακρο για τη δημιουργία και την εξασφάλιση της παράκτιας βάσης επιχειρήσεων του Φιλίππου, η οποία του έδωσε την δυνατότητα να εξαπολύσει την ολοκληρωτική του επίθεση στο τελευταίο στάδιο του πολέμου με του Οδρύσες. Η απώλεια της αθηναϊκής ισχύος μετά τον πέρας του συμμαχικού πολέμου διευκόλυνε το όλο εγχείρημα του Φιλίππου και του επέτρεψε να αποκτήσει τον έλεγχο της Θράκης, κάθιστώντας τον με τον τρόπο αυτό τον αποκλειστικό κύριο του βορείου Αιγαίου και επιτρέποντας του να αποκτήσει δίοδο προς τα εδάφη της Ασίας, προλειαίνοντας έτσι το έδαφος για την επίθεση κατά των Περσών, έργο που ολοκλήρωσε ο διάδοχος του Αλέξανδρος.
Βιβλιογραφία
Βεληγιάννη-Τερζή, Χρ., Οι Ελληνίδες πόλεις και το βασίλειο των Οδρυσών, Εκδοτικός οίκος α/φών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2004.
Μπένγκστον, Χ., Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας, μετάφραση Αντρέα Γαβρίλη, εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα, 1991.
Wilcken, Ul., Αρχαία Ελληνική Ιστορία, μετάφραση Ιωάννης Τουλουμάκος, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 1976.
Schuller, W., Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας, μετάφραση Αφροδίτη Καμάρα-Χριστίνα Κοκκινιά, εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2006.
The Cambridge Ancient History, volume VI, Cambridge University press, Cambridge, 2006.