του Ben Sheppard, ιστορικού
Μετάφραση: Στέλλα Παπαλάμπρου
MERIAN C. COOPER – ΑΠΛΗΣΙΑΣΤΟΣ, ΔΥΣΚΟΛΟΣ ΚΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΣ
Μέρος II. Ο εξερευνητής
Οι τσιγγάνοι των θαλασσών
Για τον Merian C. Cooper το ξεκίνημα του 1920 δεν ήταν απλά η απαρχή μιας δεκαετίας ακόμη, αλλά ένα νέο μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή του. Έχοντας καταφέρει να βγει ζωντανός από τον όλεθρο των περιπετειών του ως αεροπόρος μάχης και μετέπειτα ως αιχμάλωτος και φυγάς από τη Ρωσία των μπολσεβίκων, ο Cooper εντυπωσιάστηκε με το πόσο εύκολη ήταν γι αυτόν η ζωή στη Νέα Υόρκη. Ο Merian δούλευε ως δημοσιογράφος για την New York Times και συγκατοικούσε με τον παλιό, από τον καιρό του Πολωνικού πολέμου, σύντροφο και συνάδελφό του Buck Crawford.
Ως δημοσιογράφος ο Cooper ασχολούνταν με τα δρώμενα της μοντέρνας νεοϋορκέζικης κοινωνίας, αλλά έπρεπε να καταγράφει παράλληλα και την σκοτεινή πλευρά της ζωής στην Αμερική. Κάποια στιγμή μάλιστα, ενώ κάλυπτε τη στυγερή δολοφονία ενός παιδιού στο Νιού Τζέρσι, ο Cooper πήρε την άδεια να καθίσει δίπλα στον αρχηγό της Αστυνομίας και τον αρχιντετέκτιβ της υπόθεσης, την ώρα που ανέκριναν τον βασικό ύποπτο του εγκλήματος, κάτι που οι περισσότεροι ρεπόρτερ, ακόμη και σήμερα ούτε καν να φανταστούν δεν μπορούν. Όσο για τον ένοχο, όπως ήταν φυσικό, η απεχθής πράξη του τον οδήγησε κατευθείαν στην ηλεκτρική καρέκλα.
Η νέα ζωή του Cooper, όσο συναρπαστική κι αν ήταν, δεν μπορούσε να υπερνικήσει τη λαχτάρα του για περιπέτεια και για αναβίωση των δοξασμένων ιστοριών των βιβλίων των παιδικών του χρόνων. Όλα αυτά που για χρόνια τώρα σμίλευαν την ψυχή και τη συνείδησή του και που τον οδηγούσανε τώρα στο κυνήγι της εξερεύνησης. Τα βράδια εργαζόταν πάντα πιστός στο καθήκον του ως δημοσιογράφος και την ημέρα ξεχνιόταν με τις ώρες στη βιβλιοθήκη της Αμερικανικής Γεωγραφικής Εταιρίας, σχεδιάζοντας αποστολές στις τελευταίες ανεξερεύνητες περιοχές του πλανήτη. Ο Cooper ήθελε να γίνει ο πρώτος άνθρωπος που θα πετούσε πάνω από το άγνωστο τότε «Αραβικό Άδειο Τέταρτο» (έρημος Αλ Χαλί), αλλά συνάμα γοητευόταν κι από τις ιστορίες των μεγάλων μεταναστεύσεων των νομαδικών φυλών της Περσίας και της περιοχής της Μαύρης Θάλασσας.
Η ευκαιρία να εκπληρώσει το παιδικό του όνειρο ήλθε για τον Cooper όταν προσλήφθηκε ως δημοσιογράφος και πρώτος αξιωματικός από τον Edward Salisbury, έναν τυχοδιώκτη επιχειρηματία με μοναδικό ταλέντο στην αυτοπροβολή, ο οποίος ξεκινούσε τον απόπλου του πλοίου του με την επωνυμία «Wisdom ΙΙ» στους ωκεανούς του κόσμου.
Η δεκαετία του 1920 ήταν μια μοναδική στιγμή, καθώς πολλά στοιχεία του παρελθόντος έμελε να χαθούν. Η αρχή της παγκοσμιοποίησης έδινε τη δυνατότητα στους λάτρεις της περιπέτειας να ταξιδέψουν τον κόσμο, να αναζητήσουν τις πλέον άγριες και άγνωστες γωνιές της γης και να γίνουν μάρτυρες μιας άλλης κουλτούρας και τρόπου ζωής, όπως το να γνωρίσουν τους κυνηγούς κεφαλών στις Νότιες Θάλασσες ή τις επικές μεταναστεύσεις των νομάδων και την δύσκολη προϊστορία τους, πριν ξεκινήσει η αλλαγή της πολιτισμικής ομογενοποίησης που εισήγαγε η διάδοση της Coca Cola από τη Σιβηρία μέχρι και το Τιμπουκτού και οι διαφωνίες και τα στοιχήματα Ιταλικών ή Αγγλικών ποδοσφαιρικών ομάδων από το Ναϊρόμπι ως την Μπανγκόκ.
Όταν ο Cooper απέπλευσε από το Σαν Φρανσίσκο με τον Salisbury, ως πλήρωμα του «Wisdom» με προορισμό την Σιγκαπούρη, του ανατέθηκε η συγγραφή μιας σειράς από άρθρα στο περιοδικό «Asia», αλλά η λαχτάρα του Salisbury για δημοσιότητα ήταν τέτοια που τα Χρονικά του Σαν Φρανσίσκο προανήγγειλαν το ταξίδι του «Wisdom» με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Επιστήμονες Αναζητούν τον Χαμένο Κρίκο". Η αποστολή του «Wisdom» συνοψίζεται στον πρόλογο του βιβλίου του ταξιδιού "...ένα καράβι σε αναζήτηση του ρομαντισμού και της περιπέτειας ξεκινάει για τις πιο απόμερες γωνιές της γης". Όταν οι Cooper και Salisbury άρχισαν να καταγράφουν τις περιπέτειές τους, ονόμασαν το βιβλίο τους, ορμώμενοι από τον τυχοδιωκτικό χαρακτήρα της περιπλάνησής τους "Οι τσιγγάνοι των θαλασσών" .
Γι αυτή λοιπόν την αποστολή ο Edward Salisbury είχε συγκεντρώσει ένα πολύ παράξενο και ετερόκλητο πλήρωμα. Κι ενώ ο Cooper ήταν τόσο έμπειρος και «ψημένος» στην περιπέτεια, το βιογραφικό του δεν φάνηκε να ξεχωρίζει ιδιαίτερα από αυτό των πολύπειρων συντρόφων του. Μετά από αρκετά χρόνια στη θάλασσα το μεγαλύτερο τμήμα του αρχικού πληρώματος του Salisbury είχε εκδράμει για άλλους προορισμούς. Οι μόνοι που απέμειναν στο πλήρωμα ήταν κάποιοι ναυτικοί από την Ταϊτή, τη Μαλαισία, τα νησιά Φίτζι και από τη Σιγκαπούρη. Μεταξύ των μελών του πληρώματος έβρισκε κανείς χαρακτήρες όπως ο λοστρόμος Βig Johnny, γιος μιας πριγκίπισσας των νησιών Φίτζι κι ενός Σκωτσέζου εμπόρου, ο Jack, από τα νησιά Φίτζι, ο Dresser ο Δανός, ο οποίος για τρία χρόνια ζούσε στη ζούγκλα της Μαλαισίας και λίγοι Αμερικανοί, όπως ο McNeil, αθλητής και απόφοιτος του Yale και ο Taylor ο πλοηγός, μηχανικός στο επάγγελμα και άριστος ναυτικός από την Καλιφόρνια, πάντα αξιόπιστος και ψύχραιμος στα δύσκολα. Όπως είναι φυσικό, λοιπόν, ένα τέτοιο πλήρωμα δεν μπορούσε να το πτοήσει καμιά ανθρώπινη παραξενιά, αλλά ούτε και οι άπειρες κακοτοπιές που συναντούσε στην πορεία του.
Μεταξύ των πρώτων λιμανιών που τους υποδέχτηκαν ήταν και το ονομαζόμενο "Νησί των Δολοφόνων" στα νησιά Ανταμάν και το όνομα του νησιού ανταποκρινόταν πλήρως στην πραγματικότητα, καθώς οι βρετανικές αρχές της Ινδίας διατηρούσαν εκεί μια αποικιακή φυλακή που φιλοξενούσε περίπου 10,000 στυγνούς εγκληματίες από την Ινδία και τη Βιρμανία και οι οποίοι φρουρούνταν από μια ισχνή δύναμη Βρετανών αξιωματούχων και φρουρών Σιχ. Η απόδραση ήταν μια λύση προς αποφυγή, αφού η περιβάλλουσα ζούγκλα κατοικούνταν από ιθαγενείς των νησιών Ανταμάν, οι οποίοι συχνά περιγράφονται ως γυμνοί άγριοι νάνοι, έτοιμοι πάντα να «καθαρίσουν» με το τόξο τους κάθε ενοχλητική ξένη παρουσία. Ωστόσο, οι Βρετανοί φρουροί και αξιωματούχοι έμεναν σε μία πολυτελή όαση με σύγχρονες ανέσεις με κοκτέιλ και μπιλιάρδα, αφού, ως γνωστόν, όπου υπάρχει έστω και μια μικρή ομάδα Άγγλων, κάπου εκεί κοντά υπάρχει πάντα ένα κλαμπ. Οι αξιωματούχοι λοιπόν αυτοί περιφέρονταν άοπλοι μέσα στο στόμα του λύκου, έχοντας προφανώς πλήρη άγνοια κινδύνου.
Όταν οι ταξιδιώτες μας, λοιπόν, συνάντησαν τους ιθαγενείς, όπως ήταν αναμενόμενο, αντίκρισαν κάτι αλλόκοτες και εξωτικές φιγούρες, όπως η τετράποδη γυναίκα που φορούσε το κρανίο του νεκρού άνδρα της για περιδέραιο, κάτι που για τα ήθη και έθιμά τους θεωρούνταν ένδειξη μεγάλης αγάπης προς τον νεκρό. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι οι ντόπιοι συμμετείχαν με πολύ ενθουσιασμό στην μαγνητοσκόπηση της αναπαράστασης του τοπικού γάμου.
Το πλήρωμα του «Wisdom» έκανε πολλές τέτοιες μοναδικές στο είδος τους συναντήσεις, όπως με τους κυνηγούς κεφαλών των νησιών του Σολομώντα και κατέγραψε ακόμα περισσότερες παραδοσιακές τοπικές τελετές, αλλά αυτό που ερέθισε περισσότερο δημιουργικά τη φαντασία του Cooper ήταν μια αποστολή σε μια ακατοίκητη περιοχή. Καθώς διέσχιζαν ένα από τα νοτιότερα σημεία του συμπλέγματος των νησιών Ανταμάν, ο Jack εντόπισε ένα πολύ καλό μέρος όπου θα έβρισκαν τα σπάνια αυγά χελώνας κι έτσι μία ομάδα του πληρώματος, συμπεριλαμβανομένων των Cooper, Dresser, Johnny και μερικών ακόμη, βγήκαν στην ξηρά, καθοδηγούμενοι πολύ επιδέξια από τα "ντόπια παλικάρια" τους. Κάποια στιγμή βρήκαν μπροστά τους αμέτρητες χελώνες, αλλά η ομάδα αιφνιδιάστηκε απότομα από τον Jack, ο οποίος ξαφνικά άρχισε να υποχωρεί κλαίγοντας και λέγοντας "Τρέξτε γρήγορα. Το νησί είναι γεμάτο από διαβόλους!". Όταν πλησίασαν πιο κοντά είδαν κάτι τεράστια σαυρόμορφα τέρατα, μεγαλύτερα σε μέγεθος ακόμη κι από ένα κανό, "τα οποία έμοιαζαν λίγο πολύ με αλιγάτορες, αλλά δεν είχαν καμία σχέση." Ο Dresser ο Δανός πυροβόλησε στο στόμα ένα από αυτά και οι υπόλοιποι το αποτελείωσαν με τα ρόπαλά τους. Αυτή η βιαιότητα γέμισε την ακτή με τα πτώματα των ζώων, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των μελών κι έτσι πήραν το δρόμο για το καράβι με μόνη λεία τους λίγα καβούρια για το δείπνο. Στους δύσπιστους συντρόφους του στο καράβι ο Dresser είπε χαρακτηριστικά ότι μια βόλτα για τα περίφημα αυγά χελώνας θα τους έπειθε καλύτερα.
Ο χρυσός Πρίγκιπας
Το πλήρωμα του "Wisdom" είχε πολλές τέτοιες περιπέτειες να θυμάται και η τελευταία καταγραφή στην αποστολή του εικονολήπτη ήταν μια άγρια καταιγίδα στον Κόλπο της Βεγγάλης, μετά το πέρας της οποίας κι όταν το πλοίο ελλιμενίστηκε στο Κολόμπο της Σρι Λάνκα, άφησε το πλοίο και την αποστολή του. Με αφορμή την αποχώρησή του, ο Cooper σκέφτηκε να καλέσει στη θέση του έναν παλιό του φίλο, επίσης εικονολήπτη, τον Earnest Schoedsack, ο οποίος εκείνη την περίοδο βρισκόταν στο Παρίσι. Σύντομα ο Schoedsack βρέθηκε στο Wisdom, στο Τζιμπουτί, το οποίο τότε ήταν τμήμα της Γαλλικής Σομαλιλάνδης, και προορισμός τους ήταν η Αβησσυνία. Όταν οι δυο φίλοι ξανασμίξανε, η συνεργασία που ξεκινούσαν έμελε να κρατήσει για δεκαετίες και προοιώνιζε μια μεγάλη ανατροπή στα κινηματογραφικά χρονικά. Η πρώτη τους κοινή δουλειά ήταν να καταγράψουν ένα μικρό κομμάτι ιστορίας που, δυστυχώς, σύντομα θα εξαφανιζόταν.
Προορισμός του ταξιδιού ήταν η Αντίς Αμπέμπα, πρωτεύουσα του αρχαίου βασιλείου της Αβησσυνίας, της γνωστής σήμερα ως Αιθιοπίας, η οποία ακόμη κυβερνούνταν από βασιλιάδες που ήλκαν καταγωγή από τα νησιά του Σολομώντα και τη Σίμπα του Ειρηνικού Ωκεανού. Ο Salisbury, λόγω ασθενείας, δεν μπορούσε να είναι παρών στα γεγονότα που έμελε να εκτυλιχθούν, κι έτσι οι Cooper, Taylor και Schoedsack συνέχισαν το ταξίδι τους σιδηροδρομικά για το ηπειρωτικό βασίλειο.
Ο Cooper συγκλονίστηκε από την "Δασούπολη", η οποία είχε όλη την επιβλητικότητα, αλλά και την εξαθλίωση των αρχαίων βιβλικών πόλεων, όπως ο ίδιος τις είχε πλάσει στη φαντασία του. Οι επισκέπτες έγιναν δεκτοί με θέαμα μια αγχόνη στην κεντρική αγορά, όπου κρέμονταν διαμελισμένα νεκρά σώματα κακοποιών, γεγονός που φανέρωνε ότι η δικαιοσύνη του Σολομώντα "ζούσε και βασίλευε" ακόμη. Οδηγήθηκαν στο Gibbi (παλάτι) του φεουδάρχη κυβερνήτη της περιοχής, όπου είδαν ότι ο Πρίγκιπας Ras Tafari (αργότερα Αυτοκράτορας Haile Selassie) κυβέρνησε ως πρίγκιπας αντιβασιλέας στο όνομα της Αυτοκράτειρας Zauditou. Όταν ο παλιός Αυτοκράτορας Menelik πέθανε, κληροδότησε το βασίλειό του στον εγγονό του Lyg Yasu, ως νέο Αυτοκράτορα. Ο νεαρός πρίγκιπας, που υπήρξε γενναίος πολεμιστής και χαρισματικός ηγέτης φαινόταν η κατάλληλη επιλογή, μέχρι που η πριγκίπισσα και οι ευγενείς έμαθαν ότι σχεδίαζε δια της βίας να εντάξει την Αβησσυνία στο Ισλάμ και να χρησιμοποιήσει το βασίλειο σαν βάση από όπου θα ξεκινούσε με τον ισλαμικό στρατό τον επεκτατικό του πόλεμο σε όλη την Αφρική. Οι πρίγκιπες αντιμετώπισαν την κατάσταση με πραξικόπημα και ανέβασαν τον Πρίγκιπα Ras Tafari στον θρόνο, αυτός όμως, πολύ συνετά αποφάσισε να κυβερνήσει τον τόπο ως πρίγκιπας αντιβασιλέας, στο όνομα της Αυτοκράτειρας Zauditou, θυγατέρας του Menelik. Η πραγματικότητα μάλιστα είναι, σύμφωνα με όσα εκμυστηρεύτηκε ο Πρίγκιπας Tafari στον Cooper και τους άλλους ταξιδιώτες, ότι είχε απόλυτη δικαστική, οικονομική και στρατιωτική εξουσία. Παρά τη μεγάλη του δύναμη όμως, ο Cooper έβλεπε μπροστά του έναν ήρεμο, σκεπτόμενο και αξιοπρεπή άνδρα, που επιθυμούσε να φέρει την παιδεία και την πρόοδο στο βασίλειο.
Στη συνέχεια οι εξερευνητές προσκλήθηκαν να συμμετέχουν σε ένα θεαματικό συμπόσιο ως τιμώμενοι επισκέπτες, όπου έγιναν μάρτυρες μιας πραγματικά μεσαιωνικής σκηνής, όπου λόρδοι και πρίγκιπες του φεουδαρχικού βασιλείου γιόρταζαν απολαμβάνοντας τα πρώτα σφάγια από φρέσκα λαχταριστά βοδινά και λουόμενοι με ατελείωτες ποσότητες από βότκα και σαμπάνια. Για καλή τους τύχη, οι Cooper, Schoedsack και Taylor σερβιρίστηκαν με ένα πιο λιτό γεύμα κι αυτό που παρατήρησε ο Cooper ήταν ότι ο Πρίγκιπας Tafari διατηρούσε, αν και πλουσιοπάροχος οικοδεσπότης, μια πιο απόμακρη και αξιοπρεπή στάση σε σχέση τους υπόλοιπους συμποσιαζόμενους.
Λίγο αργότερα, ο Cooper και η συντροφιά του γνώρισαν την σεβάσμια Αυτοκράτειρα Zauditou, η οποία, ως επί το πλείστον, φάνηκε να ενδιαφέρεται για τα ενδεχόμενα σχέδια των Δυτικών δυνάμεων σχετικά με την ανεξαρτησία της Αβησσυνίας.
Η μεγάλη λαχτάρα του Cooper ήταν να δει από κοντά τον φεουδαρχικό στρατό του Πρίγκιπα Tafari, καθώς θυμόταν τις ιστορίες του πατέρα του για έναν Ομόσπονδο συνταγματάρχη που έγινε μισθοφόρος στρατιώτης και ταξίδευε σε όλο τον κόσμο να βρει πολέμους να πολεμήσει. Ο συνταγματάρχης είχε καταταγεί στο στράτευμα του Khedive της Αιγύπτου ως σύμβουλος της σύγχρονης πολεμικής και ακολούθησε το στρατό του Khedive στην εισβολή του στην Αβησσυνία. Η συμβολή του θα ήταν καταπέλτης για τους αντιπάλους και η Παλιά Συνομοσπονδία μυστικά τους πληροφόρησε ότι ο ίδιος είχε πολεμήσει τους Απάτσι, τους Μεξικανούς και τους Γιάνκις, όμως οι Αβησσυνοί ήταν οι πλέον ακαταμάχητοι στρατιώτες που είχε δει ποτέ! Ο Cooper ρώτησε τον Πρίγκιπα Tafari αν εκείνη την περίοδο διεξάγονταν τοπικές μάχες στα σύνορα του Βασιλείου ή ελλείψει αυτών, ρώτησε αν θα μπορούσε τουλάχιστον να του επιτραπεί να δει από κοντά τις διαπραγματεύσεις για ανακωχή. Ο Πρίγκιπας χωρίς δεύτερη σκέψη του απάντησε "Γιατί όχι......Τί θα λέγατε για αύριο, νωρίς το πρωί;"
Οι Cooper και Schoedsack ξύπνησαν νωρίς το πρωί της επόμενης μέρας για να ρυθμίσουν την κάμερα και τον εξοπλισμό και περίμεναν ανυπόμονα το συναπάντημα των στρατιωτών της Αντίς Αμπέμπα και των περιχώρων. Ο Schoedsack φώναξε έκπλητος: "Κοίτα, κοίτα, έρχονται!" και ξαφνικά ο ορίζοντας μαύρισε από τις αμέτρητες ορδές των έφιππων πολεμιστών, τους οποίους ακολουθούσαν πεζοί στρατιώτες. Σύντομα το πλάνο γέμισε από πολεμιστές, σπαθιά και ακόντια που άστραφταν στον πρωινό ήλιο. Ο στρατός της Αιθιοπίας ήταν πραγματικά ένα συγκλονιστικό θέαμα, ντυμένος σε μετάξια, δέρματα ζώων με τις ασπίδες από κουφάρια βουβαλιού και τις πανοπλίες από δέρμα ρινόκερων. Οι Αμερικανοί ταξιδιώτες χαιρετήθηκαν επίσημα από τον επικεφαλής στρατηγό τους, μια εντυπωσιακή φιγούρα, ντυμένη με δέρμα λιονταριού και μετάξια, ώσπου ξάφνου όλες οι ορδές στάθηκαν σε στάση προσοχής και κοιτούσαν έναν ιππέα, εκθαμβωτικά ντυμένο με μαύρα και χρυσά χρώματα που λαμπίριζαν στον ήλιο. Ήταν ο Πρίγκιπας Tafari αυτοπροσώπως, ο οποίος χαιρέτησε με τη σειρά του τους Αμερικανούς και τους υποδέχτηκε με περισσότερα, αυτή τη φορά, ποτά, ενώ ο στρατός εκπαιδευόταν σε έναν τύπο μάχης έξω από το παλάτι.
Αυτό που οι Cooper και Schoedsack δεν γνώριζαν ήταν ότι ο Πρίγκιπας Tafari πάντα κρατούσε κάποιους ευγενείς και τους ακολούθους τους κοντά στην πρωτεύουσα για την περίπτωση διεξαγωγής διάσπαρτων τοπικών συγκρούσεων, αλλά τελικά οι δαιμόνιοι ταξιδιώτες κατάφεραν να καταγράψουν κι από εκεί μια μοναδική σκηνή για το αρχείο τους.
Η γεύση της περιπέτειας ακόμη δεν είχε τελειώσει για τους «Τσιγγάνους των Θαλασσών», αφού στη συνέχεια ακολούθησε η διαφυγή, την τελευταία στιγμή, από τα «δόντια» των πειρατών, σε κάποια παραλία της Ερυθράς Θάλασσας. Μετά από λίγο καιρό το «Wisdom» σταμάτησε να ταξιδεύει και αγκυροβόλησε στο λιμάνι της Σαβόνας στην Ιταλία για επισκευές, ενώ το πλήρωμά του ξεκουραζόταν σε μία ιταλική βίλα κι εκεί πληροφορήθηκαν ότι το πλοίο τους είχε πάρει φωτιά. Έτσι, η Σαβόνα έμελε να είναι το τελευταίο αραξοβόλι του πολυταξιδεμένου «Wisdom».
Παρά το γεγονός ότι ο Cooper είχε μια σειρά από άρθρα δημοσιευμένα στο περιοδικό "Asia", η απογοήτευσή του ήταν μεγάλη όταν αντιλήφθηκε ότι έχασε την ευκαιρία να κάνει μια επική ταινία για τον Χρυσό Πρίγκιπα της Αιθιοπίας στον βιβλικό βασιλικό του κήπο. Σε αντίθεση με κάποιες φήμες που είχαν διαρρεύσει, το υλικό του Schoedsack δεν είχε χαθεί στις φλόγες του «Wisdom» και η ταινία του Salisbury πήρε τη μορφή ενός οδοιπορικού, το οποίο, κατά την κρίση του Cooper, έπασχε από την έλλειψη δραματικότητας των γεγονότων. Παρόλα αυτά, ο Cooper ήταν πλέον ευρύτατα γνωστός και στο μυαλό του σχεδίαζε νέα πλάνα. Ο ίδιος μάλιστα δήλωσε ότι, ενώ σ' ολόκληρη τη ζωή του είχε μόλις δει τέσσερις κινηματογραφικές ταινίες, κατά κάποιον τρόπο ήταν μοιραία και αμετάκλητα δοσμένος σ' αυτό το θαυμάσιο νέο μέσο, όπως ακριβώς αφοσιώθηκε και στο πεδίο της νέας τεχνολογίας των αεροσκαφών.
"Grass – Ο δρόμος για τα βοσκοτόπια" – Περιπέτεια στη Μέση Ανατολή
Για την επόμενη αποστολή του ο Cooper ξανάσμιξε με τους γνωστούς παλιόφιλους, τον "κοντούλη" Schoedsack και την Marguerite Harrison, η οποία μάλιστα χρηματοδοτούσε το ήμισυ του προϋπολογισμού, θέτοντας τον όρο να της επιτραπεί να ταξιδέψει μαζί τους στην αποστολή. Μαζί λοιπόν ξεκίνησαν για την Ανατολία και ως αρχικό προορισμό τους είχαν κάποια άγνωστα μέρη του Ιράν ή εναλλακτικά Κουρδικές περιοχές. Στην Άγκυρα καθυστέρησαν για λίγο χρονικό διάστημα λόγω της ασθένειας του Cooper και των ταξιδιωτικών περιορισμών που τους τέθηκαν από τις αρχές της Νέας Τουρκικής Δημοκρατίας, οι αρχές της οποίας αρνήθηκαν να τους χορηγήσουν άδεια διέλευσης στα τουρκικά εδάφη, γεγονός εν μέρει κατανοητό, καθώς η σκόνη των πρόσφατων πολεμικών αναταραχών ίσα που είχε κατακάτσει. Ο «κοντούλης» γνώριζε καλά την περιοχή καθώς κατά τη διάρκεια του Ελληνο-Τουρκικού πολέμου είχε αναλάβει ένα ανθρωπιστικό έργο και ήταν μάλιστα και μάρτυρας του διωγμού των Ελλήνων από το λιμάνι της Σμύρνης. Τελικά οι εξερευνητές πήραν την άδεια από την Τουρκική κυβέρνηση να συνεχίσουν το ταξίδι τους και συνέχισαν προς την αναζήτηση των χαμένων φυλών της Ουρούκ, τους οποίους βέβαια δεν βρήκαν ποτέ.
Μετά από πολλές καιρικές κακουχίες και εμπόδια κατάφεραν να μισθώσουν αυτοκίνητο και να συνεχίσουν την πορεία τους για τη Βαγδάτη. Στο Ιράκ πληροφορήθηκαν ότι οι κουρδικές φυλές, ήταν σε πόλεμο με τους Βρετανούς και τους Τούρκους, όμως ανακάλυψαν μία υπόθεση εξίσου συναρπαστική όταν η Gertrude Bell, η Βρετανή σύμβουλος του Βασιλιά Faisal του Ιράκ, τους έφερε σε επαφή με τη φυλή Bakhtiari του Ιράν. Επρόκειτο για νομάδες που κάθε έτος έκαναν ένα επικό ταξίδι για να φέρουν τα κοπάδια τους σε εύφορα λιβάδια, διασχίζοντας επικίνδυνα ποτάμια, υψηλά ορεινά μονοπάτια και άγριες αντίπαλες φυλές. Η τριάδα των ταξιδευτών μας στάθηκε αρκετά τυχερή και τον Μάρτιο του 1924 έφτασε στο Shustar, ακριβώς τη χρονική στιγμή που ξεκινούσε η επική τους μετανάστευση. Μετά από κάποιες διαπραγματεύσεις με τους πρεσβύτερους γέροντες Bakhtiari κανονίστηκε μία συνάντηση με τον Ilkani (ο Khan των φυλών) και τον Il Begi (Αρχηγό των φυλών). Ο Ilkani ήταν ένας τραχύς γέροντας με ένα τεράστιο, λευκό μουστάκι, ντυμένος με την παραδοσιακή φορεσιά των Bakhtiari και το πρόσωπό του έμοιαζε να είναι λαξευμένο από τα σημάδια της αγριότητας της ζωής στην ύπαιθρο. Ο Amir Jang ή αλλιώς Il Begi είχε μια τελείως διαφορετική εικόνα. Η στρογγυλοπρόσωπη φυσιογνωμία του και το χρυσό ρολόι που φορούσε του έδιναν τον αστικό αέρα Πέρση ευγενούς, ενώ η καλή χρήση της Αγγλικής γλώσσας άφηνε την εντύπωση της μόρφωσής του σε Αμερικανικό σχολείο. Ο Cooper και οι σύντροφοί του ζήτησαν να ακολουθήσουν τις φυλές στο μεταναστευτικό τους ταξίδι και μάλιστα, όχι από τον εύκολο δρόμο του Lynch μέσω Isfahan, αλλά κατά μήκος της βορειότερης οδού, κάτι που προγενέστερα δεν είχε ξανατολμήσει ξένος. Ο Amir Jang τελικά συμφώνησε, λέγοντας χαρακτηριστικά: "Σύμφωνοι...πηγαίνετε με μία από τις φυλές μου. Ο δρόμος τους είναι εξαιρετικά δύσκολος, με δύσβατα βουνά, ψηλά δέντρα και άγρια ποτάμια..."
Ο Rahoun Αl Khani, εκμυστηρεύτηκε στον Cooper ότι ήταν ήδη πολύ κουρασμένος με το να ασχολείται καθημερινά με τα αιτήματα των άλλων και με θέματα απονομής δικαιοσύνης και αστειευόμενος είπε στον Cooper "Αλλάζουμε θέσεις; Γίνε εσύ αρχηγός των Bakhtiari κι εγώ θα γίνω χορευτής του Broadway". Αυτή η πρόταση άγγιξε μια ευαίσθητη χορδή της ατίθασης ιδιοσυγκρασίας του Cooper και κατενθουσιάστηκε με την ιδέα της αλλαγής των ρόλων, αν κάποτε το να ζει μέσα στον πολιτισμό αποδεικνυόταν πολύ ήπια εμπειρία για τον ίδιο. Η ζωή στην ύπαιθρο και η συμβίωση με τους σκληροτράχηλους αυτούς ανθρώπους τον «γέμιζε» και τον ενέπνεε στο έπακρο, γι αυτό και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού αυτού ούτε μια στιγμή δεν ένιωσε την ανάγκη να ανοίξει τα αγαπημένα του βιβλία.
Οι Bakhtiari ήταν αναμφισβήτητα άγριος και πολεμοχαρής λαός και γι αυτούς οι κλοπές και οι ληστείες ήταν πράξεις ανδρισμού. Ο Amir Jang, μάλιστα, χαριτολογώντας ανέφερε μερικές γραμμές από έναν γεωγραφικό τόμο της Περσίας που αφορούσε προφανώς στις φυλές τους: "Μεγάλα τμήματα γης που κατοικούνται από άγριες φυλές που λεηλατούν." "Αυτοί είμαστε εμείς" είπε, πριν αναχωρήσει για διαπραγματεύσεις με την πρωτεύουσα της Τεχεράνης. Οι Αμερικανοί τελικά εστάλησαν να ενταχθούν στους Baba Ahmedi, την πιο άγρια φυλή των Bakhtiari, όπου εκεί βρισκόταν υπό την προστασία του Haidar Khan, επικεφαλής των 500 τουφεκιοφόρων του Baba Ahmedi. Ο Cooper αμέσως εντυπωσιάστηκε από τον πανίσχυρο αυτόν άνδρα, ο οποίος ήταν τόσο μυώδης που ο Cooper έγραψε χαρακτηριστικά γι αυτόν ότι "είχε χέρια γορίλα!"
Πριν ξεκινήσουν από την Αμερική, ο Schoedsack είχε πολλές αμφιβολίες για το αν έπρεπε να πάρουν μαζί τους μια καθωσπρέπει κυρία της Νέας Υόρκης, όμως η Maggie απέδειξε ότι η φύση της δεν ήταν λιγότερο τυχοδιωκτική από των ανδρών της παρέας και η προνοητικότητά της στη μεταφορά μεγάλης ποσότητας ιατρικού υλικού της έδωσε το ρόλο της γιατρέσσας -hakim khanm – τις υπηρεσίες της οποίας οι Bakhtiari εμπιστευόταν πολύ συχνά. Παρότι η Marguerite δεν είχε καμία ιατρική εκπαίδευση, κατάφερε να βοηθήσει πολλούς ιθαγενείς με λιγοστά, αλλά χρήσιμα, όπλα τις στοιχειώδεις γνώσεις και την πίστη που μόνο ένας ξένος μπορούσε να εμπνεύσει με τη δύναμη του πολιτισμού που κουβαλούσε.
Η πρώτη μεγάλη δοκιμασία ήταν το πέρασμα του απαιτητικού ποταμού Karun, του οποίου η πιο εύκολη διέλευση ήταν από ένα σημείο που μορφολογικά σχημάτιζε ένα ελικοειδές S. Κάθε άντρας Bakhtiari κουβαλούσε από δύο τομάρια κατσικιών τα οποία φούσκωνε για να διασχίσει κολυμπώντας τον ποταμό και για να βοηθήσει τα κοπάδια από αρνιά, μουλάρια και άλογα να περάσουν κόντρα στο ρεύμα. Τα γυναικόπαιδα και οι γίδες που δεν μπορούσαν να κολυμπήσουν μεταφέρονταν σε σχεδίες ενισχυμένες με αυτοσχέδια σωσίβια από δέρματα ζώων. Σ΄αυτό το πέρασμα τουλάχιστον ένα παιδί και αρκετά ζώα χάθηκαν από τα ρεύματα του ποταμού. Οι Schoedsack και Cooper έφτασαν εγκαίρως στο σημείο και κατέγραψαν όλο το γεγονός με την μηχανή τους. Ο Haidar μετακινούνταν παντού. Φορώντας μόνο ένα ελαφρύ ρούχο τραβούσε τα άλογα, τα πρόβατα και τους ανθρώπους στην άλλη πλευρά του ποταμού κι αυτό το έκανε συνολικά οκτώ φορές μέσα στην ημέρα.
Στον δρόμο για τα βουνά συνέβησαν και μικροσυμπλοκές με αντίπαλες φυλές για θέματα όπως η πληρωμή διέλευσης (διόδια) και οι εσωτερικές συμμαχίες των Bakhtiari, αλλά το άκουσμα και μόνο της φήμης των Bakhtiari ήταν αρκετό για να φέρει τους αντιπάλους σε δύσκολη θέση. Στη συνέχεια της πορείας τους η νέα πραγματικά μεγάλη πρόκληση ήταν το πέρασμα των βουνών Zagros για να φτάσουν στα απέραντα βοσκοτόπια. Κατά κανόνα η συγκεκριμένη ομάδα της φυλής διέσχιζε την περιοχή από το όρος Zardeh Kuh, όπου εκεί υπήρχε ένα ευκολότερο μονοπάτι. Σπάνια μετέφεραν χειμερινά ρούχα και περπατούσαν με ολόγυμνα πόδια. Ο Haidar πήγαινε μπροστά με είκοσι επίλεκτους εθελοντές για να ελέγξουν αν ήταν η κατάλληλη στιγμή διέλευσης, καθώς, διαφορετικά, η χιονοθύελλα μπορούσε να γίνει ο πιο απειλητικός αντίπαλός τους. Έτσι το μεγαλύτερο μέρος της ομάδας των Bakhtiari συνέχιζε στο μονοπάτι σε πορεία ζιγκ ζαγκ και πάνω από το βουνό. Ο Cooper χαρακτηριστικά θυμάται ότι, παρότι ο ίδιος και ο Schoedsack ήταν μουσκίδι μέχρι το κόκαλο, λιμοκτονούσαν από την πείνα και ήταν γδαρμένοι σε διάφορα σημεία του σώματός τους, τελικά..."Τα καταφέραμε ... Δώσαμε τη μεγαλύτερη στα χρονικά μας μάχη για επιβίωση. Κι αυτό το καταγράψαμε!"
Από την άλλη πλευρά της οροσειράς οι φυλές μπορούσαν να ταίζουν τα κοπάδια τους στο φρέσκο γρασίδι για τέσσερις με πέντε μήνες και να απολαμβάνουν μια ασύγκριτα πιο άνετη ζωή, πριν αυτή η επική μετανάστευση ξαναξεκινήσει για το δρόμο του γυρισμού.
Από αυτή την περιπέτεια οι Cooper και Schoedsack έβαλαν το τελευταίο από κοινού κεφάλαιό τους για να δημιουργήσουν την ταινία με τίτλο "Grass – Ο δρόμος για τα βοσκοτόπια", η επεξεργασία και ολοκλήρωση της οποίας έγινε με δική τους προσωπική δουλειά, παρά το γεγονός ότι δεν είχαν στο παρελθόν καμία εμπειρία παραγωγής. Το "Grass" έγινε δεκτό με μεγάλο ενθουσιασμό και η επιτυχία του ήταν απίστευτη στο φιλοθεάμον κινηματογραφικό κοινό. Ο Cooper έδωσε μία σειρά από διαλέξεις σχετικά με τις περιπέτειές τους και μία από αυτές τις διαλέξεις τους δόθηκε στο ετήσιο συμπόσιο του Συλλόγου Εξερευνητών, του οποίου μάλιστα έγινε και μέλος τον Δεκέμβριο του 1924. Η τελική μορφή της ταινίας δεν ενθουσίασε απόλυτα τον Cooper και πάντα αναφερόταν σ' αυτή λέγοντας "αυτό το αναθεματισμό ανολοκλήρωτο έργο", καθώς η πραγματική του επιθυμία ήταν να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στη δραματική απεικόνιση μιας οικογενειακής εμπειρίας κατά τη στιγμή που τα μέλη της έδιναν τη μάχη της επιβίωσης στην ανελέητη φύση.
Ο Cooper ουσιαστικά τώρα βρισκόταν στην καρδιά της εμπορευσιμότητάς του, αφού κυκλοφορούσε ήδη δύο βιβλία εξερεύνησης με το όνομά του, ήτοι ως ο ένας εκ των συγγραφέων στο "Οι τσιγγάνοι των θαλασσών" και το αποκλειστικά δικό του "Grass", που αφορούσε στο τελευταίο ταξίδι του. Επρόκειτο, λοιπόν, για έναν από τους μεγαλύτερους και πλέον διάσημους εξερευνητές της εποχής, κάτι που σήμαινε ότι μπορούσε να προσελκύσει ακόμη πιο απαιτητικές επενδύσεις για τα μελλοντικά του πλάνα και μέσα του είχε μια πιο αποκρυσταλλωμένη αίσθηση του είδους των ταινιών που ήθελε να δημιουργήσει. Έτσι, ο Cooper μετακύλησε από το πεδίο της εξερεύνησης (μετά τη στρατιωτική του σταδιοδρομία και τη δημοσιογραφία) στην τέταρτη κατά σειρά καριέρα, αυτή του κινηματογραφιστή, ιδιότητα η οποία θα τον απασχολούσε για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1) Mark Cotta Vaz – Living Dangerously – the Adventures of Merian C. Cooper (2005)
2) Edward A. Salisbury and Merian C. Cooper – The Sea Gypsy (1924)
3) Merian C. Cooper – Grass (1925)
4) Orville Goldner & George E. Turner – The Making of King Kong (1975)