Όταν, μετά τον εκδημοκρατισμό της ψήφου το 1884, η Ιρλανδία ψήφισε για τους αντιπροσώπους της, το Ιρλανδικό Κόμμα υπέρ της Αυτοδιάθεσης κατέλαβε όλες τις καθολικές έδρες στο νησί. Οι 85 από τους 103 βουλευτές συγκροτούσαν μία πειθαρχημένη φάλαγγα πίσω από τον (προτεστάντη) ηγέτη του ιρλανδικού εθνικισμού, τον Charles Stewart Parnell (1846-1891). Ωστόσο ο ιρλανδικός εθνικισμός, ύστερα από τα δραματικά γεγονότα των ετών 1879-1891, έμοιαζε να έχει μετριαστεί από τις αγροτικές μεταρρυθμίσεις και την πολιτική εξάρτηση από τον βρετανικό φιλελευθερισμό. Παρόλα αυτά η εθνικιστική Ιρλανδία δεν πέθανε μετά το 1891, παρά το γεγονός ότι γνώρισε αποτυχίες και διχασμό. Το βασικό υλικό του κινήματος, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, οι αγρότες, η φιλόδοξη πολιτική ελίτ του κινήματος, οι τοπικοί ρεπουμπλικάνοι ηγέτες, όλοι ήταν συνδεδεμένοι με το εθνικιστικό κίνημα, και μπορούσαν και πάλι να συνενωθούν πίσω από ένα εθνικιστικό κόμμα, αν αυτό το κόμμα μπορούσε να αναγεννηθεί και να θεραπεύσει τις πληγές που προκάλεσε ο χαμός του Parnell. Η Ιρλανδία είχε πλέον, οριστικά και αναπόφευκτα, ενταχθεί στην εποχή της μαζικής πολιτικής. Νέα ελπίδα γεννήθηκε τα δύο τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα. Ο πόλεμος των Μπόερς τους έδωσε τη δυνατότητα να ταυτιστούν με ένα επίσης καταπιεσμένο από τους Βρετανούς λαό και να πανηγυρίσουν τις, προσωρινές έστω, ήττες των βρετανικών στρατευμάτων. Μία Ιρλανδική "Επιτροπή του Transvaal" ιδρύθηκε προκειμένου να εξασφαλίσει υποστήριξη για τους Μπόερς. Παράλληλα, οι Ιρλανδοί επιχειρούν να αναβιώσουν το μακραίωνο παρελθόν τους, να οικοδομήσουν ένα εθνικό αφήγημα βασισμένο στο γαελικό, κελτικό και καθολικό παρελθόν τους. Πρωτοπόρος αυτής της προσπάθειας ήταν οι μεσοαστοί Καθολικοί των πόλεων, οι οποίοι καταδίκαζαν την αγάπη που είχαν οι παλαιότεροι επαναστάτες εθνικιστές για τους αγρότες, αναζητώντας σε μία Γαελική, Καθολική αστική μεσαία τάξη το μέσο για να οδηγήσουν την Ιρλανδία στο νέο αιώνα.
Ένα παράδειγμα σχετικό με τη χρησιμοποίηση της ιστορίας από τον εθνικισμό και την επιθυμία των εθνικιστών να επιστρέψουν σε μία χρυσή εποχή, ένα "χρυσό παρελθόν" αντιπροσωπεύει η Γαελική Αναβίωση της δεκαετίας του 1890. Το όραμα της είχε τόσο παγανιστικά όσο και χριστιανικά-καθολικά στοιχεία, δεδομένου ότι άλλοι από τους οπαδούς αυτού του "πολιτισμικού" εθνικισμού τόνιζαν τη μία όψη της χρυσής ιρλανδικής εποχής του Άγιου Πατρικίου και άλλοι την άλλη όψη της παγανιστικής εποχής των αρχαίων θεών και ηρώων και των ξωτικών των ιρλανδικών θρύλων. Ορισμένοι, όπως ο Ο' Γκρέιντι και η λαίδη Γκρέγκορι, επιδόθηκαν στη διάδοση των θρύλων του Κου Τσούλαϊν και του Φιν ΜακΚούμχαϊλ από τη χρυσή εποχή των Βασιλέων του Τάρα, που ανακάλυψαν στον χαμένο κύκλο του Ulster. Εκεί παρουσιαζόταν μία αριστοκρατική πολεμική κοινωνία, αποτελούμενη από συντροφιές πολεμιστών (φιάνα) και βάρδων (φίλιντ), γεμάτη πνευματική σοφία, που ζούσε ελεύθερη στην ύπαιθρο. Για άλλους, πάλι, η περίοδος εκείνη ήταν η εποχή μετά τον εκχριστιανισμό της Ιρλανδίας από τον Άγιο Πατρίκιο, μία εποχή φημισμένη για τα μοναστήρια, την κέλτικη τέχνη, τη χριστιανική παιδεία και λογοτεχνία της, όταν η Ιρλανδία διατηρούσε, σχεδόν μόνη της, αναμμένο τον πυρσό του πνεύματος και του πολιτισμού μέσα στη βαρβαρική Δύση. Η διττή λατρεία των Κελτών ηρώων και των χριστιανών λόγιων-ιεραποστόλων θύμιζε στην επανακάμπτουσα στο παρελθόν ιρλανδική ιντελιγκέντσια τι θα μπορούσε να είχε καταφέρει μία ελεύθερη Ιρλανδία αν η ανάπτυξη της δεν είχε παρεμποδιστεί από τους Νορμανδούς επιδρομείς και αργότερα διακοπεί βίαια από τις κατακτήσεις των Άγγλων Προτεσταντών. Το όραμα της χρυσής εποχής φανέρωνε στους σύγχρονους Ιρλανδούς τι ήταν "αυθεντικά δικό τους" και πως θα μπορούσαν να γίνουν και πάλι "ο εαυτός τους" μέσα σε μία ελεύθερη Ιρλανδία. Οι ιδεολόγοι του ιρλανδικού εθνικού κινήματος δεν συνέδεσαν την υπόθεση του ιρλανδικού έθνους με την προάσπιση της γαελικής γλώσσας παρά μόνο αφού είχε περάσει κάποιος χρόνος από την ίδρυση της Γαελικής Ένωσης (Gaelic League) το 1893.
Η ανάμειξη του παραδοσιακού και του μοντέρνου βρήκε μία νέα και ακόμα πιο απροσδόκητη φωνή μέσα από τα κείμενα του James Connoly. O Connoly είχε γεννηθεί στο Εδιμβούργο από Ιρλανδούς γονείς, ήταν μαρξιστής και πίστευε στην πρόοδο του ανθρωπίνου γένους. Αποδεχόταν την ανάγκη η κοινωνία να οργανωθεί σε επιστημονική βάση, έβλεπε όμως στην αρχαία Γαελική Ιρλανδία μία πρωτόγονη μορφή του κομμουνισμού. Πίστευε ότι η γαελική κοινωνία υπήρξε μία κοινωνία ισότητας και επιθυμούσε να αναβιώσει αυτό το παρελθόν, κάτι που σήμαινε πρώτα από όλα ότι η Ιρλανδία έπρεπε να απελευθερωθεί από το βρετανικό έλεγχο, μια και το βρετανικό κράτος ήταν καπιταλιστικό κράτος. Δεν είχε χρόνο για τους καπιταλιστές του βορειοανατολικού Ulster. Οι Προτεστάντες του Ulster είχαν απατηθεί και ξεγελαστεί από τους Ενωτικούς εργοδότες τους. Αν και ο ίδιος δεν ήταν μάλλον πιστός, διακήρυσσε ότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, τουλάχιστον στην πρώτη, αγνή μορφή της, ως δόγμα δηλαδή, μπορούσε πράγματικά να συμβάλλει ώστε να δημιουργηθεί κοινωνική ισότητα. Στην πραγματικότητα, οι ιδέες του Connoly ήταν επαναστατικές, και ενέπνευσαν την Εξέγερση του Πάσχα του 1916.
Αυτή η συναρπαστική προοπτική δε θα μπορούσε παρά να είχε κερδίσει περιορισμένη προσοχή, αν δεν εξαπλωνόταν πέρα από τις σελίδες του έργου του Connoly Workers' Republic (ή και άλλων συγγραφέων της εποχής όπως του D.P. Moran και του περίφημου έργου του Leader). Όμως ο Arthur Griffith, ένας δημοσιογράφος και πολιτικός στοχαστής, ήλπιζε να επεκτείνει τη βάση αυτής της φιλοσοφίας, και διέγραψε μερικές από τις πτυχές της που προκαλούσαν την αγανάκτηση των Προτεσταντών. Στο τέλος οικοδόμησε την ιδέα που αργότερα έγινε γνωστή ως "Sinn Fein", δηλαδή "εμείς", "οι εαυτοί μας" ή, υπό μία άλλη ανάγνωση, "μόνοι μας", η οποία εξέφραζε την ιδέα μίας οικονομικής, πολιτικής και πολιτιστικής αυτοδιάθεσης πάνω στην οποία θα οικοδομούνταν η νέα Ιρλανδία. Ο ίδιος ντρεπόταν για την καθυστέρηση και την παρακμή της ιρλανδικής κοινωνίας, και ήθελε να μετατρέψει την Ιρλανδία σε ένα οικονομικά ισχυρό και εθνικά υπερήφανο έθνος. Οι ιδέες του αποτελούσαν μία μείξη: θαύμαζε τους Προτεστάντες πατριώτες του 18ου αιώνα, Grattan και Flood, Swift και Tone, ήθελε όμως η Ιρλανδία να είναι ένα γαελικό έθνος. Παρόλα αυτά, εμπνεύστηκε ένα μέρος για μη ιρλανδόφωνους στη "δική του Ιρλανδία", και είδε με ευνοϊκό μάτι τη λογοτεχνική αναγέννηση. Επιθυμούσε να πετύχει μία συνταγματική συμφωνία μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας και Ιρλανδίας η οποία, όπως και εκείνη του ύστερου 18ου αιώνα, θα διατηρούσε τη βρετανική επικυριαρχία ως σύμβολο της αντίληψης ότι ο ωκεανός απαγόρευε τον διαχωρισμό των δύο χωρών. Ταυτόχρονα όμως ήθελε και ένα Ιρλανδικό Κοινοβούλιο ως αναγνώριση ότι η θάλασσα δεν επέτρεπε, επίσης, την ένωση. Υιοθέτησε σαν μοντέλο τακτικής τον αυστροουγγρικό συμβιβασμό του 1867, όπου οι Ούγγροι πατριώτες αποχώρησαν από τη Βιέννη και εγκαταστάθηκαν στη Βουδαπέστη μέχρι οι Αυστριακοί να ικανοποιήσουν το αίτημα τους για αυτονομία. Πίστευε ότι η Ιρλανδία χρειαζόταν να επιβάλλει τελωνειακούς δασμούς προκειμένου να προστατεύσει τις βιομηχανίες της, ωστόσο έβλεπε ότι το Belfast, με τον βιομηχανικό του χαρακτήρα, ήταν απαραίτητο για την ευημερία της Ιρλανδίας, αγνοώντας το γεγονός ότι το Belfast αντιμετώπιζε την ύπαρξη τελωνειακών δασμών ως εμπόδιο στην οικονομική του ανάπτυξη. Το Cumann na nGaedheal που ίδρυσε το 1900, ήταν λιγότερο πολιτικό κόμμα και πιο πολύ ένα κίνημα που θα διείσδυε μέσα στην ιρλανδική κοινωνία και μετά, μέσα από την λαϊκή εντολή που θα του δινόταν στις εκλογές, θα έδιωχνε τους Άγγλους από την Ιρλανδία, ενώ θα διατηρούσε το Στέμμα ως σύμβολο που θα ικανοποιούσε τους Ενωτικούς και θα τους έδινε τη θέση τους μέσα στην ιρλανδική αδελφότητα.
Η γενική έκκληση του Griffith περιελάμβανε όλες εκείνες τις δυσκολίες που αυτού του είδους οι εκκλήσεις αντιμετωπίζουν: υποψία από τους εθνικιστές γιατί υποδεχόταν τους Ενωτικούς στο έθνος, υποψία από την Καθολική Εκκλησία γιατί ενέκρινε τη λογοτεχνική αναγέννηση, αυτήν τη φωλιά των Προτεσταντικών αξιών, υποψία από την Εκκλησία γιατί ο Griffith υποστήριζε την αστική ανάπτυξη και απειλούσε, με αυτόν τον τρόπο, της αξίες της αγροτικής Ιρλανδίας, υποψία από το εκλογικό σώμα διότι η απόσυρση από το Westminster απομάκρυνε πολύ τους Ιρλανδούς αντιπροσώπους από τα πιο σημαντικά κέντρα εξουσίας, όπου, τουλάχιστον, κέρδιζαν κάποια από αυτά που διεκδικούσαν. Το 1908 εγκρίθηκε η ίδρυση Καθολικού Πανεπιστημίου, το 1909 βελτιώθηκε η αγροτική νομοθεσία, ενώ καθορίστηκαν συντάξεις για τους ηλικιωμένους, επίσης το 1908, οι οποίες κόστισαν στο Θησαυροφυλάκιο περίπου 2.400.000 λίρες στερλίνες για την Ιρλανδία μέσα σε μόλις δύο χρόνια. Αυτές υπήρξαν οι κυριότερες κατακτήσεις της καμπάνιας του Arthur Griffith, αλλά και του ευρύτερου αγώνα του ιρλανδικού εθνικού κινήματος, μέχρι τον πόλεμο.