του Νίκου Γιαννόπουλου, ιστορικού
Σημείωση της Σύνταξης: Το ηλεκτρονικό περιοδικό για την Ιστορία και την Αρχαιολογία Historical Quest σας προσφέρει ένα απόσπασμα από το νέο βιβλίο του Νίκου Γιαννόπουλου "Πόσο Αλήθεια γνωρίζουμε το '40; Οι άγνωστες πτυχές του Ελληνοϊταλικού Πολέμου", των εκδόσεων Historical Quest, το οποίο μόλις κυκλοφόρησε. Θερμές ευχαριστίες στη Διεύθυνση Ιστορίας του ΓΕΣ, η οποία μας επέτρεψε να έχουμε πρόσβαση σε πλούσιο ανέκδοτο φωτογραφικό υλικό, μέρος του οποίου δημοσιεύουμε στο βιβλίο.
....«ΤΗΝ ΘΥΜΑΜΑΙ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΕΚΕΙΝΗ»
Την 28η Οκτωβρίου 1940 την γνωρίζουμε κατά κύριο λόγο μέσα από βαρετά σχολικά βιβλία, ανούσιες εορτές, άχρωμα κυβερνητικά έγγραφα και επιτηδευμένα κείμενα. Έτσι όμως η ιστορία δεν εντυπώνεται στη μνήμη και δεν χαράσσεται στην καρδιά. Ας γυρίσουμε λοιπόν το ρολόι του χρόνου στα παιδικά μας χρόνια όταν οι παππούδες, οι γιαγιάδες, οι πατέρες και οι μητέρες μας, κάθε χρόνο τέτοια εποχή άρχιζαν περίπου έτσι τη διήγηση τους : «την θυμάμαι την ημέρα εκείνη».
Ο Μανώλης Γλέζος, εμβληματική μορφή της Εθνικής Αντίστασης, ανασύρει από τις αναμνήσεις του την 28η Οκτωβρίου.
Την περίοδο εκείνη ήμουν πρωτοετής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο και κατοικούσα στο Μεταξουργείο. Ξυπνήσαμε από τον ήχο των σειρήνων και βγήκαμε στους δρόμους. Συγκεντρωθήκαμε στα Χαυτεία και λάβαμε μέρος σε μια τεράστια διαδήλωση που απ' ότι φαίνεται είχε οργανωθεί από μια κομμουνιστική οργάνωση στην Αθήνα. Φωνάζοντας «θέλουμε όπλα» διασχίσαμε την Πανεπιστημίου. Φθάσαμε στα γραφεία της ιταλικής αεροπορικής εταιρείας Al Litoria τα οποία και καταστρέψαμε υπό τα βλέμματα των αστυνομικών. Μετά διαλυθήκαμε.
Εγώ και οι συμφοιτητές μου πήγαμε στο φρουραρχείο Αθηνών, ακριβώς απέναντι από τον Σταθμό Λαρίσης. Εκεί έγινα μάρτυρας φοβερών σκηνών. Το κύριο χαρακτηριστικό ήταν ότι ο κόσμος δεν περίμενε την κλήτευση αλλά παρουσιαζόταν αυθόρμητα ώστε να καταταγεί.
Ενός πολίτη η αίτηση απορρίφθηκε από τους στρατολόγους με το αιτιολογικό της ηλικίας. Αυτός τότε άρχισε να βρίζει: «Εγώ ηλικιωμένος; Τον Χριστό σας και την Παναγία σας κουραμπιέδες στρατιωτικοί!».
Παρουσιάστηκα και εγώ αλλά δεν με δέχθηκαν λόγω του ότι δεν είχα υπηρετήσει ακόμη τη στρατιωτική μου θητεία. «Ώσπου να σε γυμνάσουμε θα έχει τελειώσει ο πόλεμος» μου είπαν.
Συγκεντρωθήκαμε τότε οι φοιτητές του Οικονομικού Πανεπιστημίου, πήγαμε στο Υπουργείο Οικονομικών και προσφέραμε εθελοντική εργασία. Εμένα με τοποθέτησαν στο 3ο Ταμείο Εισπράξεων στο Μεταξουργείο.
Θεόδωρος Μανωλόπουλος, αντιναύαρχος ε.α., βετεράνος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου
Ο πόλεμος με βρήκε ως δευτεροετή σπουδαστή στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων.
Την Κυριακή 27 Οκτωβρίου απολάμβανα με μια παρέα συμμαθητών μου την έξοδο από τη Σχολή. Η Αθήνα ήταν κατάφωτη. Επικρατούσε μια κατάσταση απολύτως ειρηνική και πλουσία. Τίποτε δεν προμήνυε αυτό που θα ακολουθούσε.
Το βράδυ επιστρέψαμε στη Σχολή. Ένας συμμαθητής μας, ο πατέρας του οποίου ήταν φρούραρχος Έβρου, είπε: «Πληροφορούμαι ότι θα εκραγεί πόλεμος». Έφαγε καρπαζιά που πήγε σύννεφο!
-«Τι πόλεμος ρε;».
-«Πληροφορήθηκα από τον πατέρα μου ότι θα γίνει πόλεμος».
Δώσε του και άλλες καρπαζιές.
Πέσαμε να κοιμηθούμε. Κατά τις 05.00 εμφανίστηκε ο διοικητής μας χωρίς κολάρο και γραβάτα. Πρωτοφανής αμφίεση για έναν άνθρωπο που πάντα ήταν στην πένα.
«Εγερσις, έγερσις!» άρχισε να φωνάζει. «Γενική κλήσις των δοκίμων!».
Παραταχθήκαμε στο προαύλιο και εκεί πληροφορηθήκαμε την κήρυξη του πολέμου. Αμέσως ζητωκραυγάσαμε. Το ηθικό μας ήταν άριστο και θεωρούσαμε πως θα τους φάμε τους Ιταλούς.
Μας χορηγήθηκε σαρανταοκτάωρη άδεια. Πήρα ένα ταξί και έφθασα στο σπίτι μου στην γωνία Ιωάννου Δροσοπούλου και Λήμνου. Χτύπησα το κουδούνι. Άνοιξε η μητέρα μου. «Πως έτσι;» με ρώτησε. «Πόλεμος» της απάντησα. Με τη λέξη «πόλεμος» άναψε η γειτονιά. Το νέο μεταδόθηκε ταχύτατα.
Μετά από λίγο άρχισαν να ηχούν οι σειρήνες.
Στυλιανός Πάγκαλος, βετεράνος της ΙΙΙ Ελληνικής Ορεινής Ταξιαρχίας
Γεννήθηκα το 1923 στην Κωνσταντινούπολη. Στο άκουσμα του πολέμου ο ελληνισμός της Πόλης αντέδρασε με ενθουσιασμό. Τρέξαμε στο ελληνικό προξενείο να δηλώσουμε εθελοντές. Ήμασταν τόσοι πολλοί που το κτίριο γέμισε ασφυκτικά. Εμένα δεν πήραν τότε γιατί ήμουν μικρός, μόλις 17 ετών.
Οι Τούρκοι πολίτες αντέδρασαν στο γεγονός της κήρυξης του Ελληνοϊταλικού πολέμου με απάθεια. Πολλοί μάλιστα αγνοούσαν και το ίδιο το γεγονός. Η τουρκική κυβέρνηση έκανε το εξής κόλπο. Τα πρωινά ο κεντρικός σιδηροδρομικός σταθμός γέμιζε από στρατιώτες οι οποίοι επιβιβάζονταν στα τρένα. Πήγαιναν τάχα στα σύνορα να βοηθήσουν τους Έλληνες. Μόλις όμως σκοτείνιαζε τα τρένα, με τα βαγόνια κλειστά ώστε να μην φαίνονται οι στρατιώτες, επέστρεφαν στον σταθμό.
Ελευθέριος Παπαγιαννάκης, βετεράνος μαχητής του ΕΔΕΣ
Τις παραμονές του πολέμου υπηρετούσα τη θητεία μου ως ναύτης στον ναύσταθμο, στον Πόρο. Την εποχή εκείνη ήμασταν όλοι ενθουσιώδεις πατριώτες. Με το που μας ανακοίνωσαν την κήρυξη του πολέμου ζητωκραυγάσαμε όλοι μαζί.
Τα αδέλφια μου πήγαν στρατιώτες στο μέτωπο. Εγώ ζήτησα μετάταξη στον στρατό για να τα ακολουθήσω. Τότε όμως ήμουν κατηγορούμενος από το καθεστώς Μεταξά ως δημοκρατικός και το αίτημα μου έπεσε στο κενό. Τότε εγώ και άλλοι συνάδελφοι μου, δημοκρατικών πεποιθήσεων, ζητήσαμε τη μετάθεσή μας σε μάχιμη υπηρεσία. Δυστυχώς όμως οι ανώτεροι μας κώφευσαν. Νοιώσαμε πίκρα που ουσιαστικά δεν μας επέτρεπαν να υπερασπιστούμε την πατρίδα.