Σύνδεση

Σύνδεση

Του Στάθη Βασιλείου, Διεθνολόγου-Ιστορικού

«Τα Βαλκάνια κατά του Τυράννου», αφίσα αποτυπώνουσα το ύφος του Α΄Βαλκανικού πολέμου. Μετά τη βουλγαρική επίθεση κατά της Ελλάδας και της Σερβίας, η αφίσα επανακυκλοφόρησε με μία μούτζα να καλύπτει το πρόσωπο του Βουλγάρου αξιωματικού, σημείο της προδοσίας (Αθήνα, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη)

ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΠΟΥ ΟΔΗΓΗΣΑΝ ΣΤΟΥΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ 1912-1913

Οι Βαλκανικοί πόλεμοι υπήρξαν η πιο ένδοξη σελίδα στη σύγχρονη ιστορία όχι μόνο της Ελλάδος αλλά και των άλλων βαλκανικών κρατών, καθώς σηματοδότησαν την -λιγότερο ή περισσότερο- φάση της εδαφικής τους ολοκλήρωσης σε βιώσιμα σύνορα και την εκδίωξη της Οθωμανικής Τουρκίας από την Ευρώπη. Υπήρξαν όμως προϊόν άγαστης συνεργασίας και αλληλέγγυας βοήθειας ή πεδίο ανταγωνισμού και μηχανοραφίας των Μεγάλων Δυνάμεων;

Το 1910, τα περισσότερα βαλκανικά βασίλεια μετρούσαν μόλις μερικές δεκαετίες υπάρξης στον σύγχρονο κόσμο. Δημιουργήματα σκληρών αγώνων σε κοινωνικό και εθνικό επίπεδο, απέκτησαν την ανεξαρτησία τους χάρις στην υποστήριξη των ευρωπαϊκών υπερδυνάμεων, που συνδύασαν τα κοινά τους συμφέροντα με μια προσεκτική υποχώρηση της χωλαίνουσας Οθωμανικής κυριαρχίας. Έχοντας να αντιπαλέψουν τους εύθραυστους πολιτικούς τους θεσμούς και την προσεκτικά οργανωμένη «συναυλία» των συμφερόντων των Μεγάλων Δυνάμεων, που παρενέβαιναν έντονα στο εσωτερικό τους, οι νεαρές βαλκανικές χώρες αγκωμαχούσαν μέσα στα στενά εθνικά τους σύνορα, προσδοκώντας την γεωπολιτική τους ολοκλήρωση και την ενσωμάτωση των αλύτρωτων συμπατριωτών τους στον εθνικό τους κορμό. Ωστόσο, το μικρό τους μέγεθος και τα αντικρουόμενα συμφέροντα μεταξύ τους έκαναν κάθε προσπάθεια συνεργασίας αδύνατη.

Δύο σημαντικά γεγονότα του 20ού αιώνα αποτέλεσαν τον σπόρο που θα γιγαντωνόταν στους Βαλκανικούς Αγώνες: ο ιταλοτουρκικός πόλεμος του 1911 και ο εκφυλισμός της επανάστασης των Νεοτούρκων μετά την επικράτηση των πιο εθνικιστικών στοιχείων.

Οι Μεγάλες Δυνάμεις, μετά από αιώνες συντήρησης της πολιτικής για την ακεραιότητα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας –μιας πολιτικής που τους είχε οδηγήσει σε ανοιχτό μεταξύ τους πόλεμο στην Κριμαία- άρχισαν να αναθεωρούν οριστικά τη σπουδαιότητα του «Μεγάλου Ασθενούς». Η Αυστρουγγαρία, αφού έχασε τα γεωπολιτικά της ερρείσματα στην κεντρική Ευρώπη και στην Ιταλία, αναζήτησε διέξοδο προς την Ανατολή, προσεταιριζόμενη αφενός την ομόδοξη Ρουμανία και αφετέρου πιέζοντας συστηματικά προς μια διέξοδο στη Μεσόγειο. Η πολιτική "der Drang nach Osten" υλοποιήθηκε σε πρώτη φάση με την προσάρτηση της Βοσνίας και του Νόβι Παζάρ το 1908 κατ' εφαρμογή όρων της Συνθήκης του Βερολίνου (1878). Στο σημείο αυτό, η αυστριακή πολιτική συγκρούστηκε με την ρωσική, που θεωρούσε τα Βαλκάνια κατεξοχήν χώρο επιρροής της και ουσιαστικό πεδίο δράσης της νέας πολιτικής του πανσλαβισμού, της αλληλέγγυας συνεργασίας όλων των σλαβικών εθνών υπό την ηγεσία της. Οι κινήσεις της Αυστρίας ανησύχησαν τη Σερβία, που θορυβημένη από την αυστριακή περικύκλωση, αναζήτησε την προστασία του Τσάρου. Επόμενη κίνηση της Πετρούπολης ήταν ο προσεταιρισμός του νεαρού Βουλγαρικού κράτους, το οποίο απογοητευμένο από τη μη υλοποίηση της «Μεγάλης Βουλγαρίας» της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, έδειχνε άνευ σαφούς προσανατολισμού. Η Ρωσία θα προσπαθήσει να φέρει Σόφια και Βελιγράδι κοντά στην υπογραφή συμφωνίας για κοινές αξιώσεις έναντι της Κωνσταντινουπόλεως.

Η υπογραφή της ανακωχής τον Ιούλιο του 1913 βρήκε μια Ελλάδα με διπλάσια σύνορα και πληθυσμό και πλήρη εθνικού μεγαλείου (Αθήνα, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη)

 

Οι προσπάθειες της Ρωσίας θα υλοποιηθούν υπό την καταλυτική επίδραση του Ιταλοτουρκικού πολέμου το 1911. Τον Σεπτέμβριο του 1911, η Ιταλική κυβέρνηση σε μια προσπάθεια να διοχετεύσει το εργατικό δυναμικό της, που ασφυκτιούσε από την δημογραφική αύξηση, εκτός χώρας αλλά και να θεμελιώσει και de jure τη θέση της ως «Μεγάλη Δύναμη» επιδίωξε να αποκτήσει αποικίες στην Αφρική με την προσάρτηση της Κυρηναϊκής και της Τριπολίτιδος, που τότε τελούσαν υπό καθεστώς αυτονομίας υπό την επικυριαρχία του Οθωμανού σουλτάνου. Έτσι, αφού εξασφάλισε τη συναίνεση των υπολοίπων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, με ασήμαντο πρόσχημα αποβιβάστηκε στην έναντι της Σικελίας Λιβυκή ακτή. Ταυτόχρονα, μοίρα του ιταλικού στόλου κατέπλευσε στα Δωδεκάνησα, τα οποία σχεδόν άνευ πολεμικής αντίστασης, καταλήφθηκαν από τον ιταλικό στρατό. Πρόθεση της Ρώμης ήταν να χρησιμοποιήσει τα νησιά σαν ορμητήριο για να επιβάλει αποκλεισμό των τουρικών παραλίων αναγκάζοντας την Πύλη να αποδεχθεί τη νέα πραγματικότητα. Η ευκολία με την οποία κατέβαλε τις τουρκικές αντιστάσεις ο όχι αναγνωρισμένης μαχητικότητας ιταλικός στρατός, ενθάρρυνε τους Βαλκανίους λαούς να θεωρήσουν ότι η Τουρκία δεν ήταν αήττητη κι ότι μια στρατιωτική λύση ήταν πιθανή.

Ταυτόχρονα, η κινητοποίηση του τουρκικού στρατού στην περιοχή της Θράκης θορύβησε τη Βουλγαρία, η οποία επιτάχυνε τις διαδικασίες διαπραγματεύσεων με τη Σερβία. Στις 29 Φεβρουαρίου/13 Μαρτίου 1912 υπογράφηκε η Σερβοβουλγαρική συνθήκη συμμαχίας, η πρώτη μιας σειράς διμερών συμφωνιών μεταξύ των βαλκανικών κρατών. Η συνθήκη συναινούσε σε συνδυασμένη ένοπλη δράση σε περίπτωση που μία από τις δύο χώρες δεχόταν επίθεση από τρίτη δύναμη, εν προκειμένω της Αυστρίας που φοβόταν η Σερβία ή της Τουρκίας. Όριζε μάλιστα ότι κοινή στρατιωτική δράση μπορούσε να αναληφθή και προληπτικά, αν εσωτερικές ανακατατάξεις στο εσωτερικό της Τουρκίας έκαναν την διατήρηση του εδαφικού status quo αδύνατη. Σε περίπτωση δε διαφωνίας η Ρωσία οριζόταν ως επιδιαιτητής, επιβεβαιώνοντας έτσι τη στενή καθοδήγηση και έλεγχο επί των δύο κρατών. Η συνθήκη ήταν μυστική και συμπληρώθηκε από στρατιωτικό σύμφωνο που όριζε ότι σε περίπτωση πολέμου στο Νότο, η ανατολική Μακεδονία και η Θράκη θα περνούσαν στη Βουλγαρία, η Δυτική Μακεδονία και το Βιλαέτιο του Μοναστηρίου θα περιέρχονταν στη Σερβία, ενώ η διαφιλονικούμενη κεντρική Μακεδονία με τον στρατηγικό λιμένα της Θεσσαλονίκης, κοινό πόθο των δύο μερών, θα αποφάσιζε η «πορεία των επιχειρήσεων».

Στο μεταξύ στην Ελλάδα, ο Βενιζέλος, βλέποντας τη διάψευση των ελπίδων που γέννησε η επανάσταση των Νεοτούρκων με την ανάρρυση των πλεόν ριζοσπαστικών και εθνικιστικών στοιχείων, επιζήτησε τη συμμετοχή της Ελλάδας στην Βαλκανική συννενόηση, ώστε να μην μείνει η χώρα έξω από τον διαμοιρασμό των ευρωπαϊκών επαρχιών σε περίπτωση που η διαμάχη επιλυόταν τελικά με τα όπλα. Η μάχη για την κατοχή της Μακεδονίας έμελε να λάβει δραματική μορφή, αλλά η Ελλάδα, που πολέμησε και κέρδισε τον πρώτο γύρο έναντι των Βουλγάρων (με τον Μακεδονικό αγώνα 1904-1908), όφειλε να ακολουθήσει τις νέες τάσεις. Χωρίς να αναφερθεί και αυτός σε συγκεκριμένα εδάφη, προσέφερε τη μεσιτεία του αναμορφωμένου ελληνικού στρατού και στόλου για την κοινή δράση κατά της Πύλης. Οι δυο βαλκανικές χώρες δέχτηκαν την ελληνική συνεισφορά, με την ιδέα ότι ο αξιόμαχος αλλά μικρός ελληνικός στόλος θα καθυστερούσε την ατμοπλοϊκή μεταφορά τουρκικών ενισχύσεων στο ευρωπαϊκό θέατρο επιχειρήσεων, ενώ ο στρατός, βασισμένοι στη φτωχή του επίδοση στον πόλεμο του 1897, θα σημείωνε το πολύ μερικές περιορισμένες επιτυχίες στα Θεσσαλικά σύνορα χωρίς να απειλήσει τη Θεσσαλονίκη. Η Ελληνοβουλγαρική συνθήκη υπεγράφη στις 16/29 Μαΐου 1912 προβλέποντας κοινή στρατιωτική δράση είτε σε περίπτωση τουρκικής επίθεσης είτε σε κατάφορη παραβίαση των δικαιωμάτων των εθνοτήτων των δύο στο εσωτερικό της ευρωπαϊκής Τουρκίας. Η συνθήκη δεν έκανε λόγο για εδαφικές διευθετήσεις σε περίπτωση πολέμου καθώς ελληνικές και βουλγαρικές διεκδικήσεις ταυτίζονταν! Στρατιωτική συμφωνία υπεγράφη μόλις λίγα εικοσιτετράωρα πριν την έκρηξη του πολέμου. Αντίστοιχες συμφωνίες έγιναν μεταξύ Σερβίας και Βουλγαρίας και με το Μαυροβούνιο αλλά μόνο σε προφορική βάση.

Σατυρική απεικόνιση: το Βαλκανικό καζάνι βράζει, οι ηγεμόνες των Μεγάλων Δυνάμεων παρακολουθούν με τρόμο προσπαθώντας να το συγκρατήσουν. Γελοιογραφία σε βρετανική εφημερίδα της εποχής

Η συμφωνία Ελλάδας-Βουλγαρίας διέρευσε και Γαλλία και Ρωσία άρχισαν να κινούνται προς περιορισμό κάθε πρωτοβουλίας που θα ξέφευγε από τον έλεγχό τους. Απείλησαν ότι σε περίπτωση πολέμου οι Δυνάμεις δεν θα παρενέβαιναν για να «σώσουν» τις μικρές χώρες από την καταστροφή κι ότι δεν θα αναγνώριζαν αλλαγές στο συνοριακό καθεστώς. Οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις δεν είχαν σε υπόληψη τις πολιτικές και στρατιωτικές ικανότητες των Βαλκανικών λαών, θεωρώντας τους «ανθρώπους με μεγάλα μουστάκια και μικρό μυαλό». Οι εκκλήσεις τους έπεσαν στο κενό. Σε πείσμα κάθε λογικής, το μικρό βασίλειο του Μαυροβουνίου στις 25 Σεπτεμβρίου/8 Οκτωβρίου ήταν το πρώτο που κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική αυτοκρατορία, χωρίς προηγούμενη οριστική συννενόηση με τους εταίρους του και χωρίς γραπτές εγγυήσεις. Στις 30 Σεπτεμβρίου/13 Οκτωβρίου, οι πρέσβεις των τριών Βαλκανικών συμμάχων μετά την επίδοση άγονου τελεσιγράφου προοριζόμενου να απορριφθή, εγκατέλειψαν την Κωνσταντινούπολη. Η Πύλη, εξοργισμένη από τη θρασσεία αντίδραση των πρωην υποτελών της βασιλείων και χαρακτηρίζοντας την κοινή διακοίνωση «αναξία απαντήσεως» απέσυρε κι αυτή τους πρεσβευτές της από τις πρωτεύουσες των βαλκανικών χωρών.

Οι επιτυχίες των βαλκανικών συμμάχων στα πεδία των μαχών υπερέβησαν κάθε αισιόδοξη πρόβλεψη. Οι Τούρκοι τηρώντας παθητική στάση ηττήθηκαν σε όλα τα μέτωπα και οι αναμενόμενες ενισχύσεις από την Ασία, χάρις στη δράση του ελληνικού στόλου και το ανεπαρκές σύστημα σιδηροδρόμων της Τουρκίας δεν έφτασαν ποτέ. Τελικά, τον Μάϊο του 1913 με τον Βουλγαρικό στρατό έξω από την Κωνσταντινούπολη, οι Μεγάλες Δυνάμεις παρενέβησαν για να επιβάλουν ανακωχή και να εμποδίσουν την ηττημένη Τουρκία να πέσει σε βαθύτερη κρίση. Στις 17/30 Μαΐου 1913 υπεγράφη μεταξύ των πρεσβευτών των Μεγάλων Δυνάμεων και της Πύλης η Συνθήκη του Λονδίνου που θα έθετε τέρμα στην Α΄Βαλκανική σύγκρουση. Οι όροι της συνθήκης κοινοποιήθηκαν στους εκπροσώπους των νικητών Βαλκανίων συμμάχων, οι οποίοι παρά τις επιφυλάξεις τους την δέχθηκαν. Η Τουρκία έχανε όλες τις ευρωπαϊκές της κτήσεις, παραχωρούσε την Κρήτη εξ αδιαιρέτου στους 4 συμμάχους (με ειδικές συμφωνίες οι 3 παραιτήθηκαν κάθε αξίωσης υπέρ της Ελλάδας), δημιουργείτο ανεξάρτητο κράτος της Αλβανίας (για να μείνουν Σέρβοι και Έλληνες μακρυά από το στόμιο της Αδριατικής) ενώ η χάραξη των συνόρων και η τύχη των νησιών του Αιγαίου θα καθορίζονταν σε νέα συνδιάσκεψη. Ελλιπής και επαμφοτερίζουσα η Συνθήκη δεν έμελε να κυρωθεί ποτέ. Στις 17/30 Ιουνίου, ένα ακριβώς μήνα μετά την υπογραφή της Συνθήκης, ο Βουλγαρικός στρατός προσέβαλε αιφνιδιαστικά Σερβικές και Ελληνικές θέσεις.


Ο Β΄Βαλκανικός πόλεμος άρχιζε. Θα τελείωνε οριστικά με ήττα της Βουλγαρίας και την Συνθήκη του Βουκουρεστίου για τους Βαλκανίους εμπολέμους και τη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως για την Τουρκία. Στην Ελλάδα επιδικάζονταν οριστικά η Κρήτη και τα νησιά του Αιγαίου, πλην Ίμβρου και Τενέδου για τον έλεγχο των Δαρδανελίων, και τα Δωδεκάνησα που κατείχοντο από την Ιταλία. Ακόμα το νότιο τμήμα της Μακεδονίας με το λιμάνι της Θεσσαλονίκης και ανατολικά μέχρι την Καβάλα. Χανόταν η Βόρειος Ήπειρος, που απεδίδετο στην Αλβανία για να έχει βιώσιμα σύνορα και η νήσος Σάσσων, μικρό νησάκι στην είσοδο του λιμανιού του Αυλώνα, που αποτελούσε προσάρτημα των Επτανήσων όταν μας παραχωρήθηκαν το 1864. Η Σερβία κέρδιζε την Βόρειο Μακεδονία και το Νόβι-Παζάρ και η Βουλγαρία τη Δυτική Θράκη, για να έχει μια διέξοδο στο Αιγαίο και τμήμα της Μακεδονίας, που ονομάζει ως σήμερα Μακεδονία του Πυρρίν. Η Βουλγαρία έχασε το μεγαλύτερο μέρος της Θράκης από ισχυρή αντεπίθεση του τουρκικού στρατού και μέρος της Δοβρουτσάς από επέλαση των Ρουμάνων, οι οποίοι δρώντας καιροσκοπικά και ύπουλα τους επιτέθηκαν στα νώτα όταν όλα είχαν κριθή.

Οι Βαλκανικοί πόλεμοι οδήγησαν στην εκτόνωση του σωρευμένου από χρόνο στα κράτη της χερσονήσου εθνικισμού και ικανοποίησαν λίγο πολύ το αίσθημα του αλυτρωτισμού τους. Ελλάδα, Σερβία, Μαυροβούνιο και Ρουμανία επιζητούσαν πλεόν να αφοσιωθούν στην οικοδόμηση της οικονομίας και την αφομοίωση των νέων χωρών, απέχοντας από πολεμικές περιπέτειες. Αντίθετα, Βουλγαρία και Τουρκία, ως οι χαμένοι της σύγκρουσης, τάχθηκαν στο πλευρό των αναθεωρητικών δυνάμεων, τόσο στον Α΄ όσο και στον Β΄Παγκόσμιο Πολέμο. Οι Έλληνες βρέθηκαν στο απώγειο της εθνικής τους ολοκλήρωσης, σύμπνοιας και υπερηφάνειας. Ο δρόμος όμως από εκεί και πέρα θα ήταν στρωμένος με τα αγκάθια του διχασμού...

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Κων.Σβολόπουλου, "H Ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1900-1945", Βιβλιοπωλείον τηε Εστίας, Ε΄Έκδοση, Αθήνα 2000

2. "Ιστορία του Ελληνικού Έθνους", τόμος ΙΔ΄, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 2000

3. Κων.Παπαρρηγόπουλου, "Ιστορία του Ελληνικού Έθνους" Τόμος 24, National Geographic Society, 2000-2004

4. Σ. Λάσκαρης "Διπλωματική Ιστορία Συγχρόνου Ευρώπης 1914-1939" - Θεσσαλονίκη 1954

5. Αντ. Κοραντής "Διπλωματική Ιστορία της Ευρώπης" τόμος Α΄ Αθήνα 1968

6. Γ.Ασπρέα, "Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, 1821-1960", εκδόσεις «Χρήσιμα Βιβλία», Αθήνα 1931


Τα Cookies μας επιτρέπουν να σας προσφέρουμε μια καλύτερη και ασφαλέστερη εμπειρία κατά τη χρήση του δικτυακού μας τόπου. Συνεχίζοντας την περιήγηση στο Historical Quest αποδέχεστε τη χρήση Cookies. Για περισσότερες πληροφορίες παρακαλούμε διαβάστε τους Όρους Χρήσης & Απορρήτου.