Η μάχη της Ιμέρας διεξήχθη το 480 π.Χ. ανάμεσα στο συνασπισμό των ελληνικών πόλεων της Σικελίας και των Καρχηδονίων. Οι Έλληνες της Σικελίας πέτυχαν μια σημαντική νίκη, η οποία σήμανε τον τερματισμό των επιθετικών ενεργειών των Καρχηδονίων στην ευρύτερη περιοχή της Ιταλίας, προσφέροντας σταθερότητα στην περιοχή για τον επόμενο αιώνα.
Η προϊστορία
Καθ' όλη τη διάρκεια του 6ου αι. π.Χ. Έλληνες και Φοίνικες, αποικία των οποίων ήταν η Καρχηδόνα, επιδίδονταν σε έναν αγώνα για την κυριαρχία στη δυτική Μεσόγειο, από τις ακτές της Ισπανίας μέχρι τις ακτές της Ιταλίας και από την Αφρική έως τη Γαλατία. Στην προσπάθειά τους να επιβληθούν ως ναυτική δύναμη οι Φοίνικες σύναψαν συμμαχία με τους πειρατές από την περιοχή της Ετρουρίας και οργάνωσαν ένα σύστημα πόλεων κρατών στις ακτές της Σικελίας, με σκοπό να αποτελέσουν ανασχετική δύναμη στον ολοένα και εντονότερα αυξανόμενο επεκτατισμό των Ελλήνων. Αρχικά, γύρω στο 580 π.Χ. ομάδα Ελλήνων αποικιστών υπό τον Πένταθλο προσπάθησε να αποικήσει μία περιοχή στα δυτικά της Σικελίας, πολύ κοντά στις φοινικικές αποικίες. Οι Φοίνικες επιτέθηκαν στην ελληνική αποστολή και ο Πένταθλος σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια της μάχης. Οι άντρες που σώθηκαν αναγκάστηκαν να αποσυρθούν προς τη βόρεια ακτή του νησιού, όπου και ίδρυσαν την πόλη Λιπάρα. Η δημιουργία της Λιπάρας, σε συνδυασμό και με τον αποικισμό του Ακράγαντα προκάλεσαν την επέμβαση της Καρχηδόνας, η οποία το 560-550 π.Χ. εκστρατεύει κατά της Σικελίας με στρατηγό τον Μάλχο. Δυστυχώς, δε σώζονται πολλά στοιχεία για την εκστρατεία, γνωρίζουμε ωστόσο ότι ήταν επιτυχής και οι Καρχηδόνιοι κατάφεραν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους την περιοχή της βορειοδυτικής Σικελίας. Στη συνέχεια, τα στρατεύματα του Μάλχου κατέλαβαν και τη Σαρδηνία, νησί πλούσιο σε σιτηρά και μέταλλα.
Ανάλογες συγκρούσεις πραγματοποιούνταν σε όλη τη λεκάνη της δυτικής Μεσογείου. Οι Φωκείς της Μασσαλίας οργάνωσαν ένα σύστημα αποικιών θέτοντας έτσι υπό τον έλεγχό τους τις ακτές της Ισπανίας. Επίσης, ίδρυσαν στην Κορσική νέα πόλη, την Αλαλία. Οι Καρχηδόνιοι, που είχαν ισχυρή παρουσία στο νησί αντέδρασαν άμεσα. Έπειτα από συνεννόηση με τους πειρατές της Ετρουρίας επιτέθηκαν εναντίον της νέας αποικίας και καταβύθισαν το φωκικό στόλο. Όσοι άνδρες κατάφεραν να επιβιώσουν της μάχης μπόρεσαν να περισώσουν τις οικογένειές τους και τα αγαθά τους. Η Αλαλία καταστράφηκε ολοσχερώς, με αποτέλεσμα η Κορσική να περιέλθει στους Ετρουρούς ενώ με ανάλογες επιδρομές οι Καρχηδόνιοι κατάφεραν να εξασφαλίσουν την κυριαρχία τους στη Σαρδηνία, ανακόπτοντας έτσι τη δημιουργία μιας αλυσίδας ελληνικών πόλεων από τη Μασσαλία έως τη Σικελία.
Πλέον, γινόταν φανερό πως ο πόλεμος βρισκόταν προ των πυλών. Όλες αυτές οι αψιμαχίες και οι έριδες θα λύνονταν με την ολοκληρωτική επικράτηση της μίας έναντι της άλλης πλευράς. Τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα Ελλήνων και Καρχηδονίων στην περιοχή θα οδηγούσαν από κοινού μαζί και με άλλους παράγοντες στο Σικελικό πόλεμο, ο οποίος θα καθυστερούσε για λίγα χρόνια εξαιτίας κάποιων πολεμικών επιχειρήσεων των Καρχηδονίων στη Σαρδηνία και στη Λιβύη.
Ο Γέλων των Συρακουσών
Οι ελληνικές πόλη-κράτη της Σικελίας βρίσκονταν κάτω από τη σφαίρα επιρροής δύο οικογενειών, οι οποίες διοικούσαν υπό τα πρότυπα του τυραννικού καθεστώτος. Στη βόρεια Σικελία την εξουσία ασκεί ο Αναξίλαος του Ρηγίου που ήταν τύραννος της Ζάγκλης (μετέπειτα θα μετονομαστεί σε Μεσσήνη), και ο πεθερός του Τήριλλος, τύραννος της Ιμέρας. Στον αντίποδα, στη νότια Σικελία ο Γέλων των Συρακουσών μαζί με τον πεθερό του Θήρωνα του Ακράγαντα είχαν εδραιώσει την εξουσία τους.
Ο Γέλων ήταν στρατηγός του τυράννου της Γέλας Ιπποκράτη και αρχηγός του ιππικού. Μετά το θάνατο του τυράννου, προφασιζόμενος αρχικά ότι θα υποστηρίξει τους νεαρούς διαδόχους αλλά τελικώς εκμεταλλευόμενος την κατάσταση που επικρατούσε στην πόλη, παραμέρισε τους κληρονόμους του Ιπποκράτη ανακηρύσσοντας εαυτόν τύραννο της πόλης. Σε μικρό χρονικό διάστημα κατάφερε ότι δεν μπόρεσαν οι προκάτοχοί του, την υποταγή δηλαδή της πόλης των Συρακουσών. Θέλοντας να επεκτείνει και να ενισχύσει τη θέση του, ο Γέλων μεταφέρει την πρωτεύουσα από τη Γέλα στις Συρακούσες, οι οποίες λόγω της στρατηγικής τους θέσεως θα αποδεικνύονταν λιμάνι κομβικής σημασίας. Οργανώνει την πόλη περιβάλλοντάς την με τείχος και οικοδομεί νέα κτήρια. Επιπλέον, για να αυξηθεί ο πληθυσμός της πόλης και να καλυφθούν οι νέες ανάγκες μεταφέρονται μεγάλα τμήματα πληθυσμών από γειτονικές πόλεις, όπως τα Μέγαρα και η Εύβοια. Επίσης, η πόλη της Γέλας έχασε το μισό της πληθυσμό, ενώ η Καμαρίνα πλήρωσε βαρύτερο τίμημα αφού όλοι οι πολίτες της μεταφέρθηκαν στις Συρακούσες. Τέλος, προσκάλεσε αποίκους από την κυρίως Ελλάδα και έδωσε πολιτικά δικαιώματα σε μισθοφόρους. Η στάση του απέναντι στους πολίτeς δεν ήταν ενιαία. Έτσι, δίνει το δικαίωμα του Συρακούσιου πολίτη στους αριστοκράτες των Μεγάρων και της Εύβοιας που έρχονται, εν αντιθέσει με τον απλό λαό, ο οποίος γίνεται αντικείμενο αγοραπωλησιών στο σκλαβοπάζαρο.
Η Καρχηδονιακή επίθεση και η μάχη της Ιμέρας
Αφορμή για την Καρχηδονιακή εισβολή στάθηκε η διαμάχη μεταξύ του τυράννου του Ακράγαντα Θήρωνα και του Τήριλλου, τυράννου της Ιμέρας. Νικητής της σύρραξης αναδείχθηκε ο Θήρων, ο οποίος και εκδίωξε τον Τήριλλο από την Ιμέρα. Παρά τις φιλικές τους σχέσεις, όμως, ο Αναξίλαος του Ρηγίου δεν μπορούσε να αντιπαρατεθεί με το συνασπισμό των δυνάμεων του Ακράγαντα και των Συρακουσών. Έτσι, ο Τύριλλος κατέφυγε στους Καρχηδονίους, από τους οποίους ζήτησε βοήθεια για να ανακτήσει τη θέση του.
Το γεγονός αυτό επέτρεψε στους Καρχηδονίους να χρησιμοποιήσουν ως πρόφαση την επαναφορά του Τήριλλου στο θρόνο και να εκστρατεύσουν εναντίον της Σικελίας. Οι προπαρασκευές τους για την επερχόμενη σύγκρουση είχαν ήδη ξεκινήσει και η πρόσκληση του έκπτωτου τυράννου να αναμιχθούν στα πράγματα έδωσε το έναυσμα για την εκστρατεία. Ο Τήριλλος λειτούργησε σ' αυτήν την περίπτωση ως ένας άλλος Ιππίας. Όπως δηλαδή ο Ιππίας παρακινούσε συνεχώς τον Πέρση βασιλιά να εκστρατεύσει εναντίον της πόλης των Αθηνών, έτσι και ο Τύριλλος προσκαλούσε τους Καρχηδονίους να εμπλακούν στις εσωτερικές υποθέσεις των πόλεων της Σικελίας. Σύμφωνα με το Διόδωρο Σικελιώτη υπήρξε ένας κοινός δίαυλος επαφής μεταξύ του Πέρση βασιλιά και των Καρχηδονίων, ώστε να πραγματοποιηθεί μία συντονισμένη επίθεση εναντίον του ελληνικού κόσμου και από την Ανατολή και από τη Δύση. Μολονότι η πληροφορία αυτή αμφισβητείται ως προς την εγκυρότητά της, είναι πιθανό οι Φοίνικες να διαμεσολάβησαν στη συνεννόηση των δύο μερών αποτελώντας το συνδετικό κρίκο των συνομιλιών. Ίσως, ο ηγεμών της Περσίας να μην αντιμετώπιζε τις ελληνικές πόλεις της Κάτω Ιταλίας ως ενδεχόμενη απειλή, εντούτοις ένας πόλεμος θα τις κρατούσε μακριά από τα γεγονότα που συνέβαιναν στην κυρίως Ελλάδα και δε θα τους επέτρεπαν να ενισχύσουν πολεμικά τη μητρόπολή τους.
Με την ολοκλήρωση των προπαρασκευών ο Αμίλκας εκλέγεται επικεφαλής του στρατού των Καρχηδονίων και εκστρατεύει με 300.000 άνδρες, οι οποίοι ήταν κατά κύριο λόγο Φοίνικες, Λίβυοι, Ίβηρες, Λίγυες, Ελισύκοι, Σαρδήνιοι και Κύρνιοι, περισσότερες από 200 τριήρεις και 3.000 μεταγωγικά πλοία, σύμφωνα με όσα παραδίδει ο Διόδωρος. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του, ο στόλος αφού διέσχισε το Λιβυκό Πέλαγος έπεσε σε τρικυμία με αποτέλεσμα να χαθεί μεγάλο μέρος των ιππέων και των αρμάτων. Ο στόλος προσορμίζεται στην Πάνορμο, όπου ο Αμίλκας ξεκουράζει το στρατό και διορθώνει τις ζημιές που είχαν προκληθεί στα πλοία. Στη συνέχεια, ο στρατός κινείται δια ξηράς εναντίον της Ιμέρας συνοδευόμενος παράκτια από το στόλο. Όταν έφθασε έξω από την πόλη της Ιμέρας, ο Αμίλκας αποφάσισε να στήσει δύο στρατόπεδα, ένα χαμηλό κοντά στη θάλασσα, όπου είχε τραβήξει τα πλοία και ένα άλλο απέναντι από την πόλη, καταλαμβάνοντας τη δυτική πλευρά. Αφού ξεφόρτωσε όλες τις προμήθειες, διέταξε τα πλοία να αποπλεύσουν με κατεύθυνση τη Λιβύη και τη Σαρδηνία με την εντολή να φέρουν σιτάρι για το στρατό. Μία πρώτη έφοδος των πολιορκημένων κατά των Καρχηδονίων στάθηκε ατυχής, κάτι που τρομοκράτησε το λαό που βρισκόταν εντός των τειχών της πόλης. Ο Θήρων απέστειλε μήνυμα στο Γέλωνα να επισπεύσει την άφιξή του.
Πράγματι, ο Γέλων, αφού συγκέντρωσε στρατό 50.000 ανδρών και περίπου 5.000 ιππείς, βάδισε ταχύτατα προς την πόλη της Ιμέρας. Μόλις φθάνει στην πόλη αποφασίζει να στήσει το στρατόπεδό του στη δεξιά όχθη του ποταμού, εκμεταλλευόμενος την τοποθεσία και τα περάσματα, ώστε να περιορίσει σημαντικά τους Καρχηδονίους. Επιπροσθέτως, διατάζει το ιππικό του να εφορμήσει στην ύπαιθρο και να συλλέξει αιχμαλώτους. Οι ιππείς επέστρεψαν έχοντας συλλάβει 1.000 Καρχηδονίους, οι οποίοι και οδηγήθηκαν σιδηροδέσμιοι εντός της πόλης, κάτι που αναπτέρωσε το ηθικό των κατοίκων.
Λίγες μέρες αργότερα οι ιππείς του Γέλωνα συνέλαβαν ένα γραμματοκομιστή των Σελινούντιων, ο οποίος κατευθυνόταν προς το στρατόπεδο των Καρχηδονίων. Ο Αμίλκας είχε ζητήσει από τη σύμμαχο πόλη του Σελινούντα να αποστείλει ιππείς προς ενίσχυση του στρατού του. Τη μέρα μάλιστα που επρόκειτο να φθάσει το ιππικό θα πραγματοποιούσε θυσία προς το θεό Ποσειδώνα σε μια προσπάθεια εξευμενισμού των θεών του εχθρού. Ο Γέλων οργάνωσε ένα τολμηρό σχέδιο σύμφωνα με το οποίο Συρακούσιοι ιππείς θα προσποιούνταν τους Σελινούντιους, θα σκότωναν τον Αμίλκα και θα έκαιγαν τα πλοία των Καρχηδονίων. Επίσης, τοποθέτησε σκοπούς σε λόφους, τους οποίους διέταξε να σηκώσουν το καθορισμένο σημάδι, όταν οι ιππείς θα βρίσκονταν εντός του καρχηδονιακού στρατοπέδου για την τελική επίθεση.
Την επόμενη μέρα, με την ανατολή του ήλιου οι Συρακούσιοι ιππείς εμφανίστηκαν στο στρατόπεδο της θάλασσας και έγιναν δεκτοί από τους φρουρούς. Στη συνέχεια, κατευθύνθηκαν προς το μέρος όπου ο Αμίλκας τελούσε τη θυσία. Εκεί σκότωσαν το βασιλιά και έβαλαν φωτιά στα πλοία. Οι σκοποί των λόφων σήμαναν προς το Γέλωνα, ο οποίος και βάδισε με το στρατό εναντίον του στρατοπέδου των Καρχηδονίων. Η μάχη που ακολούθησε ήταν σκληρή αλλά η είδηση του θανάτου του στρατηγού Αμίλκα σε συνδυασμό με την πυρκαγιά που κατέκαιγε τα πλοία ενθάρρυνε τους Έλληνες και φόβισε τους Καρχηδονίους με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να τραπούν σε άτακτη φυγή. Η νίκη ήταν ολοκληρωτική για τους Έλληνες, οι οποίοι εκμηδένισαν τον καρχηδονιακό στρατό.
Από την άλλη πλευρά, οι Καρχηδόνιοι παρέδιδαν μια διαφορετική, πιο μεγαλοπρεπή, εκδοχή για τη μάχη και το θάνατο του Αμίλκα την οποία διασώζει ο Ηρόδοτος. Σύμφωνα με την ιστορία αυτή, ενώ η μάχη μαίνονταν και ο Αμίλκας θυσίαζε στο βωμό τα σφάγια, οι οιωνοί αποδεικνύονταν ευνοϊκοί για τους Καρχηδονίους. Ωστόσο, βλέποντας το στρατό του να έχει τραπεί σε άτακτη φυγή, ρίχνεται ο ίδιος στη φωτιά και εξαφανίστηκε. Οι Καρχηδόνιοι έχτισαν προς τιμήν του κενοτάφια και εξακολουθούσαν να τον τιμούν για τα ανδραγαθήματά του.
Η παράδοση για τη μάχη
Η παράδοση ήδη από την αρχαιότητα είχε συνδέσει τη ναυμαχία της Σαλαμίνας με τη μάχη της Ιμέρας θεωρώντας πως και οι δύο διεξήχθησαν την ίδια ημέρα. Ο Ηρόδοτος που στο έργο του καταγράφει τη σύγκρουση μεταξύ Ελλήνων και Περσών είναι ο πρώτος που υποστήριξε την άποψη αυτή, την οποία υιοθετούν τόσο ο Αριστοτέλης στο έργο του «Περί Ποιητικής» όσο και ο Πίνδαρος στον πρώτο «Πυθιόνικο», για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Αργότερα, ο Έφορος, ιστορικός του 4ου αιώνα π.Χ. που αποτέλεσε και πηγή του Διόδωρου Σικελιώτη, θεωρούσε πως η μάχη της Ιμέρας πραγματοποιήθηκε την ίδια μέρα με τη μάχη των Θερμοπυλών.
Η μικρή χρονική απόσταση που χωρίζει τις μάχες σε συνδυασμό με τον κοινό χαρακτήρα και τη σημασία των νικών του ελληνικού κόσμου σε Ανατολή και Δύση εναντίον των βαρβάρων συνέβαλε στον παραλληλισμό των δύο νικών των Ελλήνων. Πιθανόν, η αυλή του τυράννου των Συρακουσών να είχε σημαντικό ρόλο στη διάδοση αυτής της πανελλήνιας προπαγάνδας που βρήκε άμεση απήχηση στη συνείδηση των Ελλήνων.
Οι συνέπειες της μάχης
Οι Καρχηδόνιοι αναγκάστηκαν να συνάψουν ειρήνη με το Γέλωνα, ο οποίος όμως επέδειξε μετριοπαθή στάση και δεν επέβαλε δυσβάσταχτους όρους, μολονότι οι Συρακούσιοι είχαν νικήσει τους αντιπάλους τους κατά κράτος.
Έτσι, τα κυριότερα μέτρα προέβλεπαν τα εξής:
• Οι Καρχηδόνιοι υποχρεώθηκαν να καταβάλουν αποζημίωση στον τύραννο των Συρακουσών ύψους 2.000 ταλάντων. Επίσης, υποχρεώνονταν να ανοικοδομήσουν δύο ναούς στους οποίους θα χαράσσονταν επιγραφές με τα κείμενα της συνθήκης.
• Οι Καρχηδόνιοι διατήρησαν τις κτήσεις και τους συμμάχους τους στη Σικελία, ωστόσο αυτοί ήρθαν σε συμβιβασμό με το Γέλωνα.
• Η πόλη της Ιμέρας εντάσσονταν στον άξονα επιρροής των Συρακουσών και του Ακράγαντα.
Ο Γέλων κατάφερε να εδραιωθεί και να ενισχύσει την εξουσία του στη Σικελία. Η νίκη κατά των Καρχηδονίων έλαβε πανελλήνιο χαρακτήρα και του προσέδωσε αίγλη και ισχύ. Με την πάροδο των ετών οι Συρακούσες έγιναν το πολιτικό και πνευματικό κέντρο όχι μόνο της Σικελίας αλλά ολόκληρης της Κάτω Ιταλίας. Τα λάφυρα που συγκεντρώθηκαν μετά τη νίκη χρησιμοποιήθηκαν για την οικοδόμηση ναών και την αποστολή αναθημάτων στα ιερά κέντρα της κυρίως Ελλάδος όπως η Ολυμπία και οι Δελφοί. Ο λυρικός ποιητής Σιμωνίδης συνέθεσε το επίγραμμα του τρίποδα που στάλθηκε στο ιερό των Δελφών, με το οποίο οι Έλληνες της Σικελίας εξέφραζαν την ευγνωμοσύνη τους στους θεούς:
Φημί Γέλων' , Ιέρωνα, Πολύζηλον, Θρασύβουλον,
παίδας Δεινομένευς, τον τρίποδ' ανθέμεναι,
εξ εκατόν λιτρών και πεντήκοντα ταλάντων
Δειμαρετίου χρυσού, τας δεκάτας δεκάταν,
βάρβαρα νικήσαντες έθνη• πολλήν δε παρασχείν
σύμμαχον Έλλησιν χείρ' ες ελευθερίην.
Ακόμη, ένα μέρος των λαφύρων χρησιμοποιήθηκε για την κοπή αργυρών νομισμάτων που ονομάστηκαν «Δαμαρέτεια» προς τιμήν της συζύγου του Γέλωνα. Ανάλογες ήταν και οι κινήσεις του Θήρωνα, ο οποίος χρησιμοποίησε τον πλούτο που άφησαν πίσω τους οι Καρχηδόνιοι κτίζοντας λαμπρά οικοδομήματα καθιστώντας τον Ακράγαντα την ομορφότερη πόλη της Σικελίας.
Στον αντίποδα, οι ηττημένοι του πολέμου Καρχηδόνιοι περιορίστηκαν στις νοτιοδυτικές τους κτήσεις στη Σικελία και αφιερώθηκαν στην καθιέρωση της αυτοκρατορίας τους στις βόρειες ακτές της Αφρικής και το εμπόριο στη δυτική Μεσόγειο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Πρωτογενείς Πηγές
Αριστοτέλης, Περί Ποιητικής.
Διόδωρος Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη ΙΑ'.
Ηροδότου, Ιστορίαι Πολύμνια.
Πίνδαρος, Πυθιόνικος I.
Ελληνόγλωσση
Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 3 (500 - 479 π.Χ.), εκδ. National Geographic Society, 2009 - 2010.
Ξενόγλωσση
Asheri David, Cambridge Ancient History (επιμ. J.Boardman, N.G.L.Hammond, D.M.Lewis, M.Ostwald), 2η έκδοση, τ. IV, Cambridge University Press, 1988.
Bury J.B. & Meiggs Russwell, Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας, 3η έκδοση, τ. Α' - Β', εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1998.