Στις 5 Δεκεμβρίου 1933 καταργείται στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής η ποτοαπαγόρευση που είχε επιβληθεί το 1920.
Στις αρχές του 19ου αιώνα και ιδιαίτερα μετά τα μέσα του 1850 στις Η.Π.Α., υπό την πίεση των προτεσταντικών οργανώσεων άρχισαν να ψηφίζονται από τις Πολιτείες του Νότου μέτρα κατά των οινοπνευματωδών ποτών.
Σταδιακά, συστάθηκαν οργανώσεις που κινητοποιούσαν ολοένα και περισσότερους πολίτες. Το 1879 το Κάνσας έγινε η πρώτη πολιτεία που έλαβε μέτρα κατά του αλκοόλ.
Με την πάροδο των ετών και την κήρυξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου τέθηκε επί τάπητος το ζήτημα της διάθεσης των δημητριακών. Πολλοί Αμερικανοί πολίτες πίστευαν ότι τα δημητριακά, σε μία τέτοια δύσκολη περίοδο, θα έπρεπε να διατίθενται αποκλειστικά για την παρασκευή τροφίμων και όχι να αναλώνονται για την παρασκευή οινοπνευματωδών ποτών.
Παράλληλα, πολλές ζυθοποιίες είχαν ιδιοκτήτες γερμανικής καταγωγής, γεγονός που επέτεινε τα αρνητικά τους συναισθήματα κατά του αλκοόλ. Τέλος, αρκετοί επιχειρηματίες της χώρας, μεταξύ των οποίων οι Φορντ και Ροκφέλερ, υποστήριξαν πως η αποχή των πολιτών από το αλκοόλ θα βελτίωνε την αποδοτικότητά τους στην εργασία τους.
Μέχρι το 1919 η πλειοψηφία των πολιτών είχε πεισθεί για την ορθότητα της απαγόρευσης των ποτών.
Το 1920 με το νόμο Βόλστιντ ξεκινά επισήμως η ποτοαπαγόρευση, όταν κηρύχθηκε παράνομη με συνταγματική πρόνοια η παρασκευή, διακίνηση, εισαγωγή, εξαγωγή και πώληση αλκοολούχων ποτών.
Σε σύντομο διάστημα η μαύρη αγορά άνθησε και άρχισαν να οργανώνονται οι πρώτες συμμορίες. Με την αστυνομία να μην μπορεί να ακολουθήσει το ρυθμό της ραγδαίας αύξησης της εγκληματικότητας.
Πλήθος παράνομων αποστακτηρίων και μπαρ δημιουργήθηκαν ξεπερνώντας κατά 15.000 τα ήδη υπάρχοντα προ της εποχής της ποτοαπαγόρευσης.
Χάρη στην ποτοαπαγόρευση αναδείχθηκε ο Αλ Καπόνε, ένας από τους σημαντικότερους εγκληματίες στην ιστορία της Αμερικής.
Όταν ξέσπασε η μεγάλη οικονομική κρίση, οι συμμορίες απέκτησαν μεγάλη ισχύ εξαιτίας του γεγονότος πως προσέφεραν αρκετές θέσεις εργασίας. Πολλοί αστυνομικοί συνεργάστηκαν με τις συμμορίες οι οποίες τους δωροδοκούσαν με υψηλά ποσά, ενώ αρκετοί γιατροί χρηματίζονταν για να συνταγογραφούν ουίσκι, του οποίου η χρήση επιτρεπόταν για ιατρικούς λόγους.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς, το κράτος ζημιωνόταν λόγω της έλλειψης φορολογίας κατά 500.000.000 δολάρια το χρόνο. Στα θετικά του μέτρου συγκαταλέγονται η πτώση της εγκληματικότητας από πράξεις που σχετίζονταν με το αλκοόλ και η μείωση των θανάτων που προκαλούνταν από τα οινοπνευματώδη ποτά.
Η δραματική αύξηση της διαφθοράς αλλά και της εγκληματικότητας μετέβαλε την άποψη της κοινής γνώμης. Ο υποψήφιος των Δημοκρατικών στις προεδρικές εκλογές του 1932 Φραγκλίνος Ρούζβελτ ενσωμάτωσε στο προεκλογικό του πρόγραμμα τη δέσμευση για άρση της ποτοαπαγόρευσης.
Με την ψήφιση από το Κογκρέσο τα 21ης Τροποποίησης του Αμερικανικού Συντάγματος η ποτοαπαγόρευση ήρθη στις περισσότερες πολιτείες της χώρας.
Η τελευταία πολιτεία που ήρε την απαγόρευση των οινοπνευματωδών ποτών ήταν το Μισισίπι το 1966.
(Πηγές: Εγκυκλοπαίδεια Δομή, Wikipedia, san simera)