Ο Έκτωρ ως επικός ήρωας: Ο Έκτωρ, αποτελεί ένα είδος ήρωα που αναζητά και καταστρέφει τα ανθρώπινα όρια και την επιρρέπεια του, καθότι η εμπλοκή του με τον Αχιλλέα έχει προδεδικασμένο και μοιραίο αποτέλεσμα. Ωστόσο, ο Έκτορας αναζητά το είδωλο της δόξας του Αχιλλέα, γι' αυτό και θα λέγαμε ότι αποτελεί μια μινιατούρα της ψυχολογίας του ήρωα και του τρόπου που δραματοποιείται μέσα στο έργο, αλλά και μια αντανάκλαση του θανάτου του, καθότι τον προοικονομεί. Μάλιστα, συντελεί μαζί με τον Πάτροκλο στον νόστον του Αχιλλέα στη μάχη. Η ευπάθειά του και κατωτερότητά του έναντι του Αχιλλέα σηματοδοτεί και την κατωτερότητα των Τρώων απέναντι στους Αχαιούς.
Η απουσία του Αχιλλέα από τη μάχη συντελεί στη μαχητικότητα και ανταγωνιστικότητα του Έκτορα. Διαπιστώνουμε λοιπόν, πόσο στενή είναι η σύνδεση μεταξύ των δύο ηρώων, καθώς η αντίδραση του Αχιλλέα στη συμπεριφορά του Αγαμέμνονα και η μῆνις του, προκαλούν τη μεταβολή της συμπεριφοράς του Έκτορα και την είσοδό του στο προσκήνιο του έπους• εξυπηρετεί δηλαδή, την ποιητική οικονομία. Ωστόσο, η πολεμική δράση του Έκτορα τοποθετείται μέσα στην πόλη, τον «φυσικό τόπο» κάθε ήρωα, σύμφωνα με τον ομηρικό ποιητή. Η δυναμική παρουσία αυτού του ήρωα ξεκινά από την έκτη ραψωδία, όταν επιστρέφει στην Τροία και συναντά τους σημαντικότερους ανθρώπους του περιβάλλοντος του, οι οποίοι επιδρούν καταλυτικά στην ψυχολογία του. Οι διαδοχικές συναντήσεις του με τη μητέρα του, τον αδελφό του, τη νύφη του (Ελένη) και τέλος, τη σύζυγό του, Ανδρομάχη, και τον γιο του, τον Αστυάνακτα, διαγράφουν την αντίθεση ανάμεσα στο κοινωνικό δίκτυο του ήρωα και στην ατομική του ταυτότητα. Παρά την παύση του πολεμικού ρυθμού, οι τρεις αρνήσεις του Έκτορα να παραμείνει στην Τροία και να μη βγει στη μάχη με τον Αχιλλέα, καθιστούν έντονη την αφήγηση και συμβάλλουν στην προώθηση και εξέλιξη του μύθου. Ο Έκτορας αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ήρωα, που προσπαθεί να μην παρασυρθεί από την ανασταλτική δύναμη του περιβάλλοντός του και ειδικά, της συζύγου του, βιώνοντας έτσι μια επιπρόσθετη δοκιμασία που πρέπει να αντιμετωπίσει, προκειμένου να αποδείξει την επική και ηρωική του ταυτότητα και ιδιότητα. Γενικότερα, στα ομηρικά έπη, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ο ήρωας πρέπει να παρακάμψει τις επιρροές του περιβάλλοντός του και κυρίως της εκάστοτε γυναίκας, προκειμένου να εξυψωθεί και να περάσει προς το χρέος απόλυτα ελεύθερος. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην πρωταγωνιστή της Ὀδυσσείας, όταν απειλείται ο ηρωισμός του από την Κίρκη, την Καλυψώ και τη Ναυσικά.
Η αγάπη του Έκτορα για την Ανδρομάχη μπορεί να βρει παράλληλο στην αντίστοιχη σχέση του Μελεάγρου με την Κλεοπάτρα, στην εγκιβωτισμένη αφήγηση που αποτελεί το μυθολογικό παράδειγμα του Μελεάγρου στην ένατη ραψωδία. Η σκηνή του αποχαιρετισμού μάλιστα, μπορεί να έχει πρότυπο και την πιθανή Μελεαγρίδα. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι και οι δύο πρωταγωνιστές ξεπερνούν τα πρότυπά τους• ο Έκτορας μονομαχεί με τον Αχιλλέα και πεθαίνει, αλλά γνωρίζει το μάταιο της αυτοθυσίας του, ενώ ο Μελέαγρος επιστρέφει στη μάχη, αλλά παρά τη νίκη του, δεν ανταμείβεται όσο του αξίζει. Αλλά και η Ανδρομάχη ξεπερνά τη σύζυγο του Μελεάγρου, την Κλεοπάτρα, διότι η πρώτη στέλνει τον Έκτορα στη μάχη από τον φόβο της χηρείας, ενώ η δεύτερη στέλνει τον Μελέαγρο στη μάχη από φόβο της σκλαβιάς, κατευθυνόμενη δηλαδή από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Και στις δύο περιπτώσεις όμως, θίγεται το ζήτημα του κλέους, καθώς και η ιστορία του Μελεάγρου από τον Φοίνικα ξεκινά με τη φόρμουλα κλέα τῶν πρόσθεν ἀνδρῶν. Η Ανδρομάχη δεν έχει μήτε πατρίδα μήτε συγγενείς, καθώς ο πατέρας και τα εφτά αδέλφια της πέσανε θύματα του Αχιλλέα και η μητέρα της, της Άρτεμης (Ζ 414 κ.ε.), με αποτέλεσμα ο Έκτωρ να αποτελεί το μοναδικό της αποκούμπι (Ζ 429-30). Έτσι, η τοποθέτηση του συζύγου στο τέλος και η απλή αναφορά σ' αυτόν (σὐ δἐ μοι...) είναι αρκετή για τον έπαινό του. Εντούτοις, τα ίδια συναισθήματα τρέφει και ο Έκτωρ για τη σύζυγό του. Η συνάντησή του με τα υπόλοιπα πρόσωπα στην Τροία απλώς εξυπηρετεί τον επιτονισμό της άρνησής του και τη δοκιμασία της ηρωικής του ιδιότητας• αντιθέτως, η συνάντηση με την Ανδρομάχη, μπορεί να τον δοκιμάζει και να τον δυσκολεύει, αλλά τον ευχαριστεί, καθότι συντελεί στον αποχαιρετισμό τους (στ. 365 κ.ε.). Επιπλέον, η κλιμακούμενη συνάντηση των προσώπων (Εκάβη - Πάρης - Ελένη – Ανδρομάχη και Αστυάνακτας) οδηγώντας μας σε όλο και οικειότερες μορφές, για να καταλήξουμε στο τέλος στην Ανδρομάχη, αισθητοποιεί και λογοτεχνικά τη σπουδαιότητα της Ανδρομάχης. Επιπλέον, ο Έκτορας δέχεται τρεις γυναικείες προσφορές, που επίσης παρουσιάζουν κλιμάκωση• η Εκάβη θέλει να του βάλει κρασί στην πληγή του στο πόδι, η Ελένη να τον ξεκουράσει και τέλος, η Ανδρομάχη, τον παρακαλεί να παραμείνει στην πόλη και να μην πολεμήσει τον Αχιλλέα, τηρώντας το δικό της σχέδιο που θα τον κρατήσει στη ζωή. Η γυναικεία φροντίδα προς τον Έκτορα λοιπόν, εμβαθύνει και τον δοκιμάζει ως ήρωα. Η κλίμακα των προσώπων που αγαπούν και αγαπιούνται απαντά και στο μυθολογικό exemplum του Μελεάγρου, ίσως μια επική Μελεαγρίδα• εντούτοις, δεν είναι σίγουρη η πρωτοτυπία, μάλλον πρόκειται για ένα τυπικό επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Η τριπλή επανάληψη των αρνήσεων του Έκτορα είναι στενά δεμένη με την πορεία του ήρωα μέσα στο Ίλιον. Οι αλλεπάλληλοι χαιρετισμοί και οι συναντήσεις του κορυφώνονται με τον διάλογό του και τον αποχαιρετισμό του με την Ανδρομάχη και τον Αστυάνακτα, των οποίων τα λόγια και έργα αποδεικνύουν την ανωτερότητα της θέσης τους στην κλιμάκωση αυτή και στην αγάπη τους. Επιπροσθέτως, οι ειρηνικές σκηνές στο Ζ, σκιαγραφούν τον Έκτορα ως γιο, αδερφό, σύζυγο και πατέρα, καταδεικνύουν τους δεσμούς του με την πόλη, αλλά και τον σπρώχνουν στη μάχη για την υπεράσπισή της. Ο ήρωας εμμένει στο χρέος προς την πατρίδα, παρά τις επιθυμίες του περιβάλλοντός του, που τον δοκιμάζουν σθεναρά.
Η πτώση της Τροίας είναι βέβαιη (Ζ 447-49), αλλά ο Έκτορας αποφασίζει να πολεμήσει, για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των Τρώων και τις δικές του, δηλαδή το ηρωικό του αίσθημα. Εντούτοις, το ηρωικό αίσθημα μπορεί και να οδηγήσει στην καταστροφή του ανθρώπινου συναισθήματος, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Αχιλλέα, που τον απομακρύνει από τον Πάτροκλο και τον πατέρα του. Ο Muller μάλιστα, θεωρεί πως τον απομακρύνει και από τη μητέρα του λόγω της θείας φύσης της• ωστόσο, θα διαφωνήσουμε με αυτήν την άποψη, διότι η Θέτιδα έχει μια στενότατη σχέση με τον Αχιλλέα, τον συμβουλεύει, τον ενθαρρύνει, πέτυχε την υπόσχεση του Δία για αποκατάσταση της τιμής του, νοιάζεται γι' αυτόν και η επικοινωνία τους είναι συνεχής. Ωστόσο, η επιδίωξη της ηρωικής δόξας για τον Έκτορα συνυπάρχει με τα έντονα συναισθήματα και τη μετάνοια. Η σύγκρουση ηρωικού και προσωπικού συναισθήματος φαίνεται και στην ευχή του Έκτορα για ένα ιδανικό μέλλον για τον γιο του, παρόλο που γνωρίζει ότι κάτι τέτοιο δεν θα επιτευχθεί, προσδίνοντας έτσι μια επική, σχεδόν τραγική θα λέγαμε, ειρωνεία στον λόγο του. Οι σχέσεις πατέρα και γιου είναι εξέχουσες στον πολεμικό κώδικα με πρώτο στάδιο αυτών, τη σχέση Έκτορα – Πριάμου. Και σ' αυτήν την περίπτωση πάντως, διαφαίνεται το έντονο συναίσθημα του Έκτορα, που και πάλι δεν τον κάνει να λυγίζει συναισθηματικά και να επιλέγει τη ζωή από την ιδιότητα του ήρωα.
Ο Έκτορας, μετά τη συνάντησή του με την Ανδρομάχη, εμφανίζεται διαφορετικός. Βλέπουμε λοιπόν, έναν ξέφρενο Έκτορα (Θ 173-83), χωρίς αυτοέλεγχο, με αποτέλεσμα τον κλονισμό της εμπιστοσύνης του στη θεία δύναμη, ένα θέμα που θα το ξαναδούμε στη συζήτησή του με τον Αίαντα (Ν 824-28), μετά την αποτυχημένη προσπάθειά του να τον σκοτώσει στη μάχη. Η απόρριψη του χρησμού του Πολυδάμαντα δείχνει έλλειψη πίστης στον Δία και αντιστοιχεί στην απόρριψη της πρεσβείας και των δώρων του Αγαμέμνονα στον Αχιλλέα. Η στάση αυτή μας παραξενεύει, καθώς ο Έκτορας είναι ο μόνος που προβάλλει ως ίσος με τον Δία στην μῆτιν (Η 47, Λ 200) και στοχεύει πάντοτε στην προστασία της πόλης του και του λαού του (Ζ 402-3, Ψ 729-30), όπως δηλώνει άλλωστε και η ετυμολογία του ονόματός του (Ἔκτωρ < ἔχω, δηλ. ο κάτοχος της πόλης). Όμοια σημασία έχει και το όνομα που αποφασίζει να δώσει στον γιο του• Ἀστυάναξ (< ἄστυ + ἄναξ, δηλ. ο αρχηγός της πόλης). Ωστόσο, η μῆτις και η προστασία της πόλης αποτελούν δύο χαρακτηριστικές ιδιότητες της Αθηνάς, που προκαλούν όμως τον θάνατο του Έκτορα. Η Αθηνά είναι ο επίσημος φύλακας της Τροίας (ῥυσίπτολι, Ζ 305) και αυτές οι ιδιότητές της απαντούν και στους Ὁμηρικούς Ὕμνους που αφιερώνονται σε αυτήν (11.1, 28.3)• εντούτοις, η θεά έχει μια ανταγωνιστική σχέση με τον ήρωα, διότι τον κάνει να χάσει την μῆτιν (κακά μητιόωντι, Χ 222-47, 296-99) και να προβάλει μια προσβλητική για την πόλη στρατηγική, εν αντιθέσει στην υπερασπιστική στρατηγική του Πολυδάμαντα, που λειτουργεί ως ο αντίποδάς του και η εναλλακτική του. Γενικότερα, μπορεί οι Τρώες να έχουν την Αθηνά ως προστάτιδα της πόλης τους και υπάρχει και η χαρακτηριστική σκηνή των Τρωαδιτισσών, που μαζί με τη μητέρα του Έκτορα, προσφέρουν θυσία στην Αθηνά για την προστασία της πόλης τους, ο συνολικός προσανατολισμός της Ἰλιάδος είναι διαφορετικός• η Αθηνά τρέφει περισσότερη συμπάθεια για τους Αχαιούς ήρωες (π.χ. Αχιλλέας), εν αντιθέσει με τη συμπάθεια του Απόλλωνα προς τους Τρώες και ειδικά, τον Έκτορα.
Ωστόσο, η αγάπη των θεών προς τους άνδρες, ένα μοτίβο που απαντά ήδη από τη λογοτεχνία της Αιγύπτου και του βασιλείου του Λιβάνου, δεν αποτρέπει τον θάνατό τους• ο Έκτορας πεθαίνει και το σώμα του κακοποιείται, πράγμα που τον φέρνει σε έντονη αντίθεση με την προτεραία θεόμορφη εμφάνισή του στη μάχη, που μοιάζει με δαίμονα, δηλαδή κάποια υπεράνθρωπη δύναμη, μια ακαθόριστη θεότητα. Ο θάνατος του Έκτορα όμως, είναι απαραίτητος γιατί συγκρίθηκε με τον Αχιλλέα, μια παρεμφερή σύγκριση του Αγαμέμνονα με την τιμή του Αχιλλέα. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η τιμή και υστεροφημία του Έκτορα γράφεται στην Ιστορία.
20. Ό.π. σημ. 15, σσ. 71-78.
21. R. Holway, Becoming Achilles: Child-Sacrifice, War, and Misrule in the Iliad and Beyond, Lexington Books, Lanham 2012, 167-68.
22. Ό.π. σημ. 15, σσ. 82-83.
23. Ό.π. σημ. 15, βλ. υποσ. 27n1, 83.
24. Ό.π. σημ. 15, σ. 83.
25. Ό.π. σημ. 21, σσ. 167-70.
26. M. Mueller, The Iliad, Bristol Classical Press, London 20092 (19841), 41.
27. Ό.π. σημ. 26, σ. 41.
28. Ό.π. σημ. 26, σσ. 41-42.
29. Ό.π. σημ. 3, σσ. 104-6.
30. Ἰ. Θ. Κακριδής, Ὁμηρικές Ἔρευνες, Βιβλιοθήκη τοῦ Φιλολόγου, Ἀθήνα 1967, 79-80.
31. Ό.π. σημ. 1.
32. Ό.π. σημ. 30, σσ. 63-64.
33. Ό.π. σημ. 30, σσ. 63-67.
34. Ό.π. σημ. 30, σσ.75-78.
35. Ό.π. σημ. 26, σσ. 44-45.
36. J. Alvis, Divine Purpose and Heroic Response in Homer and Virgil, Rowman & Littlefield Publishers, USA 1995, 25.
37. Ό.π. σημ. 26, σ. 45.
38. Ό.π. σημ. 26, σ. 45.
39. Ό.π. σημ. 26, σσ. 46-48.
40. Ό.π. σημ. 15, σσ. 145-50.
41. Ό.π. σημ. 1.
42. Ό. π. σημ. 21, σσ.168-70.