Ο όρος ελληνιστικός: Η Ελληνιστική Εποχή είναι μια ιδιαίτερη εποχή, που τοποθετείται από τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου έως τον θάνατο της Κλεοπάτρας Ζ' (323-30 π.Χ.). Υπάρχουν ωστόσο μελετητές, που ορίζουν την Ελληνιστική Εποχή από τον 3ο π.Χ. έως τον 3ο μ.Χ. αιώνα. Γενικότερα, οι χρονολογικές τοποθετήσεις ποικίλλουν. Αμφιβολίες υπάρχουν επίσης και με τον όρο ελληνιστικός. Ο όρος αυτός καθιερώθηκε από τον ιστορικό John Gustav Droysen, καθότι ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε τη σπουδαιότητα της περιόδου αυτής, δηλαδή από τον Μ. Αλέξανδρο ως τον Αύγουστο, για την ιστορία γενικά και τον ευρωπαϊκό πολιτισμό ειδικά. Πάντως, υπάρχουν και σήμερα κάποιοι μελετητές που χρησιμοποιούν τον όρο αλεξανδρινός• εντούτοις, ο όρος αυτός δεν είναι και τόσο ορθός για τον χαρακτηρισμό αυτής της ιστορικής περιόδου ούτε για τη λογοτεχνική της παραγωγή.
Το ιστορικό υπόβαθρο – Μια σύντομη αναφορά: Οι κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου έφτασαν ως την Ινδία και διέδωσαν την ελληνική γλώσσα και τον ελληνικό πολιτισμό στα πέρατα του τότε γνωστού κόσμου έτσι, ο ελληνικός κόσμος μεταβλήθηκε ριζικά και καθολικά. Σημαντική μεταβολή στον πολιτικό τομέα, αποτέλεσε η εξαφάνιση ή ο περιορισμός του οικονομικού και κοινωνικοπολιτικού θεσμού της πόλης-κράτους, που αποτέλεσε βασικό στοιχείο της ελληνικής κοινωνίας, οικονομίας και πολιτικής νοοτροπίας. Ωστόσο, μετά τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου, διακρίνονται τρεις αυτοκρατορίες ή καλύτερα, τρία ελληνιστικά βασίλεια: των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο, των Σελευκιδών στην Ασία και των Αντιγονιδών στη Μακεδονία. Στον υπόλοιπο κόσμο, έχουμε τα πολιτικά μορφώματα της ηπειρωτικής Ελλάδας και του αρχιπελάγους (Αχαιοί, Αιτωλοί), καθώς και τρεις εναπομείνασες πόλεις-κράτη (Αθήνα, Σπάρτη, Ρόδος), που όμως δεν διατηρούν σε καμία περίπτωση τη δύναμη και την αίγλη του κλασσικού παρελθόντος τους. Αυτές οι περιοχές βρίσκονται υπό τη σφαίρα επιρροής πότε της μιας και πότε της άλλης αυτοκρατορίας, με αποτέλεσμα Σύριοι, Αιγύπτιοι και Καππαδοκιανοί να υιοθετούν την ελληνική γλώσσα, καθώς και στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού. Παρόλα αυτά, η ανοδική πορεία του ελληνικού κόσμου περιορίζεται με την ρωμαϊκή κυριαρχία και τη συγκρότηση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Βέβαια, και οι Ρωμαίοι επηρεάζονται από τους Έλληνες και μάλιστα, η εισχώρησή τους στην ελληνική κουλτούρα είναι εκούσια. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι οι Ρωμαίοι θεωρούν τους εαυτούς τους ισάξιους με τους Έλληνες, τον αντίποδά τους, και προσπαθούν να τους υπερβούν σε διάφορους τομείς. Παρ' όλην την επιρροή τους όμως, διατήρησαν τη γλώσσα τους.
Διαπιστώνουμε λοιπόν, ότι η Ελληνιστική Ποίηση και εν γένει Λογοτεχνία, διαμορφώθηκε και καλλιεργήθηκε κάτω από διαφορετικές συνθήκες απ' ό,τι η Κλασσική. Μάλιστα, πρέπει να αναφερθεί ότι την Ελληνιστική Εποχή, αναπτύσσεται και η Φιλοσοφία και οι Θετικές Επιστήμες, με αποτέλεσμα η Ποίηση να χάνει την περίοπτη θέση της στην πνευματική ζωή, καθώς και τη θρησκευτική της σύνδεση. Η Ελληνιστική Ποίηση λοιπόν, μπορεί να αναπτύχθηκε σε ένα μη παρθένο έδαφος, αλλά τα «άνθη» της είναι καλλιεργημένα με ευσυνείδητη τέχνη, γι' αυτό και ξεχωρίζουν για την πολυχρωμία, την ποικιλία και την κομψότητά τους και κατέχει τη δική της θέση στο continuum της καλλιτεχνικής παραγωγής. Γενικότερα, η Ελληνιστική Λογοτεχνία (ανα)τροφοδοτείται από την προγενέστερη λογοτεχνική παράδοση, αναζωογονείται και αναγεννιέται μέσα από τον μετασχηματισμό προγενέστερων ποιητικών μορφών /μοντέλων, με αποτέλεσμα ο ποιητής – φιλόλογος να αυτο-παρουσιάζεται και να αυτο-μεταμορφώνεται.
Χαρακτηριστικά της Ελληνιστικής Ποίησης: Ο λογοτεχνικός ορισμός και η χρονολογική του τοποθέτηση: Η λογοτεχνική διάσταση του όρου ελληνιστικός όμως, δεν είναι και τόσο ξεκάθαρη ομοίως και η χρονολογική του τοποθέτηση. Η Ελληνιστική Λογοτεχνία τερματίστηκε με τη βίαιη εθνοκάθαρση του 12ου αιώνα στην Αίγυπτο και τη Μ. Ασία. Ωστόσο, υπάρχει το ερώτημα του τι έγινε με τους ελληνικούς πληθυσμούς της Αμερικής, της Αυστραλίας και της Αφρικής, οι οποίοι ζουν σαν «μετα-αλεξανδριανοί» ανάμεσα σε άλλους λαούς και πολιτισμούς. Γι' αυτό άλλωστε, και ο Κ. Π. Καβάφης θεωρήθηκε και χαρακτηρίστηκε ως «ο τελευταίος Αλεξανδρινός» (Scondel 2003), καθώς η ποίησή του έχει μια παιγνιώδη διάθεση και μια διαλεκτική σχέση με το μακρινό μυθικό παρελθόν, τη σύλληψη των μορφών, την προβολή του εκλεπτυσμένου και καλοδουλεμένου. Πάντως, η λογοτεχνική χρήση αυτού του όρου δεν είναι γνωστό πότε ξεκίνησε.
Ήδη ένα εγκώμιο του Ιβύκου στον Πολυκράτη εμπεριέχει χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να αποτελέσουν ερεθίσματα ή σπέρματα της Ελληνιστικής Ποίησης και Λογοτεχνίας. Επιπροσθέτως, χαρακτηριστικά της Ελληνιστικής Ποίησης ανιχνεύονται και σε δύο ανακρεόντεια αποσπάσματα σχετικά με τα συμπόσια (ποιητική του συμποσίου) (IEG 2 & PMG 356b), που μπορούν να παραλληλιστούν με καλλιμαχικές ελεγείες. Ομοίως, σχετικά ελληνιστικά «ψήγματα» μπορούν να ανιχνευθούν και στο απόσπασμα 11 του Σιμωνίδη Κείου (IEG 11), όπου προβάλλεται η ιδέα του κλέους• αυτό το ποίημα άσκησε επιρροές στο εγκώμιο του Πτολεμαίου Φιλαδέλφου (Εἰδύλλιον 17), που γράφτηκε από τον Θεόκριτο, καθότι θεωρήθηκε ένα ποίημα «συναγωνιστικής μίμησης» (aemulatio) και καλλιτεχνικού αυτοπροσδιορισμού ή /και αυτό-ορισμού (χαρακτηριστικό της αυτοαναφορικότητας –self-definition), ένας κατεξοχήν ελληνιστικός όρος. Σημαντικό επίσης είναι και ένα ποίημα του ύστερου 5ου αιώνα π.Χ., -Τιμόθεος, Πέρσαι,- όπου υπάρχει μια κριτική πρόσληψη της καλλιτεχνικής αρτιότητας. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα, το ότι προβάλλει τη λεγόμενη Μοῦσαν νεοτευχῆ, δηλαδή μια νεωτερική ποίηση που έρχεται σε αντιπαράθεση με το ποιητικό ηρωικό παρελθόν, αλλά στην πραγματικότητα, δεν πρεσβεύει κάτι καινούργιο (ἐγώ δ'οὔτε νέον τιν' οὔ/τε γεραόν οὔτ'ἰσήβησα/εἴργω τῶνδ'ἐκάς ὕμνων•)• αντιθέτως, προβάλλει ως πηγή άντλησης ιδεών, υλικού και ερεθισμάτων την παλαιότερη υμνογραφική παράδοση (τοὐς δέ μουσοπαλαιολύ/μας, τούτους δ'ἄπερύκω,/ λωβητῆρας ἀοιδῶν, [...]). Ποιητικές ανταλλαγές με την προγενέστερη παράδοση απαντούν και σε ένα ποίημα του Χοιρίλου Σάμιου, τα Περσικά του. Αλλά και στους Βατράχους, ο Αριστοφάνης προβάλλει τη σύγκρουση μεταξύ Ευριπίδη –Αισχύλου, δύο ἀντιτεχνῶν, ομοίως με τα Αἴτια του Καλλιμάχου (απ. 1.9-10), όπου απαντά ένα «ζύγισμα, μέτρημα» της ποιητικής αξίας.
Ανεξάρτητα πάντως από το πώς ορίζεται ο όρος ελληνιστικός και πότε ακριβώς τοποθετείται χρονολογικά, -προβλήματα που απαντούν και με άλλους όρους και σε άλλες επιστήμες, φυσικά,- η Ελληνιστική Λογοτεχνία παρουσιάζει κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, κοινά σε όλους τους εκπροσώπους της, που απαντούν και στον Καβάφη, δουλεμένα με έναν διαφορετικό, εντελώς προσωπικό τρόπο.
1. B. Acosta-Hughes, "The Prefigured Muse: Rethinking a Few Assumptions on Hellenistic Poetics" στο J.J. Clauss & M. Cuypers (εκδ.), A Companion to Hellenistic Literature, Wiley-Blackwell, Oxford 2010, σελ. 81.
2. A. Korte, Hellenistic Poetry, Columbia University Press, New York 1929, σελ. 3.
3. A. Korte, ό.π., σελ. 3-8.
4. A. Korte, ό.π., σελ. 9.
5. B. Acosta-Hughes, ό.π., σελ. 88.
6. Η συνεχής ανάπλαση της Κλασσικής Λογοτεχνίας πραγματώνεται αισθητικά και μέσα από τη συχνή χρήση του ρήματος πλάσσειν, που έρχεται σε αντίθεση με το πινδαρικό καλχεύειν, αποδεικνύοντας ότι καθήκον του ελληνιστικού ποιητή είναι η πνευματική έρευνα και αναζήτηση. A. T. Cozzoli, Poeta e Filologo. Studi di Poesia Ellenistica, Herder Editrice e Libreria, Roma 2012, σελ. 15.
7. A. T. Cozzoli, Poeta e Filologo. Studi di Poesia Ellenistica, Herder Editrice e Libreria, Roma 2012, σελ. 5-8.