Ἱππόλυτος του Ευριπίδη: Μια κριτική της παράστασης στο ιστορικό Θέατρο της Επιδαύρου
Μία από τις χαρακτηριστικότερες τραγωδίες του Ευριπίδη διδάχτηκε πριν λίγες μέρες στο ιστορικό θέατρο της Επιδαύρου. Σε απόδοση του κειμένου της Νικολέτας Φριντζήλα και σκηνοθεσία της Λυδίας Κονιόρδου, η οποία κρατούσε και τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Φαίδρας, η παράσταση απέδωσε το ερωτικό δράμα και την ολέθρια φύση που μπορεί να λάβει ο έρωτας. Συνολικά, θα υποστηρίζαμε ότι το αποτέλεσμα ήταν μάλλον απογοητευτικό παρά εντυπωσιακό για τις προσδοκίες του κοινού παρά το ένθερμο χειροκρότημα στο τέλος.
Ο Ευριπίδης (1.), ο τελευταίος των τριών μεγάλων τραγωδών που μας σώζονται μέχρι στιγμής κάποια από τα έργα τους, είχε κατηγορηθεί πολλές φορές τόσο στην αρχαιότητα όσο και από τη σύγχρονη έρευνα ως φαλλοκράτης και άθεος. Η δεύτερη κατηγορία δεν μας απασχολεί για το συγκεκριμένο έργο. Ωστόσο, θα αρκεστούμε να αναφέρουμε ότι ο ποιητής πίστευε στους θεούς με έναν δικό του τρόπο, αντιμετωπίζοντας κριτικά τις παραδόσεις και θεωρώντας πως οι θεοί δεν είναι υστερόβουλοι, εμπαθείς και τιμωροί.
Όσον αφορά στην πρώτη κατηγορία, ο Ευριπίδης θεωρείται ότι έχει σκιαγραφήσει μόνο αρνητική εικόνα για τη γυναίκα∙ είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ο Αριστοφάνης τον παρωδεί και γι' αυτό το στοιχείο στις κωμωδίες του, προβάλλοντάς τον να εχθρεύεται τις γυναίκες της Αθήνας και γενικότερα. Η συγκεκριμένη τραγωδία μάλιστα είχε ξαναγραφεί στο παρελθόν από τον Ευριπίδη και σήμερα σώζεται μόνο το δεύτερο κείμενο. Στο πρώτο κείμενο, το κοινό θεώρησε ότι ο ποιητής παρουσιάζει τη Φαίδρα με υποτιμητικό τρόπο, αν και δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι γι' αυτό, αφού δεν διασώζεται κανένα χωρίο του κειμένου αυτού, ώστε να μπορούμε να το εξετάσουμε. Έτσι, στο δεύτερο κείμενο ο Ευριπίδης προβάλλει τη Φαίδρα ως μια συγκρατημένη κυρία που διατηρεί τον αυτοέλεγχό της σε όλη τη διάρκεια του δράματος και δεν ευθύνεται η ίδια για το ερωτικό συναίσθημα που τη χτύπησε για τον γιο του άνδρα της.
Η παράσταση ξεκίνησε με έναν εντυπωσιακό τρόπο, το άλογο του Ιππολύτου, στοιχείο της πολεμικής φύσης του πρωταγωνιστή, και τους ηθοποιούς του χορού να απλώνουν γαλάζια πανιά για να αναπαραστήσουν τη θάλασσα. Όλος ο χώρος του θεάτρου συμμετείχε ενεργά στο σταδιακό χτίσιμο του έργου και της τραγικότητας, συμβάλλοντας στη συναισθηματική μέθεξη του θεατή. Γαλάζια πανιά τραβήχτηκαν αργά πάνω στο δάπεδο του κοίλου, συμβολίζοντας τον αφρό της θάλασσας, που συνόδευε την εμφάνιση και τον πρόλογο-μονόλογο της θεάς Αφροδίτης που μας πληροφορούσε για τη μηχανορραφία της, ουσιαστικά για την υπόθεση του έργου, αφήνοντας όμως το ενδεχόμενο των ευχών του Θησέα και ποια θα πραγματοποιηθεί.
Η παρουσίαση της Αφροδίτης και η ερμηνεία της Νικολέτας Φριντζήλα ήταν ομολογουμένως εντυπωσιακή. Είναι σημαντικό που η θεά προβλήθηκε μέσα από τον αφρό της θάλασσας και διατηρήθηκε στην απόδοση του κειμένου το προσωνύμιό της Κύπρις/Κύπριδα∙ σύμφωνα με μια παράδοση, η Αφροδίτη γεννήθηκε από τα γεννητικά όργανα του Ουρανού που τα έκοψε ο Κρόνος και τα πέταξε στη θάλασσα (2.) και μάλιστα, το πρώτο μέρος που πάτησε μετά την ανάδυσή της από τους αφρούς ήταν η Κύπρος (3.). Η Μάρθα Φριτζήλα ενσάρκωσε τη θεά του Έρωτα που έχει προσβληθεί από την ασέβεια του Ιππολύτου αρτιότατα, έχοντας τη δέουσα ειρωνεία στα σημεία του λόγου που πρέπει. Πρωτότυπο ήταν το ότι η ηθοποιός για την αναπαράσταση της Αφροδίτης ήταν κοκκινομάλλα και πληθωρική παρά τις περισσότερες απεικονίσεις και αναπαραστάσεις της θεάς, ειδικά στις σύγχρονες Τέχνες, που τη δείχνουν ξανθομάλλα και με μια διαφορετικού τύπου θηλυκότητα. Ωστόσο, αποτυχημένη ήταν η ενδυματολογική επιλογή για την Αφροδίτη, καθότι το ένδυμά της ήταν υπερβολικό για την περίσταση.
Η ίδια θετική ενσάρκωση θεότητας όμως δεν επιτεύχθηκε και με την Άρτεμη. Η Άρτεμη έπρεπε να προβληθεί ως μια δυναμική και αρρενωπή θεά∙ εντούτοις, η σκηνοθέτρια τη φαντάστηκε ως μια αφελή κοπέλα που επιδιδόταν σε έναν άτσαλο χορό. Η παρθενία της Άρτεμης παρουσιάστηκε με μια υπερβολή καταλήγοντας σε μια ανόητη αθωότητα, σα να υπήρχε διάθεση παρωδίας της θεάς.
Θετικές κριτικές δεν μπορούν να αποδοθούν ούτε στην ερμηνεία της Λυδίας Κονιόρδου ως Φαίδρας. Θεωρούμε ότι ο ρόλος αυτός δεν ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία της ηθοποιού, καθώς δεν κατάφερε να φανεί ούτε ερωτεύσιμη ούτε καταβεβλημένη από τον έρωτα, προκαλώντας μάλιστα και τη θυμηδία στο κοινό σε κάποιες περιπτώσεις. Ο αρχικός της μονόλογος, όταν αναφέρει την επιθυμία της να ήταν υγιής και να έτρεχε χαρούμενη μέσα στα λιβάδια ως άλλος Ιππόλυτος, ερμηνεύτηκε με μια υπερβολική κινησιολογία και άνοδο της φωνής, ενώ η Φαίδρα έπρεπε να είναι αδύναμη και καταβεβλημένη από την αρρώστια. Πάντως, κατόρθωσε τουλάχιστο να δείξει ότι ενδιαφερόταν για την ευυποληψία τόσο τη δική της όσο και του συζύγου και των παιδιών και του λαού της (καθότι βασίλισσα) κι έτσι, να αιτιολογήσει την πράξη της, δηλαδή την αιτίαση του Ιππολύτου μέσω της επιστολής.
Σημαντικός ήταν ο ρόλος και η συμβολή στην εξέλιξη του μύθου, αλλά και στο να δοθεί ένα ενδιαφέρον στην παράσταση, της τροφού της Φαίδρας. Η τροφός αποδόθηκε άριστα με τη χαρακτηριστική αφέλεια που συνήθιζαν να έχουν οι ευριπίδειοι ήρωες και μέσα από τον λόγο της παρουσίασε πολλά συμπεράσματα λαϊκής σοφίας, θυμοσοφίας ουσιαστικά, για το καλό που έχει και φέρει πάντα η αγάπη και το ότι δεν αποτελεί ντροπή ή,- πόσο μάλλον,- αίτιο ασθένειας. Η αφέλεια της τροφού προκαλούσε θυμηδία στο κοινό, αλλά ήταν δικαιολογημένη, καθώς ο χαρακτήρας έπρεπε να σκιαγραφηθεί με αυτόν τον τρόπο. Γενικότερα, ήταν χαρακτηριστικό του Ευριπίδη να βάζει θυμοσοφίες στο στόμα απλών και απλοϊκών ηρώων του (4.).
Ένας θετικός τόνος δόθηκε στην παράσταση και από τις ερμηνείες του Θησέα και του Ιππολύτου. Ο Ιππόλυτος απέδωσε εξαιρετικά την εικόνα του δυναμικού, συγκρατημένου και πειθαρχημένου νεαρού άνδρα, που απορρίπτει τον έρωτα και τον γάμο και τάσσεται στην παρθενία και την αγνότητα, καθώς και στην αυστηρή ζωή. Η αλαζονεία του και η ὕβρις του απέναντι στην Αφροδίτη τον οδηγεί όμως στην καταστροφή. Εντούτοις, η πειθαρχία του και ο αυτοέλεγχός του τον ωθούν να μην αποκαλύψει τον έρωτα της Φαίδρας απέναντί του και την εξομολόγηση της τροφού, γιατί αντιλαμβάνεται ότι δεν πρέπει να θίξει την τιμή της ούτε και να την κατηγορήσει στον πατέρα του, προσβάλλοντας τη μνήμη της νεκρής πλέον Φαίδρας, αλλά και προκαλώντας ενδεχομένως μένος στον Θησέα. Έτσι, υπομένει καρτερικά τις κατηγορίες και τις κατάρες του πατέρα του, με αποτέλεσμα να προωθείται και η υπόθεση του έργου.
Ο Θησέας, παρά την εντελώς αποτυχημένη ενδυμασία του, απέδωσε την οργή του ήρωα για την προδοσία του γιου του και την απώλεια της γυναίκας του και στο τέλος, μέσω των αποκαλύψεων της Άρτεμης, παραδέχεται την ευπιστία του και την παρορμητικότητά του, κατηγορεί τον εαυτό του και προσπαθεί να επανορθώσει, αλλά είναι πλέον πολύ αργά. Η ολοκλήρωση του χαρακτήρα και της τραγικότητάς του είναι εμφανής.
Η τελευταία σκηνή του έργου με τον ακόλουθο του Ιππολύτου να περιγράφει διεξοδικά τον τραυματισμό του και τον αργό θάνατό του, ικετεύοντας τον Θησέα να δεχτεί και να συγχωρέσει τον γιο του, ήταν αρκετά δυναμική και ο υποδυόμενος ηθοποιός κατέβαλλε κάθε δυνατή προσπάθεια, αν και έπρεπε ο ρόλος του να είχε δουλευτεί περισσότερο.
Ο ψυχικός και σωματικός πόνος του Ιππολύτου μέσα από την περιγραφή των τραυμάτων του και των πληγών του που αιμορραγούσαν, το πόσο άδικα τελικά κατηγορήθηκε, υπέφερε και τώρα πεθαίνει όντας θύμα της Αφροδίτης, αποδόθηκε μοναδικά από τον Νίκο Κουρή (Ιππόλυτος), αναδεικνύοντας με γλαφυρότητα και την τραγικότητα αυτού του ήρωα. Η δική του ολοκλήρωση έρχεται με την αποκάλυψη της πλεκτάνης της Αφροδίτης και τη συνειδητοποίηση και των δικών του σφαλμάτων∙ ωστόσο, κερδίζει τη συγχώρεση του πατέρα του και την αποκατάσταση της τιμής του, καθώς η Άρτεμη τον βεβαιώνει πως θα θεσπίσει εορτές προς τιμήν του στην Τροιζήνα, με αποτέλεσμα και το κοινό να βιώσει την κάθαρση. Ο Ιππόλυτος καλύπτεται με πέπλα ακριβώς όπως η Φαίδρα στην αρχή του έργου.
Απογοητευτική ωστόσο ήταν η σύλληψη και οι ερμηνείες των μελών του χορού. Ο χορός των ανδρών, νεαροί ακόλουθοι του Ιππολύτου, κυνηγοί, ταγμένοι στην υπηρεσία του αφέντη τους και στον αυστηρό και πειθαρχημένο τρόπο ζωής, ήταν υπερβολικοί με τις ιαχές και τις κραυγές, που υποτίθεται ότι επεδίωκαν να δείξουν την πολεμικότητά τους και τη μαχητικότητά τους. Εξίσου απογοητευτική ήταν η σκιαγράφηση των γυναικών, κατοίκων της Τροιζήνας και φιλενάδων της Φαίδρας, οι οποίες αναδείχθηκαν με μια δήθεν κομψευόμενη αφέλεια, προβάλλοντας ένα αρνητικό θηλυκό πρότυπο που παρωδεί τη δυναμική φύση της γυναίκας, την αντοχή και το κουράγιο της στις δυσκολίες και κυρίως, τον αγώνα της να διατηρήσει την υπόληψή της μέσα σε μια κοινωνία από την οποία βάλλεται συνεχώς.
Μήπως το μήνυμα συνδέεται και με τη σημερινή εποχή κατά την οποία η εικόνα της γυναίκας έχει υποτιμηθεί και παρωδηθεί από τα Μ.Μ.Ε. και τον χώρο του υπερθεάματος; Ίσως τελικά και αυτό να ήταν το μήνυμα της σκηνοθεσίας της Κονιόρδου και όχι, κάποια εσκεμμένη παρωδία της γυναίκας και ασαφής ή εσφαλμένη κατανόηση της ευριπίδειας τραγωδίας. Τα συμπεράσματα σε εμάς τους θεατές.
Αθηνά Ν. Μαλαπάνη
1. Περισσότερα για τον τραγικό ποιητή, βλ. Lesky, 20085: 507-70, ό.π. και περαιτέρω βιβλιογραφικές αναφορές.
2. Διάφορες παραδόσεις και περισσότερα σχετικά με την προέλευση της θεάς, βλ. P. Grimal, 1986: s.v. Aphrodite∙ J. Rudhardt, 19962:48-63.
3. Πολλά περισσότερα σχετικά με την Αφροδίτη και τη σύνδεσή της με την Κύπρο, βλ. Ἀ. Ἰ. Βοσκός, 20082: 95-123, 415-75 και 2012:3-13.
4. Περισσότερα για τους χαρακτήρες στον Ευριπίδη, βλ. H.D.F. Kitto, 2005: H.D.F. Kitto, 2005: 336-87.