Τόσο οι αρχές του Παρμενίδη για τη λογική όσο και η μακρόχρονη φοίτηση του στην Ακαδημία επηρέασαν τον τρόπο σκέψης του Αριστοτέλη και τον οδήγησαν σε μια ιδεαλιστική φιλοσοφία και την παράλληλη περιφρόνηση προς την τεχνική.Παρά την αφοσίωσή του στον ιδεαλισμό του Πλάτωνα, οι φυσικές επιστήμες τραβούσαν πάντοτε το ενδιαφέρον του Αριστοτέλη. Η φυσική επιστήμη όμως δεν μπορεί να στηριχτεί αποκλειστικά στη θεολογία. Η ακρίβεια που παρέχουν οι μαρτυρίες των αισθήσεων και η πολύχρονη προσεκτική παρατήρηση θα αντικαταστήσουν σταδιακά τη θεολογική προσέγγιση στην αριστοτελική φυσική. Σε αυτό το σημείο, ο Αριστοτέλης αρχίζει να αποδεσμεύεται από τον υπερφυσικό πλατωνικό κόσμο των Ιδεών και να στρέφει το ενδιαφέρον του στην φυσική πραγματικότητα και στην πεποίθηση «πως τη μορφή και τη σημασία του κόσμου θα πρέπει να τις αναζητήσουμε όχι έξω από την ύλη, μα σε στενή σύνδεση μαζί της». Χωρίς να αρνηθεί την ιδέα της αθανασίας της ψυχής, η οποία αναλύεται ξεχωριστά στα «Μεταφυσικά» και τη «Λογική» του καθώς και της επενέργειας της θεϊκής δύναμης, η αποσύνδεση από τη θεωρία της ξεχωριστής ύπαρξης των Ιδεών, θα τον οδηγήσει σε μια λογική προσέγγιση των φυσικών επιστημών.
Στην κοσμολογία του, ο Αριστοτέλης, θα υποστηρίξει την ύπαρξη δύο διαφορετικών κόσμων, αυτού της υποσελήνιας περιοχής και αυτού της περιοχής πέρα από τη σελήνη. Κάθε κόσμος έχει τους δικούς του νόμους και τη δική του κινητική συμπεριφορά. Η περιοχή πέρα από τη σελήνη, είναι ένας κόσμος άφθαρτος και αιώνιος, όπου όλα τα σώματα υπόκεινται σε μια τέλεια κυκλική αρμονική και ομαλή κίνηση. Αντίθετα, στην υποσελήνια περιοχή, περιοχή συνεχών μεταβολών, οι κινήσεις είναι ευθύγραμμες και πεπερασμένες. Σε αυτήν την περιοχή, κάθε κίνηση προϋποθέτει μια ενεργούσα δύναμη (κινούν), η οποία είναι σε συνεχή επαφή με το κινούμενο σώμα. Επίσης, κάθε κίνηση είναι φυσική ή βίαιη (εξαναγκασμένη). Φυσική θεωρείται η ελεύθερη κίνηση των σωμάτων προς τους φυσικούς τόπους τους, είναι πάντοτε ευθύγραμμη και κατακόρυφη. Βίαιη είναι η κίνηση, η οποία προκαλείται από μια εξωτερική δύναμη και οδηγεί το κινούμενο σώμα σε παρέκκλιση από την ευθύγραμμη κίνηση προς τον φυσικό του τόπο.Για τον Αριστοτέλη, το βάρος κάθε σώματος, έχει άμεση επίπτωση στην κινητική του συμπεριφορά. Ο χρόνος κίνησης είναι αντιστρόφως ανάλογος με το βάρος του σώματος, ενώ είναι ανάλογος προς την πυκνότητα των μέσων, μέσα στα οποία κινούνται τα σώματα. Η ίδια λογική, κατατάσσει τα τέσσερα βασικά στοιχεία της γήινης περιοχής σε ομόκεντρους κύκλους, ανάλογα με το βάρος του καθενός. Η σύνδεση της ταχύτητας με το βάρος, στηριγμένη στα δεδομένα της παρατήρησης και της ανθρώπινης εμπειρίας, φαίνεται εύλογη. Θεωρώντας όμως ότι πάντοτε κάποιο σώμα κινείται μέσα σε κάποιο άλλο, το οποίο σε κάποιες περιπτώσεις αναλαμβάνει το ρόλο του κινούντος, ο Αριστοτέλης οδηγείται στην απόρριψη της ιδέας της κίνησης στο κενό και ουσιαστικά στην απόρριψη της ίδιας της ύπαρξης του κενού. Σημαντικό επίσης θεωρείται το γεγονός ότι, δε λαμβάνει υπόψη του τη μορφή του κινούμενου σώματος. Γι' αυτόν, κάθε πράγμα έχει τη δική του φύση και κίνηση και μια τάση προς τη φυσική του κατάσταση. Η ανέλιξη κάθε φυσικού οργανισμού, από την γέννηση έως τη φθορά, αποκαλύπτει τη σκοπιμότητα των πραγμάτων. Η έννοια αυτή του τελικού σκοπού, ως πρωταρχικό αίτιο της κίνησης, είναι χαρακτηριστική της τελολογίας της αριστοτέλειας προσέγγισης του φυσικού κόσμου.
Η άποψη του Αριστοτέλη για την ύπαρξη των δύο κόσμων, αφήνει αρκετά κενά, όπως το πως γίνεται η μετάβαση από τον ένα κόσμο στον άλλο, ή πως είναι δυνατόν, να αποδίδονται γήινες ιδιότητες, όπως η θερμότητα, σ' ένα ουράνιο σώμα σαν τον Ήλιο, το οποίο αποτελείται μόνο από τον «θεϊκό» αιθέρα. Το γεγονός ότι, ο Αριστοτέλης δεν προχωρά πάντοτε στην πειραματική απόδειξη των θεωριών του, δεν εξηγείται απλά. Ο Lindberg, υποστηρίζει ότι, η επικριτική θέση των νεώτερων επιστημόνων, ως προς τη έλλειψη πειράματος, δεν λαμβάνει υπόψη της αφενός μεν τους μεθοδολογικούς σκοπούς του φιλόσοφου, αφετέρου δε τις ιδιαιτερότητες και τους προσανατολισμούς της εποχής του και τα ερωτήματα στα οποία κλήθηκε εκείνη την εποχή να απαντήσει. Πολύ σημαντική επίσης μπορεί να θεωρηθεί και η άποψη του σχετικά με την ωφελιμότητα ή όχι των εφαρμοσμένων επιστημών. Θα προσθέσουμε το σημαντικό στοιχείο της σημασίας της θεολογικής σκέψης στον Αριστοτέλη. Η κοσμική τάξη, της πέρα από τη σελήνη περιοχής, αποκαλύπτει την έννοια του πρώτου κινούντος, που κατευθύνει την αρμονική κίνηση των πάντων. Για τον Αριστοτέλη, η κίνηση που δημιουργεί τον κόσμο των φαινομένων είναι η ψυχή. Πως όμως η ψυχή που είναι ακίνητη (ακίνητο κινούν) μπορεί να αποτελέσει πηγή κίνησης για τα άλλα πράγματα; Είναι η δύναμη της ψυχής που ελκύει την ύλη. «Η κάθε κίνηση και η κάθε ενέργεια της φύσης, ιδιαίτερα η περιστροφή των ουρανίων σωμάτων, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η προσπάθεια της ύλης να πλησιάσει την ψυχή». Επισημαίνουμε ότι, για τον Αριστοτέλη, ο άνθρωπος είναι ένα σύμφυτο άτομο από ύλη και ψυχή. Με το Θεόφραστο, μαθητή και διάδοχο του Αριστοτέλη στο Λύκειο, θα σημειωθεί ουσιαστική πρόοδος στις επιστήμες. Αυτός, για πρώτη φορά, θα καθορίσει τα σύνορα και τις σχέσεις φυσικής και μεταφυσικής, μη θεωρώντας την πρώτη υποδεέστερη της δεύτερης, όπως ο δάσκαλός του. Αποσύνδεσε επίσης την επιστήμη των μαθηματικών από τις φυσικές επιστήμες. Την αντίθεσή του εξέφρασε ο Θεόφραστος και στη βοτανική του Αριστοτέλη, η οποία υποστήριζε τη μορφολογική αναλογία μεταξύ ζώων και φυτών και η οποία δεν είναι σωστή, δεδομένου ότι τα μέλη των ζώων είναι μόνιμα, ενώ τα αντίστοιχα των φυτών βρίσκονται σε διαδικασία συνεχούς αλλαγής. Η κυριότερη πάντως συνεισφορά του στον τομέα της έρευνας είναι η σύνδεση της λογικής με τα δεδομένα της παρατήρησης. Σ' αυτό θα στηριχτεί αργότερα ο Στράτωνας και θα αναπτύξει την πρακτική του πειράματος.
Η κριτική της αριστοτελικής προσέγγισης.
Ο Φιλόπονος ήταν ο πρώτος που άσκησε κριτική στις παραδοχές της αριστοτελικής δυναμικής, χίλια χρόνια πριν τον Γαλιλαίο. Η πειραματική απόδειξη στην περίπτωση της σχέσης βάρους και χρόνου στην κίνηση ενός πράγματος δεν είναι ευθέως ανάλογη, πράγμα που η διεξαγωγή ενός απλού πειράματος θα είχε αποδείξει. Μια από τις σημαντικότερες κριτικές, που ασκήθηκε στον Αριστοτέλη, είναι αυτή του Bacon, ο οποίος δεν αρνείται την ύπαρξη πειραμάτων στην αριστοτελική φυσική, αλλά θεωρεί ότι τα αποτελέσματά τους διαστρεβλώθηκαν από τον φιλόσοφο με τέτοιο τρόπο ώστε να προσαρμοστούν στις απόψεις του. Ο Decartes θα οδηγηθεί στην ίδια απόρριψη προσηλωμένος σε μια μηχανοκρατική φιλοσοφία, που εξηγούσε τα πάντα με βάση μαθηματικούς τύπους και η οποία αποδείχτηκε ανεπαρκής για την εξέλιξη άλλης επιστήμης, πέραν των μαθηματικών.
Απουσίαζε όμως τελικά το πείραμα από την αριστοτελική προσέγγιση της φύσης; Το ερώτημα, που πρέπει να τεθεί κατά τον Lloyd, δεν είναι αν οι Έλληνες έκαναν πειράματα, αλλά τι είδους πειράματα μπορούσαν να κάνουν αλλά δεν τα έκαναν. Για παράδειγμα, η αστρονομία, όπως και η μετεωρολογία, είναι επιστημονικά πεδία, η φύση των οποίων δεν παρείχε δυνατότητα χρήσης πειράματος, δεδομένων και των μέσων που διέθεταν οι αρχαίοι Έλληνες. Τα αποτελέσματα των αριστοτελικών θέσεων, τα οποία κρίνονται ενίοτε αυθαίρετα, προέρχονται από Αιγυπτίους ή Βαβυλώνιους αστρονόμους και στηρίζονται στην πολύχρονη παρατήρηση. Η διαφορά ανάμεσα στην προσέγγιση του Αριστοτέλη και των μεταγενέστερων αστρονόμων, όπως ο Πτολεμαίος και αργότερα ο Κοπέρνικος, έχει να κάνει με τον «φυσικό» ή «μαθηματικό» τρόπο προσέγγισης των αστρονομικών φαινομένων. Η επιστημονική εξήγηση των ουρανίων φαινομένων, που επιδιώκει ο Αριστοτέλης, βασίζεται στην «αναζήτηση των πρώτων αρχών, των αιτίων, η εύρεση των οποίων αποτελεί τη μόνη αληθινή εξήγηση των επιμέρους φαινομένων. Ο μαθηματικός, από την άλλη μεριά, δεν ενδιαφέρεται για την αναζήτηση τέτοιων αιτίων. Περιορίζεται στην ανακάλυψη κανονικοτήτων, αριθμητικής ή γεωμετρικής μορφής, πίσω από το χάος των φαινομένων».
Στις παρατηρήσεις του Αριστοτέλη, που εκτείνονται σε βάθος χρόνου πενήντα ετών, βασίζεται και ένα μέρος των Μετεωρολογικών του, όπου δίνονται οι αιτίες των μετεωρολογικών φαινομένων. Η χρήση αναλογιών, με γεγονότα και εμπειρίες της καθημερινής ζωής, ήταν ο πιο πρόσφορος τρόπος ερμηνείας των φυσικών φαινομένων. Στις περιπτώσεις αυτές, που η χρήση πειράματος είναι πρακτικά αδύνατη, η επίκριση για την απουσία του θα μπορούσε να θεωρηθεί τουλάχιστον άστοχη. Αντίθετα, σε κάποιες περιπτώσεις, όπου υπήρχε δυνατότητα χρήσης πειραματικής μεθόδου, αυτή μαρτυρείται ήδη από την εποχή του Πλάτωνα.
Η σημαντικότερη κριτική όμως, σε σχέση με την απουσία πειραματικής μεθόδου, στοχεύει στη δυναμική του Αριστοτέλη, σε σχέση με αυτήν του Γαλιλαίου ή του Νεύτωνα. Σύμφωνα με τον Lloyd, το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης «δεν κατόρθωσε να διατυπώσει επαρκείς νόμους της κίνησης..», ενώ «...ο Γαλιλαίος γνώρισε τόσο περισσότερες επιτυχίες στο πεδίο αυτό», οφείλεται στο ότι «ενώ ο πρώτος αγνοούσε τελείως την εμπειρική μέθοδο, ο δεύτερος ποτέ του δεν κουράστηκε να επινοεί και να διεξάγει πρακτικές δοκιμές προκειμένου να ενισχύσει τις θεωρίες του». Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε βέβαια το γεγονός ότι, ο Αριστοτέλης ήταν ο πρώτος που προσπάθησε να διατυπώσει τους όρους της δυναμικής, στηριζόμενος σε σχεδόν μαθηματικούς συντελεστές, από τους οποίους εξαρτάται η κίνηση ενός αντικειμένου, όπως το βάρος του και η πυκνότητα του μέσου μέσα στο οποίο γίνεται η κίνηση. Είναι η πρώτη απόπειρα διατύπωσης «νόμων» , οι οποίοι βρίσκονται σε πλήρη αρμονία με την αισθητική εμπειρία. Στα πλαίσια της διαπραγμάτευσης της κίνησης ο Αριστοτέλης υποστήριξε ότι, στην περίπτωση του κενού (όπου δεν υπήρχε αντίσταση του μέσου) η κίνηση θα ήταν άπειρη, έτσι οδηγήθηκε στην άρνηση ύπαρξης κενού, απορρίπτοντας τις σχετικές ατομικές θεωρίες των προσωκρατικών φιλοσόφων. Αντίθετα, ο Γαλιλαίος υποστήριξε ότι όσο αραιότερο ήταν το μέσο, τόσο περισσότερο πλησίαζαν οι ταχύτητες των σωμάτων που έπεφταν μέσα σε αυτό. Συνεπώς στο κενό όλα τα σώματα θα έπεφταν με την ίδια ταχύτητα. Η διαφορά του Αριστοτέλη με τη νεώτερη φυσική, και το πιθανό ίσως σφάλμα του, είναι η άρνηση του, αφενός μεν να δεχτεί τη δυνατότητα κίνησης στο κενό - καθώς στη νεώτερη φυσική, προκειμένου να διατυπωθούν οι σχέσεις δύναμης, μάζας και ταχύτητας αγνοήθηκαν τα αποτελέσματα της αντίστασης - αφετέρου δε να προβεί σε μερικά απλά τεστ που θα του αποδείκνυαν ότι η σχέση βάρους – ταχύτητας δεν είναι τόσο ανάλογη όσο υποστήριζε.
Στον τομέα της χημείας, ο Αριστοτέλης είχε καταφέρει να διακρίνει διάφορους τρόπους ανάμιξης και συνδυασμού στοιχείων (μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται μίξεις και συνθέσεις). Και στον τομέα της χημείας μαρτυρείται η χρήση πειραμάτων. Τα πειράματα αυτά χρησιμοποιούνται για επαλήθευση των ήδη διαμορφωμένων προτάσεων, η γενίκευση όμως των συμπερασμάτων, που εξάγονται από αυτά, οδηγεί πολλές φορές σε λάθος συμπεράσματα. Γι' αυτόν ίσως το λόγο οι πειραματικές αυτές δοκιμές μπαίνουν στο στόχαστρο των νεώτερων ερευνητών. Οι λεπτομερείς αναλύσεις και τα πειράματα που έγιναν κατά καιρούς, ουσιαστικά απέβλεπαν περισσότερο σε βελτίωση λεπτομεριών της βασικής θεωρίας των τεσσάρων στοιχείων, παρά στην ανατροπή της, ή τη δημιουργία μιας πιο επαρκούς θεωρίας.
Η συμβολή, επίσης, του Αριστοτέλη στη βιολογία, χαρακτηρίστηκε ως η μεγαλύτερη συμβολή, που ποτέ έδωσε ένα άτομο στην επιστήμη. Το γεγονός ότι μαθήτευσε κοντά στον πατέρα του, που ήταν γιατρός, συνέβαλε στην κατανόηση της ιατρικής «σαν προέκταση της θετικής γνώσης». Στα έργα του «Περί ζώων μορίων», «Περί ζώων γεννέσεως» και «Περί ζώων ιστορίαι», καταγράφονται περί τα πεντακόσια είδη ζώων, καθώς επίσης και οι δικές του ανατομικές μελέτες σε πενήντα περίπου είδη. Η βιολογία αποτέλεσε, για το Αριστοτέλη, το προκαθορίσμένο πεδίο χρήσιμοποίησης της λογικής του, καθώς η ταξινόμηση των ζώων σε γένη και είδη, αποσκοπούσε στην ανεύρευση των μορφών μέσα στην ύλη.
Η περίπτωση της ιπποκρατικής ιατρικής.
Η χρήση της διατομής, η οποία εφαρμόστηκε από τον Αριστοτέλη, είναι ήδη γνωστή στους γιατρούς της αρχαιότητας. Ο συγγραφέας του «περί ιερής νούσου» θα στηρίξει την άποψή του σε διατομές σε εγκεφάλους ζώων που έπασχαν από επιληψία, για να αποδείξει τα παθολογικά και άρα φυσικά αίτια της ασθένειας και να καταρρίψει την άποψη της θεϊκής της προέλευσης. Στα ιπποκρατικά κείμενα εντοπίζουμε καταγραμμένες αρκετές περιπτώσεις, όπου περιγράφεται κάτι που μοιάζει με πείραμα, όπως η περίπτωση των πήλινων δοχείων. Τα πειράματα αυτά δεν γίνονται με σκοπό την απόκτηση περαιτέρω γνώσης. Ο στόχος τους είναι, τις περισσότερες φορές, να πεισθούν όσοι αμφιβάλλουν για τις απόψεις των ιατρών ή να ανατρέψουν μια ήδη υπάρχουσα θεωρία. Απόψεις οι οποίες, τις περισσότερες φορές, διατυπώνονται με δογματικό τρόπο και φαίνονται να αποτελούν μέρος μιας γενικότερης γνώσης για τη φύση των πραγμάτων, η οποία όμως πάσχει θεμελίωσης. Τα πειράματα με καθαρτικά και εμετικά, πολλές φορές μας δίνουν την εντύπωση εξελιγμένων πειραμάτων. Στη βάση τους όμως αναγνωρίζουμε τις φιλοσοφικές αρχές της έλξης των ομοίων από τα όμοια, άποψη την οποία είχε απορρίψει ο Αριστοτέλης. Σε περισσότερο εξελιγμένες ανατομικές μελέτες προβαίνουν τόσο ο Ερασίστρατος και ο Ηρόφιλος όσο και ο Γαληνός. Ο τελευταίος θα προχωρήσει σε ανατομίες ζώων, ζωντανών ή νεκρών, ενίοτε και ενώπιον κοινού, προκειμένου να καταγράψει αντιδράσεις και συμπτώματα, τα οποία θα παραλληλίσει με τον ανθρώπινο οργανισμό. Το σημαντικότερο, στις έρευνές τους, είναι ότι καταγράφεται όχι μόνο το πώς είναι κατασκευασμένο ένα όργανο, αλλά για ποιο λόγο είναι έτσι ή ποιο σκοπό εξυπηρετεί. Έτσι διαλευκάνθηκαν ζητήματα, όπως η λειτουργία της πέψης, των καρδιακών βαλβίδων, του νευρικού συστήματος. Με την εξέλιξη της ανατομικής έρευνας σε ανθρώπους, κατά τον 16ο αιώνα, διαπιστώθηκε ότι οι περιγραφές του Γαληνού δεν αντιστοιχούσαν με αυτά που προέκυπταν από τις ανατομές ανθρωπίνων πτωμάτων, οι αναλογίες ήταν ακατάλληλες και πολλά συμπεράσματα είχαν μεγαλοποιηθεί.
Με την πειραματική μέθοδο όμως, δεν λύθηκαν πολλά ερωτήματα φυσιολογίας, βιοχημείας ή παθολογίας και αυτό δεν οφείλεται στην έλλειψη προσπάθειας από μέρους των γιατρών της αρχαιότητας, αλλά στην ανεπαρκή ακόμη ανάπτυξη της χημείας. Αντίθετα, η εμπειρική παρατήρηση και ης παρεπόμενη κλινική περιγραφή της ιπποκρατικής ιατρικής έφτασε σε αξιοσημείωτα επίπεδα τελειότητας. Ο ιπποκρατικός γιατρός ενεργοποιεί και τις πέντε αισθήσεις του στην κλινική παρατήρηση των ασθενών, στις οποίες προσθέτει και τη λογική, με σκοπό την ακριβή διάγνωση. Το εμπόδιο της άγνοιας της εσωτερικής λειτουργίας του ανθρωπίνου σώματος, όμως, θα τον οδηγήσει σε εξαντλητικές, αλλά θεωρητικές περιγραφές νόσων, από τις οποίες λείπει η επαρκής αιτιολόγηση. Δεν μπορούμε να κρίνουμε την αρχαία ιατρική με βάση τα σημερινά δεδομένα. Και αυτό σίγουρα δεν οφείλεται στην έλλειψη γνώσεων των γιατρών της αρχαιότητας, αλλά κυρίως στο διαφορετικό τρόπο προσέγγισης των φαινομένων, τότε και τώρα. Η ιατρική κατά την αρχαιότητα είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη φιλοσοφία. Ο σημαντικός ρόλος της διατροφής, για την ίαση κάποιων ασθενειών, ήδη εντοπίζεται στις αρχές των Πυθαγορείων. Στις ιδέες των Πυθαγορείων για τους ακέραιους αριθμούς ανάγεται και η ιατρική θεωρία των κρίσιμων ημερών. Τα τέσσερα στοιχεία του Εμπεδοκλή (ριζώματα), αντιστοιχούν με τους τέσσερις χυμούς του ανθρωπίνου σώματος, που αναφέρονται στο «περί φύσιος ανθρώπου». Η δογματική διατύπωση κάποιων παθολογικών ή φυσιολογικών θεωριών, θυμίζουν τα κοσμολογικά κείμενα των φιλοσόφων. Η επιτυχία όμως των ιατρικών πειραμάτων στηρίζεται στη διαρκή πρακτική ενασχόληση των γιατρών με το αντικείμενό τους και στη διαφορά της εκπαίδευσης και της αντίληψης σε σχέση με αυτή των φιλοσόφων.
Συμπεράσματα
Ο Αριστοτέλης βασίστηκε στα δεδομένα της παρατήρησης και της αισθητικής εμπειρίας για να διατυπώσει φυσικούς νόμους, χωρίς όμως να αποδεσμευτεί πλήρως από την επικρατούσα θεολογική άποψη. Είναι η πρώτη προσπάθεια απόδοσης όρων της δυναμικής με μαθηματικούς συντελεστές. Η θεωρία του για την κίνηση των σωμάτων, παρά το ότι αφήνει κάποια κενά, είναι η πρώτη θεωρία κίνησης που λαμβάνει υπόψη της κάποιες φυσικές παραμέτρους, όπως το βάρος του σώματος και η αντίσταση του μέσου. Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι δημιούργησε σχεδόν προσωπικά, εντελώς καινούργιους γνωστικούς κλάδους. Οι κριτικές που ασκήθηκαν κατά καιρούς στην αριστοτελική προσέγγιση της φύσης, για την απουσία πειραματικής διαδικασίας σε αυτήν, βασίστηκαν σε γενικεύσεις, για ένα θέμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη ποικιλία. Υπήρχαν τομείς στην αρχαία ελληνική επιστήμη, όπου η χρήση πειράματος ήταν πρακτικά αδύνατη. Σε άλλους πάλι τομείς, η χρήση του πειράματος μαρτυρείται από πολλές πηγές. Στην περίπτωση της ιπποκρατικής ιατρικής, το πείραμα χρησιμοποιείται ευρέως, όχι με σκοπό την επέκταση της γνώσης, αλλά την επαλήθευση κάποιων εμπειρικών δεδομένων. Σε κάθε περίπτωση το πείραμα έρχεται απλά για να επαληθεύσει μια ήδη διατυπωμένη θεωρία, ή για να απορρίψει μία άλλη και ίσως γι' αυτόν το λόγο, τα πειράματα δίνουν ενίοτε λανθασμένα αποτελέσματα. Οι κριτικές που ασκήθηκαν κατά καιρούς στην αριστοτελική φυσική δείχνουν άστοχες, καθόσον δεν λαμβάνουν υπόψη τους, τόσο τις ιδιαιτερότητες και τους προβληματισμούς της κάθε εποχής, όσο και τους μεθοδολογικούς σκοπούς των φιλοσόφων -επιστημόνων. Σε κάθε περίπτωση όμως, δεν αμφισβητείται η σημαντική προσφορά της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και ιατρικής στη νεώτερη επιστήμη.
Βιβλιογραφία
1. Crombie A.Α., Από τον Αυγουστίνο στον Γαλιλαίο, μτφρ. Τσίρη Θ. & Αρζόγλου Ι., εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 1989.
2. Debus Α., Άνθρωπος και φύση στην Αναγέννηση, μτφρ. Τσιαντούλας Τ., Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1997.
3. Farrington B., Η επιστήμη στην αρχαία Ελλάδα, μτφρ. Ν. Ραϊση, εκδόσεις Κάλβος, Αθήνα 1989.
4. Jouanna J., Ιπποκράτης, μτφρ. Δ. Τσιλιβερδής, εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1998.
5. Κάλφας Β., Φιλοσοφία και επιστήμη στην αρχαία Ελλάδα, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2005
6. Lindberg D. C., Οι απαρχές της δυτικής επιστήμης, μτφρ. Η. Μαρκολέφας, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Ε.Μ.Π., Αθήνα 1997.
7. Lloyd R., Αρχαία Ελληνική επιστήμη. Μέθοδοι και προβλήματα, μτφρ. Χλ. Μπάλλα, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1996.
8. Ross W.D., Αριστοτέλης, εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 1977.
9. Χριστιανίδης Γ., Διαλέτης Δ., Παπαδόπουλος Γ.,. Γαβρόγλου Κ, Ελληνική Φιλοσοφία και Επιστήμη: Από την Αρχαιότητα έως τον 20ό Αιώνα. Τόμος Β' Οι Επιστήμες στην Αρχαία Ελλάδα, στο Βυζάντιο και στο Νεότερο Ελληνισμό, εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα 2000.