Στις 19 Μαΐου 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ αποβιβάζεται στο λιμάνι της Σαμψούντας, απ' όπου θα εξαπολύσει το δεύτερο και μεγαλύτερο κύμα διωγμών που θα οδηγήσει στην Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού.
Μετά την ολοκλήρωση του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ατατούρκ είχε σταλεί στην Τραπεζούντα ως επιθεωρητής του τουρκικού στρατού. Εκεί ξεκίνησε να ενεργεί κατά του επίσημου καθεστώτος μέσα από την οργάνωση του Εθνικού Κινήματος, με το οποίο αντιτασσόταν στις απαιτήσεις των Συμμάχων.
Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα ο ελληνισμός της περιοχής του Πόντου γνώριζε μία έντονη οικονομική, πνευματική, πολιτιστική και κοινωνική
άνθηση. Το διαμετακομιστικό εμπόριο εξασφάλιζε ένα αρκετά καλό εισόδημα στους κατοίκους της περιοχής, οι οποίοι είχαν προχωρήσει στην ίδρυση σχολείων,
εκκλησιών και ευαγών ιδρυμάτων.
Στον εκπαιδευτικό χώρο ξεχώριζε το περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας που αποτελούσε ένα λίκνο της ελληνικής παιδείας στην περιοχή του Πόντου.
Οι διώξεις του ποντιακού ελληνισμού εκφράσθηκαν αρχικά μέσα από την οργάνωση και στελέχωση των περίφημων αμελέ ταμπουρού (ταγμάτων εργασίας). Στα τάγματα αυτά οι Έλληνες ζούσαν κάτω από σκληρές και αντίξοες συνθήκες, με αποτέλεσμα χιλιάδες Ελλήνων να χάσουν τη ζωή τους.
Η δεύτερη φάση των διωγμών που πραγματοποιήθηκε με την άφιξη του Ατατούρκ στη Σαμψούντα περιελάμβανε τη σύλληψη και δίωξη των Ελλήνων. Για να μπορέσει ο ποντιακός ελληνισμός να αμυνθεί οργάνωσε αντάρτικα σώματα.
Υπολογίζεται πως μέχρι την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 περισσότεροι από 200.000 Έλληνες του Πόντου έχασαν τη ζωή τους, με ορισμένους ιστορικούς να ανεβάζουν τον αριθμό αυτό στους 350.000.
Όσοι Έλληνες κατόρθωσαν να γλιτώσουν κατέφυγαν στην Ελλάδα, ενώ ένα πολύ μεγάλο τμήμα του ποντιακού ελληνισμού κατέφυγε στη Νότια Ρωσία.
Τέλος, με απόφαση της Ελληνικής Βουλής, η 19η Μαΐου έχει καθιερωθεί ως Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού.
(Πηγές: Εγκυκλοπαίδεια Δομή, Wikipedia)