Στις 2 Οκτωβρίου 1869 γεννιέται ο Ινδός πολιτικός που έμεινε γνωστός με το προσωνύμιο Μαχάτμα Γκάντι.
Το όνομα Μαχάτμα στα σανσκριτικά σημαίνει μεγάλη ψυχή. Σπούδασε νομικά στην Αγγλία και μετά την αποφοίτησή του από το University College London εγκαταστάθηκε στη Νότιο Αφρική. Εκεί αγωνίστηκε υπερασπιζόμενος τα δικαιώματα των Ινδών εργατών.
Το 1914 επέστρεψε στην Ινδία και εντάχθηκε στο Εθνικό Κόμμα Κογκρέσου. Ήταν υπέρμαχος της ανεξαρτησίας της Ινδίας, εχθρός οποιασδήποτε μορφής βίας και βαθιά θρησκευόμενος. Πίστευε ότι ο άνθρωπος μπορούσε να νικήσει τους εχθρούς του με την πειθώ και τη μη χρησιμοποίηση βίας.
Όταν η εφαρμογή των κατασταλτικών μέτρων από πλευράς Άγγλων πήρε διαστάσεις, οι οπαδοί του Γκάντι αντέδρασαν χρησιμοποιώντας βία, γεγονός που απογοήτευσε τον ίδιο, καθώς πίστευε ότι ο κόσμος είχε διδαχθεί και υιοθετήσει τη διδασκαλία του.
Υπήρξε πρωτεργάτης για τη συμφιλίωση μεταξύ ινδουιστών και των μουσουλμάνων, αλλά η σύλληψή του από τους Άγγλους (1922) ανέκοψε την προσπάθειά του αυτή.
Έπειτα από διετή φυλάκιση ο Γκάντι αποφυλακίζεται και ταξιδεύει ανά τη χώρα προσπαθώντας να πείσει τους συμπατριώτες του να καταργήσουν τους κοινωνικούς περιορισμούς και αποκλεισμούς εξαιτίας του θεσμού της κάστας.
Όταν το 1927 οι σχέσεις Αγγλίας και Ινδίας επιδεινώθηκαν για ακόμη μία φορά ο Γκάντι ανέλαβε και πάλι ενεργό πολιτική δράση. Το 1930 τέθηκε επικεφαλής της περίφημης πορείας του αλατιού, διαδήλωση κατά του φόρου που επέβαλαν οι Άγγλοι, το οποίο μετεξελίχθη σε πανίσχυρο κίνημα.
Συμμετείχε στις άκαρπες συνδιασκέψεις του Λονδίνου για την ανεξαρτησία της χώρας του. Με την επιστροφή του συνελήφθη για ακόμη μία φορά από τις αποικιοκρατικές αρχές.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στις φυλακές έκανε απεργία πείνας με αίτημα την παραχώρηση ίσων δικαιωμάτων στους παρίες. Το 1933, ύστερα από την αποφυλάκισή του, ίδρυσε το περιοδικό «Μάριτζανς».
Το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ο Γκάντι θα δεχθεί να βοηθήσουν οι Ινδοί τους Άγγλους με προϋπόθεση να αναγνωριστεί η ανεξαρτησία της χώρας. Οι Άγγλοι θα αρνηθούν την πρόταση και τότε ο Γκάντι επιδόθηκε σε νέο αγώνα υπέρ της ανεξαρτησίας.
Το 1942 θα γίνει τελικά δεκτή η πρότασή του από την αγγλική κυβέρνηση, αλλά, όπως δήλωσε ο ίδιος, ήταν πλέον μια: «μεταχρονολογημένη επιταγή». Θα συλληφθεί μαζί με άλλα μέλη του Ινδικού Κογκρέσου και θα φυλακιστεί για δύο έτη.
Το Φεβρουάριο του 1944, λίγους μήνες πριν την αποφυλάκισή του θα πεθάνει η γυναίκα του. Μετά την αποφυλάκισή του, ο Γκάντι προσπάθησε να συμφιλιώσει τους Ινδούς με τους Μουσουλμάνους, οι οποίοι επεδίωκαν την ίδρυση ξεχωριστού κράτους (μετέπειτα Πακιστάν).
Το γεγονός αυτό προκάλεσε την οργή των Ινδών εθνικιστών, οι οποίοι θεώρησαν το Γκάντι προδότη και υπαίτιο για τη μη δημιουργία μιας μεγάλης ινδουιστικής δύναμης.
Στις 30 Ιανουαρίου 1945 θα δολοφονηθεί από έναν Ινδό εθνικιστή.
Το πανανθρώπινο περιεχόμενο της διδασκαλίας του τον κατέστησε μία από τις σημαντικότερες και ευγενικότερες προσωπικότητες του 20ου αιώνα.
(Πηγές: Εγκυκλοπαίδεια Δομή, Wikipedia)