Υποθέσεις μαγείας μετά το 1648. Δύο περιπτώσεις που συνοψίζουν τα νέα δεδομένα: Στην Λουθηρανική νότια Γερμανία, στο χωριό Windisch- Bockenfenld τον Ιούλιο του 1671 εκδικάστηκε η υπόθεση της Appolonia Glaitter. H Appolonia ήταν 56 ετών, όταν έγινε η επίσημη καταγγελία από τους γείτονες της. Απαλλάχτηκε από το δικαστήριο δύο μήνες αργότερα, διότι δεν υπήρχαν αποδείξεις για τα όσα της είχαν προσάψει. Στην επικράτεια του Rothenburg, όπου ανήκε το εν λόγω χωριό, οι δίκες μαγείας ήταν ελάσσονος αυστηρότητας, αλλά μακράς διάρκειας δικαστικά επεισόδια και μόλις τρεις εκτελέσεις σημειώνονται στην πόλη την περίοδο 1500-1750. Πρόκειται για ενδημικές περιπτώσεις, κι όχι επιδημικές. Αυτό συνέβη επειδή τα κατώτερα στρώματα δεν έδειξαν μεγάλο ενθουσιασμό στο να συμμετέχουν στην δίωξη μαγισσών. Από την άλλη πλευρά η ελίτ διακατεχόταν από μεγάλη επιφυλακτικότητα στην δίωξη της μαγείας.
Στην υπόθεση της Appolonia, τρεις από τους μάρτυρες χαρακτηρίστηκαν ως άτομα μελαγχολικά ή χαμηλής διανοητικότητας. Ο πάστορας της περιοχής μετέφερε στις αρχές ότι η κατηγορούμενη για πολύ καιρό είχε την φήμη της μάγισσας, παρόλο που δεν υπήρχε τίποτε το κατακριτέο στην συμπεριφορά της κατά την γνώμη του. Το μόνο της παράπτωμα ήταν η ατυχία της να παραβρίσκεται κοντά σε λεχώνες, εφόσον τις βοηθούσε στην επιλόχεια περίοδο. Μετά τον θάνατο ενός βρέφους, και σε συνδυασμό με την αστήρικτη υποψία των γειτόνων ότι η Appolonia εξασκούσε μαύρη μαγεία, ήταν φυσικό επόμενο να στραφούν εναντίον της. Όμως οι αρχές είχαν την ορθή κρίση να αναζητήσουν τεκμήρια και να συμβουλευτούν το νομικό τμήμα του πανεπιστημίου του Tubingen πριν καταλήξουν στην ετυμηγορία. Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία των δικών μαγείας της πόλης που μια τέτοια συμβολή έλαβε χώρα. Η τύχη της Appolonia μετά την αθώωση της μας είναι άγνωστη. Τα όσα γνωρίζουμε όμως από την πορεία της υπόθεσης της καταδεικνύουν τον σκεπτικισμό και την επιφυλακτικότητα των επίσημων φορέων εξουσίας και δικαιοσύνης απέναντι σε τέτοια επεισόδια.
O Thomas Robisheaux , μας καθιστά γνωστή την τελευταία υπόθεση μαγείας που εκδικάστηκε στην επικράτεια του Langenburg. Η Anna Schmieg, γυναίκα του προσωπικού μυλωνά του πρίγκιπα Heinrich Friedrich του Hohenhole, κατηγορείται το 1672 για την δολοφονία μιας νεαρής μητέρας. Η γυναίκα αυτή ήταν παρίας, αν και ζούσε χρόνια στο χωριό Hurden. Δεν καταγόταν από εκεί, σε μικρή ηλικία εργαζόταν ως υπηρέτρια και μετά τον γάμο της αναγκαζόταν να καταφύγει στην βία προκειμένου να διαφυλάξει την τιμή του συζύγου της. Είχε επιλέξει τα σκληρά λόγια για να αντιμετωπίζει την ζήλεια και τον εξοστρακισμό των γειτόνων της. Μετά τον πόλεμο, με τις ανακατατάξεις στις κομητείες, η οικογένεια της βρέθηκε σε καλύτερη οικονομική κατάσταση από οποιαδήποτε άλλη στο Hurden. Ο μισανθρωπισμός της, οι συνεχείς αντιπαραθέσεις με τους συγχωριανούς της και η συνήθεια της να καταριέται όποιον την ενοχλούσε, οδήγησαν στην δημιουργία της φήμης ότι ήταν μάγισσα. Οι χωρικοί όμως, για πολύ καιρό απέφευγαν την δικαστική επίλυση τν προβλημάτων που είχαν μαζί της. Το δικαστήριο του Langenburg ήταν το μέσο επιβολής πειθαρχίας και νόμου για την περιοχή, αποστέλλοντας εκπροσώπους του στα τοπικά δικαστήρια του Hurden. Οι κάτοικοι φαίνεται ότι χρησιμοποιούσαν εύκολα την δικαστική οδό, καθώς το 1670 αναστάλθηκαν οι ακροαματικές διαδικασίες λόγω της ακαταλόγιστης εισροής καταγγελιών. Από το 1668 μέχρι το 1672 σημειώθηκαν 10 κατηγορίες για τέλεση μαύρης μαγείας. Μπορούμε λοιπόν να συμπεράνουμε ότι, κατά την περίοδο της δικαστικής αδράνειας, ζυμώνονταν στο Hurden και στα γύρω χωριά οι φήμες για τις γυναίκες που εν τέλει καταγγέλθηκαν και καταδικάστηκαν σωρηδόν από το 1668 και μετά.
Πίσω στην υπόθεση της Anna, οι κάτοικοι αποφάσισαν να προβούν σε επίσημη καταγγελία μετά τον θάνατο της γυναίκας του Michael Fessler από δηλητηρίαση. Η Anna είχε έρθει πρόσφατα σε αντιπαράθεση με τον συγκεκριμένο άνδρα, και δεν ήταν η πρώτη φορά. Το περιβάλλον του Fessler και οι κοινωνικές του διασυνδέσεις, ενθάρρυναν την εκδήλωση της κοινότητας. Η σοβαρότητα του γεγονότος, την επέβαλλε. Οι κάτοικοι του Hurden, όπως και όλων των χωριών, είχαν μια συλλογική μνήμη άσβεστη. Την είχαν σιγήσει, την ανακαλούσαν την ώρα του κουτσομπολιού, την έφεραν πλήρως στο φως την ώρα της ανάκρισης. Μόλις η δίκη της Anna Schmieg πήρε τέτοιες διαστάσεις ώστε να κριθούν απαραίτητες οι μαρτυρίες των κατοίκων του Hurden αλλά και του Hohenhole, οι χωρικοί ένιωσαν ελεύθεροι και αρκετά ασφαλείς ώστε να αποκαλύψουν γεγονότα μιας χρονικής περιόδου είκοσι χρόνων πριν το συμβάν. Ως προς την συμπεριφορά της, η Anna είχε παρομοιαστεί πολλάκις, πριν την επίσημη κατηγορία της, με δύο από τις μάγισσες που είχαν ήδη δικαστεί και εκτελεστεί εκείνη την εποχή. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν το είχε πληροφορηθεί η ίδια. Η πρακτική του κουτσομπολιού ανάμεσα στους γείτονες ήταν πάνω απ' όλα κρυφή, ασχέτως αν μεμονωμένα εξασκούνταν σε όλο το χωριό. Όσο η πικρία των συντοπιτών της μεγάλωνε, από την στιγμή που φοβούνταν να λύσουν τις διαφορές τους μαζί της, και όσο εκείνη προκαλούσε, το αντικείμενο συζήτησης σχετικά με το πρόσωπο της ανανεωνόταν. Η φήμη της Anna εξαπλώθηκε αναπόφευκτα και στην οικογένεια της. Αρχικά στην κόρη της, η οποία συνελήφθη εξαρχής μαζί με την μητέρα της, κι έπειτα στον άντρα της, όταν πλέον η κοινότητα φοβόταν για αντίποινα, μετά την εκτέλεση της Anna. Η κόρη της, Eva, διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τους γείτονες, ήταν καλόβολη, τσακωνόταν συχνά με την μητέρα της και παραπονιόταν στις έμπιστες φίλες της για το ποιόν και την συμπεριφορά της προγονού της. Ο άντρας της Anna δεν είχε ποτέ αψιμαχίες, οι διασυνδέσεις του με την πόλη και ο άβουλος χαρακτήρας του τον καθιστούσαν ακίνδυνο και οι συγχωριανοί του μάλλον ένιωθαν οίκτο, παρά φόβο γι' αυτόν. Η κόρη απαλλάχτηκε από τις κατηγορίες, αλλά αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Hurden, μετά από την απόπειρα δολοφονίας εναντίον της από τον αδερφό της, πιθανότατα για κληρονομικούς λόγους. Ο Schmieg φυλακίστηκε με την κατηγορία της μαγείας, και τον ακολούθησε ο γιός του για το επεισόδιο με την Eva. Δραπέτευσαν αμφότεροι και ακολούθησαν τον δρόμο της φυγής. Δεν υπήρχε ζωή για όποιον έφερε το όνομα Schmieg στο Hurden. Αξίζει να σημειωθεί ότι στις καταθέσεις, δεν ακούστηκαν από τους χωρικούς οι λέξεις Σατανάς ή Sabbath. Προστέθηκαν αργότερα από τα διωκτικά μέσα. Ενεργή ήταν η ανάμιξη της Εκκλησίας στην όλη διαδικασία. Το θρήσκευμα της περιοχής ήταν προτεσταντικό, αν και τα θεμέλια του στην μακρινή επαρχία του Langenburg ήταν ακόμη σαθρά. Οι κάτοικοι διατηρούσαν πολλές από τις παγανιστικές τους παραδόσεις ώσπου διορίστηκε στην επικράτεια ένας επίσκοπος που επέβαλλε με σιδηρά πυγμή αλλαγές. Για την δίκη, την ανάκριση, και την συνοδεία ως την εκτέλεση της Anna, στάλθηκε ο επίσκοπος του Langenburg.
Όσο αφορά τις δικαστικές μεθόδους, την λειτουργία των διασυνδέσεων μεταξύ χωριού και πόλης, την πρόοδο στην ιατροδικαστική εξέταση, η υπόθεση αυτή είναι ένας θησαυρός πορισμάτων. Επίσης αναδεικνύει την πολιτική χρησιμότητα της μαγείας ως μέσο νομιμοποίησης των δυναστικών οίκων. Δεν είναι τυχαίο το ότι οι δέκα αυτές δίκες πρόσφεραν έρεισμα στους κύκλους του πρίγκιπα Friedrich, για να δημιουργήσουν θεωρίες συνωμοτικής δράσης μαγισσών. Διέρρεαν την φήμη για την ύπαρξη ενός δικτύου δράσης μαγικών δυνάμεων εναντίον του πρίγκιπα. Ο Heinrich Friedrich είχε μόλις επανατοποθετήσει τον οίκο του στην εξουσία και η θέση του ήταν επισφαλής. Επιπλέον, έλαβε προσωπικά μέρος στη διαλεύκανση της υπόθεσης Schmieg. Επιστρέφοντας στην θεώρηση της δυναμικής του απλού λαού, η υπόθεση σίγουρα απορρίπτει το 'αφήγημα της άρνησης' που υποστήριζαν ο Keith Thomas και ο Alan Macfarlane. Όπως έδειξαν τα στοιχεία, ίσως η κατηγορούμενη να είχε ένα προσωπικό κίνητρο για την δηλητηρίαση της Fessler. Σε συνδυασμό πάντα με την ταραγμένη ψυχολογία ενός κουρασμένου από την βαναυσότητα της ζωής ατόμου. Είχε στο ενεργητικό της και μια απόπειρα αυτοκτονίας, αλλά, αν και οι συγχωριανοί της φέρονται να γνωρίζουν τα παραπάνω, δεν έδειξαν να διστάζουν όταν τους δόθηκε η ευκαιρία να την εξοντώσουν. Την είχαν ήδη απομονώσει από την κοινωνική τους ομάδα. Περιβαλλόμενοι από ένα αίσθημα κοινωνικής αλληλεγγύης, την είχαν αναγνωρίσει ως περιθωριακό στοιχείο. Η ισχυρή της θέση και το αρνητικό πρότυπο κοινωνικής συμπεριφοράς που πρόβαλλε, ισχυροποιούσε την στάση τους. Η Anna Schmieg ίσως ήταν δολοφόνος, ίσως ήταν ακόμη ένας αποδιοπομπαίος τράγος. Ήταν όμως μια γυναίκα ενήλικη, ανεξάρτητη από την άποψη ότι περιφρονούσε τον άντρα της, δεν συμμορφωνόταν στις ανδρικές αντιλήψεις περί της γυναικείας συμπεριφοράς και έδινε δικαιώματα σχολιασμού. Η ροπή της προς το αλκοόλ, ο μη τακτικός εκκλησιασμός της, το ακατάληπτο μουρμουρητό της, οι βωμολοχίες της σχημάτιζαν μια εικόνα που προκαλούσε. Δεν είχε επιλεγεί τυχαία από τους κατοίκους του Hurden, άντρες και γυναίκες. Γιατί και οι συμμορφωμένες γυναίκες την έβλεπαν ως απειλή της ασφάλειας τους εξαιτίας του αντικομφορμισμού της. Με την πρώτη ευκαιρία λοιπόν, οι γείτονες της δεν δίστασαν να την παραδώσουν στην πυρά, εκτονώνοντας την μνησικακία τους απέναντι της, αλλά και την οδύνη τους για τον ξαφνικό θάνατο μιας νεαρής γυναίκας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ
1. Robisheaux Thomas, "The Last Witch of Langenburg. Murder in a German Village" , Λονδίνο- Ν. Υόρκη, ww. Norton & Co, 2009
2. Thurston Robert, "Μάγοι και Μάγισσες. Η άνοδος και η πτώση των κυνηγιών μάγων και μαγισσών στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική", Αθήνα, εκδόσεις Παπαζήση, 2006
3. Kors Alan Ch, Edward Peters (ed.), "Witchcraft in Europe, 400-1700. A Documentary History", University of Pennsylvania Press, Philadelphia, 2001
ΑΡΘΡΑ
1. Rowlands A. , "Witchcraft and Old Women in Early Modern Germany", Past and Present, No 173, 2001, p. 50-89
2. Γαγανάκης Κ. , «Λαϊκή μαγεία στην Ευρώπη, 1500-1700», www.e-class.uoa.gr
3. Holmes C. , "Women: Witnesses and Witches", Past and Present, No 140, 1993, p.45-78