Υποθέσεις μαγείας πριν το 1618, και κατά την διάρκεια του Τριακονταετούς πολέμου: Στην πρώιμη νεώτερη Ευρώπη, την περίοδο 1500-1700, χιλιάδες άνθρωποι εκτελέστηκαν με την κατηγορία για τέλεση μαγείας με τη συνεργεία του διαβόλου. Οι αριθμοί που μας παραδίδονται έχουν σίγουρα μεγαλοποιηθεί, όμως με ομοφωνία οι ιστορικοί παρατηρούν πως τα δύο τρίτα των καταδικασμένων για μαγεία προέρχονταν από τις γερμανόφωνες περιοχές. Μερικοί περιέγραψαν το φαινόμενο ως «συλλογική παράκρουση με τις μάγισσες» (Hexenwahn), δίνοντας έτσι έμφαση στο στοιχείο του παράλογου που χαρακτήριζε τις διώξεις (1.) . Η μαγεία χαρακτηρίστηκε αίρεση. Την εποχή εκείνη η Ευρώπη διένυε μια περίοδο σχηματοποίησης της θρησκευτικής ταυτότητας, και συνεπώς η θρησκευτική ανοχή απουσίαζε. Οι διώξεις μαγισσών αντανακλούσαν αυτήν την πραγματικότητα. Πήραν δε τέτοιες διαστάσεις που μόλις ένας αιρετικός πέθαινε στην Δυτική Ευρώπη για κάθε δέκα μάγισσες που εκτελούνταν. (2.)
Σύμφωνα με τον ιστορικό Hansen, ιδιαίτερα επλήγησαν οι ορεινές περιοχές, κυρίως οι Άλπεις και τα Πυρηναία. Τα θύματα προέρχονταν κατά βάση από απομακρυσμένες και δυσπρόσιτες περιοχές με χαμηλό πολιτιστικό επίπεδο και φτωχό ιστορικό χριστιανικής ευλάβειας. Μέρη στα οποία οι παλαιές λαϊκές δεισιδαιμονίες ήταν ακόμη ισχυρές. Η Κεντρική Ευρώπη πιθανότατα δέχτηκε το μεγαλύτερο πλήγμα. Η μαγεία γενικά άνθιζε σε μεθοριακές περιοχές, ορεινές οι πεδινές, με εξαιρέσεις όπως αυτή της νότιας Γερμανίας όπου το φαινόμενο ήταν συχνά αστικό. Οι κατηγορούμενοι προμηθεύονταν από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των αγροτικών κοινωνιών. Στην πλειοψηφία τους ήταν γυναίκες, και ανήκαν στα περισσότερο ευάλωτα μέλη των κοινοτήτων, στις λιγότερο προνομιούχες ομάδες. Οι καταγγελίες για μαγεία είχαν τις ρίζες τους σε μνησικακίες και έχθρες στο εσωτερικό των κοινοτήτων. Οι διώξεις λάμβαναν χώρα σε μια κοινωνία σε μετάβαση, όπου η υποχώρηση της παραδοσιακής αλληλοβοήθειας και της ελεημοσύνης εξέθρεψε τη μνησικακία. Η άρνηση της ελεημοσύνης προκαλούσε τον φόβο της εκδίκησης. Ο επαίτης ή η ηλικιωμένη γυναίκα (βάσει του μοτίβου) που δεν βοηθήθηκε μπορούσε μέσω μαγείας να προκαλέσει κακό σ' αυτόν που αρνήθηκε να παρέχει βοήθεια. Κάποιες γυναίκες ύποπτες για μαγεία εκμεταλλεύονταν τον φόβο αυτό για να αναγκάζουν τους χωρικούς να τις εξυπηρετούν. Σε περιόδους κρίσης, αυτά τα άτομα διώκονταν και κατηγορούνταν στις δικαστικές αρχές. Οι υποθέσεις που υποστηρίζονται από αρχειακό υλικό όμως, ξεπερνούν κατά πολύ το μοτίβο της 'άρνησης ελεημοσύνης'. Η εχθρότητα μεταξύ γειτόνων ήταν μια σταθερά σε όλες τις υποθέσεις. Οι τριβές που προέκυπταν μπορούσαν και να υπερβούν την θυματοποίηση ενός ή δύο ατόμων, προερχόμενες από διχόνοιες που εκτείνονταν σε βάθος χρόνου και αντιπαραθέσεις στις οποίες είχε εμπλακεί ολόκληρη η κοινότητα. Το κόστος των διώξεων των μαγισσών σε ανθρώπινες ζωές ήταν σίγουρα μεγάλο, αν και οι αριθμοί που παραδίδονταν ήταν εξωφρενικοί. Τους είχαν παραδώσει οι σύγχρονοι του φαινομένου, όπως και αρκετοί ιστορικοί που ερμήνευαν το κυνήγι μαγισσών στα δικά τους ιδεολογικά πλαίσια, πλέον όμως έχουμε μια πιο καθαρή εικόνα. Ακόμα κι αυτή όμως η πραγματικότητα, απαλλαγμένη από κάθε υπερβολή, ήταν όντως ζοφερή. Στην νοτιοδυτική Γερμανία 2.935 άτομα εκτελέσθηκαν ως μάγοι ανάμεσα στο 1560- 1670. Τα τέσσερα πέμπτα του συνόλου αυτού, θανατώθηκαν την περίοδο 1570- 1630. Ο αριθμός των διώξεων ήταν υψηλός σε περιοχές όπου οι εξουσιαστικές αρχές με την ενθάρρυνση ή την ανοχή ανώτερων αξιωματούχων, εξαπέλυαν κυνήγι μαγισσών αυτοβούλως. Για παράδειγμα, στη Fudda (3.) της Γερμανίας από το 1603 ως το 1605 ο Balthasar Nuss υπήρξε υπεύθυνος για τον θάνατο περίπου 250 κατηγορούμενων για μαγεία. Η δραστηριότητα του διακόπηκε από τον θάνατο του υποστηρικτή του, και πρίγκιπα ηγούμενου Balthasar von Derimbach, τον Μάρτιο του 1606. Ο νέος πρίγκιπας-ηγούμενος συνέλαβε τον Nuss ο οποίος φυλακίστηκε και εν τέλει αποκεφαλίστηκε το 1618 για τον τρόπο με τον οποίο διεξήγαγε τις διώξεις. Στο καλβινιστικό παλατινάτο της βόρειας Γερμανίας (4.) έγιναν λίγες δίκες. Για λόγους αρχής δεν εκτελέστηκε ούτε ένα άτομο για μαγεία. Οι κυβερνήτες της περιοχής έλαβαν μέτρα ώστε να σταματήσουν οποιαδήποτε απόπειρα δίωξης, ενώ οι μηνύσεις στα δικαστήρια δεν γίνονταν δεκτές.
Η γενική εικόνα που μας παραδίδεται είναι ότι εκείνο που προσδιόρισε το αν θα γίνονταν διώξεις για μαγεία ή όχι, ήταν οι ατομικές αποφάσεις της ανώτερης τάξης, ρωμαιοκαθολικής ή προτεσταντικής. Αυτό μας προβληματίζει για τον βαθμό στον οποίο ο λαός πίεζε τις άρχουσες τάξεις να ξεκινήσουν κυνήγι μαγισσών. Φαίνεται ότι δεν ήταν απαραίτητο να επιβληθεί ο μηχανισμός στα κατώτερα στρώματα. Ενσυνείδητα οι κάτοικοι των κοινοτήτων, εφόσον είχαν γνώση της διαδικασίας, αποφάσιζαν να απαιτήσουν την δίωξη των υπόπτων, γνωρίζοντας ότι η καταδίκη τους θα σήμαινε θάνατο στην πυρά. Ο κατατρεγμός των μάγων και των μαγισσών μπορούσε να ξεκινήσει ως πολιτική υπόθεση αλλά στο τέλος οι κεντρικές αρχές έδειξαν ετοιμότητα στο να εξετάζουν τις κατηγορίες και να ελέγχουν την διαδικασία προσεκτικά. Περιοχές όπως η Γερμανία, η Ελβετία και η Γαλλία, που διατηρούσαν μια αυτονομία και δεν υπήρχε ισχυρός κεντρικός έλεγχος, βρίσκονται στην κορυφή της κλίμακας των διώξεων. Η συνάρτηση της πολιτικής με τις δίκες για μαγεία ήταν περιστασιακή και οι κοινωνικοί ή ηθικολογικοί στόχοι, δεν έπαιζαν εν τέλει σημαντικό ρόλο σε αυτές.
"Οι διώξεις μάγων και μαγισσών ήταν διαφορετικές από τα περιστασιακά λιντσαρίσματα. Για να δημιουργηθεί μια δυναμική δίωξη, έπρεπε το στερεότυπο πρώτα να μεταφερθεί στην περιοχή από την ντόπια αριστοκρατία. Παρακολουθώντας αυτήν την άφιξη, οι κοσμικές και οι εκκλησιαστικές αρχές μπορούσαν να επιτρέψουν, ή να μην επιτρέψουν, τη διεξαγωγή διώξεων, ή πάλι, να φαίνονται πολύ αδύναμες ώστε να τα εμποδίσουν αποτελεσματικά. [...] οι συλλήψεις σύντομα θα προκαλούσαν αποσταθεροποίηση και ένταση [...]. Πριν από και μετά τις διώξεις μάγων και μαγισσών, οι χωρικοί είχαν βρει τα μέσα αντιμετώπισης των υπόπτων για άσκηση δαιμονικής μαγείας. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, διάφορα ειδικά ξόρκια καθώς και πίεση από την κοινότητα. Σπανίως, όμως, έφθαναν έως την εκτέλεση." (5.)
Η Γερμανία έρχεται πρώτη στις περιοχές του πιο έντονου διωγμού, ενώ οι δίκες μαγισσών έγιναν συστηματικές μόλις από το 1480 και εξής, σε ορισμένες δε περιοχές από το 1580. Γενικά, η κορύφωση των διώξεων στην Ευρωπαϊκή ήπειρο έλαβε χώρα την περίοδο από το 1580 ως το 1630. Ένα πλαίσιο δογματικής καθοδήγησης δημιουργήθηκε, σχετικά με την επιρροή της μαγείας στις κοινωνικές, θρησκευτικές, οικονομικές και πνευματικές σχέσεις της κοινωνίας του χωριού, η οποία διεξαγόταν για πολύ καιρό από την αριστοκρατία. Το στερεότυπο του μάγου και της μάγισσας είχε επισκιάσει τις παραδοσιακές απόψεις των χωρικών για τους μάγους- γητευτές και τις δαιμονικές τους πράξεις. Οι χωρικοί έστρεψαν τις εντάσεις, τους ανταγωνισμούς και τους φόβους τους εναντίον των ίδιων των γειτόνων τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι εντάσεις αυτές, καθώς και οι διαρκείς μνήμες θανάτου και συμφορών στο περιβάλλον των αγροτών, όπως και η προθυμία τους να δουν τον διάβολο να δρα στην κοινότητα τους, συνέδραμαν στο να χαλκευτούν κατηγορίες για μαγεία. Η μετάδοση φόβου στην περιοχή, όπως είδαμε, εξαρτιόταν από την επιδοκιμασία και συμμετοχή της τοπικής αριστοκρατίας καθώς και από τη δικαστική κατάσταση που παρέκλινε από τον κανόνα ή δεν εποπτευόταν από ένα ισχυρό ανώτατο δικαστήριο. Τα δικαστήρια που εκδίκαζαν υποθέσεις μαγείας στην Γερμανία στα τέλη του 16ου αιώνα, ιδίως τα επαρχιακά εκκλησιαστικά δικαστήρια, κρατικοποιήθηκαν, με αποτέλεσμα την αύξηση των διώξεων. Η ελίτ είχε κατασκευάσει έναν μηχανισμό καταδίωξης και πρόσθεσε ένα νέο όπλο στον εξοπλισμό των κοινοτήτων απέναντι στην μαγεία. Τα θύματα μαύρης, βλαπτικής μαγείας είχαν πλέον την δυνατότητα να καταστρέψουν τους επιτιθέμενους τους μέσω εγκεκριμένων, επίσημων διαδικασιών που παρείχαν τα δικαστήρια. Η δυνατότητα αυτή που παρείχε η νομοθεσία χρησιμοποιήθηκε εξίσου από άνδρες και γυναίκες, αλλά οι άντρες, και συνηθέστερα όσοι είχαν κάποιο κύρος στις κοινότητες τους, ήταν εκείνοι που έκαναν κατάχρηση της διαδικασίας. Εκείνοι απεύθυναν τις κατηγορίες και ενορχήστρωναν την δίωξη, επιστρατεύοντας τους γείτονες τους να καταθέσουν, επιβεβαιώνοντας την κακοβουλία του κατηγορούμενου βάσει παρελθοντικών εμπειριών. Όσοι επέλεγαν να χρησιμοποιήσουν τον προαναφερθέντα μηχανισμό εναντίον των μαγισσών, ήταν υποχρεωμένοι να μετασχηματίσουν τους τοπικούς φόβους και τις φήμες από τις οποίες προήλθε η δίωξη, σε νομικές διατυπώσεις όπως ορίζονταν από τα καταστατικά και διαβάζονταν από τους δικαστές. Οι γυναίκες, αν και ενεργές στην δημιουργία υποψιών μέσω του κουτσομπολιού, και στην ενασχόληση τους με παραδοσιακά προστατευτικά μέτρα και τεχνικές που επικύρωναν μια κατηγορία, κατείχαν μόνο βοηθητικό ρόλο στην επίσημη δίωξη. Λειτουργούσαν βοηθητικά στις δίκες και στην ανακριτική διαδικασία.
Εκτός από τα σποραδικά επεισόδια πανικού που παρουσιάζουν ένα καταιγισμό δικών μαγείας, οι περισσότεροι κάτοικοι της πρώιμης νεώτερης Ευρώπης θεωρούσαν τον νόμο ως όπλο ύστατης επιλογής ενάντια στις μάγισσες. Έκαναν χρήση μια ποικιλίας έξω- θεσμικών μεθόδων αντιμετώπισης τους, ενόσω τα άτομα που θεωρούνταν μάγοι/ μάγισσες και οι οικογένειες τους επίσης ακολουθούσαν κάποιες στρατηγικές προς την υπεράσπιση τους απέναντι σε φήμες αλλά και ανοιχτές κατηγορίες για άσκηση μαγείας. Προοίμιο στην επίσημη κατηγορία ήταν μια μακρά και πολύπλοκη διαδικασία εξάπλωσης και διασταύρωσης βλαβερών φημών που αφορούσαν υποτιθέμενους μάγους και μάγισσες. Αυτή η διαδικασία επενεργούσε ανάμεσα στις κοινότητες, έτσι ακόμα κι αν μια περιοχή ήταν επιφυλακτική απέναντι στην δικαστική οδό, σε περίπτωση που οι γείτονες της βεβαίωναν την αποτελεσματικότητα της, προέβαιναν στην δημόσια καταγγελία αποφασιστικά. Η αίσθηση κινδύνου αυξανόταν σημαντικά όταν η προσέγγιση άλλων κοινοτήτων και πόλεων με σχετικές δίκες, ήταν ακόμη πιο στενή. Αυτό καταδεικνύουν κυνήγια που συνέβησαν στην Γενεύη το 1545 και το 1568-69. Στο Ensisheim από το 1551 έως το 1622, στο Thann από το 1572 έως το 1620, στη Βασιλεία το 1570, στο Molsheim πιθανόν το 1575 και σίγουρα το 1619- 20. Τα νέα για τους μάγους και τις μάγισσες διαδίδονταν μέσα από την γνώση για άλλες δίκες, όπως και το περιεχόμενο των δαιμονολογικών θεωριών που αφορούσαν στον ρόλο του Διαβόλου, στις νυχτερινές συγκεντρώσεις των μαγισσών και σε άλλες λεπτομέρειες που, αν και δεν αφομοιώθηκαν ποτέ πλήρως, η γνώση τους προετοίμαζε τους χωρικούς να τις αποδεχθούν πιο εύκολα, όταν τις άκουγαν από το στόμα του ανακριτή.
1. Kamen, Henry, 'Πρώιμη Νεώτερη Ευρωπαϊκή Ιστορία', (μτφ. Καλογιάννη Ελένη), Μεταίχμιο, Αθήνα, 2002, σ. 125
2. W. Monter, "Heresy executions in Reformation Europe, 1520-1565", στο Grell και Scribner, Tolerance and Intolerance in the European Reformation, 63
3. Fudda : Γερμανική πόλη στο κρατίδιο της Βαυαρίας.
4. Παλατινάτο (Pfalz) : οι επικράτειες των παλατιανών κόμηδων, τίτλος που κατείχαν ηγεμονικοί λαϊκοί πρίγκιπες της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι οποίοι συμμετείχαν στην εκλογή του αυτοκράτορα. Γεωγραφικά το παλατινάτο χωριζόταν στο Rhenish (κάτω παλατινάτο) και στο άνω Παλατινάτο.
5. Thurston W. Robert, 'Μάγοι και Μάγισσες', (μετάφραση Παπαστάμου Ιωάννα), εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2006, σ. 176-7
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ
1. Levack Brian, "The Witchcraft Sourcebook", Routledge, New York & London, 2004
2. Moore R.I. , "The Formation of a Persecuting Society", Oxford, Blackwell, 1990
3. Munck Thomas, "Seventeenth- century Europe: state, conflict and the social order in Europe, 1598-1700", New York, Palgrave Macmillan, 2005
4. Thurston Robert, "Μάγοι και Μάγισσες. Η άνοδος και η πτώση των κυνηγιών μάγων και μαγισσών στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική", Αθήνα, εκδόσεις Παπαζήση, 2006
5. Kors Alan Ch, Edward Peters (ed.), "Witchcraft in Europe, 400-1700. A Documentary History", University of Pennsylvania Press, Philadelphia, 2001
6. Kamen Henry, "Πρώιμη Νεώτερη Ευρωπαϊκή Ιστορία", (μετάφραση) Καλογιάννη Ελένη, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2002
ΑΡΘΡΑ
1. Rowlands A. , "Witchcraft and Old Women in Early Modern Germany", Past and Present, No 173, 2001, p. 50-89
2. Γαγανάκης Κ. , «Λαϊκή μαγεία στην Ευρώπη, 1500-1700», www.e-class.uoa.gr
3. Gregory Annabel, "Witchcraft, politics and 'good neighbourhood' in early seventeenth century Rye", Past and Present, No133, 1991, p. 31-66
4. Larner Christina, "Witchcraft and Religion, The Politics of Popular Belief", Oxford, Blackwell, 1984, p. 79-91, 131
5. Muchembled Robert, "Satanic Myths and Cultural Reality", Bengt Ankarloo & Gustav Henningsen (επιμ.), 'Early Modern European Witchcraft. Centers and Peripheries.', Oxford, OUP, 2001, p.139-160