Σύνδεση

Σύνδεση

Mycenae: Image by ijm2000 from Pixabay

Οι απαρχές της ευρωπαϊκής αστικοποίησης (;): Οικονομία και κοινωνία κατά τη μυκηναϊκή περίοδο.

Κατά τη μυκηναϊκή περίοδο (περίπου 1600- 1200 πΧ) σημειώθηκαν καίριες κοινωνικές μεταβολές, που οδήγησαν από την αγροτική οικονομία στο «πολύπλοκο» ανακτορικό σύστημα, σε μια αστική οικονομία, βασικό ρόλο στην οποία θεωρείται ότι διαδραματίζουν τα ανακτορικά κέντρα (Renfrew 1972, 51-52). Ταυτόχρονα, η γλώσσα των πινακίδων, μια πρώιμη διάλεκτος της ελληνικής, κατέστησε τους φορείς του μυκηναϊκού πολιτισμού ως τους πρώτους Έλληνες και τα μυκηναϊκά ανακτορικά κέντρα ως τα πρώτα παραδείγματα αστικών κέντρων, με όρους οικονομικούς. Τη θεωρία αυτή ενισχύει η υιοθέτηση της γραφής, και μάλιστα με τη μορφή οικονομικών αρχείων, που καταδεικνύουν για πολλούς συγγραφείς, την ύπαρξη γραφειοκρατικής οργάνωσης.

Οι καινοτομίες είναι φανερές σε πολλούς τομείς, όπως της γεωργίας και της βιοτεχνίας, τη μεταλλοτεχνία, την αγγειοπλαστική, την αρχιτεκτονική, ακόμα και στην διάδοση καλλιεργειών όπως το αμπέλι και η ελιά (Dickinson 1999, 123). Επιπλέον, εντάθηκαν, χάρη στην ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας, οι επαφές με άλλες περιοχές της ΝΑ Μεσογείου, όπου ήδη μια χιλιετία νωρίτερα σχεδόν, ανθούσαν τα μεγάλα βασίλεια της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου.

Η κοινωνική μεταβολή που επακολούθησε είναι εμφανής στις ταφικές πρακτικές: μνημειώδεις τάφοι ανεγείρονται, οι οποίοι κτερίζονται με αντικείμενα πολυτελείας, αντικείμενα γοήτρου, από πολύτιμες ή/και εξωτικές ύλες, Ανάμεσα στα είδη πολυτελείας, βασικά προσωπικά αντικείμενα, μια ιδιαίτερη κατηγορία που ενέχει κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις, είναι τα σφραγιστικά δαχτυλίδια ή περίαπτα, καθώς είναι πιθανό να χρησιμοποιούνταν στη διοίκηση. Άλλα ευρήματα αποτελούν σπαθιά και πολεμικός εξοπλισμός, αγγεία από σπάνια μέταλλα ή ορυκτά, κ.α.

Τα ανάκτορα κατέχουν κεντρικό ρόλο σε κάθε προσπάθεια διερεύνησης της κοινωνίας και κυρίως της οικονομίας της υστεροελλαδικής περιόδου, εν μέρει δικαιολογημένα, αφού ο κύριος όγκος πληροφοριών, οι πινακίδες Γραμμικής Β, προέρχεται και αφορά σε αυτά. Στην ερμηνεία της οικονομίας και της διαμόρφωσης των σχέσεων των κοινωνικών ομάδων, συνέβαλλαν τα ρεύματα αρχαιολογικής σκέψης και οι εκάστοτε γενικότερες οικονομικο-πολιτικές συνθήκες. Δε θα περιμέναμε στο έργο των αρχαιολόγων του 19ου αιώνα σύγχρονους οικονομολογικούς όρους. Εξαρχής, η καθιέρωση του όρου ανάκτορο κατηύθυνε την έρευνα στη υπερεκτίμηση των επιτευγμάτων αυτών των πρώιμων εγγράμματων κοινωνιών (Sherratt 2001, 237). Σε πρώτη φάση, τα τότε γνωστά στοιχεία επέτρεψαν να διαμορφωθεί μια θεωρία η οποία είχε δανειστεί χαρακτηριστικά από τα οικονομικά συστήματα των αυτοκρατοριών της Μεσοποταμίας και άλλων περιοχών της Ανατολικής Μεσογείου αλλά και των σύγχρονων κοινωνιών των ευρωπαίων αρχαιολόγων.

Εντούτοις, συχνά στην εξέταση της οικονομίας και κοινωνίας της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, η περιγραφή της διαδικασίας σχηματισμού τους γίνεται με βάση το αποτέλεσμα, το ανάκτορο, και η αβίαστη μεταχείριση των αρχαιολογικών δεδομένων είναι πολλές φορές δύσκολη (Sjöberg 2004, 13;Wright 2004, 5). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ρόλος των ανακτόρων στη διεξαγωγή του οικονομικού βίου ήταν κεντρικός. Έχει όμως καταστεί πλέον σαφές ότι δεν αποτελούσαν το μοναδικό ούτε το βασικό πυλώνα σε αυτό το σύστημα.

Αρχικά, μέσα από την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β, το 1952, προτεινόταν ένα οικονομικο- πολιτικό σύστημα με πολλά φεουδαρχικά χαρακτηριστικά. Αυτήν την ερμηνεία ενίσχυε η παρουσία πινακίδων, και άρα μιας γραφειοκρατικής οργάνωσης, και το περιεχόμενό τους, ιδιοκτησία και εκμετάλλευση γης από διάφορους αξιωματούχους, ιερά και ιδιώτες, οι οποίοι σχετίζονταν με την παραγωγή αγαθών που υπάγονταν στον ανακτορικό έλεγχο. Τα αρχαιολογικά ευρήματα συμπλήρωναν αυτή την εικόνα και ερμηνεύονταν ανάλογα: η αρχιτεκτονική, η έκταση και η πολύπλοκη δομή των ανακτόρων, καθώς και η ύπαρξη της κεντρικής αυλής, ενός δηλαδή χώρου συναθροίσεων, υποδείκνυαν ότι λειτουργούσαν ως κέντρο ελέγχου της οικονομικής δραστηριότητας, με την κινητοποίηση μεγάλου εργατικού δυναμικού και ειδικευμένων βιοτεχνών. Οι χώροι επιβεβαιώνουν την αποθήκευση μεγάλων ποσοτήτων, την βιοτεχνική παραγωγή, την ενσωμάτωση της θρησκευτικής εξουσίας και τη διοικητική οργάνωση.

Ωστόσο άλλα χαρακτηριστικά της φεουδαρχίας, όπως η αποκέντρωση της εξουσίας δεν εμφανίζονται στις πινακίδες (Killen 1985, 258): υπάρχει ο μονάρχης αλλά και μεγάλος αριθμός τοπικών αρχηγών, οι οποίοι ελέγχουν τους υποτελείς στην επικράτειά τους. Ο άμεσος έλεγχος του φορολογικού συστήματος από τα ανάκτορα, που καταγράφεται στα αρχεία των πινακίδων, έρχεται σε αντίθεση με τη φεουδαρχική δομή της οικονομίας, όπου κάθε φεουδάρχης εισπράττει φόρους από τους υποτελείς του.

Έπειτα, στις πιο πρόσφατες έρευνες προτάθηκαν διαφορετικά μοντέλα για τη μυκηναϊκή κοινωνία και το οικονομικό σύστημα που τη ρύθμιζε. Κοινό τόπο αποτελεί η επανεξέταση βασικών οικονομικών παραμέτρων, όπως ο αναδιανεμητικός ρόλος του ανακτόρου και η συμμετοχή του εξω-ανακτορικού τομέα (Shelmerdine 1999, 24). Ταυτόχρονα, έγιναν διακριτές γεωγραφικές και χρονολογικές ενότητες, καθιστώντας σαφές ότι μεταβολές στο μυκηναϊκό κόσμο ήταν παράλληλες, όχι όμοιες (Voutsaki 1998, 55- 56). Αυτές οφείλονταν στις τοπικές συνθήκες, οι οποίες είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται από τη Μεσοελλαδική περίοδο (περίπου 2.100- 1.600 πΧ), καθώς επίσης και στο βαθμό συμμετοχής σε υπερτοπικά δίκτυα ανταλλαγών και συμμαχιών. Στην Αργολίδα ο ανταγωνισμός μεταξύ των αριστοκρατικών οικογενειών, των ελίτ, ήταν εντονότερος και διήρκεσε περισσότερο και η ακρόπολη των Μυκηνών, σε όλη την περίοδο ακμής των ανακτόρων, πάσχιζε για να διατηρήσει την ισχύ της απέναντι σε ισχυρούς αντίζηλους. Στη Μεσσηνία αντίθετα, η Πύλος κατόρθωσε να υπερισχύσει έναντι άλλων ισχυρών θέσεων, τις οποίες και είχε φέρει σε δεύτερη μοίρα (Bennett 1999, 17).

Επίσης, στην Αργολίδα οι υπερπόντιες επαφές ήταν πιο εντατικές και η περιοχή είχε πιο «κοσμοπολίτικο πνεύμα», όπως φαίνεται ήδη από τα εξωτικά κτερίσματα των ταφικών κύκλων (Sjöberg 2004, 6). Αντίθετα, η Μεσσηνία παρέμενε στο περιθώριο του δικτύου επαφών ανά τη Μεσόγειο. Αυτό ενισχύεται και από τη διασπορά της αργολικής κεραμεικής σε όλο το Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο- πιθανώς υπήρχε ειδική παραγωγή προορισμένη για το υπερπόντιο εμπόριο (Sherratt 2001, 226; Sjöberg 2004, 133), σε αντίθεση με την κεραμεική της Μεσσηνίας, που φαίνεται να είχε τοπική διακίνηση (Whitelaw 2001, 61).

Στις πιο πρόσφατες συζητήσεις για τη μυκηναϊκή οικονομία, προτείνεται όπως αναφέραμε, το μοντέλο της αναδιανομής (Nakassis et al, 2011). Κατ' αρχήν, η θεωρία αυτή ταίριαζε με την εικόνα που προέκυπτε από τις γραπτές πινακίδες, με τη διακίνηση αγαθών και προϊόντων από και προς τα ανάκτορα. Η έννοια της αναδιανομής αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό των αρχαϊκών, πρώιμων οικονομιών, όπως και αυτή της ανταλλαγής και της ανταπόδοσης, με μια εξ αυτών να κυριαρχεί σε κάθε οικονομία. Η αναδιανομή, δηλαδή η συγκέντρωση αγαθών και προϊόντων, ενός κεφαλαίου με άλλα λόγια, επέτρεψε την ανάδειξη ηγεμόνων, οι οποίοι, συνήθως στα πλαίσια εθιμικών διαδικασιών (εορτών, συμποσίων) με τη σειρά τους επέστρεφαν στους υποτελείς τους τα αγαθά, ενισχύοντας έτσι τη θέση τους στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας. Η εξειδίκευση της παραγωγής στηρίχθηκε στην αναδιανομή, αφού η αρμονική διαβίωση των νοικοκυριών, που δεν ήταν πλέον αυτάρκη, στηριζόταν στην αναδιανομή των διαφορετικών αγαθών.

Εντούτοις, στην περίπτωση της μυκηναϊκής οικονομίας, το αναδιανεμητικό σύστημα δεν καθόριζε συλλήβδην όλους τους τομείς της οικονομίας, αλλά λειτουργούσε συμπληρωματικά, και αφορούσε τη διακίνηση κυρίως ειδών πολυτελείας, που εξυπηρετούσαν τις ανερχόμενες ελίτ. Αποτελούσε με άλλα λόγια, μια στρατηγική της ελίτ για την ενίσχυση της δύναμης και του γοήτρου τους στον κοινωνικό ιστό.

Βασικό γνώρισμα της μυκηναϊκής οικονομίας αποτελεί η έλλειψη νομίσματος (Wiseman 2004, 12). Στις συναλλαγές χρησιμοποιούνταν μέταλλα και το πλεόνασμα της παραγωγής. Οι συναλλαγές είχαν ευκαιριακό χαρακτήρα και δεν υπήρχε σταθερή ισοτιμία. Επίσης, αφορούσαν κυρίως σε είδη πολυτελείας, όχι είδη πρώτης ανάγκης. Η ζήτηση τέτοιων ειδών εξαρτήτο από την προσφορά και τη χρησιμότητά τους. Ο βασικός χαρακτήρας της παρέμενε αγροτικός, ενώ ο πληθυσμός της υπαίθρου ήταν οργανωμένος σε κώμες, χωριά. Και για την εξασφάλιση των βασικών αγαθών για τη διαβίωσή του, ο πληθυσμός της υπαίθρου δεν εξαρτήτο από το αναδιανεμητικό σύστημα διακίνησης των ανακτόρων. Αυτοί οι οικισμοί περιήλθαν στη σφαίρα επιρροής του ανακτόρου, αλλά διατήρησαν την ταυτότητα και την αυτάρκειά τους. Αποτελούσαν την υποδομή του ανακτορικού συστήματος και ταυτόχρονα δύναμη αντίρροπη προς αυτό, ένα αντι- σύστημα (de Fidio 2001, 24).

Ανάμεσα στις δυο σφαίρες δραστηριοποιούνταν οι αριστοκράτες, η ελίτ. Για πολλούς, οι επίδοξοι ευγενείς ήταν η κινητήρια δύναμη του εξω-ανακτορικού τομέα της οικονομίας. Έχουν θεωρηθεί διαχειριστές του τριτογενούς τομέα, του εμπορίου και της παροχής υπηρεσιών, αγγελιαφόροι, τοποτηρητές, φοροεισπράκτορες, επιχειρηματίες. Η εμπλοκή του ανακτόρου στην οικονομία δεν ήταν καθολική, αλλά περιοριζόταν σε εκείνες της δραστηριότητες που ήταν αναγκαίες για τη συντήρησή του και την επικράτησή του στον κοινωνικό ιστό (Sjöberg 2004, 5). Τα μέλη της ελίτ είχαν αποκτήσει το πλεονέκτημα να ελέγχουν και να κατευθύνουν τους κατοίκους της υπαίθρου, μεγάλες εκτάσεις γης και εργατικό δυναμικό.

Από όλα τα παραπάνω, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο χαρακτήρας της οικονομίας της μυκηναϊκής περιόδου δεν ήταν μονολιθικός. Τα ανάκτορα εφάρμοσαν μια οικονομία βασικών προϊόντων σε συνδυασμό με μια οικονομία πλούτου, ενεργοποιώντας πηγές πόρων για την τροφοδότηση αυτού του πλούτου (Halstead 1999, 39-40). Αν και στη διερεύνηση της οικονομίας, κεντρικό ρόλο κατέχουν τα δεδομένα από τις πινακίδες, σταδιακά διαφαίνεται ότι ο κύριος όγκος της οικονομικής δραστηριότητας διεξαγόταν εκτός των πλαισίων της ανακτορικής γραφειοκρατίας. Οι σχέσεις δεν ήταν ευθύγραμμες ούτε στην κοινωνική ιεράρχηση ούτε στην διεξαγωγή της οικονομικής δραστηριότητας.

Συνεπώς, το οικονομικό σύστημα της μυκηναϊκής περιόδου σε κάθε περίπτωση, δεν ήταν πρωτόγονο, αλλά εξελιγμένο και ευέλικτο. Η σπουδαιότητά του, έξω από τα χρονικά πλαίσια της περιόδου, έγκειται στο ότι παραμένει κατά βάση μια πρώιμη οικονομία, χωρίς νόμισμα, της οποίας όμως γνωρίζουμε πολλές πτυχές και λεπτομέρειες, έστω και κατανεμημένες τυχαία και ανομοιόμορφα, χάρη στις πινακίδες. Η αναψηλάφηση μιας πρώιμης οικονομίας, και κυρίως τους τρόπου με τον οποίο αυτή αναδείχθηκε και έπειτα κατέρρευσε, παρέχει ένα πολύ διδακτικό παράδειγμα στις μέρες μας.

Βιβλιογραφία

1. Bennet J., "Agency and Bureaucracy: Thoughts on the Nature and Extent of Administration in Bronze Age Pylos" στο ECONOMY, 2001, 25-37

2. Chadwick J., The Mycenaean World, 1976, Cambridge

3. de Fidio, Pia, "Centralization and Its Limits in the Mycenaean Palatial System", στο ECONOMY, 2001, 15-24

4. Dickinson O. P.T.K., The Aegean Bronze Age, 1999, Cambridge

5. Galaty M.L., "Wealth Ceramics, Staple Ceramics: Pots and the Mycenaean Palaces" στο RETHINKING 1999, 49- 60

6. Galaty M.L. & Parkinson W.A., "Putting Mycenaean Palaces in Their Place: An Introduction" στο RETHINKING 1999, 1- 8

7. Halstead P., "Mycenaean Wheat, Flax and Sheep: Palatial Intervention in Farming and its Implications for Rural Society", στο ECONOMY, 2001, 38-50

8. Halstead P. , "Towards a Model Of Mycenaean Palatial Mobilization" στο RETHINKING 1999, 35-42

9. Halstead P., "The Mycenaean Palatial Economy: Making the Most of the Gaps in the Evidence", PPS 38, 1992, 57- 86

10. Kilian K., "The Emergence of the Wanax Ideology in the Mycenaean Palaces", OJA 7, 1998, 291-302

11. Killen J., "Some Thoughts on ta-ra-si-ja", στο ECONOMY, 2001, 161-180

12. Lupack S., "A View from Outside the Palace: the Sanctuary and the Damos in Mycenean Society", American Journal of Archaeology 115, 2011. 207- 217

13. Nakassis D., Parkinson W. A. and Galaty M., "Redistributive Economies from a Theoretical and Cross- Cultural Perspective", American Journal of Archaeology 115, 2011. 177- 184

14. Postgate J. N., «System and Style in Three Near Eastern Bureaucracies», στο ECONOMY, 2001,181-194

15. Renfrew C., The Emergence of Civilization, 1972, London

16. Shelmerdine C.W., «The Evolution of Administration at Pylos» στο ECONOMY, 2001, 113-128

17. Sherratt S., «Potemkin Palaces and Route-Based Economies», στο ECONOMY, 2001, 214-238

18. Sjöberg B., Asine and the Argolid in the Late Helladib III Period. A Socio-economic Study, British Archaeological Reports 1225, 2004

19. Trigger B. G., A History of Archaeological Thought, 1989, Cambridge

20. Voutsaki S., «Economic Control, Power and Prestige in the Mycenaean World: The Archaeological Evidence», στο ECONOMY, 2001,195-213

21. Wiseman M., «Production, Manufacturing and Consumption in Late Helladic Messenia», 2004, Uppsala

22. Wright J. C., "The Emergence of Leadership and the Rise of Civilization in the Aegean" στο Barrett J. & Halstead P. (επιμ.), The Emergence of Civilisation Revisited, Sheffield, 2004, 64-88

23. Whitelaw T., «Reading between the Tablets: Assessing Mycenaean Palatial Involvement in Ceramic Production and Consumption», στο ECONOMY, 2001, 51-79

Συντομογραφίες βιβλιογραφίας

RETHINKING

Michael L. Galaty & William A. Parkinson (eds), Rethinking Mycenaean Palaces: New Interpretations of an Old Idea, University of California, Los Angeles. 2000

ECONOMY

Voutsaki S. and Killen J.(eds), Economy and politics in the Mycenaean palace states : proceedings of a conference held on 1-3 July 1999 in the Faculty of Classics, Cambridge. 2001


Τα Cookies μας επιτρέπουν να σας προσφέρουμε μια καλύτερη και ασφαλέστερη εμπειρία κατά τη χρήση του δικτυακού μας τόπου. Συνεχίζοντας την περιήγηση στο Historical Quest αποδέχεστε τη χρήση Cookies. Για περισσότερες πληροφορίες παρακαλούμε διαβάστε τους Όρους Χρήσης & Απορρήτου.