Έχω ήδη αναφερθεί σε μια πιο εκτεταμένη περιγραφή της Οπτικής των αρχαίων Ελλήνων όπου παρατέθηκαν όλα εκείνα τα στοιχεία, τα οποία κατά την άποψή μου, συγκροτούν και συνθέτουν την επιστήμη της Οπτικής. Όμως μια επιστήμη λογικά δεν μπορεί να περιοριστεί σε θεωρητικές διατυπώσεις και μόνο. Είναι απαραίτητο να πειραματιστεί, κάτι που συνεπάγεται την παρουσία οργάνων ή σχετικών μηχανισμών. Μοιραία λοιπόν πρέπει να ανατρέξουμε στα αντίστοιχα όργανα και μηχανισμούς που πλαισίωναν την Οπτική έρευνα στην αρχαία Ελλάδα. Αυτό που διαπιστώνεται είναι ότι έχουμε να κάνουμε με ευφυή τεχνολογική παρουσία που διεισδύει στο άγνωστο παρελθόν, αρκετά πίσω, τόσο ώστε δεν μπορούμε να εντοπίσουμε την αφετηρία της. Όμως υπάρχει και εντυπωσιάζει, διότι συσχετίζει την παρατήρηση με την ιδιοφυή επινόηση και εφευρετικότητα.
1. Τα κάτοπτρα του Διομήδη.
Το επόμενο στάδιο της έρευνας για τα όργανα και μηχανισμούς της Οπτικής εστιάζεται στα κάτοπτρα και την ιδιαίτερη πιο εξειδικευμένη πτυχή της Οπτικής, την Κατοπτρική, κλάδος που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στην αρχαία Ελλάδα με θαυμαστά αποτελέσματα. Ως γνωστό για το θέμα της κατοπτρικής γράφτηκαν και αυτοτελή έργα γεγονός που αποδεικνύει την ιδιαίτερη αξία του κλάδου αυτού. Φυσικά τα έργα που απωλέσθησαν, κυρίως αυτά του Αρχιμήδη, του κατ' εξοχήν μελετητή της κατοπτρικής, αφού εφάρμοσε τις θεωρίες του και στην πράξη εις βάρος των Ρωμαίων, αφήνουν ένα δυσαναπλήρωτο κενό στις γνώσεις μας, αλλά έστω και με όσα διασώθηκαν, έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε αξιολογήσεις και να εξάγουμε συμπεράσματα.
Η παλαιότερη φιλολογική επισήμανση περί κατόπτρων γίνεται από τον Όμηρο στην Ιλιάδα, όταν ο ποιητής κάνει ιδιαίτερη αναφορά στα «κρυφά» όπλα του Διομήδη, γεγονός που υπονοεί ότι οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τα κάτοπτρα για πολεμικούς σκοπούς. Σύμφωνα με τον ποιητή, κατά την διάρκεια της πολιορκίας της Τροίας (η άλωση της έγινε στα 1184 π.Χ.), ο Διομήδης έφερε στην περικεφαλαία και στην ασπίδα του κάτοπτρα από μέταλλο, καλογυαλισμένα, ώστε να αντανακλούν έντονα το φως του ήλιου πάνω στους αντιπάλους του, τα μάτια των οποίων θαμπώνονταν και οι ίδιοι ζαλίζονταν και δεν τον έβλεπαν που επιτίθετο.
Η σκηνή στο έπος περιγράφεται ως εξής:
Τότε πάλι η Παλλάς Αθηνά έδωσε ορμή και θάρρος στο γιο του Τυδέα, Διομήδη, για να διακριθεί μεταξύ των Αργείων και να αποκομίσει λαμπρή δόξα.
Του άναψε στην περικεφαλαία και στην ασπίδα του άσβεστον πυρ (1), όμοιο προς το εκπεμπόμενον από τον φθινοπωρινόν αστέρα (2), που φαίνεται λαμπρός όταν αντικατοπτρίζεται στον Ωκεανό.
Τέτοια φωτιά του έδωσε να βγαίνει από το κεφάλι και τους ώμους του και τον διέταξε να πάει στο κέντρο της μάχης όπου κυρίως συγκρούονταν οι περισσότεροι (3).
Πολύ αργότερα ο σχολιαστής των ομηρικών κειμένων Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ευστάθιος (περί το 1150) σχολίασε ως εξής αυτή τη σκηνή: «Μερικοί υποθέτουν πως ο Διομήδης σκέφτηκε να τοποθετήσει στην περικεφαλαία και στην ασπίδα του κάτοπτρα και να θαμπώνει τους επερχόμενους Τρώες, όταν είχε ηλιοφάνεια, με τον ίδιο τρόπο που ο σοφός Αρχιμήδης έκαψε τα πολεμικά πλοία σαν να έριχνε κεραυνό. Αργότερα δε, ο Ανθέμιος έδιωξε πονηρό γείτονα από το σπίτι του με τον ίδιο τρόπο» (4).
Ήδη στη φιλολογία της Βυζαντινής εποχής έχουν αρχίσει να γίνονται αποδεκτά τα «μυθεύματα» για τα επιστημονικά έργα των αρχαίων, αλλά αυτός που από τους βυζαντινούς συγγραφείς μεταδίδει πολλές λεπτομέρειες για το θέμα είναι ο προικισμένος και με εξαιρετική μόρφωση Ιωάννης Τζέτζης (1100 περ. - 1180 περ.), στον οποίο χρωστάμε πάρα πολλά (5). Εντυπωσιασμένος από το θέμα των κατόπτρων ο Τζέτζης, σε έμμετρους στοίχους σημειώνει τα εξής:
Τότε δε η Αθηνά παρέσχε εις τον Διομήδη τόλμην και καρτερίαν καταστήσασα αυτόν ένδοξον. Εκ της περικεφαλαίας δε και της ασπίδας τούτου εξήρχετο πυρ αφλεγές όμοιον προς το του άστρου του κυνός (δηλ. του Σείριου).
Μάθε την μικράν αυτήν αλληγορίαν. Ο Διομήδης θέλων τότε να γνωσθή εις όλους, κατασκεύασεν εις τας ασπίδας και τον λόφον της περικεφαλαίας κάτοπτρον, το οποίον εφαίνετο ως να εκπέμπει πυρ δια των ακτινών του ηλίου όπως υπήρχε και εις τον Αχιλλέα και ήτο φόβητρον εις τους εχθρούς. Το κάτοπτρον δε δεν ήτο καυστικόν, όπως ήτο το κάτοπτρον του Αρχιμήδους, δια του οποίου ο γέρων ανέφλεξε τα πλοία του Μαρκέλλου εκ της αντανακλάσεως των ακτινών του ηλίου, αλλ' ήτο αφλεγές δια να προκαλεί φόβον εις τα τάγματα των αντιπάλων.
Τοιουτοτρόπως δε παραγγέλλουν να δρα κανείς όλοι οι έχοντες γράψει περί μηχανών. Ο Φίλων και ο Φιλεταίρος, ο Ισόης, ο Αρχιμήδης, ο Ήρων και ο Διονύσιος, ο Σώστρατος και ο Πάππος, ο Παλλάδας Αθηναίος μετά του Απολλοδώρου, ο Κτησίβιος, ο Ανθέμιος μετά του Πατροκλέους, εκ των συγγραμμάτων των οποίων εδιαβάσαμε πολλά περί της κατασκευής μηχανών (6).
2. Τα κάτοπτρα του Φάρου της Αλεξάνδρειας
Ο Φάρος της Αλεξάνδρειας, το «έβδομο θαύμα» όπως αποκλήθηκε, είναι γνωστός τοις πάσι και δεν χρειάζονται εδώ ιδιαίτερες αναφορές, εννοώ ιστορικές πληροφορίες και διάφορα παρεμφερή στοιχεία, τα οποία μπορεί να αντλήσει κανείς από σχετικά βιβλία ή δημοσιεύματα (7). Περιττό να τονίσω ότι η φιλολογία για το κτίσμα στους νεώτερους χρόνους ή τουλάχιστον από την εποχή της ολοκληρωτικής καταστροφής του τον 14ο αιώνα είναι μεγάλη. Δυστυχώς όμως δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν όλα όσα έχουν λεχθεί αποτελούν ιστορική πραγματικότητα ή υπερβολές, που προέρχονται από την μεγάλη φήμη του «έβδομου θαύματος». Και θέλω να τονίσω ότι μας ενδιαφέρει να δούμε τι στοιχεία υπάρχουν για το αν στο Φάρο έκαιγε κάποια φωτιά ή υπήρχαν κάτοπτρα κάποιας μορφής.
Στα 1558 ο γνωστός Giovanni Battista (ή Giambattista) della Porta έκανε την πρώτη «σύγχρονη» αναφορά στο μηχανισμό του Φάρου και στα παράξενα οπτικά όργανα (;) που υπήρχαν στην κορυφή του, στο έργο του Magia Naturalis. Παλινδρομώ για να σημειώσω ότι κατά την άποψη των υποστηρικτών της ύπαρξης κατόπτρων επί του Φάρου, ο μηχανισμός στην κορυφή έκανε τα εξής:
Α) έστελνε φως προς τα πλοία που ήταν ορατό από απόσταση 50 χιλιομέτρων,
Β) το φως αυτό προερχόταν προφανώς από άλλα ισχυρά αντανακλαστικά κάτοπτρα, και
Γ) μπορούσαν να δουν τα πλοία που πλησίαζαν από μεγάλη απόσταση, γεγονός που προϋποθέτει την ύπαρξη μεγεθυντικών φακών.
Στο σημείο αυτό να σημειώσω ότι οι απόψεις για την ύπαρξη κατόπτρων επί του Φάρου υποστηρίζονταν κατά πολύ από τα λαμπρά και ιδιαίτερα εντυπωσιακά επιτεύγματα του Αρχιμήδη με τα γνωστά εμπρηστικά κάτοπτρα.
Ήδη από τον 13ο αιώνα ο Roger Bacon είχε αναφερθεί -κατά μια άποψη- σε κάποιο κάτοπτρο που χρησιμοποιούσε ο Καίσαρας για να κατοπτεύει την ακτή των Βρετανών (8). Αν αυτό αληθεύει, ποια ήταν η πηγή πληροφόρησης του Bacon για ένα τόσο σημαντικό στοιχείο; Ο ίδιος δεν αναφέρει καμιά αρχαία πηγή, κάτι που θα είχε μεγάλη σημασία για την έρευνα και το μόνο που μπορούμε να σκεφτούμε είναι ότι ο 13ος αιώνας ήταν ένας αιώνας πριν την οριστική καταστροφή του Φάρου το 1349 και ότι πιθανόν από τόσο νωρίς ήδη (πριν την καταστροφή του), κυκλοφορούσαν οι φήμες για τον Φάρο, τα κάτοπτρά του ή τους μεγεθυντικούς φακούς που είχε στην κορυφή του.
Αν ο Bacon υπήρξε αοριστολόγος, ο della Porta σε μια εμπλουτισμένη επανέκδοση του βιβλίου του Magia Naturalis σημειώνει: «θα μιλήσω τώρα για πράγματα θαυμαστά αλλά χρήσιμα, που έχουν γίνει πολύ παλιά αλλά εξακολουθούμε να πιστεύουμε σε αυτά. Αναφέρομαι στους φακούς του Πτολεμαίου ή πιθανόν στο τηλεσκόπιο με το οποίο κάποιος μπορούσε να δει σε απόσταση 600 μιλίων (!) αν το πλοίο που ερχόταν ήταν φιλικό ή εχθρικό και ότι μπορούσε να διαβάσει τα πιο μικρά γράμματα από μεγάλη απόσταση...» (9). Στο απόσπασμα αυτό είναι φανερό ότι ο della Porta περιγράφει την κατασκευή ή παρουσία του τηλεσκοπίου πολλά χρόνια πριν τον Γαλιλαίο αν και δεν παρέχει καμιά πληροφορία για τις πηγές του.
Τον della Porta θα αντιγράψουν αρκετοί νεώτεροι συγγραφείς, εντυπωσιασμένοι από τα λεγόμενά του, αλλά το ίδιο με εκείνον δεν αναφέρουν κάποια πηγή. Αναφέρομαι στο έργο του Guido Pancirollo του 1599 ή του Robert Smith του 1767. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η άγνωστη έως πρότινος επιστολή του Tito Livio Burattini, ενός Ιταλού κατασκευαστή φακών, γραμμένη το 1672, προς τον Γάλλο αστρονόμο Ismael Boulliau, με την οποία τον πληροφορεί ότι: «...υπήρχε στη Raguse (όχι στην Ragusa της Σικελίας αλλά στο σύγχρονο Kavtat, στις ακτές της Κροατίας) πάνω σε ένα πύργο ένα όργανο τέτοιας μορφής, που βοηθούσε τους κατοίκους της πόλης να βλέπουν τα πλοία από απόσταση 25-30 μιλίων και ότι ο φύλακας του οργάνου απέδιδε την κατασκευή του στον Αρχιμήδη...». Αυτά αναφέρει ο G. Libri, που ενσωμάτωσε την επιστολή του Burattini σε έργο του, εκδομένο αρχικά στο Παρίσι το 1835 και σήμερα ιδιαίτερα σπάνιο (10). Ο Libri σχολιάζει την επιστολή αυτή, για την οποία αναφέρει ότι το 1835 βρισκόταν στην Bibliotheque de Roi, και σημειώνει ότι το γεγονός, στο οποίο αναφέρεται, είχε ελεγχθεί από αρκετά σημαίνοντα πρόσωπα και το όλο θέμα αποδεικνύει, κατά τη γνώμη του, το αδιαφιλονίκητο γεγονός της ύπαρξης αρχαίων οργάνων. Όμως διαβάζοντας την επιστολή του Burattini στο σύνολό της από το έργο του Libri, που παρατίθεται σχεδόν αυτούσια, ο αναγνώστης δεν κερδίζει τίποτα το αξιόλογο. Δεν υπάρχει η παραμικρή ιστορική απόδειξη και η όλη φρασεολογία δεν δείχνει τίποτα παραπάνω από την πίστη του αποστολέα στην ύπαρξη οργάνου. Παρά ταύτα ο Burattini σημειώνει: «όσο για μένα εξακολουθώ να πιστεύω ότι το όργανο αυτό είναι το ίδιο για την ύπαρξη του οποίου αναρωτιούνται αρκετοί συγγραφείς και το οποίο υπήρχε στο Φάρο της Αλεξάνδρειας, την εποχή των Πτολεμαίων, χρησιμεύοντας στο να βλέπουν πλοία από απόσταση 50 ή 60 μιλίων μακριά» (11).
Να υποθέσουμε ότι ο Burattini, παρά την ανυπαρξία ιστορικών αποδείξεων, υπαινίσσεται κάτι παραπάνω; Υπήρχε έντονη φήμη την εποχή εκείνη, σύμφωνα με την οποία το τηλεσκόπιο του Kavtat, νότια ακριβώς του Ντουμπρόβνικ στην Κροατία ήταν τμήμα του οργάνου που διασώθηκε από το Φάρο της Αλεξάνδρειας, όταν μετά από σεισμό αυτό κατέπεσε στη θάλασσα, έσπασε και τμήμα του αποκαλύφθηκε από δύτες. Δυστυχώς τίποτα από όλα αυτά δεν αποτελούν αποδείξεις εκτός της έντονης μυθοπλασίας γύρω από το Φάρο και τους μεγεθυντικούς φακούς του και τίποτα έως την εμφάνιση της επιστολής του Burattini δεν υπεδείκνυε κάποιο συγκεκριμένο και αποδεικτικό στοιχείο.
Είναι όμως ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε την ιστορική αναφορά που κάνει για το θέμα ο Bonaventure Abat στα 1763, συμπεραίνοντας ότι το αντικείμενο ή όργανο του Φάρου ήταν ένας καθρέπτης και όχι ένας φακός. Αναφέρει τα εξής:
«Διαβάζει κανείς σε αρκετούς συγγραφείς ότι ο Πτολεμαίος ο Ευεργέτης τοποθέτησε τον πύργο του Φάρου της Αλεξάνδρειας έναν καθρέπτη στον οποίο φαινόταν καθαρά το καθετί που γινόταν σ' όλη την Αίγυπτο, τόσο στη θάλασσα όσο και στην ξηρά. Μερικοί συγγραφείς λένε ότι με τον καθρέπτη αυτό μπορούσε κάποιος να δει εχθρικούς στόλους να πλησιάζουν από απόσταση 600 μιλίων μακριά (!), άλλοι μιλούν για 500 παρασάγγες, που είναι λίγο περισσότερο από 100 λεύγες (400 χιλιόμετρα). Όμως όλα όσα έχουν ακουστεί για το θέμα μοιάζουν σχεδόν με ένα ανώφελο παραμύθι και κάπως σαν απίθανα. Υπάρχουν ακόμα αρκετοί γνωστοί οπτικοί που πιστεύουν ότι αν αυτό το γεγονός είναι αλήθεια, δεν μπορεί παρά να είναι αποτέλεσμα μαγείας ή θαύμα του Διαβόλου. Ανάμεσα σε αυτούς άλλοι, όπως ο πατήρ (Athanasius) Kircher, που μιλούν για υπερβολικά δεισιδαίμονα γεγονότα, τοποθετώντας και αυτό το θέμα στην ίδια κατηγορία... Η πείρα με έχει διδάξει ότι ένας μεγάλος αριθμός πραγμάτων τα οποία από αρκετούς φιλόλογους έχουν θεωρηθεί ως φαντασιοπληξίες, τα ίδια πράγματα εξεταζόμενα από άλλους φιλόλογους έχουν θεωρηθεί όχι απλώς πιθανά, αλλά και ότι ήταν υπαρκτά. Υποπτεύομαι ότι αυτός ο καθρέπτης του Πτολεμαίου ανήκει σε αυτή την ίδια κατηγορία..» (12).
Ο Abat συνεχίζει λέγοντας ότι όσοι έγραψαν για το μηχανισμό του Φάρου - ουσιαστικά όχι για το μηχανισμό, λέξη που δεν αναφέρεται από κανένα, αλλά για τους καθρέπτες που είχε στην κορυφή του - χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη πιστεύει ότι τους καθρέπτες τοποθέτησε στο Φάρο ο Πτολεμαίος ο Ευεργέτης. Οι οπαδοί της θεωρίας του Αλεξάνδρου υποστηρίζουν ότι ο καθρέπτης έσπασε μετά το θάνατο του στρατηλάτη και ένας Έλληνας με το όνομα Σόδωρ (Sodore) έκλεψε τμήματά του όταν οι φρουροί είχαν αποκοιμηθεί (13). Είναι προφανής η σύγχυση των συγγραφέων που ασχολήθηκαν με το θέμα και ακόμα δείχνει πόσο επηρεασμένοι ήταν από το μύθο που ακολούθησε το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Φυσικά η εκδοχή αυτή απορρίπτεται, αφού είναι αποδεδειγμένο ότι ο Φάρος κατασκευάστηκε πολύ μετά το θάνατο του στρατηλάτη, από τους Πτολεμαίους, που βασίλευαν στην Αίγυπτο.
Όλα όσα αναφέρθηκαν δείχνουν την ισχυρή μυθοπλασία που υπήρχε για το μηχανισμό του Φάρου, κάτι το λογικό άλλωστε αφού υπήρξε ένα μοναδικό κατασκεύασμα της αρχαίας τεχνολογίας, πέρα από το θαυμαστό της κατασκευής του. Αλλά δεν προσκομίζει τίποτα αυτή η μυθοπλασία, στην ιστορική έρευνα. Και φοβάμαι ότι για τους φακούς του Φάρου - γιατί πιστεύω ότι περί φακών επρόκειτο - δεν θα αποκομίσουμε στοιχεία από ευρωπαϊκές πηγές. Υπάρχουν όμως και άλλες διέξοδοι. Υπάρχει άραγε πιθανότητα να βρούμε κάποια στοιχεία για το μηχανισμό του Φάρου από αραβικές πηγές; Η εκδοχή αυτή είναι πιο συζητήσιμη δεδομένου ότι για πολλά επιστημονικά έργα των αρχαίων Ελλήνων οι Άραβες έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον και πολλά από αυτά τα μετέφρασαν στην γλώσσα τους (14). Αυτή η διαδικασία μεταφοράς της γνώσης από τον Ελληνικό πολιτισμό προς το Βυζάντιο και μέσω αυτού προς τον Αραβικό ξεκίνησε περίπου το 700 και διήρκεσε έως το 1200-1300. Στην διάρκεια αυτών των αιώνων μεγάλα τμήματα γνώσεως μετεκενώθηκαν στον αραβικό κόσμο και συνέβαλλαν στην ανάπτυξη και εξέλιξη του αραβικού πολιτισμού. Η διαδικασία αυτή υπήρξε πολύ σημαντικός παράγων στην εξάπλωση του ελληνικού πολιτισμού προς Ανατολάς αλλά κυρίως προς Δυσμάς, όταν οι Άραβες, ιδιαίτερα στην Ισπανία, μαζί με άλλους δυτικοευρωπαίους μεταφραστές μετέφρασαν από τα αραβικά σχεδόν όλα τα ελληνικά επιστημονικά συγγράμματα στις λατινογενείς γλώσσες βάζοντας έτσι τα θεμέλια της επιστημονικής εξέλιξης της Δύσης.
Δυστυχώς και οι αραβικές πηγές που περιγράφουν το Φάρο και είναι πολύτιμα κείμενα για το ιστορικό της διαδικασίας του προς την καταστροφή, δεν αναφέρουν κάτι αξιόλογο για το θέμα μας, δηλαδή το μηχανισμό του Φάρου. Οι ελάχιστες πληροφορίες για αυτόν περιορίζονται στο να αναφέρουν ότι επρόκειτο για φωτιά ή καπνό, όπως π.χ. στο κείμενο του Idrisi (15), που επισκέφθηκε την Αλεξάνδρεια το 1154 και περιέγραψε το Φάρο με αρκετές λεπτομέρειες. Στο τέλος αναφέρει: «Το κτίσμα είναι εξαιρετικά αξιόλογο τόσο εξαιτίας του ύψους του καθώς και της αντοχής του. Είναι πολύ χρήσιμο στο ότι λάμπει μέρα και νύχτα σαν φάρος για τους ναυτικούς που ταξιδεύουν κυριολεκτικά όλες τις εποχές. Οι ναυτικοί γνωρίζουν το φως του φάρου και κανονίζουν την πορεία τους αναλόγως, αφού είναι ορατό από απόσταση ταξιδιού μιας μέρας (100 μίλια ή 182 χιλιόμετρα). Το βράδυ μοιάζει με λαμπερό αστέρι, ενώ την ημέρα κάποιος μπορεί να διακρίνει τον καπνό του (16)».
Το κείμενο είναι πολύ σημαντικό: το 1154, 14 αιώνες μετά την κατασκευή του (!) ο Φάρος λειτουργούσε με τόσο θεαματικά αποτελέσματα. Όμως καλώ τον αναγνώστη να σημειώσει δυο σημαντικότατα στοιχεία: ότι ο Φάρος την ημέρα επισημαινόταν από τον καπνό του, ενώ τη νύχτα έμοιαζε σα λαμπρό άστρο ορατό από απόσταση 180 χιλιομέτρων, θα επανέλθω σε αυτό στην συνέχεια.
Το ίδιο φτωχά είναι και τα κείμενα του Μασούντι (Abu l' Hasan al Massudi), άραβα ιστορικού και γεωγράφου, του Μπαγκτανί (Ab d al-Latif al-Baghdadi), του Αμπουντέλ φα (Abu 'l Fida) και του Κουαριζμί (Muhammad ibn Musa al- Khwarazmi), ο οποίος μετέφρασε πολλά έργα Ελλήνων μηχανικών και επιστημόνων στα αραβικά. Εξακολουθεί να ισχύει δυστυχώς η δυσάρεστη πραγματικότητα: δεν υπάρχει καμία αρχαία φιλολογική πηγή που να αναφέρεται στο μηχανισμό ή την όποια άλλη μορφή του μέσου που χρησιμοποιήθηκε για να στέλνει το φως του Φάρου σε τόσο μεγάλη απόσταση μακριά. Απομένουν οι σύγχρονες έρευνες, μηδαμινές και αυτές. Επειδή όμως έχω ασχοληθεί εκτεταμένα με την αρχαία ελληνική τεχνολογία θα διατυπώσω κάποιες απόψεις μου.
Θεωρώ πολύ απλουστευτικές τις μαρτυρίες ότι άναβαν τεράστια φωτιά στην κορυφή του που φαινόταν από μεγάλη απόσταση για ένα και μοναδικό λόγο. Από που προσπορίζονταν τα υλικά αυτής της τεράστιας φωτιάς, που ήταν αναμμένη όλο το εικοσιτετράωρο, σε μια χώρα όπως η Αίγυπτος που δεν διέθετε (και δεν διαθέτει) ξυλεία; Που υπήρχαν εκείνα τα δάση που τροφοδοτούσαν το Φάρο; Επειδή έχω αναφερθεί στις αρχαίες φρυκτωρίες (17) γνωρίζω καλά τη διαδικασία: τα ξύλα που χρησιμοποιούσαν στοιβάζονταν έτοιμα για χρήση όταν αυτό ήταν αναγκαίο. Πουθενά δεν αναφέρεται ότι οι φωτιές έκαιγαν συνεχώς. Αυτό ήταν δυσβάσταχτο οικονομικά και πολύ περισσότερο για το Φάρο, όπου η φωτιά ήταν συνεχής. Θεωρητικά αλλά και πρακτικά έπρεπε να υλοποιείτο μια τεράστια διαδικασία συγκέντρωσης ξύλων και μεταφοράς τους πάνω στο Φάρο, ενώ η προώθησή τους στην κορυφή θα ήταν ακόμα δυσκολότερη.
Όμως ακόμα και αν παρακάμψουμε τα προβλήματα αυτά, που δεν τα θεωρώ καθόλου μικρά αλλά πολύ μεγάλα (τεράστιο οικονομικό κόστος μεταφοράς ξύλων με πλοία από άλλες - μακρινές - περιοχές, προώθησή τους στο Φάρο και καύση επί εκατοντάδες χρόνια), υπάρχει και άλλο πρόβλημα, ακόμα μεγαλύτερο που το γνωρίζουν όλοι όσοι έχουν βρεθεί κοντά σε μεγάλη φωτιά: τις συνθήκες που επικρατούν στον περιβάλλοντα χώρο. Μια τόσο μεγάλη φλόγα συνεπάγεται θανάσιμους κινδύνους για τους ανθρώπους που την άναβαν, την τροφοδοτούσαν κλπ. Αλλά και το ίδιο το κτίσμα θα καιγόταν σύντομα. Όμως το τελευταίο τμήμα του Φάρου, όπου έκαιγε η φωτιά, ήταν κτίσμα μικρότερο σε διαστάσεις: είχε 9μ. ύψος, 3μ. το πολύ διάμετρο, με εσωτερική σκάλα με 18 βαθμίδες, άρα η ωφέλιμη διάμετρός του ήταν ακόμα μικρότερη. Πως ήταν δυνατόν λοιπόν, σ' αυτόν τον περιορισμένο χώρο να καίει συνεχώς φωτιά, χωρίς να καταστρέφεται το κτίσμα, στην κορυφή του οποίου υπήρχε ωραιότατο άγαλμα του Διός ή του Ποσειδώνα ύψους 5 μέτρων;
Όσα μυθικά και ευφάνταστα γράφονται πρέπει να ελέγχονται και ειδικά όσα αφορούν τεχνολογικά θέματα χρειάζονται επιβεβαίωση, που προκύπτει από συστηματική έρευνα, διασταύρωση στοιχείων και πειραματισμό. Διαφορετικά παραμένουμε στο χώρο της φαντασίας και όχι της ιστορίας. Όμως, αυτός είναι ο μοναδικός δρόμος που έχουμε για την επίλυση τεχνολογικών προβλημάτων της αρχαιότητας, ο οποίος σχεδόν πάντα επιφυλάσσει εκπλήξεις. Επειδή λοιπόν είμαι πάντοτε υποψιασμένος με τις αρχαίες (και σύγχρονες) αναφορές για την αρχαία τεχνολογία, καταφεύγω πάντοτε στην απλή λογική, όπως π.χ. στο μύθο της πτήσης του Δαιδάλου και Ικάρου (18).
Κατά την άποψή μου στην κορυφή του Φάρου υπήρχε ανακλαστικός μηχανισμός αποτελούμενος από ισχυρά κάτοπτρα με φακούς, που ανακλούσε στο πολλαπλάσιο μεγενθυμένη, τη μικρή σε διάσταση φωτιά του Φάρου. Η άποψη αυτή τείνει να γίνει αποδεκτή τα τελευταία χρόνια, για την οποία όμως, δυστυχώς και πάλι, δεν υπάρχουν αποδείξεις, αλλά μόνο ενδείξεις, ενώ χρειάζεται να επιστρατευθεί η λογική για την επεξεργασία των στοιχείων.
Παραθέτω σχετική αναφορά του Ε. Μ. Φόστερ για το θέμα που με εντυπωσίασε, επειδή το αντιμετωπίζει από την ίδια σκοπιά που ανέφερα, χωρίς όμως να παραθέτει κάποια βιβλιογραφική τεκμηρίωση. Αναφερόμενος στον τρίτο όροφο (ή τμήμα) του Φάρου της Αλεξάνδρειας, σημειώνει:
«Το τρίτο πάτωμα ήταν κυκλικό. Πιο ψηλά βρισκόταν ο φανός. Το φανάρι αυτό αποτελεί αίνιγμα, διότι φαίνεται πως τον περιορισμένο του χώρο μοιραζόταν από τη μία η φωτιά και από την άλλη κάποια ευαίσθητα επιστημονικά όργανα. Οι επισκέπτες μιλούν για παράδειγμα, για ένα παράξενο "καθρέπτη" εκεί πάνω, ο οποίος προκαλούσε ακόμα μεγαλύτερο θαυμασμό, από το ίδιο το κτίριο του Φάρου. Γιατί όμως δεν ράγιζε αυτός ο καθρέπτης και τι ακριβώς ήταν; Μήπως ήταν γυαλιστερός ατσάλινος ανακλαστήρας, είτε για τη συντήρηση της φωτιάς κατά τη διάρκεια της νύχτας είτε για τις ηλιογραφίες που γίνονταν στη διάρκεια της ημέρας; Μερικοί συγγραφείς περιγράφουν ότι ήταν φτιαγμένος από γυαλί ή διάφανη πέτρα επεξεργασμένη κατά τον πιο λεπτό και τεχνικό τρόπο, και μαρτυρούν πως όταν κάθονταν από κάτω μπορούσαν να δουν πλοία στην θάλασσα που δεν ήταν ορατά δια γυμνού οφθαλμού. Να ήταν τηλεσκόπιο; Είναι δυνατόν να διανοηθεί κανείς ότι η αλεξανδρινή σχολή των μαθηματικών και της μηχανικής είχε ανακαλύψει το φακό, και πως η ανακάλυψη αυτή χάθηκε και λησμονήθηκε με την κατάρρευση του Φάρου; Και όμως είναι πιθανό. Οι ανακαλύψεις του Αρίσταρχου είχαν ξεχαστεί, κι ο Γαλιλαίος διώχτηκε επειδή επιχείρησε να τις αναβιώσει (19). Αυτό που ήταν βέβαιο είναι ότι ο Φάρος ήταν εξοπλισμένος με όλες τις επιστημονικές καινοτομίες και τα επιτεύγματα της εποχής, ότι αποτελούσε το χώρο εφαρμογής των μελετών που διεξάγονταν στο Μουσείο, στην άλλη πλευρά του κόλπου και ότι ο αρχιτέκτονάς του είχε τη δυνατότητα να συμβουλευθεί όχι μόνο με τον Αρίσταρχο, αλλά και τον Ερατοσθένη, τον Απολλώνιο τον Περγαίο και τον Ευκλείδη» (20).
Ο Φόστερ σε μια σελίδα συνόψισε όλο το θέμα του μηχανισμού, εστιάζοντάς το περισσότερο στην ανάκλαση της φωτιάς που άναβαν και λιγότερο σ' αυτήν την ίδια. Περίπου το ίδιο σημειώνει και ο Clayton που αναφέρει:
«Το συμπέρασμα είναι ότι η ένταση του φωτός προερχόταν πιο πολύ από την αντανάκλαση παρά την ίδια τη φωτιά. Οι συντελεστές της αντανάκλασης θα πρέπει να ήταν φύλλα στιλβωμένου μετάλλου, πιθανόν γυαλισμένου χαλκού, όπως ήταν οι περισσότεροι καθρέπτες στην αρχαιότητα. Την ημέρα μπορούσαν να πετύχουν μια πολύ ισχυρότερη ανάκλαση, χρησιμοποιώντας τις ακτίνες του ηλίου. Είναι γνωστό ότι στην πρωτομεσαιωνική περίοδο από το Φάρο στέλνονταν στην πόλη της Αλεξάνδρειας ηλιογραφικά μηνύματα πλοίων που πλησίαζαν» (21).
Δυστυχώς και πάλι μας λείπουν οι φιλολογικές πηγές για όλα αυτά. Όμως ο συσχετισμός των κατόπτρων του Φάρου με τον Αρχιμήδη δείχνει την συνέχεια της τεχνολογικής διαδικασίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Αναφέρεται στην ηλιακή αντανάκλαση.
2. Εννοεί τον Σείριο.
3. Όμηρος, Ιλιάδα, Ε 1.
4. Ευστάθιος, Παρεκβολές στην Οδύσσεια και την Ιλιάδα, τομ. 1, Ε, 1.
5. Το σημαντικότερο έργο του είναι οι Χιλιάδες (ή Βίβλος Ιστοριών) γνωστό και με τον τίτλο Ιστορίαι. Είναι διαιρεμένο σε 660 κεφάλαια και αποτελείται από 12.674 πολιτικούς στίχους, και όπως σημειώνεται: «...πρόκειται για ένα κολοσσιαίο φιλολογικϊστορικό Υπόμνημα...» Βλ. Tusculum-Λεξικό, τομ. 1, σελ. 469-472.
6. Allegoriae Iliadis. J. F. Boissonade, Tzetzae allegoriae Iliadis (1851) ανατ. 1967 με σχόλια. Επίσης Ευαγγ. Σταμάτης (επιμέλεια), Άπαντα Αρχιμήδους, τομ. Α’, μερ. Α’, σελ. 212-215, αρχαίο και νέο κείμενο σε μετάφραση Ευαγγ. Σταμάτη.
7. Βλ. π.χ. ένα εντελώς πρόσφατο δημοσίευμα: Χρήστος Δ. Λάζος, Ο Φάρος της Αλεξάνδρειας: ένα τεχνολογικό θαύμα, Ανεξήγητο, τευχ. 172 (Δεκ. 2002), σελ. 148-155.
8. Roger Bacon, The Opus Majus of (αγγλική μετάφραση από τον Robert Belle), Burke, University of Pennsylvania Press Phil., 1928, τομ. 2. εδώ τόμος ΙΙ, σελ. 580-582.
9. Βλ. Magia Naturalis, εκδ. του 1658 πλήρης, που στα αγγλικά έφερε τον τίτλο Natural Magick, και αποτελείτο από 20 βιβλία. Η έκδοση του 1658 επανεκδόθηκε στη Νέα Υόρκη από τις εκδόσεις Basic Books το 1957 και προλογιζόταν από το γνωστό ερευνητή και επιστήμονα Derek de Solla Price.
10. Guillaume Libri, Histoire des Sciences Mathematiques en Italie depuis la Renaissance des Lettres, Jusqu’ a la Fin du Dix-Septieme Siecle. Paris, 1835.
11. Στο ίδιο, σελ. 46.
12. Bonaventure Abat, Philosophical Diversions, Paris 1763, σελ. 361.
13. Στο ίδιο.
14. Εκτεταμένες πληροφορίες για το θέμα βλ. Χρήστος Δ. Λάζος, Η περιπέτεια της Τεχνολογίας στην αρχαία Ελλάδα, εκδ. Αίολος, Αθήνα 1999, σελ. 159- 191.
15. Το πλήρες όνομά του ήταν Abu Abdallah Muhammad ibn-Muhammad ibn-Abdallah ibn-Idris. «Idris» (ή Edris) ήταν το όνομα του προ-πάππου του και ήταν απόγονος ηγεμόνων της Αφρικής.
16. Το κείμενο προέρχεται από το Idrisi, III, iv, (ed. Dozy, σσ. 166) και παρατίθεται από τον L. Sprague de Camp, The Ancient Engineers, σελ. 129-130.
17. Βλ. Χρήστος Δ. Λάζος, Τηλεπικοινωνίες των αρχαίων Ελλήνων, εκδ. Αίολος, Αθήνα 1998.
18. Βλ. Χρήστος Δ. Λάζος, Η ιδέα της πτήσης στην ελληνική σκέψη, εκδ. Αίολος, Αθήνα 2003, σελ. 39-53.
19. Ο συγγραφέας αναφέρεται εδώ στη θεωρία του ηλιοκεντρικού συστήματος που διατύπωσε ο Αρίσταρχος ο Σάμιος, την οποία πρότεινε ως δική του επινόηση ο Κοπέρνικος, ενώ ο Γαλιλαίος διώχθηκε για την άποψή του ότι η γη κινείται (περί τον ήλιο).
20. Ε. Μ. Φόστερ, Φάρος και Φαρίσκος. Ιστορίες της Αλεξάνδρειας, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1991, σελ. 34-35.
21. Peter A. Clayton, Ο Φάρος τη Αλεξάνδρειας, στο P. Clayton – M. Price (επιμέλεια). Τα Επτά Θαύματα του Αρχαίου Κόσμου, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1994, σελ. 175-176.