Προλογικά στοιχεία
Σημαντικό για την κατανόηση της απήχησης που άσκησε η προσωπικότητα και το έργο του Τιμολέοντα είναι το ζήτημα των πηγών που υπάρχουν για το πρόσωπό του. Αρχική πηγή για το έργο και τη ζωή του Τιμολέοντα αναμφισβήτητα αποτέλεσε το έργο του Τιμαίου από το Ταυρομένιο (σημερινή Taormina) της Σικελίας. Επιπλέον, στο έργο του Πλούταρχου (βασικής σωζόμενης πηγής) μνημονεύονται και τα ονόματα ιστορικών, των οποίων δυστυχώς το έργο έχει χαθεί, και οι οποίοι είχαν ασχοληθεί και με την ιστορία της Σικελίας. Τέτοιοι ήταν ο Έφορος από την Κύμη, ο Θεόπομπος από τη Χίο, ο Άθανις ο Συρακούσιος και ο Δάμαστις. Η έτερη σωζόμενη πηγή είναι ο Διόδωρος (με βασικές μάλιστα διαφορές σε σχέση με τα όσα μας έχει παραδώσει ο Πλούταρχος)1.
Από άλλους ελάσσονες σωζόμενους συγγραφείς ο Πολύαινος στο έργο του "Στρατηγήματα" περιγράφει στρατηγήματα του Τιμολέοντα, ενώ ο Ρωμαίος Πομπήιος Τρόγος αναφέρει την απελευθέρωση της Σικελίας από την Καρχηδονιακή απειλή. Εντύπωση βέβαια προκαλεί η απουσία σύγχρονων με τον Τιμολέοντα πηγών. Όσο για την στάση των μεταγενεστέρων του, η κριτική του Πολύβιου στον Τιμαίο και τα εξαιρετικά επιτεύγματα που ακολούθησαν στο χώρο της Ελλάδας και της Ασίας πιθανόν να συνετέλεσαν στο να μειωθεί η αναγνώριση στο πρόσωπο του Τιμολέοντα και των κατορθωμάτων του. Δεν παύει πάντως να αποτελεί ο Τιμολέων φωτεινή εξαίρεση για τον Ελληνικό χώρο στα χρόνια των εμφυλίων που προηγήθηκαν της επικράτησης των Μακεδόνων υπό τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο.
Η νεότητα στην Κόρινθο και η αυτοεξορία του
Τα πρώτα στοιχεία που μας παραδίδονται για τον Τιμολέοντα είναι εξαιρετικά σημαντικά για την κατανόηση του πώς διαμορφώθηκε τόσο ο χαρακτήρας του, όσο και η διάθεση του απέναντι στους τυράννους. Ο Πλούταρχος ονομάζει τον πατέρα του Τιμολέοντα Τιμόδημο, ενώ ο Διόδωρος τον αποκαλεί Τιμαίνετο. Η μητέρα του ονομαζόταν Δημαρίστη. Αναφορικά με τον χαρακτήρα του στην πρώτη φάση της ζωής του, εξαίρονται η φιλοπατρία και ο πράος χαρακτήρας του, ενώ τονίζεται εξαρχής η αρνητική του προδιάθεση απέναντι στους τυράννους. Παράλληλα, τονίζεται η αρμονική του αγωγή που του προσέφερε σύνεση ήδη από τη νεότητα και η παλληκαριά του, ακόμα και στη γεροντική του ηλικία. Μεγαλύτερος αδελφός του Τιμολέοντα ήταν ο Τιμοφάνης. Ο Πλούταρχος σκιαγραφεί τον χαρακτήρα του τελευταίου με τα μελανότερα χρώματα. Τον αποκαλεί παράφορο και διεφθαρμένο με τον πόθο της εξουσίας. Του αναγνωρίζει πάντως μια ορμή και φιλοπονία στα στρατιωτικά ζητήματα. Γι' αυτό οι Κορίνθιοι του ανέθεσαν αξιώματα στρατηγού. Σε αυτά η παρουσία του Τιμολέοντα ήταν καταλυτική, καθώς σκέπαζε τα ελαττώματα και αναδείκνυε πέραν του φυσικού τα προτερήματα του αδελφού του. Η αγάπη που έτρεφε ο Τιμολέοντας προς το πρόσωπό του αδελφού του γίνεται έκδηλη μέσα από ένα περιστατικό που ο συγγραφέας μνημονεύει λίγο αργότερα. Σε μία σύγκρουση δηλαδή των Κορινθίων με τους κατοίκους των Κλεωνών, ο Τιμοφάνης, όντας αρχηγός του ιππικού, εξέθεσε παράτολμα τον εαυτό του σε κίνδυνο. Τότε ο Τιμολέων, βλέποντας τον κίνδυνο, έτρεξε και προστάτεψε τον αδελφό του και τον διέσωσε από τον κίνδυνο. Όχι πολύ καιρό μετά το γεγονός αυτό, οι Κορίνθιοι, φοβούμενοι μήπως προδοθούν από τους συμμάχους τους μίσθωσαν 400 μισθοφόρους και ανέθεσαν την αρχηγία αυτών στον Τιμοφάνη.
Ο Τιμοφάνης όμως αξιοποίησε την φρουρά αυτή για να αυτοανακηρυχθεί τύραννος. Ο Τιμολέων φαίνεται αρχικά πως προσπάθησε με λόγια να αποθαρρύνει τον αδελφό του από την πράξη του αυτή και να τον συνετίσει. Εισέπραξε όμως στο σημείο αυτό την περιφρόνηση του Τιμοφάνη. Τότε ο Τιμολέων, μαζί με τον γυναικάδελφο του Τιμοφάνη Αισχύλο και με τη συνοδεία ενός μάντη, το όνομα του οποίου ποικίλλει στις πηγές (Σάτυρος, ή Ορθαγόρας) προσπάθησαν για μια ύστατη φορά να τον μεταπείσουν. Όταν όμως αυτός άρχισε να παραφέρεται για ακόμα μια φορά, ο Τιμολέων οπισθοχώρησε και κάλυψε το πρόσωπό του, ενώ οι συνοδοί του σκότωναν τον Τιμοφάνη. Ο Διόδωρος, εσφαλμένα, παρουσίασε τον Τιμολέοντα ως εκτελεστή της πράξης αυτής. Όταν η πράξη αυτή μαθεύτηκε, οι περισσότεροι συμπολίτες του τον επαίνεσαν, καθώς έσωσε τον αδελφό του όταν πολεμούσε για την πατρίδα, αλλά τον εξουδετέρωσε, όταν αποπειράθηκε να την υποδουλώσει. Δεν έλειψαν όμως και οι φωνές κάποιων φιλοτυράννων, οι οποίοι κατηγόρησαν τον Τιμολέοντα για πράξη ανόσια, αν και υποκριτικά παρίσταναν πως χάρηκαν για τον θάνατο του Τιμοφάνη. Πιο σκληρό πάντως χτύπημα για τον Τιμολέοντα στάθηκε η συμπεριφορά της μητέρας του, που του απέδωσε στο ακέραιο την ευθύνη για τον θάνατο του αδελφού του. Αποπειράθηκε λοιπόν ο Τιμολέων να αυτοκτονήσει πεθαίνοντας από ασιτία, αλλά οι φίλοι του τον μετέπεισαν, Παραιτήθηκε έπειτα από τα πολιτικά πράγματα και έζησε σε εκούσια αυτοαπομόνωση για περίπου 20 χρόνια.
Η κατάσταση στη Σικελία μετά τον θανάτο του Διονυσίου του Πρεσβυτέρου
Το 367 π.Χ. ο τύραννος των Συρακουσών Διονύσιος ο Πρεσβύτερος πέθανε, αφού πρώτα κληροδότησε την εξουσία του στον υιό του, Διονύσιο τον Νεότερο. Λόγω της απειρίας του ο νεαρός τύραννος στηρίχθηκε αρχικά στις συμβουλές του θείου του Δίωνος. Αργότερα όμως ο Διονύσιος εξόρισε το Δίωνα και απομακρύνθηκε από την πολιτική του. Το 357 π.Χ. όμως ο Δίων επιχείρησε εκστρατεία κατά του Διονυσίου και επέτυχε να του αφαιρέσει την εξουσία και να την αναλάβει ο ίδιος. Στην προσπάθεια του αυτή είχε την επικουρία πολλών πρώην αξιωματικών του στρατού του Διονυσίου, που είχαν πέσει σε δυσμένεια, όπως ο Ηρακλείδης. Εν συνεχεία ο Δίωνας αποξενώθηκε από το Δήμο των Συρακούσιων. Η κατάσταση δεν βελτιώθηκε ακόμα και όταν επέστρεψε από τους Λεοντίνους και έσωσε την πόλη από επίθεση των μισθοφόρων του Διονυσίου. Αντίθετα μάλιστα εκτραχύνθηκε ακόμα περισσότερο όταν ο Δίων συμφώνησε στη δολοφονία του Ηρακλείδη, που είχε αναδειχθεί υπέρμαχος του Δήμου.
Τελικά ο Κάλλιππος, Αθηναίος στρατηγός που είχε κατηγορηθεί στην πόλη του και για να αποφύγει την τιμωρία διέφυγε στις Συρακούσες, εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση και ώθησε τους δυσαρεστημένους μισθοφόρους του Δίωνα να δολοφονήσουν τον τελευταίο. Μετά από τη δολοφονία ανήλθε ο ίδιος στην εξουσία και κυβέρνησε ως τύραννος για περίπου 13 μήνες. Οι ακόλουθοι του Δίωνα αντιστάθηκαν αλλά ηττήθηκαν και κατέφυγαν στους Λεοντίνους. Την περίοδο αυτή όλη η Σικελία συγκλονιζόταν από τους εμφυλίους και την αναρχία που επικρατούσε2. Μετά από μία σειρά εκστρατειών στην Κατάνη και από μια αποτυχημένη πολιορκία της Μεσσήνης, ο Κάλλιππος δολοφονήθηκε τελικά στο Ρήγιο. Εν τω μεταξύ στις Συρακούσες είχαν επανέλθει πάλι οι φίλοι του Δίωνος, κάτω από την ηγεσία του Ιππαρίνου, όπου και έμειναν για περίπου 6 χρόνια. Ο Ιππαρίνος κυβέρνησε ως τύραννος για δύο χρόνια ( 353 – 351/0 π.Χ.) ενώ ο αδελφός του Νυσαίος για τα επόμενα τέσσερα (351/0 – 347/6 π.Χ.). Ο Διονύσιος όμως, έπειτα από δέκα χρόνια εξορίας στους Επιζεφύριους Λοκρούς, κατόρθωσε με τη βοήθεια μισθοφορικού στρατεύματος να ανακαταλάβει την εξουσία στις Συρακούσες. Οι διώξεις κατά των εχθρών του εντατικοποιήθηκαν και πολλοί εξόριστοι κατέφυγαν πάλι στους Λεοντίνους. Εκεί αναζήτησαν τη βοήθεια του Ικέτα, φίλου του Δίωνος, και έστειλαν αντιπροσωπεία στην Κόρινθο. Η αποστολή της πρεσβείας αυτής έγινε επιτακτικότερη και από την εισβολή των Καρχηδονίων στην ελληνική ζώνη της Σικελίας. Ο Ικέτας συμφώνησε στην αποστολή της πρεσβείας, αν και ο ίδιος απέβλεπε στην δική του επικράτηση και στην εγκατάσταση προσωπικής εξουσίας στο νησί (Πλούταρχος Τim.2.).
Η αποστολή του Τιμολέοντα στη Σικελία
Οι Κορίνθιοι αντιμετώπισαν θετικά τους πρέσβεις και άρχισαν να συζητούν για το ποιος θα έπρεπε να σταλεί ως στρατηγός στη Σικελία. Τότε, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, κάποιος προτείνε τον Τιμολέοντα. Οι μελετητές3 στην περίπτωση αυτή δείχνουν δυσπιστία στο κατά πόσο η αντιμετώπιση της πρεσβείας ήταν όντως θετική. Θεωρούν πως αποφάσισαν οι Κορίνθιοι να συνδράμουν τις Συρακούσες δίχως ιδιαίτερη θέρμη. Κάτι τέτοιο πιστεύουν πως καταδεικνύει το γεγονός ότι αποφάσισαν να στείλουν έναν υπερήλικα, ο οποίος για περίπου είκοσι χρόνια απείχε από την πολιτική σκηνή, τον οποίο μάλιστα εφοδίασαν με ελάχιστα πλοία για μεταφορά στρατευμάτων και ελάχιστα χρήματα για να μισθώσει τις υπηρεσίες μισθοφόρων.
Την περίοδο αυτή ο Ικέτας με νέες επιστολές προσπαθούσε να πείσει τους Κορίνθιους να μη στείλουν επικουρικές δυνάμεις, αναφέροντας ότι λόγω αργοπορίας υποχρεώθηκε να συμμαχήσει με τους Καρχηδονίους κατά του Διονυσίου. Η μεταστροφή του όμως αυτή εξόργισε τους Κορίνθιους, καθώς η προδοσία του Ικέτα ήταν πια πασιφανής. Τελικά στις αρχές της άνοιξης του έτους 345/44 ο Τιμολέων ανοίχτηκε στο πέλαγος με συνοδεία εννιά πλοίων και ένα σύνολο μόλις 1000 ανδρών, κυρίως μισθοφόρων. Εν τω μεταξύ, ο Ικέτας νίκησε σε εκ παρατάξεως μάχη τον Διονύσιο και κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος της πόλης των Συρακουσών πλhν της ακροπόλεως και της Ορτυγίας, τις οποίες άρχισε συστηματικά να πολιορκεί. Παρήγγειλε μάλιστα στους Καρχηδόνιους να εμποδίσουν τον κατάπλου του Τιμολέοντα στην Σικελία. Οι Καρχηδόνιοι τότε έστειλαν είκοσι πλοία στο Ρήγιο, για να εμποδίσουν τον διάπλου της Σικελίας και να παραγγείλουν στον Τιμολέοντα να παρουσιαστεί δίχως στρατιωτικές δυνάμεις στον Ικέτα. Ο Τιμολέων όμως με ένα τέχνασμα (το οποίο αναλύεται διεξοδικά τόσο στον Πλούταρχο όσο και στον Πολύαινο5) τους ξεγέλασε και αγκυροβόλησε στη μικρή πόλη του Ταυρομένιου (σημ. Ταορμίνα) της Σικελίας, όπου έγινε δεκτός από τον εκεί δυνάστη Ανδρόμαχο.
Οι πρώτες συγκρούσεις και η απόκτηση ελέγχου στις Συρακούσες
Η άφιξη του Τιμολέοντα στη Σικελία δεν προκάλεσε αρχικά ιδιαίτερο ενθουσιασμό στις ελληνικές πόλεις του νησιού. Το στράτευμα ήταν μικρό και οι κάτοικοι της Σικελίας ήταν εύλογα επιφυλακτικοί απέναντι στο νέο στρατηγό μισθοφόρων και τις διακηρύξεις του, έχοντας πικρή εμπειρία από προηγούμενους, οι οποίοι, ενώ ευαγγελίζονταν την απελευθέρωση, είχαν εγκαταστήσει δική του τυραννίδα. Ο Τιμολέων αρχικά μπορούσε να βασίζεται μόνο στην ολόψυχη υποστήριξη του Ανδρόμαχου. Η μοναδική άλλη πόλη που προσκάλεσε τον Τιμολέοντα να έλθει να μιλήσει ενώπιων των πολιτών της ήταν το Άδρανον. Εκεί μάλιστα η αντίπαλη πολιτική μερίδα είχε την ίδια στιγμή προσκαλέσει τον Ικέτα.
Κατά την ταυτόχρονη άφιξή τους, ο Τιμολέων επιτέθηκε αμέσως, αιφνιδιάζοντας και νικώντας κατά κράτος το υπέρτερο αριθμητικά στράτευμα του αντιπάλου του και κυρίευσε το στρατόπεδο του. Με αυτή του την πράξη κέρδισε όχι μόνο την υποστήριξη των κατοίκων του Αδράνου, άλλα και τον θαυμασμό πολλών πόλεων της περιοχής. Σημαντική βοήθεια στο σημείο αυτό του προσέφερε ο Μαμέρκος, ιταλικής καταγωγής τύραννος της Κατάνης. Την ίδια στιγμή ο Διονύσιος παρέδωσε τα φρούριά του και τον εαυτό του στον Τιμολέοντα (στο σημείο αυτό η διήγηση του Διοδώρου διαφοροποιείται). Ο Τιμολέων ενίσχυσε τη φρουρά της ακρόπολης με τετρακόσιους δικούς του στρατιώτες. Εκεί ανακάλυψαν πολλά χρήματα, άφθονο εξοπλισμό και δύο χιλιάδες στρατιώτες του Διονύσιου. Ο ίδιος ο Διονύσιος έφυγε από την ακρόπολη και παρουσιάστηκε μπροστά στον Τιμολέοντα. Αυτός τον έστειλε με λίγα χρήματα και ένα πλοίο πίσω στην Κόρινθο, ώστε όλοι να γίνουν μάρτυρες της πτώσης του τυράννου.
Η απελευθέρωση των Συρακουσών
Η ανέλπιστη επιτυχία του Τιμολέοντα ώθησε τους Κορίνθιους να του αποστείλουν επικουρία δύο χιλιάδων οπλιτών και διακοσίων ιππέων. Ο Ικέτας, αφού προσπάθησε ανεπιτυχώς να ενορχηστρώσει τη δολοφονία του Τιμολέοντα στο Άδρανον, προσκάλεσε εντός των Συρακουσών τους Καρχηδόνιους. Αυτοί εισήλθαν στο λιμάνι των Συρακουσών υπό την ηγεσία του Μάγωνα, με εκατόν πενήντα πλοία και εξήντα χιλιάδες πεζούς (οι μελετητές αμφισβητούν την εγκυρότητά του αριθμού6). Έτσι έσφιξε πολύ ο κλοιός για τους πολιορκημένους μέσα στην ακρόπολη και την Ορτυγία. Ο Τιμολέων πάντως κατόρθωνε από την Κατάνη να στέλνει με πλοιάρια εφόδια στους πολιορκημένους. Τότε ο Μάγων με τον Ικέτα αποφάσισαν να καταλάβουν την Κατάνη και βάδισαν κατά της πόλης. Την κίνηση όμως αυτή και την ολιγωρία όσων έμειναν πίσω εκμεταλλεύτηκαν με τον καλύτερο τρόπο οι πολιορκημένοι και κατέλαβαν την Αχραδινή, το ισχυρότερο και πιο απρόσβλητο μέρος της πόλης, την οποία ένωσαν με τείχος με την ακρόπολη.
Όταν η είδηση έφτασε στους Καρχηδονίους, αμέσως εγκατέλειψαν τα σχέδια για την πολιορκία της Κατάνης και επέστρεψαν πίσω, δίχως να έχουν κατορθώσει το στόχο τους και έχοντας παράλληλα χάσει μέσα στην ίδια την πόλη των Συρακουσών θέσεις που είχαν στα χέρια τους. Λίγο αργότερα μάλιστα οι κορινθιακές επικουρικές δυνάμεις διαπεραιώθηκαν στην Σικελική ακτή και ενώθηκαν με τον Τιμολέοντα, που απέκτησε και τον έλεγχο της Μεσσήνης. Μετά από τις εξελίξεις αυτές ο Τιμολέων βάδισε κατά των Συρακουσών με ένα στράτευμα όχι μεγαλύτερο από τέσσερις χιλιάδες στρατιώτες κατά των αριθμητικά πολύ υπέρτερων αντιπάλων του. Στο σημείο αυτό και εντελώς ανέλπιστα ο Μάγων με τα στρατεύματά του εγκατέλειψε τις Συρακούσες, αφήνοντας τον Ικέτα μόνο του να διατηρεί τα οχυρά τα οποία κατείχε. Ο Τιμολέων εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία που του παρουσιάστηκε, επιτέθηκε από τρεις διαφορετικές πλευρές και διέσπασε την εχθρική αμυντική γραμμή, αναγκάζοντας τον Ικέτα και τα στρατεύματα του να το βάλουν στα πόδια με κατεύθυνση τους Λεοντίνους. Όταν ο Τιμολέων εισήλθε στην ακρόπολη των Συρακουσών, κάλεσε τον κόσμο να γκρεμίσει τα οχυρά των τυράννων. Έτσι το μέρος εκείνο ισοπεδώθηκε και επάνω του κτίστηκαν τα δικαστήρια της πόλης, ως σύμβολο υπεροχής της δημοκρατίας επί της τυραννίδος.
Ο εποικισμός της Σικελίας και η σύγκρουση με τους τυράννους
Η κατάσταση στη Σικελία, ακόμα και μετά από τη νίκη του Τιμολέοντα, εξακολουθούσε να είναι απελπιστική. Οι περισσότεροι κάτοικοι των σικελικών πόλεων λόγω των πολιτικών αναταραχών και των πολέμων που μαίνονταν είχαν είτε σκοτωθεί, είτε εκπατριστεί, είτε καταφύγει σε ορεινά οχυρά. Έτσι ο Τιμολέων και οι Συρακούσιοι έγραψαν επιστολές προς την Κόρινθο, ζητώντας ανθρώπους για να επαναποικήσουν τη Σικελία. Το όλο εγχείρημα μάλιστα καθιστούσαν επιτακτικότερο τα νέα από την Καρχηδόνα. Εκεί ο Μάγων είχε εξωθηθεί σε αυτοκτονία με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και οι Καρχηδόνιοι είχαν σταυρώσει το σώμα του, ενώ παράλληλα προετοιμάζονταν για μια μεγάλης κλίμακας εισβολή στο νησί. Οι Κορίνθιοι συγκέντρωσαν ένα πλήθος δέκα χιλιάδων εξόριστων Σικελιωτών και άλλων Ελλήνων και τους έστειλαν στις Συρακούσες, όπου ο Τιμολέων είχε συγκεντρώσει άλλες πενήντα χιλιάδες ανθρώπους. Αυτούς ο Τιμολέων τις διαμοίρασε στις σικελικές πόλεις, παραχωρώντας τους σπίτια έναντι ελαχίστου τιμήματος. Για να στερεώσει περαιτέρω το δημοκρατικό πολίτευμα, ο Τιμολέων έκρινε πώς ήταν απαραίτητα να εκριζωθούν όλοι οι τύραννοι από τις ελληνίδες πόλεις της Σικελίας7. Για το λόγο αυτό ανάγκασε τον Ικέτα να μείνει στους Λεοντίνους ως ένας απλός ιδιώτης, ενώ παράλληλα νίκησε και τον τύραννο της Απολλωνίας Λεπτίνη, στέλνοντας και αυτόν στην Κόρινθο. Ο ίδιος επιμελήθηκε στις Συρακούσες την ανασυγκρότηση του πολιτεύματος, σε συνεργασία με δύο Κορίνθιους νομοθέτες, που απεστάλησαν από την μητρόπολη Κόρινθο γι' αυτόν ακριβώς τον σκοπό, τον Κέφαλο και τον Δείναρχο.
Ο πόλεμος με τους Καρχηδόνιους & η οριστική εκδίωξη των τυράννων
Την άνοιξη του 341 π.Χ. οι Καρχηδόνιοι αποβιβάστηκαν στο Λιλυβαίον της Σικελίας με 200 πολεμικές τριήρεις και εβδομήντα χιλιάδες στρατό. Αυτούς βγήκαν να τους αντιμετωπίσουν μόνο τρεις χιλιάδες πολίτες. Στον αριθμό αυτό προστέθηκαν επιπλέον τέσσερις χιλιάδες μισθοφόροι, εκ των οποίων όμως χίλιοι λιποτάκτησαν (ο Διόδωρος ανεβάζει τον αριθμό του στρατεύματος σε δώδεκα χιλιάδες). Η αποφασιστική μάχη που έκρινε την έκβαση του πολέμου έλαβε χώρα στον Κρημισσό ποταμό, κάτω από ιδιαίτερα αντίξοες καιρικές συνθήκες. Οι λεπτομέρειες όσον αφορά τη διεξαγωγή της μάχης δεν είναι ιδιαίτερα σαφείς, αλλά φαίνεται σε αδρές γραμμές ότι λόγω της υπερχείλισης των νερών του ποταμού, δόθηκε στον Τιμολέοντα η ευκαιρία να αντιμετωπίσει μικρό μέρος του εχθρικού στρατού, καθώς μάλιστα αυτό εξερχόταν από τον ποταμό, ενώ τα εχθρικά άρματα ήταν απασχολημένα να αντιμετωπίζουν τις διαδοχικές επελάσεις του ιππικού των Ελλήνων. Οι στρατιώτες του Τιμολέοντα κατόρθωσαν να τρέψουν σε υποχώρηση μέσα στο ποτάμι το επίλεκτο τμήμα του Καρχηδονιακού στρατεύματος που είχε εξέλθει.
Η πρώτη αυτή επικράτηση είχε αποφασιστική σημασία, καθώς το τμήμα που υποχωρούσε έπεσε άτακτα πάνω στα επόμενα που βρισκόταν μέσα στο ποτάμι, με αποτέλεσμα να προκληθεί πανικός στο σύνολο του καρχηδονιακού στρατού και η φυγή να γενικευθεί. Συνολικά αναφέρεται ότι σκοτώθηκαν δέκα χιλιάδες από το στρατό της Καρχηδόνας, με τρεις χιλιάδες από αυτούς μάλιστα να είναι οι ίδιοι Καρχηδόνιοι πολίτες. Τα λάφυρα ήταν πλουσιότατα και η λεία τεράστια, μιας και οι Έλληνες κυρίευσαν και το αντίπαλο στρατόπεδο. Αυτό επέτρεψε στον Τιμολέοντα να στείλει, εκτός από το μήνυμα της μεγάλης νίκης, τα ομορφότερα λάφυρα ως αφιέρωμα στην Κόρινθο, λάφυρα ένδοξα, διότι αποκτήθηκαν από εξωτερικούς εχθρούς σε μια περίοδο που στην κυρίως Ελλάδα οι πόλεις-κράτη είτε μαστίζονταν από εσωτερικές ταραχές είτε σύρονταν μεταξύ τους σε εμφύλιες συρράξεις.
Οι μεγάλες νίκες του Τιμολέοντα και ο εχθρικά διακείμενος κατά των τυράννων χαρακτήρας του ώθησε μετά τη νίκη στον Κριμησσό τους τυράννους Μάμερκο της Κατάνης και Ικέτα να συμμαχήσουν με τους Καρχηδόνιους και να λάβουν επικουρικό στράτευμα από αυτούς υπό τον Γίσκωνα. Συγκεντρώθηκαν λοιπόν στην Κατάνη και με ενέδρα σκότωσαν τετρακόσιους μισθοφόρους του Τιμολέοντα. Ο Ικέτας μάλιστα εισέβαλε στις Συρακούσες και δήωσε μέρος της πόλης προτού προλάβει να επιστρέψει ο Τιμολέοντας. Ο Τιμολέων όμως καταδίωξε τον εχθρό του και τον εξανάγκασε σε μάχη στον ποταμό Δαμυρία, όπου και τον κατανίκησε. Λίγο αργότερα συνέλαβε τον Ικέτα, τον υιό του και τον αρχηγό του ιππικού του. Οι Συρακούσιοι τους καταδίκασαν όλους σε θάνατο. Ακολούθως ο Τιμολέων κατανίκησε σε μάχη και τον Μαμέρκο στον ποταμό Άβολο. Ανάγκασε επίσης τους Καρχηδόνιους να έλθουν σε συμφωνία μαζί του, περιορίζοντας τα σύνορά τους στα ανατολικά του ποταμού Άλυκου. Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν τους μισθοφόρους του Μαμέρκου να στασιάσουν και να παραδώσουν την Κατάνη στον Τιμολέοντα. Ο ίδιος ο Μάμερκος δραπέτευσε και κατέφυγε στον τύραννο της Μεσσήνης Ίππωνα. Ο Τιμολέων τους πολιόρκησε στενά και από στεριά και από θάλασσα και τους ανάγκασε να παραδοθούν8. Καταδικάστηκαν και οι δύο σε θάνατο ως τύραννοι από την εκκλησία του Δήμου των Συρακουσών και της Μεσσήνης αντίστοιχα.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του Τιμολέοντα
Αφού ο Τιμολέοντας κατόρθωσε να εκριζώσει όλες τις τυραννίδες από το νησί, άρχισε ένας άνευ προηγουμένου αποικισμός. Μεγάλες πόλεις του παρελθόντος, όπως ο Ακράγαντας και η Γέλα, αποικίστηκαν εκ νέου. Ο Τιμολέων συνεργάστηκε με όλους στην επανίδρυση των πόλεων και αγαπήθηκε ιδιαίτερα. Η αγάπη των Συρακουσίων και ο θαυμασμός τους για τον ελευθερωτή τους δεν μειώθηκε στο ελάχιστο. Συνόδευαν όλους τους ξένους στο μέρος όπου διέμενε και μιλούσαν με θαυμασμό γι' αυτόν. Επιπλέον, ακόμα και όταν έχασε οριστικά το φως του, τον καλούσαν στο βουλευτήριο κάθε φορά που συζητούσαν σημαντικά ζητήματα και δεν ξεκινούσαν τη συνεδρίαση προτού ακούσουν τη δική του γνώμη. Κυριότερη όμως απόδειξη σεβασμού προς αυτόν είναι το ψήφισμα που υιοθέτησε η πόλη των Συρακουσών πως κάθε φορά που η πόλη θα είχε να αντιμετωπίσει ξένο εχθρό θα ανέθετε τη διοίκηση του στρατού σε Κορίνθιο στρατηγό. Όταν μάλιστα τον βρήκε ο θάνατος το 336 π.Χ., οι Συρακούσιοι ετοίμασαν μεγαλοπρεπέστατη ταφή και τον τίμησαν με δημόσιο ψήφισμα. Θάφτηκε στην αγορά της πόλης, ενώ γύρω από το ταφικό μνημείο χτίστηκε ένα εντυπωσιακό γυμνάσιον, το οποίο έλαβε το όνομα "Τιμολεόντειον". Με τον τρόπο λοιπόν αυτό θάφτηκε ο ελευθερωτής και σωτήρας των Συρακουσών, αλλά και όλης της Σικελίας, περιστοιχισμένος από το θαυμασμό και την αγάπη των ανθρώπων, των οποίων την ζωή οι προσπάθειες του άλλαξαν προς το καλύτερο.
Βιβλιογραφία:
Πρωτογενείς πηγές
1) Πλούταρχου, Βίοι παράλληλοι 10, Αιμίλιος Παύλος – Τιμολέων, Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1993
2) Διόδωρος Σικελιώτης, Ιστορική βιβλιοθήκη, Άπαντα 14, Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1998
3) Fleckeisen Alb., Cornelius Nepos, vitae, Timoleon. Leipzig. Teubner. 1886.
4) Krentz P., Polyaenus strategems book 5, Ares publications, Chicago, 1994.
Γενική Βιβλιογραφία
1) Βίλκεν, Ούλριχ, Αρχαία Ελληνική Ιστορία, μετάφραση Ιωάννη Τουλουμάκου, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 1976.|
2) Μπένγκστον, Χέρμαν, Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος, μετάφραση Ανδρέα Γαβρίλη, εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα, 1991.
3) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Γ2', εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1977.
Βιβλιογραφία για Τιμολέοντα
1) Talbert, Richard J. A., Timoleon and the revival of Greek Sicily 344 - 317 B.C., Cambridge University Press, 1975.
2) Westlake, H. D., Timoleon and his relationship with tyrants, Manchester University Press, 1952.
Άρθρα για Τιμολέοντα
3) Westlake, H. D., Phalaecus and Timoleon, στο The Classical Quarterly, vol. 34, no. 1/2, pp. 44 -46, Cambridge University Press, Jan- Apr. 1940.
4) Westlake, H. D., The sources of Plutarch's Timoleon, στο The Classical Quarterly, vol. 32, no. 2, pp. 65 -74, Cambridge University Press, Apr. 1938.