Από τον νεοελληνικό Διαφωτισμό έως τον Παπαρρηγόπουλο.
Η εποχή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού
Στις μέρες μας, είναι ξεκάθαρη στη συνείδησή μας η εθνική καταγωγή των Ελλήνων και η ιστορική συνέχεια του ελληνισμού, από την Αρχαιότητα και το Βυζάντιο έως σήμερα. Άλλωστε, το νεοελληνικό κράτος που προκύπτει στο β' τέταρτο του 19ου αιώνα, στηρίζεται πάνω ακριβώς σε αυτές τις αντιλήψεις∙ κατά τις πρώτες εκείνες μέρες, η αναγνώριση του κοινού αρχαιοελληνικού και βυζαντινού παρελθόντος, θα λειτουργήσει ως το κύριο συνεκτικό στοιχείο διασφάλισης της ενότητας του νεοελληνικού κράτους στις προεπαναστατικά ασύνδετες πληθυσμιακές ομάδες.
Αν, όμως, όλα αυτά αποτελούν κοινό τόπο στις μέρες μας, στην προεπαναστατική Ελλάδα κάθε άλλο παρά δεδομένα είναι. Κομβικό σημείο σε αυτή την πορεία παίζει η είσοδος του Διαφωτισμού στην ελληνική πραγματικότητα. Στην Ευρώπη, ο Διαφωτισμός συνδέεται με την άνοδο της αστικής τάξης και την πάλη της για παραμερισμό της αριστοκρατίας. Στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα αρχίζει να εμφανίζεται κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου, οπότε υπόδουλος ελληνισμός μπολιάζει σιγά-σιγά το όραμα της ανεξαρτησίας και αυτοδιαχείρισής του με τις ιδέες του Διαφωτισμού- ο οποίος στρέφεται κατά των παλαιών πολιτικών και κοινωνικών αντιλήψεων που συνδέονται με τη φεουδαρχία και τη μοναρχία, καθώς και των θρησκευτικών δεισιδαιμονιών . Οι ιδέες αυτές εισάγονται στην ελληνική πραγματικότητα από δυτικοτραφείς λόγιους όπως ο Ρήγας Φεραίος και ο Αδαμάντιος Κοραής, οι οποίοι, διαμένοντας στην Ευρώπη, έχουν άμεση πρόσβαση στα ιδεολογικά ρεύματα και τις τάσεις του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Αντίθετα, οι κάτοικοι της Ελλάδας στερούνται αυτή την πρόσβαση, ενώ δεν διαμορφώνουν μια ενιαία εθνική συνείδηση (τουλάχιστον, με τη μορφή που αυτή εννοείται στις μέρες μας). Ο ελλαδικός χώρος, κατά την περίοδο αυτή, δεν είναι παρά ένα «μωσαϊκό γλωσσών, διαλέκτων, θρησκειών, πολιτιστικών ταυτοτήτων», όπως σημειώνει ο Γ. Μαργαρίτης. Οι σημαντικότατες αυτές διαφορές εντείνονται από τα-συχνά αντίρροπα- συμφέροντα γεωγραφικών διαμερισμάτων όπως του Μωριά, της Ρούμελης ή των νησιών.
Ο αποκαλούμενος Νεοελληνικός Διαφωτισμός, που σχηματίζεται μέσα από την επίδραση των Ελλήνων λόγιων του εξωτερικού, είναι φυσικά ετερόφωτος, αντανάκλαση των τάσεων και απόψεων της Ευρώπης στην ελληνική πραγματικότητα. Ως Νεοελληνικό Διαφωτισμό μπορούμε να ορίσουμε την πνευματική δραστηριότητα στον ελλαδικό χώρο, και τον εντάσσουμε στην περίοδο μεταξύ του δεύτερου μισού του 18ου αιώνα έως την επανάσταση. Πέρα από την δανεική του υπόσταση, ο νεοελληνικός Διαφωτισμός εισάγεται, με σημαντική καθυστέρηση μερικών δεκαετιών- όταν πλέον στην Ευρώπη εμφανίζεται ο Ρομαντισμός, ο Διαφωτισμός εδραιώνεται στον ελλαδικό χώρο. Αγκαλιάζοντας, λοιπόν, τις απόψεις του Διαφωτισμού περί αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, ο ελληνισμός αποδέχεται με περηφάνια την αρχαιότητα ως το γενεσιουργό περιβάλλον της ύπαρξης των αρχαίων προγονών του (έστω κι αν ο εξαθλιωμένος τότε ελληνισμός σε ελάχιστα τους θυμίζει) και προσδιορίζει τις ρίζες του σ' εκείνο το ιστορικό και πολιτισμικό περιβάλλον.
H Αρχαία Ελλάδα αρχίζει να αποτελεί την αρχή του νήματος, γίνεται η μακρινή καταγωγή για τους Έλληνες του 18ου αιώνα. Το, κατά τις αντιλήψεις των Ελλήνων, κοινό ελληνικό παρελθόν, λειτουργεί ως ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στις ετερόκλιτες πληθυσμιακές ομάδες. Αν και οι ιδέες αυτές που ευδοκιμούν στην Ελλάδα είναι απόρροια της επίδρασης του Διαφωτισμού, η απόσταση που χωρίζει τον υποδουλωμένο, φτωχό, πολιτικά ανύπαρκτο λαό με τη Δυτική Ευρώπη, είναι τεράστια. Ωστόσο, καθώς παγιώνεται η αντίληψη περί αρχαιοελληνικής καταγωγής, βρίσκει έκφραση στη συχνή χρήση αρχαίων ονομάτων στις βαπτίσεις παιδιών αλλά και στις ονομασίες πλοίων. Παρατηρούμε, δηλαδή, τη δημιουργία της κοινής εθνικής συνείδησης σε ένα ένδοξο παρελθόν, το οποίο έρχεται να εκμηδενίσει ιδεολογικά, συνειδησιακά, θρησκευτικά και γλωσσικά κενά. Σε μια χώρα με πληθώρα γλωσσικών ιδιωμάτων και διαλέκτων- γεγονός που τόσο εύστοχα σατιρίζει, χρόνια μετά, ο Δ. Κ. Βυζάντιος στο πασίγνωστο θεατρικό του έργο με τίτλο «Βαβυλωνία» - δημιουργείται πλέον ένα ισχυρό ρεύμα επιστροφής στα αρχαία ελληνικά ή ακόμα και στην δημιουργία μιας γλώσσας αρχαϊζουσας.
Με την πάροδο των ετών, η ελληνική πραγματικότητα εμποτίζεται όλο και περισσότερο από τις αρχές του Διαφωτισμού. Παρατηρείται άνθηση στην έκδοση και μετάφραση «βασικών» έργων του αλλά και μεταφράσεις έργων αρχαίων συγγραφέων από τον Κοραή. Όταν η επανάσταση ξεσπάει, η επιρροή του Διαφωτισμού φανερώνεται στα κείμενα των πρώτων Εθνικών Συνελεύσεων. Παράλληλα, η εξέλιξη της σύγκρουσης των Διαφωτιστών με το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, οδηγεί στη ρήξη των σχέσεων του Πατριαρχείου με την Εκκλησία της Ελλάδος, όταν το Πατριαρχείο αφορίζει την επανάσταση.
Όπως είδαμε, η αρχαία Ελλάδα χαίρει μεγάλης εκτίμησης στους κόλπους των Διαφωτιστών της Ελλάδας και της Δύσης. Η σύνδεση των Ελλήνων με την Ελληνική Κλασσική Αρχαιότητα αποτελεί, θα λέγαμε, το εισιτήριο για τη Δύση, ο απεγκλωβισμός από το άρμα της «βάρβαρης» Ανατολής. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με το Βυζάντιο, που αντιμετωπίζεται απαξιωτικά από τους Διαφωτιστές, ως «σκοταδιστικό, θεοκρατικό και δεσποτικό» και αποκηρύσσεται και από τους Έλληνες λόγιους και ιστορικούς. Στο εσωτερικό, η όποια αναφορά σε ιστορική συνέχεια ή πολιτισμική συγγένεια με το «παρακμιακό» Βυζάντιο λογίζεται ως υπονόμευση της ταύτισης των Ελλήνων με τους θεωρούμενους πρόγονους τους της Κλασσικής Αρχαιότητας. Η ταύτιση αυτή είναι το ζητούμενο, καθώς μέσα από αυτή μπαίνουν οι βάσεις για δικαίωση του εθνικού αιτήματος της ανεξαρτησίας στα μάτια της Δύσης, που, όπως είπαμε, θαυμάζει την Αρχαία Ελλάδα, σε αντίθεση με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία για την οποία κυριαρχεί η άποψη που εξέφρασε μεταγενέστερα ο W.E.H. Leaky στην Ιστορία των Ευρωπαϊκών Ηθών (1869): «η ετυμηγορία της παγκόσμιας ιστορίας είναι ότι αποτελεί, χωρίς την παραμικρή εξαίρεση, την πιο ολοκληρωτικά χυδαία και αξιοκαταφρόνητη μορφή που πήρε ποτέ ο πολιτισμός».
Φυσικά, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για απόλυτα μεγέθη, καθώς και η απαξίωση αλλά και η δικαίωση του Βυζαντίου στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό δεν υπήρξαν ποτέ απόλυτες. Ακόμα και στις μέρες της μεγαλύτερης περιφρόνησης, υπήρχαν αυτοί που διέθεταν μια διαφορετική ματιά για τη «χαμένη αυτοκρατορία», αλλά και όταν οι ιστορικές και πολιτικές συγκυρίες καθώς και οι νέες ιστοριογραφικές προσεγγίσεις υποδέχονται το Βυζάντιο ως σημαντικό μέρος της ελληνικής ιστορίας, δεν λείπουν οι αντίθετες φωνές ή η δυσπιστία απέναντι στον ιστορικό του ρόλο.
Η υποχώρηση του Διαφωτισμού
Η ύπαρξη εθνικής ταυτότητας θέτει ως προαπαιτούμενο την υιοθέτηση κάποιας εθνικής προϊστορίας που αφενός να δικαιώνει την εθνική ανεξαρτησία και αφετέρου να καλλιεργεί το αίσθημα της εθνικής συλλογικής συνείδησης. Η ανάδειξη, μέσω του Διαφωτισμού, της εθνικής κληρονομιάς της κλασσικής αρχαιότητας, καλύπτει επάξια αυτό το προαπαιτούμενο. Οι αντιλήψεις στο εσωτερικό της χώρας διέφεραν αισθητά από το σημερινό κοινώς αποδεκτό: Οι Έλληνες θεωρούσαν τη μάχη της Χαιρώνειας το 338 π. Χ, ως το σημείο υποδούλωσης του Ελληνισμού, δηλαδή θεωρούσαν πως η Επανάσταση του 1821 έδωσε τέλος σε περισσότερα από δύο χιλιάδες χρόνια σκλαβιάς, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Αλ. Πολίτης! Παρά, λοιπόν, το τεράστιο-κατά την τότε κυριαρχούσα άποψη- διάστημα της ελληνικής υποδούλωσης, η ανάδειξη της εθνικής κληρονομιάς απαντά στο ζωτικής σημασίας ζήτημα της εθνικής καταγωγής. Κατά τον ίδιο τρόπο, η αμφισβήτησή της, σημαίνει αμφισβήτηση του λόγου ύπαρξης του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.
Ο καθορισμός της ταυτότητας του νέου κράτους μέσω της αναζήτησης των προγονικών του δεσμών δεν αποτελεί όμως ούτε απλή, ούτε σύντομη διαδικασία. Τα Συντάγματα που προκύπτουν από τις μεταγενέστερες Εθνικές Συνελεύσεις (Γ΄, Δ' και Ε΄) απομακρύνονται όλο και περισσότερο από τις αρχές του Διαφωτισμού, κάνοντας φανερή μια συντηρητικότερη εθνική στροφή. Ο νεοελληνικός Διαφωτισμός διαπνέεται από το δημοκρατικό εθνικισμό που έχει δύο πόλους: τον δημοκρατισμό (την ανάπτυξη δημοκρατικών θεσμών) και τον εθνικισμό (την υπεράσπιση των ελληνικών συνόρων). Με την πάροδο των ετών, όμως, ο δημοκρατισμός χάνει έδαφος σε σχέση με τον εθνικισμό, που ευαγγελίζεται έναν συγκεκριμένο στόχο (υπεράσπιση των συνόρων) με ασαφείς όμως προεκτάσεις.
Μέσω του αλυτρωτισμού (δηλαδή της άποψης ότι δεν έχουν ενταχθεί στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος όλες οι ελληνικές περιοχές και οι Έλληνες κάτοικοι) και της Μεγάλης Ιδέας (η ένωση υπό την ίδια κρατική στέγη όλων όσων ανήκουν στο ίδιο έθνος-κατ' ουσίαν δηλαδή η διεκδίκηση μεγάλων, ασαφούς έκτασης, τμημάτων γης όπου κατοικούν Έλληνες) εν συνεχεία, ο ελληνισμός θα διεκδικήσει νέα σύνορα, θεωρώντας πως αυτά που προέκυψαν με την επανάσταση του 1821 δεν καλύπτουν πάρα ένα μικρό μέρος του. Φυσικά, η Ελλάδα δεν αποτελεί ένα μοναχικό φαινόμενο χώρας που διαπνέεται από «Μεγάλες Ιδέες», αλλά εντάσσεται σε μια γενικότερη, κατά τη συγκεκριμένη εποχή έλξη που ασκεί ο Μεγαλοϊδεατισμός στο ευρωπαϊκό τοπίο. Όμως η Ελλάδα είναι μια χώρα με έκδηλες ιδιαιτερότητες και ένα νεαρό κράτος που αναζητά τα υλικά που θα ισχυροποιήσουν τα θεμέλιά του και θα στεγανοποιήσουν τη βάση του. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η ρήξη μεταξύ της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Πατριαρχείου˙ η ρήξη λήγει με συμβιβασμό το 1850, ολοκληρώνοντας την «θρησκευτική αναβίωση»- όπως την αναφέρει ο Π. Μ. Κιτρομηλίδης- που ξεκινάει στη δεκαετία του 1830.
Κατά τη διάρκεια του επαναστατικού αγώνα, θα κλονιστεί η εύνοια των Δυτικών και η πεποίθησή τους περί απογόνων των αρχαίων Ελλήνων, καθώς αυτή η, ούτως ή άλλως βιαστική και εξιδανικευμένη εικόνα, δεν μπορεί να κρύψει τη δυσάρεστη πραγματικότητα μιας ταλαιπωρημένης, εξασθενημένης, από την κατοχή και τις συγκυρίες, χώρας. Τα ήθη και τα έθιμα των Ελλήνων μοιάζουν «βάρβαρα» στα μάτια των Δυτικών, ενώ ήδη κατά τη διάρκεια του αγώνα κάποιες στρατιωτικές ωμότητες εναντίον των Τούρκων ψυχραίνουν τη στάση των φιλελλήνων. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Αλέξης Πολίτης «Οι Νεοέλληνες δεν ανταποκρίνονταν στην ειδυλλιακή εικόνα που είχαν κατασκευάσει γι' αυτούς οι Ευρωπαίοι: Ήταν κοντοί, άσκημοι, μαυριδεροί, με στραβές μύτες- πού εκείνα τα πάλλευκα, κρουστά αγάλματα!».
Οι απόψεις του Jakob Philipp Fallmerayer (1790 –1861)
Οι τριγμοί στην εμπιστοσύνη των Δυτικών και η αμφιβολία κορυφώνονται με τη διατύπωση των θεωριών του Βαυαρού ιστορικού Jakob Philipp Fallmerayer, o οποίος, τo 1830, αρνείται την καταγωγή των Νεοελλήνων από τους Αρχαίους Έλληνες, υποστηρίζοντας πως ο ελληνισμός έχει πάψει να υφίσταται λόγω της αφομοίωσής του από τους σλαβικούς και αλβανικούς πληθυσμούς που κατοίκησαν στον ελληνικό χώρο από τον 6ο αιώνα. Η θεωρία του Fallmerayer δεν είναι πρωτότυπη˙ ανάλογες θέσεις έχουν υποστηριχθεί προγενέστερα (1814), έστω και σε πιο περιορισμένη κλίμακα από ιστορικούς όπως ο βρετανός περιηγητής William Martin Leake. Όμως, σε αντίθεση με τον Leake ή άλλες προσωπικότητες με σχετικές ιδέες (Λαμαρτίνος, About κ.α) που χαρακτηρίστηκαν ως «μισέλληνες», οι ελληνικές αντιδράσεις στις θεωρίες του Fallmerayer, αν και με κάποια σημαντική καθυστέρηση, θα είναι σφοδρές, με μεγάλη διάρκεια και ο ίδιος θα θεωρηθεί ως σύμβολο του μισελληνισμού. Άλλωστε, κατά την εποχή που ο Fallmerayer διατυπώνει τις απόψεις του, υπάρχει πλέον ελληνικό κράτος, αδύναμο μεν, υπαρκτό δε. Θα πρέπει να σημειώσουμε, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και ο Γ. Βελουδής, πως κατά την εποχή εκείνη για τους Έλληνες ισχύουν μόνο δύο κατηγοριοποιήσεις, οι φιλέλληνες και οι μισέλληνες: είναι φανερή η έντονη συναισθηματική αντίδραση ενός λαού που αγωνιά να υπάρξει, νιώθοντας παράλληλα πως βάλλεται. Οι αντιδράσεις ποικίλλουν από την αποδοκιμασία έως τον χλευασμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα χλεύης είναι αυτό της εξαπάτησης του Fallmerayer από τον αρχαιολόγο Κ. Πιττακό, ο οποίος- υποκρινόμενος πως θέλει να τον βοηθήσει-του παρουσιάζει ένα παραχαραγμένο παραπλανητικό χρονικό για την πόλη της Αθήνας. Ο ανύποπτος Fallmerayer θα το χρησιμοποιήσει, γνωρίζοντας φυσικά την αντίδραση των αντιπάλων του οι οποίοι θα τον χαρακτηρίσουν «ανίδεο ιστορικό».
Πριν αναφερθούμε στην παράθεση των ελληνικών αντεπιχειρημάτων, είναι σημαντικό να δούμε κάποιες παραμέτρους σχετικές με τον Fallmerayer. Θα μπορούσαμε να πούμε πως στην γνωστή ρήση «η ιστορία γράφεται από τους νικητές», συμπληρώνεται με την παρατήρηση πως η συγγραφή της ιστορίας αποτελεί και πολιτική επιχειρηματολογία. Τίποτα δεν είναι τυχαίο: O Fallmerayer (που - κατά τις εκτιμήσεις πολλών - δεν ήταν σπουδαίος ιστορικός) ανήκε στους Ρομαντικούς και ως ιστορικός ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με τον Μεσαίωνα και το Βυζάντιο. Αυτό που προκαλεί ενδιαφέρον είναι η θέση του απέναντι στην Ελλάδα, στο έργο του «Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας», τρία μόλις χρόνια πριν την διατύπωση των περίφημων συμπερασμάτων του: καμία από τις μετέπειτα θεωρίες του περί εκσλαβισμού του ελληνικού στοιχείου δεν είναι παρούσα, ενώ ο Γ. Βελουδής εκτιμά πως πολλές απόψεις του θα μπορούσαν να τον χαρακτηρίσουν ως και «φιλέλληνα»!
Όμως η μετέπειτα εμμονή και το σθένος ενάντια στην Ελληνισμό ξεπερνούν την ιστορική διάσταση και ακουμπούν την προσωπική εμπάθεια. O Fallmerayer, σε όλη του τη ζωή μετά το 1830, επιτίθεται με οξύτητα στους υποστηρικτές αντίθετων απόψεων και δείχνει να ασχολείται μόνο με την αναπαραγωγή (με ή χωρίς νέα στοιχεία) της επιχειρηματολογίας του. Θεωρείται λοιπόν πως το έργο του χαρακτηρίζεται από μονομερή ανάγνωση των δεδομένων, εμπάθεια, ρατσιστικές αντιλήψεις, ιδιοτέλεια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της γενικότερης στάσης του βρίσκουμε στο έργο του "Deutschland und die orientalische Frage" (1855): το γεγονός ότι οι σύγχρονοι κάτοικοι τη Αττικής μιλάνε αλβανικά, είναι- κατά τον συγγραφέα- επαρκής λόγος για τον οποίο οι δυτικές δυνάμεις θα έπρεπε να ταχθούν στο πλευρό της Τουρκίας, στην ελληνοτουρκική διαμάχη κατά τη διάρκεια του πολέμου της Κριμαίας. Στα επιχειρήματα που παραθέτει ο Βαυαρός ιστορικός, περιοδικά εντάσσει όχι μόνο γλωσσολογικά κριτήρια αλλά και φυλετικά-βιολογικά, καθώς και πολιτισμικά. Η αμετροέπειά του θα αποδειχτεί κακός σύμβουλος καθώς θα τον οδηγήσει σε τραγικά συμπεράσματα: θα φτάνει να υποστηρίξει πως η Επανάσταση του 1821 ήταν αλβανική - και όχι ελληνική-υπόθεση, ενώ θα διατείνεται πως το νέο κράτος, στην καλύτερη περίπτωση είναι σλαβο-γραικικό!
Η Ελληνική απάντηση - Η νέα θέση του Βυζαντίου
Όπως είναι σαφές, ο ελληνισμός της εποχής αντιλαμβάνεται πως οι θεωρίες του Βαυαρού ιστορικού χρήζουν απάντησης, ενώ το ευνοϊκό κλίμα προς την Ελλάδα αρχίζει να αλλάζει. Οι πρώτες ελληνικές αντιδράσεις, αμήχανες και «συναισθηματικές», είναι κυρίως εσωτερικής κατανάλωσης και εμβέλειας˙ σίγουρα δεν αποτελούν αντίβαρο στη σοβαρότητα των κατηγοριών, ούτε και αρθρώνουν κάποια σοβαρή επιχειρηματολογία που θα μπορούσε να υπερνικήσει τις απόψεις του Fallmerayer. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Κ. Θ. Δημαράς, «η Ελλάδα περιμένει τον ιστοριογράφο της». Ο ρομαντισμός (ο οποίος, με την ανάλογη - όπως είπαμε- καθυστέρηση, αρχίζει να μεσουρανεί τότε στον ελλαδικό χώρο), συνεπικουρούμενος από τον Αλυτρωτισμό και τη Μεγάλη Ιδέα, ευνοεί την προσπάθεια ανάδειξης της ενιαίας ιστορικά και πολιτισμικά Ελλάδας. Κατ' αυτόν τον τρόπο η εθνική συνείδηση θα αποκατασταθεί και η επιχειρηματολογία του Fallmerayer θα αποκρουστεί, μέσα από την ανάδειξη της την άρρηκτης σχέσης της Αρχαίας Ελλάδας με τη σύγχρονη, άποψη απαραίτητη, όπως είδαμε, για τη δικαίωση της ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους.
Το πρόβλημα που έπρεπε να υπερπηδηθεί ώστε να αποδειχθεί η ιστορική συνέχεια, ήταν η βυζαντινή εποχή, μια εποχή που ως τότε θεωρείτο σκοταδιστική και «μη ελληνική». Για να αποδείξει την ιστορική συνέχειά της η Ελλάδα, έπρεπε να αποκαταστήσει το καταδικασμένο στην εθνική συνείδηση Βυζάντιο. Κατά συνέπεια, η ανάδειξη του Βυζαντίου ως «ελληνικού» αποτελούσε βασική προτεραιότητα. Η στροφή προς τον Μεσαίωνα που λαμβάνει χώρα κατά τον 19ο αιώνα, μέσω του Ρομαντισμού, προλειαίνει το έδαφος για μια συνολικότερη αναθεώρηση του ρόλου του Βυζαντίου στη διεθνή κοινότητα, καθιστώντας θελκτικότερη την εικόνα του στη Δύση. Έτσι λοιπόν, παραχωρείται μια θέση για το Βυζάντιο στην ελληνική Ιστορία∙ το «σκοταδιστικό, δεσποτικό» Βυζάντιο αποτελεί πλέον «πατρική κληρονομιά» όπως αναφέρει απολογούμενος για τη Μεγάλη Ιδέα ο Νικόλαος Σαρίπολος, το 1877.
Ο ιστοριογράφος που ψάχνει ο ελληνισμός θα φανεί στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, ο οποίος θα αναλάβει να συγγράψει την Ελληνική Ιστορία, καλύπτοντας όλο το φάσμα της, από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες του, ενώνοντας τα διάσπαρτα κομμάτια και καταδεικνύοντας το ρόλο του Βυζαντίου στην ελλην ική ιστορική συνέχεια. Ο Παπαρρηγόπουλος δεν υπήρξε πρωτοπόρος στην αναθεώρηση του ρόλου του Βυζαντίου. Της ελληνικότητάς του Βυζαντίου είχε υπεραμυνθεί, πριν από αυτόν, ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, ο οποίος υποστήριξε πως το Βυζάντιο υπήρξε «η πηγή γέννησης του νεότερου εθνικού βίου». Ο Ζαμπέλιος, όντας εκπρόσωπος του Ρομαντικού Ιστορισμού, θεωρεί πως τα φαινόμενα του παρελθόντος εξηγούνται μόνο μέσω της αναγωγής τους στην ιστορία του έθνους, το οποίο «αποτελεί μια σταθερά της ανθρώπινης κοινότητας και ιστορίας». Μέσω της παρουσίασης της δημοτικής ποίησης που χρονολογείται από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, ο Ζαμπέλιος επιχειρεί να τεκμηριώσει την άποψη περί της ύπαρξης «ελληνικού πολιτισμού» από εκείνα τα χρόνια, υποστηρίζοντας πως ο λαός είναι ο θεματοφύλακας της ελληνικής παράδοσης μέσα από τα δημοτικά τραγούδια. Ακόμα, πιστεύει στο ενιαίο της εθνικής πολιτισμικής παράδοσης από την αρχαιότητα ως τις ημέρες του και αναφέρει ως αρχές της οργάνωσης του Βυζαντινού κράτους τον Αττικισμό, τον Ρωμαϊσμό και τον Χριστιανισμό, που αποτελούν, σύμφωνα πάντα με τα λεγόμενα του, τις μεγάλες ιστορικές παραδόσεις του ελληνισμού.
Bέβαια, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας, πως, σύμφωνα με τον Ζαμπέλιο, αφετηρία και προορισμός των ιστορικών εξελίξεων είναι μια θεϊκής προέλευσης νομοτέλεια, αποτέλεσμα της Θείας Πρόνοιας˙ όλα όσα συμβαίνουν ακολουθούν το προδιαγεγραμμένο θεϊκό σχέδιο, κάτι που θα ενστερνιστεί, εν συνεχεία, και ο Παπαρρηγόπουλος. Έτσι, κατά το στάδιο της κλασικής Αρχαιότητας, «παραδίδεται» η γλώσσα στην οποία θα γραφτούν τα Ευαγγέλια, εν συνεχεία η εξάπλωση των Μακεδόνων εξασφαλίζει τη διάδοση του ελληνικού πνεύματος, ακολούθως η ρωμαϊκή κατάκτηση αποφέρει την πολιτισμική κυριαρχία του ελληνισμού, μέσω της ενοποίησής του, η διάσπαση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας επιφέρει τον εκχριστιανισμό της, ενώ κατά τη Βυζαντινή εποχή συντελείται η συγχώνευση στοιχείων του ελληνισμού και του χριστιανισμού, με αποτέλεσμα τη δημιουργία του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. Η πτώση του Βυζαντίου αποσοβεί την εκκλησιαστική ένωση και τη Φραγκική κατάκτηση, η εθνική ανεξαρτησία συντελεί στη συνέχεια του έθνους, ενώ για την εποχή του ο Ζαμπέλιος θεωρεί ως αποστολή του ελληνισμού τη διάδοση του Ευρωπαϊκού πολιτισμού στην Ανατολή.
Ο Παπαρρηγόπουλος συνεχίζει από εκεί που σταμάτησε ο Ζαμπέλιος και μέσω της εργασίας του, στον εισαγωγικό τόμο της Ιστορίας της Ελλάδος, επιχειρεί να αναιρέσει τις απόψεις του Fallmerayer. Στο έργο του «Η Ιστορία της Ελλάδος», που θα κυκλοφορήσει μεταξύ του 1862 και του 1872, θα εντάξει επίσημα το Βυζάντιο στην ελληνική ιστορία, μελετώντας και παρουσιάζοντας την ελληνική ιστορία, από την αρχαιότητα στο μεσαίωνα, ως ενιαία. Ο Παπαρρηγόπουλος κλήθηκε να ανασκευάσει την ελληνική ιστορία κατά τα ζητούμενα των καιρών. Οι αντιρρήσεις απέναντι στις απόψεις του περί του Βυζαντίου, θα διατυπώνονταν, φυσικά, για πολύ καιρό ακόμα (ουσιαστικά το Βυζάντιο έπρεπε να περιμένει μέχρι τον επόμενο αιώνα για την πλήρη αποκατάστασή του ως μέρος της ελληνικής ιστορίας).
Η σημασία των απόψεων του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου
Ίσως μοιάζει αστείο, αλλά όπως ο Fallmerayer αρχικά δεν κάνει καμία νύξη περί μη ελληνικής καταγωγής των Νεοελλήνων, έτσι και ο Παπαρρηγόπουλος, το 1846 δεν αφήνει καμία υπόνοια περί της μελλοντικής του άποψης για την ελληνικότητα του Βυζαντίου! Αντίθετα μάλιστα, αναφέρει τον μελλοντικό αντίπαλό του ως «μοναδικό βοήθημα ως προς την βυζαντινήν εποχήν»! Άρα είναι φανερό πως ο Παπαρρηγόπουλος (όπως και ο Fallmerayer άλλωστε) καλείται κάποια στιγμή να παίξει κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό και ιστορικό ρόλο. Ποιος όμως είναι αυτός; Θα λέγαμε πως η εξάπλωση της Μεγάλης Ιδέας (που πρωτοαρθρώνεται το 1844 από τον πρωθυπουργό Κωλέττη) έχει καθοριστική συμβολή στις απόψεις που εκφράζει ο Παπαρρηγόπουλος . Το «ελληνικό» Βυζάντιο είναι αναγκαίο για τους υποστηρικτές της Μεγάλης Ιδέας, ώστε να «νομιμοποιηθούν» οι προβαλλόμενες επιδιώξεις. Με την ένταξη του Βυζαντίου στο ελληνικό ιστορικό παρελθόν, οι διεκδικήσεις αυτές παγιώνονται στα όρια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η μη υπαγωγή στο ελληνικό κράτος όλων των εδαφών που ορίζουν αυτά τα όρια, συνιστά στη θεωρία του Αλυτρωτισμού, δηλαδή της μη δικαίωσης μεγάλης μερίδας του ελληνισμού.
Οι αντιλήψεις του Παπαρρηγόπουλου αποτελούν τον επιστημονικό αντίλογο στα όσα ο Fallmerayer υποστηρίζει, εξυπηρετώντας παράλληλα και τη Μεγάλη Ιδέα. Η εξωτερική πολιτική του νεαρού κράτους, αλλά και οι εσωτερικές εξελίξεις διαμορφώνονται υπό την επίδραση της Mεγάλης Iδέας, η χρήση της οποίας αποτελεί σταθερό όπλο στα χέρια όσων ασκούν την εξουσία ή συγκεντρώνονται γύρω απ' αυτή. Πέρα από τα αιτήματα που προβάλλονται μέσα από αυτή, η Μεγάλη Ιδέα θα λέγαμε πως αποσπά την προσοχή των πολιτών από τα καθημερινά αλλά και τα κεφαλαιώδη προβλήματά (λ.χ πολιτειακό ζήτημα).
Όπως είδαμε, η πολυπόθητη εθνική συνοχή οικοδομήθηκε πάνω στις ιστορικές προσεγγίσεις του Παπαρρηγόπουλου (ή, έστω, στα «κάρβουνα της ιστορίας του Παπαρρηγόπουλου», όπως αναφέρουν οι πολέμιοι των απόψεών του) και ενισχύθηκε από τη Μεγάλη Ιδέα. Οι σκόρπιες πληθυσμιακές ομάδες, με τις τοπικές διαμάχες τους ενώθηκαν υπό την ίδια σκέπη και σχημάτισαν μια κοινή πατρίδα, αποδεχόμενοι ένα κοινό παρελθόν και προσδοκώντας ένα κοινό μέλλον. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η Ελλάδα μπόρεσε να πορευτεί ως συμπαγές κράτος και όχι ως ασύνδετο σύνολο τοπικών ομάδων, έτοιμων να εμπλακούν σε εμφύλιες διαμάχες.
Ο Παπαρρηγόπουλος δημιούργησε μια ολική καταγραφή της ελληνικής ιστορίας και κληροδότησε στις επόμενες γενιές ένα ογκώδες σε διαστάσεις και κεφαλαιώδες σε σημαντικότητα έργο. Ο Έλληνας ιστορικός διέκρινε στο έργο του Ζαμπέλιου το διαφορετικό πρόσωπο του Βυζαντίου και με την ένταξή της βυζαντινής περιόδου στην ελληνική ιστορία ακύρωσε το «αδύνατο σημείο της νεοελληνικής εθνικής ιδεολογίας» όπως γράφει ο Ν. Ροτζώκος. Από ιστορικής απόψεως, κατέγραψε την ελληνική ιστορία εισάγοντας την έννοια της συνέχειάς της και τη διαίρεσή της σε τρεις περιόδους: τον αρχαίο ελληνισμό, τον μεσαιωνικό και τον νέο. Να συμπληρώσουμε πως η μεθοδικότητα, η έρευνα σε βάθος και η υποδειγματική αξιοποίηση των πηγών δημιούργησαν ένα πλήρες, αυτοδύναμο έργο που θα αποτελούσε σημείο αναφοράς για τον ελλαδικό χώρο και ένα ισχυρότατο αντίπαλο στους πολέμιους των απόψεών του. Η πολυσήμαντη προσφορά του έργου του θα λέγαμε πως κάλυψε και τα επιστημονικώς αδύναμα σημεία του: τις απόψεις του περί του ρόλου της Θείας Πρόνοιας στις ιστορικές εξελίξεις και τον προδιαγεγραμμένο ρόλο του ελληνισμού ως εκπολιτιστικού παράγοντα της Ανατολής. Αν και πολλές αιτιάσεις του Παπαρρηγόπουλου μοιάζουν- με τα σημερινά δεδομένα ιστορικής έρευνας, ξεπερασμένες- δε μπορούμε να αγνοήσουμε την εγκυρότητα κατά την εποχή τους.
Στις μέρες μας, οι απόψεις περί της ενιαίας ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού από την αρχαιότητα έως το σήμερα θεωρούνται δεδομένες και-μέσα από αντικειμενικότερα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα- επιστημονικά τεκμηριωμένες, . Ο ρόλος του Βυζαντίου στην ιστορική πορεία των Ελλήνων είναι πλέον αποδεκτός, μακριά από την αμφισβήτηση του εγχώριου Διαφωτισμού αλλά και τη θεοκρατική αντίληψη των πρώτων Ελλήνων ιστορικών.
Ωστόσο, οι αντιλήψεις του Παπαρρηγόπουλου και το ιστορικό έργο του αποτελούν την κύρια βάση πληροφόρησης για την ελληνική Ιστορία. Οι κοινωνικοί, πολιτικοί και ιδεολογικοί λόγοι που συνέτειναν στην δημιουργία του έργου του Παπαρρηγόπουλου μάλλον έχουν εκλείψει, όμως το ίδιο το έργο εξακολουθεί να αποτελεί το γενικό πλαίσιο στο οποίο βασίζεται η διδασκαλία της ιστορίας στη χώρα μας. Σ' αυτό το πλαίσιο εθνικού αυτοθαυμασμού η Ελλάδα συχνά εμφανίζεται μόνο στις μεγαλειώδεις της στιγμές, ενώ κρύβονται επιμελώς οι υπόλοιπες, παραδίδοντας, κατά συνέπεια, μια καθαγιασμένη εικόνα εθνικής ιστορικής διαδρομής. Όμως, η ιστορική, πολιτική και κοινωνική αξία του έργου του Παπαρρηγόπουλου είναι αδιαμφισβήτητη˙ έφερε σε πέρας το ρόλο που κλήθηκε να παίξει στα ταραγμένα χρόνια του 19ου αιώνα, αποτελώντας το τέλος της αναζήτησης μιας αξιόπιστης εθνικής ταυτότητας που ξεκίνησε κατά την εποχή του νεοελληνικού Διαφωτισμού και ολοκληρώθηκε με αυτόν. Ο μεγάλος ιστορικός κατάφερε να παραδώσει στις μελλοντικές γενιές ένα στιβαρό εθνικό παρελθόν, αναδεικνύοντας την τρισχιλιετή ιστορική του συνέχεια: μας παρέδωσε την εικόνα της Ελλάδας, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα.
Βιβλιογραφία
1) Αλέξης Πολίτης, ΡΟΜΑΝΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ, ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ ΚΑΙ ΝΟΟΤΡΟΠΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ 1830-1880, Εκδόσεις «Ε.Μ.Ν.Ε.- Μνήμων», Αθήνα, 1993.
2) Γιώργος Βελουδής, O JAKOB PHILIPP FALLMERAYER ΚΑΙ Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΙΣΤΟΡΙΣΜΟΥ, Εκδόσεις «Ε.Μ.Ν.Ε.-Μνήμων», Αθήνα, 1982.
3) Γιώργος Μαργαρίτης, Σπύρος Μαρκέτος, Κωνσταντίνος Μαυρέας, Νίκος Ροτζώκος, ΝΕΟΤΕΡΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, Εκδόσεις «Ε.Α.Π»., Πάτρα, 1999.
4) Έλλη Σκοπετέα, ΤΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΚΑΙ Η «ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ». ΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (1830-1880), Εκδόσεις «Πολύτυπο», Αθήνα, 1988.
5) Ι. Α. Πετρόπουλος, Αικ. Κουμαριανού, Η ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ, ΟΘΩΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1833-1843, Εκδόσεις «Παπαζήση», Αθήνα, 1982.
6) Κ. Θ. Δημαράς, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ, Εκδόσεις «Μ.Ι.Ε.Τ.», Αθήνα, 1986.
7) Νικηφόρος Διαμαντούρος, ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 1821-1828, μτφρ. Κώστας Κουρεμένος, Εκδόσεις «Μ.Ι.Ε.Τ», Αθήνα, 2002.
8) Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης, ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ, ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΙΔΕΕΣ, Εκδόσεις «Μ.Ι.Ε.Τ.», Αθήνα, 1996.
9) Σωκράτης Γκίκας, ΛΕΞΙΚΟ ΕΝΝΟΙΩΝ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, Εκδοσεις «Σαββάλας», Αθήνα, 1997.