Σύνδεση

Σύνδεση

"Οι θεσμοί, οι ριζωμένοι επί αιώνες ιστορίας, δεν μπορούν να καταργηθούν με λίγα κιλά δυναμίτη" Κροπότκιν

Η φράση αυτή, του σημαντικότερου ίσως εκπροσώπου της αναρχικής ιδεολογίας, περιγράφει με τον πλέον εύσχημο και επιγραμματικό τρόπο, το εγγενές αδιέξοδο στο οποίο οδηγεί η τρομοκρατία, καθώς ακόμα και με τη θανάτωση εκπροσώπων της άρχουσας τάξης, αυτή αδυνατεί να πλήξει τις ίδιες τις σχέσεις ιεραρχίας και εξουσίας, που αναπτύσσονται μέσα σε μια κοινωνία. Από την παραπάνω διαπίστωση, χαρακτηρίζεται εν πολλοίς και ο απολογισμός της δράσης της πολυπληθέστερης τρομοκρατικής οργάνωσης στην Ευρώπη, των Ερυθρών Ταξιαρχιών .

Εξετάζοντας κανείς την πρώτη φάση της δράσης τους και την πρωτοφανή για τα ευρωπαϊκά δεδομένα απήχηση που είχαν στα λαϊκά στρώματα κατά την περίοδο αυτή, πρέπει να έχει κατά νου ορισμένες ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν την Ιταλία: την εκρηκτική αντίθεση του βιομηχανοποιημένου και πλούσιου Βορρά με τον φτωχό Νότο, το ρόλο της Μαφίας, το γεγονός ότι ήταν η χώρα με το μεγαλύτερο Κομμουνιστικό Κόμμα στην Ευρώπη (το οποίο όμως ήταν υπέρ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ν.Α.Τ.Ο.), καθώς και τα πανίσχυρα ερείσματα του φασισμού στη χώρα.

Εξαιρετικής σημασίας είναι επίσης η μελέτη της οικονομικής κατάσταση της χώρας την εποχή εκείνη. Η υιοθέτηση από τις ιταλικές κυβερνήσεις ενός εξαιρετικά αυστηρού προγράμματος λιτότητας, προκειμένου η ιταλική οικονομία να ανακάμψει μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τελικά απέδωσε, καθώς και η οικονομία αναπτύχθηκε, αλλά και η εκβιομηχάνιση της χώρας προχώρησε με γοργούς ρυθμούς. Ταυτόχρονα όμως, εξαιτίας των μέτρων αυτών, ένα μεγάλο τμήμα του ιταλικού πληθυσμού οδηγήθηκε στα όρια της οικονομικής εξαθλίωσης, καθώς κινούνταν στα όρια της επιβίωσης. Συνέπεια του παραπάνω ήταν ένα πρωτόγνωρο κύμα εσωτερικής μετανάστευσης, από τον αγροτικό και χωρίς πολλές ευκαιρίες Νότο, προς τον βιομηχανοποιημένο Βορρά και ειδικότερα προς τις βιομηχανικές μητροπόλεις της Ιταλίας, το Τορίνο και το Μιλάνο.

Έτσι, ενώ πολλά χωριά του Νότου ερήμωναν εξαιτίας της δύσκολης οικονομικής κατάστασης, στο Βορρά η μαζική προσέλευση νέων ανειδίκευτων εργατών, έκανε την εργατική τάξη να διογκωθεί μαζικά και απότομα, χωρίς να προηγηθούν στάδια πολιτικής ωρίμανσης. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το γενικότερο κλίμα δυσαρέσκειας που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται εξαιτίας της οικονομικής ανέχειας, λειτούργησε ως ένα εξαιρετικά ευνοϊκό περιβάλλον για την προβολή ριζοσπαστικών ιδεολογιών.

Η ανάλωση της συμμετοχής των σοσιαλιστών στην κυβέρνηση (για πρώτη φορά στα μεταπολεμικά χρονικά) στην εξυπηρέτηση, των πολύ καλά γνωστών μας στην Ελλάδα, πελατειακών σχέσεων και η αδυναμία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας να καρπωθεί ένα αξιόλογο μέρος της δυσαρέσκειας αυτής, είχε ως συνέπεια να αρχίσει να αποκρυσταλλώνεται σε σημαντικά τμήματα των φτωχότερων στρωμάτων η άποψη ότι το υφιστάμενο πολιτικό σύστημα δεν είναι σε θέση να προσφέρει κάποια διέξοδο στην οικονομική ανέχεια που αντιμετωπίζουν. Έτσι, δεν είναι λίγοι αυτοί που αρχίζουν να βλέπουν με ανοχή, αν όχι με συμπάθεια, την ιδέα των εξωθεσμικών λύσεων, με αποτέλεσμα να αρχίσουν να ενισχύονται σημαντικά οι οργανώσεις της άκρας αριστεράς, αλλά και τις άκρας δεξιάς.

Οι τελευταίες μάλιστα, δεν θα διστάσουν να επιχειρήσουν να ανατρέψουν τη δημοκρατία, προκειμένου να επιβληθεί ένα διδακτορικό καθεστώς, συμβατό με την ιδεολογία τους. Βασικός άξονας της προσπάθειάς τους αυτής, ήταν η λεγόμενη "στρατηγική της έντασης", δηλαδή η πρόκληση χάους και ανασφάλειας στη χώρα, ώστε μέσω της αποσταθεροποίησης, η ιταλική κοινωνία να γίνει περισσότερο δεκτική στην επιβολή ενός δικτατορικού καθεστώτος, το οποίο θα εξασφάλιζε την τάξη και την ηρεμία που είχαν χαθεί.

Στα πλαίσια αυτά, από τον Απρίλιο του 1969, υιοθετείται η πρακτική της τοποθέτησης εκρηκτικών μηχανισμών σε πολυσύχναστα μέρη, με σκοπό την πρόκληση όσο των δυνατόν περισσότερων θυμάτων μεταξύ των πολιτών. Τοποθετούνται βόμβες σε σιδηροδρομικούς σταθμούς, σε εκθέσεις, ενώ γίνεται απόπειρα ανατίναξης ακόμα και ενός δημοτικού σχολείου. Αποκορύφωμα των ενεργειών αυτών αποτελεί η τοποθέτηση βόμβας από την ακροδεξιά οργάνωση "Ordine Nuovo " στην πλατεία Fontana στο Μιλάνο με 16 νεκρούς και 90 τραυματίες, και το 1970 στο τρένο Italicus που εκτελούσε τη διαδρομή Ρώμη Μεσίνα με 12 νεκρούς και 105 τραυματίες. Παρά τις "φιλότιμες" προσπάθειες οι ενέργειες αυτές να αποδοθούν σε κύκλους της αριστεράς, οι εισαγγελικές έρευνες φτάνουν τελικά σε οργανώσεις της άκρας δεξιάς, αλλά και σε μέλη των ιταλικών μυστικών υπηρεσιών.

Μέσα στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία λοιπόν, και ιδιαίτερα λόγω της απογοήτευσης από το επίσημο πολιτικό σύστημα που αναφέραμε παραπάνω, δεν αποτελεί ιδιαίτερη έκπληξη το γεγονός ότι οι Ερυθρές Ταξιαρχίες στα πρώτα χρόνια της δράσης τους, όσο τα χτυπήματά τους, αν και βίαια, παρέμεναν αναίμακτα, απολάμβαναν μια πρωτοφανή λαϊκή συμπάθεια και υποστήριξη για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Έτσι, ενέργειες, όπως η ολιγόωρη απαγωγή τον Μάρτιο του 1972 του Ιdalgo Macchierini, ανώτατου στελέχους της Siemens στο Μιλάνο και πρωτεργάτη του σχεδίου για μαζικές απολύσεις στο τοπικό εργοστάσιο της εταιρείας ή η απαγωγή τον Δεκέμβριο του 1973, του Ettore Amerio, διευθυντή προσωπικού της F.I.A.T. στο Τορίνο και η κράτηση του ως όμηρο για οκτώ ημέρες, μέχρι η εταιρία να ανακαλέσει, όπως και τελικά έκανε, τις 600 απολύσεις εργαζομένων στις οποίες είχε προβεί, ενίσχυαν σημαντικά την απήχηση της οργάνωσης στα κατώτερα στρώματα.

Αυτή η ιπποτική εικόνα των "λαϊκών επαναστατών", που διατηρούσαν κάποια τμήματα της ιταλικής κοινωνίας για τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, θα αρχίσει σιγά σιγά να αναιρείται, όταν η οργάνωση παύει να περιορίζεται στον εμπρησμό πολυτελών αυτοκινήτων, ιδιαίτερα στελεχών του βιομηχανικού χώρου, τακτική η οποία αποτέλεσε και το σήμα κατατεθέν της οργάνωσης, ή στον ξυλοδαρμό συνδικαλιστών που συνεργάζονταν κρυφά με την εργοδοσία και προϊσταμένων προσωπικού που καταπίεζαν τους εργάτες. Ορόσημο στη μεταστροφή αυτή στη δράση της οργάνωσης αποτελεί η εισβολή τον Ιούνιο του 1975 στα γραφεία του ακροδεξιού κόμματος M.S.I. και η εν ψυχρώ εκτέλεση δύο μελών του, με πυροβολισμό στον αυχένα.

Το οριστικό τέλος της όποιας κινηματικής μορφής της δράσης των Ερυθρών Ταξιαρχιών, με την όπως είπαμε, πρωτόγνωρη, για τρομοκρατική οργάνωση, μαζική εγγραφή και συμμετοχή νέων μελών, θα έλθει οριστικά το 1976, αφού είχε προηγηθεί η σύλληψη του μεγαλύτερου μέρους της ιστορικής ηγεσίας της οργάνωσης, με την απόφαση για διάλυση του λεγόμενου Fronte di Massa , του οργάνου δηλαδή που ήταν αρμόδιο για τη μαζική στρατολόγηση νέων μελών και για την προβολή των θέσεων της οργάνωσης στα εργοστάσια και σε άλλους εργασιακούς χώρους. Από το σημείο εκείνο, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες αναλώθηκαν σε μία εξαιρετικά βίαιη αντιπαράθεση με τις δυνάμεις του κράτους, με ακρότητες και από τις δύο μεριές, η οποία, όμως ουσιαστικά δεν άγγιζε την εργατική τάξη και τα προβλήματά της.

Τελειώνοντας αυτή την εξαιρετικά σύντομη αναφορά στην πορεία των Ερυθρών Ταξιαρχιών, δεν μπορούμε παρά να παρατηρήσουμε ότι εκτός από τις δεδομένες πολιτικές ιδιαιτερότητες της χώρας αυτής, αν όχι η εμφάνιση, τουλάχιστον η γιγάντωση της τρομοκρατίας στην Ιταλία, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις συνθήκες οικονομικής ανέχειας που επικρατούσαν στη χώρα και ωθούσαν εκτεταμένα τμήματα του πληθυσμού στην απόγνωση. Αυτή η απόγνωση αποτελούσε και αποτελεί σε κάθε εποχή, το καταλληλότερο υπόστρωμα, προκειμένου να αναπτυχθεί επάνω της ένας φαύλος κύκλος δολοφονικής βίας, μέσω της ενίσχυσης εξτρεμιστικών οργανώσεων είτε της άκρας δεξιάς είτε της άκρας αριστεράς.

Με βάση το παραπάνω και αφήνοντας πίσω συναισθηματικές ακρότητες και υπεραπλουστευμένες αναλύσεις, που προβάλλονται κατά κόρον από τα Μ.Μ.Ε., και τοποθετούν τα βασικά αίτια της τρομοκρατίας σε μια υπερφυσικής προέλευσης, αντικοινωνική συμπεριφορά των πρωταγωνιστών, προσεγγίζουμε τη βασική προϋπόθεση για την οριστική εκρίζωση του προβλήματος της τρομοκρατίας, που φυσικά δεν είναι η ένταση της κρατικής καταστολής μέσω της αστυνομίας, αλλά η εν τέλει δημοκρατικότερη οργάνωση των ανθρωπίνων κοινωνιών, με μια ταυτόχρονη δικαιότερη συμμετοχή στον πλούτο που αυτές παράγουν.

Βιβλιογραφία

1. Η. Ιωακειμόγλου – Σ. Τριανταφύλλου, Αριστερή Τρομοκρατία, Δημοκρατία και Κράτος, εκδόσεις Πατάκη, 2002, Β΄ έκδοση.


2. Μ. Μπόση, Περί του ορισμού της τρομοκρατίας, εκδόσεις Τραύλος, Δεκέμβριος 2000.


3. Σ. Βιδάλη, Η τρομοκρατία στην Ιταλία κατά τη δεκαετία του 1970, εγκληματική και σωφρονιστική προσέγγιση, εκδόσεις Σάκκουλας, 1997.


4. Δ. Δεληολάνη, Το φαινόμενο της τρομοκρατίας, η άνοδος και η πτώση των Ερυθρών Ταξιαρχιών, εκδόσεις Νέα Σύνορα, Αθήνα 1992.


5. Α. Λοβέρδου, Για την τρομοκρατία και το πολιτικό έγκλημα, εκδόσεις Interbooks, 1987.


6. C. Townshend, Terrorism, Oxford University Press, Oxford 2002.


7. N. Tranfaglia, La crisi Italiana e il problema storico del terrorismo, Rizzoli, 1981.


Τα Cookies μας επιτρέπουν να σας προσφέρουμε μια καλύτερη και ασφαλέστερη εμπειρία κατά τη χρήση του δικτυακού μας τόπου. Συνεχίζοντας την περιήγηση στο Historical Quest αποδέχεστε τη χρήση Cookies. Για περισσότερες πληροφορίες παρακαλούμε διαβάστε τους Όρους Χρήσης & Απορρήτου.