Σε μια αίθουσα του κεντρικού Ταχυδρομείου κατά τη διάρκεια της εργασίας του λιποθυμάει ένας υπάλληλος από την πείνα και την εξάντληση. Αμέσως το περιστατικό διαδόθηκε σε όλο το κεντρικό Ταχυδρομείο και οι υπάλληλοι πήγαν να διαμαρτυρηθούν στο γραφείο του διευθυντή, ο οποίος ειδοποίησε τον γενικό διευθυντή συνταγματάρχη Βάλβη, ο οποίος κατέφθασε στο μέγαρο του Κεντρικού Ταχυδρομείου με τη συνοδεία Ελλήνων αστυνομικών και Ιταλών καραμπινιέρων. Ένα περιστατικό που συνέβη σε μια αίθουσα του κεντρικού ταχυδρομείου έμελλε να αποτελέσει την αφορμή για το ξέσπασμα αυτού του αναβρασμού και να σηματοδοτήσει την πρώτη απεργιακή κινητοποίηση της κατοχικής περιόδου.
Στις 23 Απριλίου 1941 ο διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού αντιστράτηγος Γεώργιος Τσολάκογλου υπέγραψε τη συνθηκολόγηση της χώρας και μια εβδομάδα αργότερα στις 30 Απριλίου ορκίστηκε πρωθυπουργός σχηματίζοντας κυβέρνηση υπό την αιγίδα των κατοχικών δυνάμεων. Οι συνθήκες που επικράτησαν τους επόμενους μήνες στο πεδίο της οικονομίας ήταν αποτέλεσμα του συνδυασμού αφενός των επιδιώξεων των κατοχικών δυνάμεων και αφετέρου των ιδιαίτερων δομικών χαρακτηριστικών της ελληνικής οικονομίας. Πριν ακόμα εισέλθουν οι Γερμανοί στην Αθήνα οι κάτοικοί της κυριευμένοι από πανικό σάρωσαν κυριολεκτικά την αγορά αγοράζοντας τα πάντα. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το μεγάλης έκτασης πλιάτσικο, στο οποίο επιδόθηκαν οι δυνάμεις κατοχής, τον διοικητικό κατακερματισμό της χώρας σε ζώνες κατοχής, καθεμιά από τις οποίες είχε τα δικά της σύνορα και το δικό της νόμισμα σε παράλληλη κυκλοφορία με τη δραχμή, το οποίο έθετε περιορισμούς στη μεταφορά των αγαθών από τη μια ζώνη στην άλλη, τις καταστροφές που προξένησε ο πόλεμος στο οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας, την επίταξη των μέσων μεταφοράς και τις ελλείψεις σε καύσιμα, που κατέστησαν αδύνατη τη μεταφορά αγαθών από τις επαρχίες στην πρωτεύουσα, τον βρετανικό ναυτικό αποκλεισμό της χώρας, που στέρησε από την ελληνική οικονομία τις απαραίτητες εισαγωγές τροφίμων και πρώτων υλών για την βιομηχανία τροφίμων, σε συνδυασμό με τα δυσθεώρητα έξοδα κατοχής τη συντήρηση δηλαδή των στρατευμάτων κατοχής, που ανέλαβε η Ελλάδα αποτέλεσαν τους σημαντικότερους λόγους αποδιοργάνωσης της ελληνικής οικονομίας και εμφάνισης από τις πρώτες εβδομάδες της κατοχής ελλείψεων σε βασικά αγαθά και τρόφιμα. Άμεσο αποτέλεσμα της έλλειψης τροφίμων ήταν η άνοδος των τιμών που μαζί με τα υπέρογκα εξόδα κατοχής έφεραν ένα διαρκώς αυξανόμενο πληθωρισμό, καθώς και την εμφάνιση της μαύρης αγοράς. Τον πρώτο χρόνο της κατοχής, το χειμώνα του 1941 – 42 η πείνα έπληξε τους κατοίκους της πρωτεύουσας σε αντίθεση με τους κατοίκους της υπαίθρου οι οποίοι κατόρθωσαν να επιβιώσουν. Πιο συγκεκριμένα οι κοινωνικές ομάδες που χτυπήθηκαν πρώτες από την πείνα ήταν οι πρόσφυγες, οι άνεργοι(1), αλλά και οι εργαζόμενοι δημόσιοι υπάλληλοι και εργάτες, καθώς οι μισθοί και τα μεροκάματα έχαναν διαρκώς την αγοραστική τους δύναμη εξαιτίας του πληθωρισμού.
Οι πρώτες ενέργειες των δημοσίων υπαλλήλων
Το πρώτο διάστημα της κατοχής οι δημόσιοι υπάλληλοι στράφηκαν αρχικά σε ατομικές λύσεις. Όσοι μπορούσαν έφευγαν για την επαρχία, όπου ελπίζανε σε μια καλύτερη διαβίωση, ενώ όσοι έμειναν στην Αθήνα άρχισαν να ξεπουλάνε τα λιγοστά τους υπάρχοντα για να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα για την επιβίωση. Καθώς όμως η καταφυγή σε ατομικές λύσεις για την αντιμετώπιση του οξύτατου επισιτιστικού προβλήματος ήταν πρόσκαιρη από τα τέλη του καλοκαιριού του 1941 άρχισαν να προσανατολίζονται σε πιο συλλογικές μορφές οργάνωσης για την αντιμετώπιση της οξύτατης επισιτιστικής κρίσης που δημιουργήθηκε προμηνύοντας ένα πολύ δύσκολο χειμώνα. Σε αυτό συνέβαλε και το γεγονός της επαναδραστηριοποίησης παλιών συνδικαλιστικών στελεχών του ΚΚΕ που επέστρεψαν από την εξορία και αποκατέστησαν επαφή με ενεργούς δημοσίους υπαλλήλους προσπαθώντας να επανασυστήσουν την παράνομη συνδικαλιστική οργάνωση των δημοσίων υπαλλήλων της μεταξικής δικτατορίας την Κεντρική Πανυπαλληλική Επιτροπή (ΚΠΕ)(2). Από τον Αύγουστο του 1941 οι δημόσιοι υπάλληλοι ζήτησαν από την Κυβέρνηση το "δικαίωμα αυτοοργάνωσης με στόχο την προμήθεια τροφίμων", κάτι που η ίδια δεν τους αρνήθηκε, καθώς ενώ αντιλαμβανόταν την κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει οι εργαζόμενοι, δεν έδειχνε ιδιαίτερη προθυμία για την αντιμετώπισή της. Έτσι δημιουργήθηκαν οι πρώτοι προμηθευτικοί συνεταιρισμοί, οι οποίοι δεν κατάφεραν να αναπτύξουν ιδιαίτερη δράση εκείνη την πρώτη περίοδο του λιμού λόγω της έλλειψης κεφαλαίων. Παράλληλα εκείνη την περίοδο εμφανίστηκαν τα πρώτα συσσίτια των δημοσίων υπαλλήλων τα οποία όπως αναφέρει ο Α.Κ. Δημητρίου αποτέλεσαν "τη σπονδυλική στήλη της διατροφής των υπαλλήλων και το πεδίο ζυμώσεων". Έτσι την πρώτη αυτή περίοδο της κατοχής πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες συγκεντρώσεις δημοσίων υπαλλήλων με αφορμή την οικονομική τους κατάσταση σε μια προσπάθεια να αναλάβουν πρωτοβουλίες για την αντιμετώπισή της. Σύμφωνα με τον Α.Κ. Δημητρίου το φθινόπωρο του 1941 η πρώτη συνδικαλιστική κίνηση παρουσιάζεται στους περιφερειακούς οικονομικούς υπαλλήλους της Αθήνας, στους εργαζόμενους στα Τ.Τ.Τ. (Τηλεφωνία, Τηλεγραφία, Ταχυδρομεία), στους κεντρικούς οικονομικούς και στους εκπαιδευτικούς που σε όλα σχεδόν τα γυμνάσια της Αθήνας και του Πειραιά είχαν σχηματίσει αντιπροσωπευτικές τριμελείς επιτροπές. Μέσα από αυτές τις κινήσεις ανασυγκροτήθηκε η ΚΠΕ τον Ιανουάριο του 1942, η οποία το πρώτο αυτό διάστημα δεν είχε πάρει συγκεκριμένη οργανωτική μορφή αλλά κινούνταν δυναμικά μέσα στους χώρους δουλειάς, πραγματοποιώντας συνεχείς ζυμώσεις, ενώ καθημερινά πλήθυναν οι διαμαρτυρίες με παρουσιάσεις επιτροπών των εργαζομένων στις διευθύνσεις των διαφόρων δημοσίων υπηρεσιών.
Το ξέσπασμα της απεργίας
Τον Απρίλιο του 1942 η κυβέρνηση Τσολάκογλου μετά από πιέσεις των δημοσίων υπαλλήλων έδωσε ως ενίσχυση δύο δεκαπενθήμερα το δεύτερο ως έκτατο επίδομα για τις γιορτές του Πάσχα. Παράλληλα όμως εκείνη την περίοδο ένα κύμα ακρίβειας κατέκλυσε την αγορά αυξάνοντας τις τιμές των τροφίμων με αποτέλεσμα η ενίσχυση αυτή να είναι χωρίς ουσιαστική σημασία για τους εργαζόμενους. Η απροθυμία της κυβέρνησης να προβεί σε οποιαδήποτε παραπάνω οικονομική ενίσχυση με την δικαιολογία της αύξησης του πληθωρισμού, καθώς και το υψηλό κύμα ακρίβειας επεξέτεινε την αγανάκτηση των δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίοι βρίσκονταν σε μια κατάσταση αναβρασμού. Ένα περιστατικό που συνέβη σε μια αίθουσα του κεντρικού ταχυδρομείου έμελλε να αποτελέσει την αφορμή για το ξέσπασμα αυτού του αναβρασμού και να σηματοδοτήσει την πρώτη απεργιακή κινητοποίηση της κατοχικής περιόδου.
Στις 14 Απριλίου είχε αποφασιστεί από την συνδικαλιστική επιτροπή των Τριατατικών ομαδική παρουσίαση ολόκληρου του προσωπικού στον γενικό διευθυντή. Σε μια αίθουσα του κεντρικού Ταχυδρομείου κατά τη διάρκεια της εργασίας του λιποθυμάει ένας υπάλληλος από την πείνα και την εξάντληση. Αμέσως το περιστατικό διαδόθηκε σε όλο το κεντρικό Ταχυδρομείο και οι υπάλληλοι πήγαν να διαμαρτυρηθούν στο γραφείο του διευθυντή, ο οποίος ειδοποίησε τον γενικό διευθυντή συνταγματάρχη Βάλβη, ο οποίος κατέφθασε στο μέγαρο του Κεντρικού Ταχυδρομείου με τη συνοδεία Ελλήνων αστυνομικών και Ιταλών καραμπινιέρων. Στο γραφείο του διευθυντή ο Βάλβης συναντήθηκε με επιτροπή των υπαλλήλων, κρατώντας ανυποχώρητη στάση απέναντι στα αιτήματά τους, οι οποίοι ζητούσαν οριστική υπόσχεση για την επίλυσή τους. Ο Βάλβης με απειλές προσπάθησε να εκφοβίσει τους υπαλλήλους, οι οποίοι δεν υποχώρησαν και τότε διέταξε την απόλυση 12 υπαλλήλων. Στην αλλάγή βάρδιας των υπαλλήλων οι πρωινοί πληροφόρησαν τους απογευματινούς για τα γεγονότα και αποφάσισαν να κατέβουν σε απεργία. Μέσω των τηλεφώνων πληροφόρησαν τους τριατατικούς της επαρχίας για τα γεγονότα της Αθήνας και έτσι την επόμενη μέρα η απεργία επεκτάθηκε στους τριατατικούς της Κορίνθου, της Πάτρας, του Πύργου, της Τρίπολης και την μεθεπόμενη στη Θεσσαλονίκη, την Χαλκιδική, την Λάρισα, τον Βόλο και την Αιτωλοακαρνανία. Τις δύο πρώτες ημέρες οι εφημερίδες επέλεξαν να αποσιωπήσουν το γεγονός θεωρώντας ότι γρήγορα οι υπάλληλοι θα υποχωρούσαν και θα σταματούσε η απεργία. Η κυβέρνηση από την μεριά της προσπαθώντας να τρομοκρατήσει τους υπαλλήλους με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Συγκοινωνιών επιστράτευσε ολόκληρο το προσωπικό των Τ.Τ.Τ. "καθ' άπαντο κράτος" με προθεσμία προσέλευσης την Πέμπτη στις 16 Απριλίου. Το πρωί της Πέμπτης οι εφημερίδες πέρασαν από την τακτική της αποσιώπησης του γεγονότος στην τακτική της τρομοκράτησης των υπαλλήλων. Δημοσίευσαν την έκκληση της κυβέρνησης προς τους απεργούς να επιστρέψουν στην εργασία τους αλλιώς θα αντιμετώπιζαν κυρώσεις, ενώ παράλληλα ανακοίνωσαν την χορήγηση μερίδας άρτου 80 δραμίων και διέψευσαν τις φήμες για τη διάλυση των συνεταιρισμών. Στις υπόλοιπες υπηρεσίες του δημοσίου επικρατούσε αναβρασμός στους υπαλλήλους, οι οποίοι παρακολουθούσαν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και συμπάθεια την απεργία των Τριατατικών αλλά διστάζαν να κατέβουν κι αυτοί σε απεργία μαζί τους. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας πραγματοποιήθηκε συγκέντρωση αντιπροσώπων των δημοσίων υπαλλήλων στο 9ο Γυμνάσιο της Αθήνας, οι οποίοι συζήτησαν την κατάσταση και ανέβαλλαν τις αποφάσεις τους για την επόμενη μέρα. Το υπουργικό συμβούλιο μετά από συνεδρίαση ψήφισε νόμο σύμφωνα με τον οποίο η απεργία των δημοσίων υπαλλήλων χαρακτηρίστηκε ιδιώνυμο αδίκημα και θα αντιμετωπίζονταν με θάνατο. Ο νόμος όμως αυτός δεν δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθώς οι υπάλληλοι του Εθνικού Τυπογραφείου αρνήθηκαν να τον δημοσιεύσουν κατεβαίνοντας σε απεργία. Το απόγευμα της 17ης Απριλίου πραγματοποιήθηκε για δεύτερη φορά συγκέντρωση αντιπροσώπων των δημοσίων υπαλλήλων στο 9ο Γυμνάσιο της Αθήνας, όπου αποφασίστηκε η επέκταση της απεργίας σε όλους τους κλάδους και τις υπηρεσίες της Αθήνας και του Πειραιά και εξέλεξε απεργιακές επιτροπές για κάθε υπηρεσία και κλάδο, οι οποίες σχημάτισαν την Κεντρική Επιτροπή Αγώνα (Κ.Ε.Α.), η οποία αποτέλεσε το συντονιστικό και καθοδηγητικό όργανο της απεργίας. Τα κύρια αιτήματα της απεργίας ήταν: α) τρόφιμα στους υπαλληλικούς συνεταιρισμούς, β) αναπροσαρμογή των μισθών, γ) χορήγηση δανείου 150000 δραχμών και δ) επαναφορά όλων των απεργών. Η Κυβέρνηση χρησιμοποίησε διάφορους τρόπους για να τρομοκρατήσει τους δημοσίους υπαλλήλους με τις απειλές του Υπουργού Οικονομικών Σ. Γκοτζαμάνη και για να αποτρέψει την γενίκευση της απεργίας υποσχόμενη την προκαταβολή μισθού ενός 15μέρου σε όσους δημοσίους υπάλληλους παρέμεναν στη θέση τους και δεν συμμετείχαν στην απεργία. Επιπλέον επιχείρησε να στήσει απεργοσπαστικό μηχανισμό, καθώς με ανακοίνωση του Υπουργείου Συγκοινωνίας καλούσε όλους τους αδιόριστους αποφοίτους των προπαρασκευαστικών σχολών ΤΤΤ Αθηνών – Θεσσαλονίκης των ετών 1939 – 40 και 1940 – 41 να παρουσιασθούν στην Γενική Διεύθυνση των ΤΤΤ, στο Τμήμα Προσωπικού για να αναλάβουν υπηρεσία. Την ίδια ημέρα επιτροπή των απεργών οικονομικών υπαλλήλων συναντήθηκε με τον Γκοτζαμάνη, ο οποίος υποσχέθηκε διάφορες ενισχύσεις εκτός από μισθολογικές αυξήσεις.
Την Κυριακή στις 19 Απριλίου οι εφημερίδες συνέχισαν στο ίδιο μοτίβο δημοσιεύοντας από τη μια απειλητικές δηλώσεις του πρωθυπουργού Τσολάκογλου, ο οποίος παρουσιαζόταν έκπληκτος από το θράσσος των δημοσίων υπαλλήλων οι οποίοι "από όργανα του κράτους έβαλλον κατά του κράτους", τονίζοντας ότι δεν υπάρχουν περιθώρια να εισακουστούν τα αιτήματά τους και από την άλλη προσπάθησαν να κάμψουν την αντίσταση των απεργών ανακοινώνοντας ορισμένα μέτρα που θα έπαιρνε η κυβέρνηση για την αντιμετώπιση του επισιτιστικού προβλήματος (διανομή μερίδος άρτου 80 δραμίων, απόφαση για αποδέσμευση ορισμένων προϊόντων ως αρχή μιας γενικότερης αποδέσμευσης, θέσπιση ειδικού νόμου για την θανατική καταδίκη όσων διεξήγαν αγοραπωλησίες χρυσών νομισμάτων έξω από Τράπεζες). Την ίδια μέρα πραγματοποιήθηκε συγκέντρωση της Κ.Ε.Α. για τρίτη φορά η οποία αποφάσισε τη συνέχιση της απεργίας σε όλους τους δημοσιοϋπαλληλικούς κλάδους και υπηρεσίες και την πραγματοποίηση συγκέντρωσης την Δευτέρα 20 Απριλίου στο Πολιτικό Γραφείο, όπου θα επιχειρούσαν συνάντηση με τον πρωθυπουργό. Την επόμενη μέρα πραγματοποιήθηκε η συγκέντρωση έξω από το Πολιτικό Γραφείο ο Τσολάκογλου όμως αρνήθηκε να δεχθεί τους εκπροσώπους της Κ.Ε.Α. Το υπόμνημα με τα αιτήματα των απεργών υπεβλήθη τελικά με τη μεσολάβηση των ανωτέρων υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών οι οποίοι τη Δευτέρα το απόγευμα συναντήθηκαν με τον Γκοτζαμάνη, ο οποίος μετά από συζητήσεις υποσχέθηκε την άμεση καλυτέρευση της θέσης των υπαλλήλων, την επαναφορά των απολυμένων υπαλλήλων στις θέσεις τους και την απελευθέρωση των συλληφθέντων. Το βράδυ της ίδιας ημέρας πραγματοποιήθηκε κοινή σύσκεψη των ανωτέρων υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών με την Κ.Ε.Α. Μετά την αποχώρηση των ανωτέρων οικονομικών υπαλλήλων η Κ.Ε.Α. συνέχισε τη σύσκεψη και τελικά αποφάσισε τη λήξη της απεργίας στις 9 το πρωί της επόμενης ημέρας, αφού κρίθηκαν ικανοποιητικές οι δεσμεύσεις του Υπουργού Οικονομικών.
Η πρώτη αυτή απεργία των δημοσίων υπαλλήλων είχε ισχυρό αντίκτυπο τόσο στο εσωτερικό της χώρας, όσο και στο εξωτερικό. Λίγες ημέρες μετά το τέλος, οι απολυμένοι υπάλληλοι επέστρεψαν στη θέση τους, οι κρατούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι, η κυβέρνηση διέταξε αλεπάλληλες προκαταβολές μισθών, με το νόμο 1424/1942 χορήγησε το πρώτο σοβαρό επίδομα "ακρίβειας της ζωής", όπως ονομάστηκε, ενώ καθιέρωθηκε η πληρωμή του μισθού να γίνεται ανά δεκαπενθήμερο. Οι Γερμανοί θέλοντας να αποτρέψουν ενδεχόμενες μελλοντικές απεργιακές κινητοποιήσεις εξέδωσαν διαταγή του Διοικητή των Ενόπλων Δυνάμεων Νοτίου Ανατολής σύμφωνα με την οποία απαγορεύονταν η απεργία στους εργαζόμενους σε υπηρεσίες και εργοστάσια που εξυπηρετούσαν το άμεσο ή έμμεσο συμφέρον των αρχών κατοχής και κάθε απεργιακή κίνηση θα θεωρούνταν ως σαμποτάζ απέναντι στα Στρατεύματα κατοχής. Η σημασία αυτής της απεργίας ήταν καθοριστική, καθώς πέρα από τις όποιες οργανωτικές αδυναμίες της αποτέλεσε την πρώτη απάντηση των εργαζομένων απέναντι στην τρομοκρατία της πείνας. Ήταν η αρχή μιας σειράς μεγάλων απεργιακών κινητοποιήσεων, που έλαβαν χώρα στην πρωτεύουσα τόσο το 1942, αλλά κυρίως το 1943, όπου οι εργαζόμενοι μέσα από την ενεργή συμμετοχή τους στις συνδικαλιστικές οργανώσεις του ΕΑΜ, απέκτησαν συνείδηση της συλλογικής τους δύναμης, σφυρηλατόντας μέσα στους χώρους δουλειάς με βάση τα καθημερινά τους προβλήματα ένα μοναδικό αντιστασιακό συνδικαλιστικό κίνημα, που τους επέτρεψε να επιβιώσουν μέσα στις απάνθρωπες συνθήκες της κατοχικής περιόδου.
(1) Οι ελλείψεις που προέκυψαν στην αγορά οδήγησαν στο κλείσιμο πολλών επιχειρήσεων, έμπορικών καταστημάτων και εργοστασίων και κατ' επέκταση στην απόλυση χιλιάδων εργαζομένων. Η απόλυση εκείνη την περίοδο ισοδυναμούσε με θανατική καταδίκη.
(2) Ο συνδικαλισμός στους δημοσίους υπαλλήλους είχε απαγορευθεί από τον Ιούλιο του 1936 με την Κ΄ Συντακτική Πράξη. Τότε δημιουργήθηκε η παράνομη Κεντρική Πανυπαλληλική Επιτροπή (ΚΠΕ), η οποία εξέλεξε γραμματέα και μαζί με άλλα τέσσερα άτομα σχημάτισαν την πενταμελή γραμματεία της ΚΠΕ, που ήταν το παράνομο συντονιστικό όργανο των δημοκρατικών στελεχών και ομάδων. Οι διωγμοί και οι εξορίες που ακολούθησαν ατόνισαν τη δράση της.
Βιβλιογραφία
1. Π. Βόγλης, Η ελληνική κοινωνία στην κατοχή, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2010
2. Α.Κ. Δημητρίου, Η πρώτη απεργία στην σκλαβωμένη Ευρώπη, εκδόσεις Πέτρου Καραβάκου, Αθήνα 1945
3. M. Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1994
4. Σ.Ι. Σταμάτης, Από την Αλβανία στην Κατοχή και την Αντίσταση 1940 – 46, εκδόσεις Καντήραγα, Αθήνα 1991
5. Σ. Πανίδου, Το εργατικό κίνημα στην κατοχή, αδημοσίευτη διπλωματική εργασία, ΕΚΠΑ
6. Ελεύθερη Ελλάδα, 20/4/1942