Η δεκαετία του 1920 σημαδεύτηκε από τη Μικρασιατική Καταστροφή και τις συνέπειές της. Το ελληνικό κράτος προσπαθούσε να ανταπεξέλθει στις νέες και επιτακτικές ανάγκες που είχαν δημιουργηθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Την αποτελεσματικότητά του όμως, συσκότιζε το ζήτημα των παρεμβάσεων του στρατού στο έργο των πολιτικών. Ήδη από την επαύριον κιόλας της Μικρασιατικής Καταστροφής εκδηλώθηκε το Κίνημα των Πλαστήρα – Γονατά. Αντεπαναστάσεις και επαναστάσεις του στρατού εκδηλώθηκαν καθ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας. Παρόλα αυτά, μετά τη Δικτατορία του Πάγκαλου η δημοκρατία σταδιακά αποκαταστάθηκε και η εξουσία περιήλθε στη Βουλή. Είχε προηγηθεί μάλιστα και η έξωση της δυναστείας των Γκλύξμπουργκ από τον ελληνικό θρόνο, αρχικά με απόφαση της Εθνοσυνέλευσης και στη συνέχεια με νομιμοποιητικό δημοψήφισμα που οδήγησε στην ανακήρυξη της Β' Ελληνικής Δημοκρατίας. Η εκλογική νίκη του Κόμματος των Φιλελευθέρων το 1928 με το συντριπτικό ποσοστό του 61% και η επάνοδος στην εξουσία του Ελευθερίου Βενιζέλου δημιουργούσε νέα δεδομένα.
Για μία ακόμη φορά ο ελληνικός λαός εναπόθετε τις ελπίδες του στην Κρητικό πολιτικό. Ο Βενιζέλος είχε έτσι τη δυνατότητα να προχωρήσει απρόσκοπτα στην εφαρμογή ενός νέου μεταρρυθμιστικού προγράμματος που θα στόχευε στην αναστήλωση του ελληνικού κράτους. Στα μελανά σημεία της διακυβέρνησης της περιόδου συγκαταλέγεται η ψήφιση του Ιδιωνύμου και των περιορισμών της ελευθερίας του τύπου, μέτρα που θεωρήθηκαν δείγμα της αυταρχικής πολιτικής του Κρητικού Πρωθυπουργού. Την κυβερνητική θητεία ήλθαν να εξουθενώσουν οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης του 1929, τις οποίες η κυβέρνηση δεν μπόρεσε να αποτρέψει. Οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης οδήγησαν την κυβέρνηση Βενιζέλου σε παραίτηση το 1932. Τα εγγενή προβλήματα των δομών του ελληνικού κράτους ήρθαν για ακόμη μία φορά στο προσκήνιο, όπως επίσης και οι μικροκομματικές αντιλήψεις που δεν άφηναν περιθώριο σε αυτές τις κρίσιμες για τη χώρα περιστάσεις να υπάρξει μία ευρύτερη συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων της χώρας για σύγκλιση, ούτως ώστε να μπορέσει η Ελλάδα να ανταπεξέλθει στις νέες δύσκολες οικονομικές συνθήκες. Αντιθέτως, υπήρξε πόλωση του πολιτικού σκηνικού με έντονες αντεγκλήσεις και ρητορικές εξάρσεις που θύμιζαν πολύ την περίοδο του εθνικού διχασμού, δύο δεκαετίες πρωτύτερα.
Η πολιτική αστάθεια της δεκαετίας του 1930
Σε εκλογικό επίπεδο η διαμάχη αυτή αποτυπώθηκε με την ισοδυναμία των δύο μεγάλων πολιτικών σχηματισμών, των Φιλελευθέρων και του Λαϊκού Κόμματος. Επειδή όμως, ο σχηματισμός μίας οικουμενικής κυβέρνησης με τη σύμπραξη των δύο αυτών κομμάτων αποκλειόταν, τόσο οι Φιλελεύθεροι όσο και το Λαϊκό Κόμμα άρχισαν να προσεγγίζουν τα μικρότερα κόμματα για να αποσπάσουν τη συγκατάθεσή τους για την ανάδειξη του κυβερνητικού σχήματος. Μετά την εξάμηνη παραμονή στην εξουσία της κυβέρνησης Τσαλδάρη, προκηρύχτηκαν νέες εκλογές εξαιτίας της άρνησης των υπολοίπων κομμάτων να παράσχουν ψήφο εμπιστοσύνης.
Ένα ακόμη πραξικόπημα των στρατιωτικών από το Νικόλαο Πλαστήρα πραγματοποιήθηκε, δίχως όμως να σημειώσει επιτυχία. Η συνεχής εκδήλωση στρατιωτικών πραξικοπημάτων κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου ενσωματώνεται σε ένα γενικότερο πλαίσιο. Οι στρατιωτικοί μετά την πρώτη τους εμφάνιση στα δημόσια πράγματα με την εκδήλωση του Κινήματος στου Γουδή είχαν δημιουργήσει νέα δεδομένα. Ενεργό ρόλο διαδραμάτισαν και κατά την περίοδο του εθνικού διχασμού, όταν δημιούργησαν Συνδέσμους υποστήριξης είτε του Βενιζέλου είτε του Βασιλιά. Η Μικρασιατική Καταστροφή τους επανέφερε ενεργά στην πολιτική σκηνή, ιδιαίτερα όταν άρχισε σταδιακά να επικρατεί στην κοινή γνώμη η σφαλερή άποψη ότι ο ελληνικός στρατός είχε ηττηθεί ουσιαστικά λόγω των εσωτερικών μηχανορραφιών και προδοσιών της πολιτικής ηγεσίας. Η λαϊκή απήχηση που γνώριζε ο στρατός, έδωσε στους στρατιωτικούς το κατάλληλο πρόσχημα και έρεισμα για να επεμβαίνουν ρυθμιστικά στην πολιτική ζωή του τόπου. Έτσι, η στρατιωτική ηγεσία μυήθηκε στο παιχνίδι της εξουσίας και θεώρησε πως στο εξής είχε το δικαίωμα να παρεμβαίνει στο όνομα του λαού και της σωτηρίας του έθνους, προωθώντας την πολιτική που πίστευε ότι ήταν η πιο ορθή και ενδεδειγμένη. Επιπλέον, από την άλλη πλευρά, πολλές φορές οι πολιτικοί ηγέτες είχαν στηριχθεί στη στρατιωτική ηγεσία για να ωθήσουν τις εξελίξεις εκεί που επεδίωκαν ή να εδραιώσουν την ισχύ τους. Η πρακτική τους αυτή, έδωσε το δικαίωμα στους στρατιωτικούς να θεωρηθούν ως ο κανονιστικός παράγων των εξελίξεων. Επίσης, πολλοί στρατιωτικοί υπήρξαν ιδιαίτερα δημοφιλείς στο λαό. Έχοντας συμμετάσχει στα μέτωπα του πολέμου κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων αλλά και του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, στη συνείδηση του λαού ήταν οι απελευθερωτές των νέων χωρών, αυτοί που έδωσαν και κέρδισαν τις κρίσιμες μάχες για την πατρίδα. Άλλωστε, η συνεχής επιστράτευση είχε ως αποτέλεσμα μεγάλο μέρος του ανδρικού πληθυσμού να θητεύσει υπό τις οδηγίες των στρατιωτικών αυτών έχοντας την ευκαιρία να σχηματίσει μία προσωπική άποψη για το ποιόν του καθενός. Τέλος, οι στρατιωτικοί είχαν τη δυνατότητα να επιστρατεύσουν πιο εύκολα τα τμήματα που βρίσκονταν υπό τις εντολές τους.
Το βέβαιο είναι πάντως ότι οι αναμίξεις των στρατιωτικών στην πολιτική ζωή του τόπου επέφεραν τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που επιδίωκαν οι οργανωτές τους. Ουσιαστικά αναμόχλευαν τα πάθη του εθνικού διχασμού, τα οποία με τη σειρά της η πολιτική ηγεσία αντί να τα περιορίσει φρόντισε να τα ενισχύσει. Η συγκρότηση νέων συνδέσμων βενιζελικών και αντιβενιζελικών στο στρατό σε συνδυασμό με την επιβολή μη διαφανών κριτηρίων κατά τη διάρκεια των προαγωγών όξυνε τα μίση και τις διακρίσεις. Την περίοδο αυτή στην εξουσία βρισκόταν κυβέρνηση προερχόμενη από το Λαϊκό Κόμμα με Πρωθυπουργό τον Τσαλδάρη. Σε μία προσπάθεια να κατευναστούν οι αντιθέσεις εντός της κοινωνίας και να εκτονωθεί η κατάσταση, ο Τσαλδάρης ακολούθησε μία μετριοπαθή πολιτική. Η πολιτική αυτή όμως, δεν έβρισκε σύμφωνα πολλά από τα στελέχη του κόμματός του. Η μετριοπαθής πολιτική της κυβέρνησης Τσαλδάρη δυσαρέστησε αρκετά στελέχη του Λαϊκού Κόμματος. Σε μία περίοδο που οι έριδες του παρελθόντος επανήλθαν στο προσκήνιο, τα ακραία στοιχεία του κόμματος επιθυμούσαν διακαώς την καταδίκη του ίδιου του Βενιζέλου (για το αποτυχημένο κίνημα) και πολλών στελεχών της βενιζελικής παράταξης. Σε μία νέα δίκη, με πολλά κοινά στοιχεία, ως προς την πρακτική, με τη Δίκη των Έξι, καταδικάσθηκαν σε θάνατο οι στρατιωτικοί Κοιμήσης και Παπούλας. Ωστόσο, ακόμη και αυτή η εξέλιξη δεν ικανοποίησε την ακραία μερίδα του Λαϊκού Κόμματος, η οποία συσπειρώθηκε σταδιακά γύρω από το πρόσωπο των Κονδύλη και Μεταξά.
Βιβλιογραφία
- CloggRichard, Σύντομη ιστορία της νεώτερης Ελλάδας, εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1999.
- DouglasDakin, Η ενοποίηση της Ελλάδας 1700 – 1923 (μτφρ. Α. Ξανθόπουλος), εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1989.
- Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τομ. 7 (1922 – 1940) και τομ. 8 (1940 – 1949), εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003.
- Ιστορία των Ελλήνων, Νεώτερος Ελληνισμός 1910 – 1940, τομ. 15 και Η Σύγχρονη Ελλάδα 1944 – 1974, εκδ. Δομή, Αθήνα 2005.
- Μπαμπούνης Χ., Τοπική Αυτοδιοίκηση και Ελλαδικός Χώρος, εκδ. Βανιάς, Θεσσαλονίκη 2007.
- Οικονόμου Νικόλαος, Η περίοδος από τον Σεπτέμβριο του 1926 έως το 1935, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΕ', Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1977.
- Παπαρηγόπουλος Κωνσταντίνος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τομ. 25 (1922 – 1967), εκδ. NationalGeographicSociety, 2009 – 2010.
- Ρήγος Άλκης, Η Β' Ελληνική Δημοκρατία, 1924 – 1935: Κοινωνικές διαστάσεις της πολιτικής σκηνής, Θεμέλιο, Αθήνα 1999.
- Ψαλλίδας Αθανάσιος, Η Παλινόρθωση της μοναρχίας και η δικτατορία της 4ης Αυγούστου και Η Ελλάδα στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η τριπλή Κατοχή και ο Εμφύλιος Πόλεμος, εκδ. Πανεπιστημίου Αιγαίου 2014.